Τραμπ: Ο πιο τρελός πρόεδρος… μετά τον Κένεντι
Η ευκολία με την οποία κάθε ακραία κίνηση του Ντόναλντ Τραμπ αποδίδεται πλέον στον αυθορμητισμό, στην τρέλα ή τη χυδαιότητά του έρχεται να συγκαλύψει το γεγονός ότι ο πρόεδρος των ΗΠΑ είναι ο απόλυτος εκφραστής του αμερικανικού κράτους, του παρακράτους και των μεγαλύτερων επιχειρηματικών συμφερόντων. Μαζί με τον Κιμ Γιονγκ Ουν αποτελούν ίσως τους δύο πιο λογικούς παίκτες που έχει γνωρίσει το παγκόσμιο σύστημα εδώ και δεκαετίες.
Φανταστείτε έναν αμερικανό πρόεδρο που απειλεί να εξαπολύσει πυρηνικό Αρμαγεδδώνα με αφορμή το γεγονός ότι ένα μικροσκοπικό, για τα δεδομένα των ΗΠΑ, κράτος αποκτά πυρηνικά όπλα. Οι διπλωματικές και στρατιωτικές πιέσεις που ασκεί φέρνουν τον πλανήτη στα όρια της ολοκληρωτικής του εξαφάνισης. Ο ίδιος, όμως, αρνείται να υποχωρήσει και μάλιστα κλιμακώνει τις ρητορικές του επιθέσεις εναντίον των αντιπάλων του.
Με αυτή την εισαγωγή ξεκινά τους τελευταίους μήνες αρκετές ομιλίες και συνεντεύξεις του o βρετανός ιστορικός Νάιαλ Φέργκιουσον. Και δεν αναφέρεται στην αντιπαράθεση του Ντόναλντ Τραμπ με τον ηγέτη της Βόρειας Κορέας, Κιμ Γιονγκ Ουν, αλλά στη σκληρή γραμμή που υιοθέτησε ο Τζον Φιτζέραλντ Κένεντι εναντίον του Φιντέλ Κάστρο στην περίφημη κρίση των πυραύλων του 1962 – την περίοδο που ο πλανήτης έφτασε όσο ποτέ άλλοτε στα πρόθυρα του πυρηνικού ολοκαυτώματος. Ο Φέργκιουσον καταλήγει στο φαινομενικά παράδοξο συμπέρασμα ότι στη διεθνη σκακιέρα το μόνο που διακρίνει τον Ντόναλντ Τραμπ από τον Κένεντι είναι… η ατολμία του πρώτου να διαχειριστεί την κρίση με το ίδιο σθένος που είχε επιδείξει ο δολοφονημένος προκάτοχός του. Όσο και αν διαφωνεί κανείς με το τελικό συμπέρασμα του συντηρητικού βρετανού ιστορικού, ο οποίος ζητά κλιμάκωση της αντιπαράθεσης με τη Βόρεια Κορέα, o Φέργκιουσον καταρρίπτει έναν διαδεδομένο μύθο: ότι πίσω από τη σύγκρουση της Ουάσινγκτον με την Πιονγκγιάνγκ κρύβεται η αντιπαράθεση δυο παρανοϊκών ανθρώπων που τυχαίνει να έχουν πρόσβαση σε πυρηνικά όπλα.
Μέχρι σήμερα είχαμε να αντιμετωπίσουμε αυτό που ο ανθρωπολόγος Χιου Γκάστερσον αποκαλούσε «πυρηνικό οριενταλισμό» – την ιδέα ότι οι ηγέτες των δυτικών πυρηνικών δυνάμεων είναι λογικοί και ψύχραιμοι παίκτες, ενώ οι συνάδελφοί τους στην Ανατολή είναι ένα μάτσο «ψυχάκηδες» που θα μπορούσαν να τινάξουν τον πλανήτη στον αέρα είτε γιατί στραβοκοιμήθηκαν, είτε γιατί ήπιαν δυο βότκες παραπάνω. Κανένας δεν θέλει βέβαια να θυμάται ότι ο Νίξον υπερηφανευόταν ότι μπορούσε να σκοτώσει 70 εκατομμύρια ανθρώπους σηκώνοντας απλώς το ακουστικό του τηλεφώνου του. Ελάχιστοι αναφέρουν ότι ο Ρόναλντ Ρίγκαν αστειευόταν μπροστά σε ανοιχτά μικρόφωνα προσποιούμενος ότι δίνει εντολή για εκτόξευση διηπειρωτικών πυραύλων εναντίον της ΕΣΣΔ. Κανένας επίσης δεν μας λέει ότι πολύ πριν ο Τραμπ απειλήσει τη Βόρεια Κορέα με «φωτιά και οργή» ήταν ο Μπαράκ Ομπάμα που δήλωνε δημοσίως ότι θα μπορούσε να ισοπεδώσει ολοκληρωτικά τη χώρα.
Με την άφιξη του Τραμπ στον Λευκό Οίκο ο πυρηνικός οριενταλισμός υποχώρησε και στη θέση του επικράτησε η άποψη ότι το μέλλον μας κρίνεται από δύο κλινικά κρετίνους, που βρίζονται σαν παιδιά της πρώτης δημοτικού με χαρακτηρισμούς όπως «πυραυλάκιας» και «γεροξεκούτης». Η άποψη όμως ότι ο Τραμπ είναι απλώς τρελός (ή τουλάχιστον επικίνδυνα παρορμητικός) είναι εξίσου αβάσιμη με την ιδέα ότι ο Χίτλερ αιματοκύλισε τον πλανήτη όχι επειδή του το ζήτησαν οι οικονομικές ελίτ που τον έφεραν στην εξουσία, αλλά γιατί τσαντίστηκε που δεν τον δέχτηκαν στη σχολή καλών τεχνών. Ο Τραμπ είναι όσο «τρελός» ήταν ο Κένεντι, ο Νίξον και ο Ομπάμα. Για την ακρίβεια, όπως θα δούμε στη συνέχεια, ίσως να είναι ο καλύτερος μαθητής ενός ανθρώπου που συνέδεσε με την παρουσία του τους προαναφερθέντες προέδρους: του Χένρι Κίσινγκερ.
Διόλου παράλογη δεν φαίνεται να είναι και η στάση του βορειοκορεάτη ηγέτη Κιμ Γιονγκ Ουν. Θα πρέπει να είσαι πραγματικά τρελός ή ηλίθιος αν είσαι δικτάτορας και δεν επιδιώκεις να έχεις όπλα μαζικής καταστροφής, όταν έχεις δει τον Σαντάμ Χουσεΐν να απαγχονίζεται στη Βαγδάτη και το άψυχο σώμα του Μοαμάρ Καντάφι να σέρνεται στους δρόμους της Λιβύης. Άλλωστε πίσω από την καρικατούρα του βορειοκορεάτη ηγέτη –που γιγαντώνεται από τον παραμορφωτικό φακό των δυτικών ΜΜΕ– κρύβεται ένας πολιτικός που ζήτησε πολλές φορές να συνδιαλλαγεί με την Ουάσινγκτον. Με εξαίρεση όμως τον Μπιλ Κλίντον, κανένας αμερικανός πρόεδρος δεν φαίνεται να ανοίγει την αλληλογραφία του όταν βλέπει στη θέση του αποστολέα το Προεδρικό Μέγαρο της Βόρειας Κορέας.
Και στο βάθος… Πεκίνο
Όπως έχουμε εξηγήσει πολλές φορές από αυτές τις σελίδες, η αντιπαράθεση με την Πιονγκγιάνγκ κρύβει πίσω της τη σημαντικότερη στρατηγική επιλογή που έχει κάνει τον τελευταίο μισό αιώνα η Ουάσινγκτον: να περικυκλώσει την Κίνα δημιουργώντας στρατιωτικές ισορροπίες που θα της επιτρέψουν να αναχαιτίσει την οικονομική επέλαση του Πεκίνου και –αν χρειαστεί– να κυριαρχήσει σε ενδεχόμενη ανοιχτή πολεμική σύρραξη. Ο Τραμπ, όταν μιλά για τη Βόρεια Κορέα, «απευθύνεται στην Κίνα», έλεγε πριν από μερικές εβδομάδες ο πρώην διευθυντής της CIA Ντέιβιντ Πετρέους. Ο ίδιος μάλιστα συμπλήρωνε ότι η «παράνοια» που διακρίνεται στο μάτι του αμερικανού προέδρου είναι ένα πολύτιμο εργαλείο που χρησιμοποίησαν αρκετοί ακόμη προκάτοχοί του. «Υπάρχει μια βάση στη λογική του “παρανοϊκού ηγέτη”», έλεγε ο Πετρέους θυμίζοντας μια περίφημη φράση του Ρίτσαρντ Νίξον. Όταν εισέρχεσαι σε μια κρίση είναι καλό να αφήνεις τον αντίπαλό σου να πιστεύει ότι δεν είσαι και πολύ στα λογικά σου».
Ίσως τελικά ο Τραμπ, ως επιχειρηματίας, να κατανοεί πολύ καλύτερα από οποιονδήποτε άλλον πρόεδρο γιατί η ανάσχεση της Κίνας, όπως την επιθυμούν οι ΗΠΑ, δεν μπορεί πλέον να επιτευχθεί από τον πρόεδρο της Ομοσπονδιακής Κεντρικής Τράπεζας, αλλά μόνο από τον αρχηγό Γενικού Επιτελείου Ενόπλων Δυνάμεων. Πριν από δύο χρόνια έκθεση του αμερικανικού υπουργείου Γεωργίας υποστήριζε ότι η κινεζική οικονομία θα αναπτυχθεί κατά 300% την επόμενη 15ετία και αναμένεται να ξεπεράσει την αμερικανική, η οποία στο ίδιο διάστημα θα έχει αυξηθεί μόλις κατά 15%. Ενδεικτικό των νέων οικονομικών ισορροπιών είναι ότι από το 2000 έως το 2008 η Κίνα κατάφερε να καλύψει το αβυσσαλέο χάσμα που τη χώριζε από τις ΗΠΑ στον αριθμό των δικαιωμάτων ευρεσιτεχνίας που κατοχύρωνε σε τομείς τεχνολογικής καινοτομίας. Αυξάνοντας τις πατέντες κατά 400%, κατάφερε να υπερκεράσει την Αμερική σε έναν τομέα που αποτελούσε αιχμή του δόρατος για την αμερικανική οικονομία.
Δεν χρειάζεται να έχεις ζήσει στα τελευταία χρόνια της ρωμαϊκής ή της βυζαντινής αυτοκρατορίας για να καταλάβεις ότι αυτή η σταδιακή οικονομική παρακμή των ΗΠΑ θα μεταφραστεί αργά ή γρήγορα και σε γεωπολιτική συρρίκνωση. Πολύ περισσότερο σε μια εποχή όπου ακόμη και η στρατιωτική κυριαρχία στηρίζεται πλέον σε συστήματα υπερυπολογιστών και δορυφορικές επικοινωνίες, στις οποίες πολύ γρήγορα η Κίνα θα μπορούσε να αποκτήσει αισθητή υπεροχή.
Η νέα πραγματικότητα αποτυπώθηκε στα μέσα Ιουλίου σε μεγάλη έκθεση του αμερικανικού υπουργείου Άμυνας με τον τίτλο «Εκτίμηση κινδύνου σε έναν κόσμο όπου δεν διαθέτουμε την κυριαρχία». Οι αμερικανικές ένοπλες δυνάμεις, διαβάζαμε στην έκθεση, «δεν μπορούν πλέον να θεωρούνται άτρωτες απέναντι σε άλλους κρατικούς δρώντες» και «δεν είναι πλέον σε θέση να προσφέρουν αυτομάτως σταθερή και βιώσιμη στρατιωτική υπεροχή στο πεδίο». Και για όσους δυσκολεύονταν να καταλάβουν την αργκό των καραβανάδων, η έκθεση κατέληγε με τη φράση…
«μπορεί να χάσουμε». Ελάχιστες αυτοκρατορίες στο πέρασμα των αιώνων έχουν περιγράψει με τόση σαφήνεια το ενδεχόμενο τέλος τους. Και όταν μιλούν για κρατικούς δρώντες, φυσικά το μυαλό όλων πηγαίνει στην Κίνα.
Αν συνυπολογίσει κανείς σε αυτή τη σχέση και το τεράστιο χρέος των ΗΠΑ, το οποίο ελέγχει η Κίνα, αλλά και τις συνεχείς προσπάθειες του Πεκίνου να απεξαρτηθεί από το δολάριο και να μετατρέψει το γουάν σε παγκόσμιο νόμισμα, καταλαβαίνει πολύ καλά γιατί η αμερικανική αρμάδα μετακινείται τα τελευταία χρόνια προς τη Νότια Σινική Θάλασσα με εξόχως απειλητικές διαθέσεις. Το Πεντάγωνο δίνει έναν αγώνα δρόμου να αποκομίσει όσο το δυνατόν περισσότερα γεωπολιτικά οφέλη για όσο διάστημα διαθέτει καθαρή στρατιωτική υπεροχή.
Ο Χένρι Κίσινγκερ φαίνεται να γνώριζε τις νέες ισορροπίες εδώ και δεκαετίες και έχει προειδοποιήσει σειρά αμερικανών προέδρων, μεταξύ των οποίων τον Ομπάμα και τον Τραμπ. Όταν ακόμη ο Νίξον έστηνε το μεγάλο άνοιγμα προς την Κίνα προκειμένου να απομονώσει τη Μόσχα, ο Κίσινγκερ φέρεται να τον προειδοποιούσε ότι τις επόμενες δεκαετίες κάποιος σοφός διάδοχός του θα έπρεπε να συμμαχήσει με τη Μόσχα για να ανακόψει την ισχύ του Πεκίνου. Ίσως αυτή ακριβώς τη συμβουλή να έδωσε και στον Τραμπ, όταν τον επισκέφθηκε στον πύργο του στο Μανχάταν λίγες ημέρες μετά την εκλογική του νίκη.
Αυτό όμως που φαντάζει ξεκάθαρο στους επιτελείς που χαράσσουν τη στρατηγική των ΗΠΑ απέναντι στην Κίνα δεν είναι αναγκαστικά σαφές στις αμερικανικές πολυεθνικές που έχουν επενδύσει στον Κίτρινο Δράκο. Πολλές φορές στην Ιστορία των ΗΠΑ, οι μεγαλύτερες επιχειρήσεις της χώρας έβλεπαν μόνο το βραχυπρόθεσμο συμφέρον τους και συνεργάζονταν με γεωπολιτικούς αντιπάλους. Τα παραδείγματα της General Motors ή της IBM, που τροφοδοτούσαν τη ναζιστική πολεμική, μηχανή επαναλαμβάνονται –προς το παρόν σαν φάρσα– και σήμερα.
Όταν ο κινέζος πρόεδρος ανακοίνωσε στις αρχές Σεπτεμβρίου το τελικό πρόγραμμα των συναντήσεων που θα είχε στο πλαίσιο της επίσκεψής του στις ΗΠΑ, όλοι πρόσεξαν δυο σημαντικά «ραντεβού»: τις επισκέψεις στη Microsoft και την Boeing. Λίγες ημέρες αργότερα, οι κόκκινες σημαίες της Κίνας που κυμάτιζαν στα γραφεία του κολοσσού που ίδρυσε ο Μπιλ Γκέιτς δεν αποτελούσαν μόνο ένα μήνυμα φιλίας προς το Πεκίνο, αλλά και ένα σινιάλο στην Ουάσινγκτον: Εδώ κάνουμε μπίζνες… τον νου σας. Η Microsoft είναι ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα των εταιρειών που δυσανασχετούν με την κλιμάκωση της αντιπαράθεσης με την Κίνα, αφού τα τελευταία 20 χρόνια έχει στήσει εκεί τα μεγαλύτερα κέντρα Έρευνας και Ανάπτυξης που διαθέτει εκτός αμερικανικού εδάφους. Μόνο τις τελευταίες εβδομάδες, μάλιστα, ανακοίνωσε νέες συνεργασίες με τις κινεζικές εταιρείες UniGroup, Baidu, CETC, Xiaomi, Shanghai Media Group, αλλά και νέες επιχειρηματικές δράσεις σε ειδικές οικονομικές ζώνες της Κίνας.
Αρκετά πιο σύνθετη φαίνεται να είναι η στάση του Τραμπ απέναντι στη Ρωσία καθώς ένα διαφορετικό πλέγμα επιχειρηματικών, πολιτικών και γεωπολιτικών συμφερόντων συγκρούονται στο εσωτερικό της Ουάσινγκτον. Αυτή τη φορά δεν είναι οι εταιρείες υψηλής τεχνολογίας που εκφέρουν άποψη για την εξωτερική πολιτική της υπερδύναμης, αλλά οι ενεργειακοί κολοσσοί που συχνά βλέπουν τις επαφές με τη Μόσχα σαν ευκαιρία ή τουλάχιστον ως αναγκαίο κακό για τα συμφέροντά τους. Η τοποθέτηση στη θέση του υπουργού Εξωτερικών του πρώην αφεντικού της ExxonMobil, Ρεξ Τίλερσον, ο οποίος διατηρεί ανοιχτά κανάλια επικοινωνίας με τη Μόσχα, απέδειξε ότι η αποτυχημένη προσπάθεια του Τραμπ να προσεγγίσει τη Ρωσία δεν ήταν μια παρόρμηση της στιγμής, αλλά έχει ειδικό –επιχειρηματικό– βάρος.
Για άλλη μία φορά, όμως, μια στρατηγική που φαντάζει προφανής σε ρεαλιστές πολιτικούς (να προσεγγίσουν τη Ρωσία ώστε να αποτραπεί η δημιουργία ενός άξονα Μόσχας-Πεκίνου) συναντά ανυπέρβλητα εμπόδια στην εφαρμογή της. Οι νεκραναστημένοι νεοσυντηρητικοί, οι οποίοι το τελευταίο διάστημα συνασπίζοναι γύρω από τη Χίλαρι Κλίντον, οργάνωσαν μια υστερική αντιρωσική εκστρατεία η οποία κλιμακώνεται μήνα με τον μήνα. Με τον έλεγχο που ασκούν στα κυρίαρχα, φιλελεύθερα μέσα ενημέρωσης αλλά και τις ασφυκτικές πιέσεις που άσκησαν σε εταιρείες όπως η Facebook και η Twitter, δημιούργησαν ένα νεο-μακαρθικό τοπίο, στο οποίο όποιος δεν συμφωνεί μαζί τους χαρακτηρίζεται αυτομάτως ρώσος πράκτορας (τρολ, χάκερ κτλ.). Μέσα σε λίγους μήνες ξεπρόβαλαν νέα think tank και ομάδες πίεσης, όπως η Επιτροπή για τη Διερεύνηση της Ρωσίας, που στελεχώνονται από πρώην στελέχη μυστικών υπηρεσιών και γνωστούς νεοσυντηρητικούς και έχουν ως μοναδικό αντικείμενο να εντοπίζουν ρωσικές «συνωμοσίες».
Το πρόβλημα με τον Ντόναλντ Τραμπ είναι ότι όταν βρίσκεται αντιμέτωπος με τέτοιου είδους πιέσεις δεν χαλά ποτέ χατίρι σε όσους του ζητούν να επιβάλει κυρώσεις ή να στείλει μερικές χιλιάδες πεζοναύτες σε κάποιο σημείο του πλανήτη. Αν η Σαουδική Αραβία και το Ισραήλ τού ζητήσουν να ακυρώσει τη συμφωνία για το πυρηνικό πρόγραμμα με το Ιράν, θα το κάνει χωρίς δεύτερη σκέψη. Αν οι στρατηγοί τού ζητήσουν να στείλει ένα μήνυμα στην Κίνα μέσω της Βόρειας Κορέας, θα αρχίσει να απειλεί την Πιονγκγιάνγκ με πυρηνικό Αρμαγεδδώνα. Και αν οι Δημοκρατικοί και τμήματα από το στρατιωτικό κατεστημένο και τις υπηρεσίες πληροφοριών έχουν καημό –καθένας για δικό του λόγο– με τον Πούτιν, θα βρει μια λύση και για αυτούς.
Για άλλη μια φορά, δεν πρόκειται για προσωπικά καπρίτσια ενός ξεμωραμένου προέδρου, αλλά για μια συνηθισμένη πρακτική ενός συστήματος που ξέρει να αντιμετωπίζει την παρακμή του μόνο με νέους πολέμους. Η πρώτη εμφάνιση του Τραμπ στο βήμα των Ηνωμένων Εθνών ήταν, όπως σημείωσαν αρκετοί αναλυτές, ένα νέο Mein Kampf με το οποίο τερματίζονται όλες οι βεβαιότητες της μεταπολεμικής αρχιτεκτονικής ισχύος σε όλο τον πλανήτη. Ο Τραμπ απλώς κραύγασε: «Η Αμερική πρώτα!» Στα γερμανικά, Amerika Über Alles.