Τα ταξικά ομόλογα
Από την κατάρρευση της Lehman Brothers και τη διάσωση της Wall Street ώς την ελληνική κρίση χρέους και την απειλή διάλυσης της ευρωζώνης, η μάχη μαίνεται ανάμεσα στις αγορές και στις Δημοκρατίες.
Κυριακή 4 Οκτωβρίου 2009. Ύστερα από πέντε χρόνια στην αντιπολίτευση, το ΠΑΣΟΚ κερδίζει διά περιπάτου τις πρόωρες εκλογές. Εκατομμύρια ψηφοφόροι του πανηγυρίζουν την εκλογή του Γιώργου Παπανδρέου. Ωστόσο, δεν ήταν αλήθεια ότι ο Γιώργος Παπανδρέου βρέθηκε προ εκπλήξεως όταν ανέλαβε την πρωθυπουργία. Πολύ προτού πάρει τις τύχες της χώρας στα χέρια του όχι μόνο γνώριζε σε βάθος την τραγική δημοσιονομική κατάσταση, αλλά είχε κιόλας ήδη συμφωνήσει με τον έτερο μεγάλο σοσιαλιστή ηγέτη, τον Ντομινίκ Στρος-Καν, να οδηγήσει την Ελλάδα στην ασφυκτική αγκαλιά τΔιεθνούς Νομισματικού Ταμείου. Ταυτόχρονα, βρισκόταν σε συνεχή επαφή με μερικές από τις πιο αμφιλεγόμενες προσωπικότητες της επενδυτικής υφηλίου, συμπεριλαμβανομένων του Τζορτζ Σόρος και της ηγεσίας του χρηματοπιστωτικού ιδρύματος που έχει αποκληθεί «τράπεζα-βαμπίρ», της αμερικανικής Goldman Sachs.
Γιατί το έπραξε αυτό ο κ. Παπανδρέου; Γιατί από την αρχή, με τη βοήθεια του υπουργού του Γιώργου Παπακωνσταντίνου, άρχισε να κινείται με τρόπο που ήταν βέβαιο πως θα απέβαινε καταστροφικός για τη χώρα του; Ας πάρουμε τα πράγματα από την αρχή και ας μετακινηθούμε στην έτερη πατρίδα του Γιώργου Παπανδρέου και καρδιά του μοντέρνου καπιταλισμού, την Αμερική. Εκεί δηλαδή απ’ όπου ξεκίνησε χρόνια πριν η τρομερή χρηματοπιστωτική κρίση που εξερράγη τον Σεπτέμβριο του 2008, με την κατάρρευση της μεγάλης επενδυτικής Lehman Brothers, η κρίση που βύθισε τον πλανήτη στη χειρότερη μεταπολεμική ύφεση και που συνεχίζει ώς σήμερα, μεταλλαγμένη πλέον σε κρίση χρέους, να προκαλεί σοβαρές βλάβες σε όλες τις οικονομίες του πλανήτη…
Επί μία σχεδόν δεκαετία, από τη στιγμή δηλαδή που ο Μπιλ Κλίντον απελευθέρωσε πλήρως τις επενδυτικές δραστηριότητες των μεγάλων τραπεζών, καταργώντας το αυστηρό κανονιστικό πλαίσιο που είχε επιβάλει ο Φραγκλίνος Ρούζβελτ για να προλάβει μια επανάληψη του Κραχ του 1929, οι τράπεζες λειτούργησαν ανεξέλεγκτα, μετατρέποντας τα νέα παράγωγα, «δομημένα» τραπεζικά προϊόντα, στο μεγαλύτερο όπλο μαζικής καταστροφής που είδε ποτέ ο κόσμος. Τα «τοξικά» στεγαστικά δάνεια, που ξεκινούσαν με βαθμολόγηση «σκουπιδιού» και στην πορεία επανασυσκευάζονταν σε πακέτα και αναβαπτίζονταν σε προϊόντα εμπιστοσύνης, ήταν μόνο η κορυφή του παγόβουνου. Σήμερα, με την κρίση χρέους, βλέπουμε πως η πραγματική ατομική βόμβα κρυβόταν κάτω από την επιφάνεια, με ανυπολόγιστη ισχύ και παγκόσμια εμβέλεια.
Ξαφνικά λοιπόν, δύο μήνες πριν από τις αμερικανικές εκλογές και τη σίγουρη επικράτηση του ρηξικέλευθου Μπαράκ Ομπάμα, που ωστόσο περιέργως χρηματοδοτήθηκε αφειδώς από την ίδια τη Wall Street που υποσχόταν να «τιμωρήσει», ανακοινώνεται η κατάρρευση της Lehman Brothers. Ο Χανκ Πόλσον, υπουργός Οικονομικών του Τζορτζ Μπους και πρώην διευθυντής της Goldman Sachs παρέα με τον Τιμ Γκάιτνερ (μελλοντικό διάδοχό του στο υπουργείο, αλλά ακόμη τότε δεξί χέρι του κεντρικού τραπεζίτη των ΗΠΑ Μπεν Μπερνάνκι) δεν κάνουν τίποτα για να τη σώσουν. Αντίθετα, εκμεταλλεύονται την αίσθηση της παγκόσμιας καταστροφής που μεταφέρουν χρηματιστήρια και ΜΜΕ, ώστε με κατεπείγουσες αποφάσεις και εκατοντάδες δισεκατομμύρια δολάρια των αμερικανών φορολογουμένων να σώσουν άλλους: τα «μεγάλα ψάρια» της Wall Street όπως την AIG, τη Citigroup κ.ά.
Αγανακτισμένος, ο αμερικανικός λαός εξέλεξε θριαμβευτικά τον Ομπάμα. Σύντομα όμως συνειδητοποίησε πως το νέο δόγμα του «σοσιαλισμού των πλουσίων» -σύμφωνα με το οποίο τα κέρδη των τραπεζιτών είναι ιδιωτικά, ενώ τις ζημιές τις επωμίζεται το κοινωνικό σύνολο χωρίς να ερωτηθεί- δεν είχε μόνο Ρεπουμπλικανούς υποστηρικτές. Το πραγματικό κόστος αυτού του πρώτου και καλύτερου «πακέτου διάσωσης» (αμερικανιστί «bailout», μια έκφραση που παραπέμπει στα εκτινασσόμενα καθίσματα των μαχητικών αεροσκαφών – ύστατη επιλογή σωτηρίας για πιλότους και… τραπεζίτες) δεν θα τη μάθουμε μάλλον ποτέ: μόνο τα δάνεια που χορήγησε η Fed (η Ομοσπονδιακή Τράπεζα των ΗΠΑ) στις τράπεζες ξεπερνούν το 1,2 τρισ. δολάρια, δηλαδή περίπου τέσσερα ελληνικά ΑΕΠ. Αυτό που στην ουσία συνέβη στην Αμερική και σύντομα εξαπλώθηκε σε ολόκληρο τον κόσμο με αντιστοίχως υπερμεγέθη πακέτα διάσωσης των τραπεζών, από την Αγγλία του Γκόρντον Μπράουν και τη Γερμανία της Άνγκελα Μέρκελ ώς την Ελλάδα του Κώστα Καραμανλή, ήταν η κατάργηση της έννοιας του επενδυτικού ρίσκου για πανίσχυρες τράπεζες, που χρόνια τώρα αντιμετωπίζουν -δικαίως, αν σκεφτούμε πόσα δίνουν στις προεκλογικές καμπάνιες- τις κυβερνήσεις και τους πολίτες ως υποτακτικούς τους.
Οι μεγάλες τράπεζες, που έχουν κυριαρχήσει πλήρως σε διεθνή κλίμακα, έχουν ανακηρύξει τον εαυτό τους «too big to fail», δηλαδή «πολύ μεγάλο για να καταρρεύσει». Η ανάγκη διάσωσης των τραπεζών που είναι «πολύ μεγάλες για να καταρρεύσουν» προβάλλει πλέον ως «καθολική αλήθεια», με ισχύ επιστημονικού νόμου και παγκόσμια εφαρμογή. Αυτή είναι η διεθνής κατάσταση στα μέσα του 2009, όταν στην Ελλάδα αρχίζει να πλανιέται, αρχικά μόνο στις συζητήσεις μεταξύ ειδικών, το φάντασμα μιας πιθανής χρεοκοπίας. Άλλωστε, όταν ανέλαβε τις τύχες μας, εκείνο τον μοιραίο Οκτώβριο, τα επιτόκια δανεισμού της Ελλάδας ήταν ακόμη χαμηλά, η ευρωζώνη έμοιαζε συμπαγής και ακλόνητη και οι δανειστές διαγκωνίζονταν ποιος θα μας δώσει περισσότερα χρήματα…
Λίγο αργότερα, όμως, φάνηκε για πρώτη φορά ότι ο ξέφρενος ελληνικός (και όχι μόνο) δανεισμός είχε τελειώσει. Το έλλειμμα του Προϋπολογισμού επί του ΑΕΠ ξαφνικά επανεκτιμήθηκε στο 12,7%, σχεδόν το διπλάσιο από το επίπεδο που είχε προβλέψει η αμέσως προηγούμενη κυβέρνηση. Σήμερα ξέρουμε πια ότι το έλλειμμα «μαγειρεύτηκε» από την ίδια την Ελληνική Στατιστική Υπηρεσία, στην οποία ο Γιώργος Παπανδρέου τοποθέτησε επικεφαλής έναν υπάλληλο καριέρας του ΔΝΤ, ο οποίος ξεπέρασε τεχνητά το 15% και οδήγησε την Ελλάδα στο τέλμα, πριν και από την Ιρλανδία που είχε διαπιστωμένο έλλειμμα 14%.
Γιατί; Μα επειδή ο σκοπός ουδέποτε ήταν η διάσωση της Ελλάδας, αλλά η εξαγωγή της χρηματοπιστωτικής κρίσης από τις ΗΠΑ στην Ευρώπη, μέσω της μετατροπής της σε κρίση χρέους, και η αποσταθεροποίηση -αν όχι και η διάλυση- της ευρωζώνης, ένας σκοπός που τότε ακόμη φαινόταν αδιανόητος, αλλά σήμερα μοιάζει πιο εφικτός. Η άλλοτε ισχυρή συνιστώσα του κράτους γίνεται όλο και περισσότερο ο αδύναμος κρίκος μπροστά στις υπερεθνικές τράπεζες και τις πολυεθνικές εταιρείες. Αυτό σημαίνει πως στην απόπειρα αποσταθεροποίησης της ευρωζώνης και στην προσπάθεια για συγκρότηση μιας παγκόσμιας διακυβέρνησης των αγορών, που παρατηρούμε και στις δύο πλευρές του Ατλαντικού, έπαιξαν και παίζουν ρόλο και οι ευρωπαϊκές τράπεζες, οι οποίες κερδοσκοπούν με τον ίδιο τρόπο που οι μεγάλες αμερικανικές τράπεζες και τα funds «σορτάρουν» το δολάριο ή στοιχηματίζουν σε μια μελλοντική στάση πληρωμών των ΗΠΑ.
Για να το πούμε διαφορετικά, η μεγάλη μάχη που αμέτοχοι και παγιδευμένοι παρακολουθούμε δεν είναι μεταξύ Αμερικής και Γερμανίας ή αγγλοσαξονικού και κεντροευρωπαϊκού κόσμου, αλλά μεταξύ των υποστηρικτών της πλήρους απελευθέρωσης των δυνάμεων του κεφαλαίου, που ανήκουν στις ελίτ κάθε χώρας, και των εκλεγμένων κυβερνήσεων και του κόσμου της εργασίας, που χάνουν συνεχώς έδαφος. Κοντολογίς, τα ομόλογα και τα δάνεια δεν είναι «τοξικά», αλλά ταξικά. Και αυτή τη φορά τα θύματα δεν είναι μόνο τα χαμηλά στρώματα, το σύγχρονο περιθωριοποιημένο προλεταριάτο, αλλά η χειμαζόμενη μεσαία τάξη, που οδηγείται σε αρκετές χώρες στην εξαφάνιση, μαζί με το κράτος πρόνοιας που είχε συγκροτηθεί για την κάλυψη των αναγκών της.
Πράγματι, στα μέσα του Νοεμβρίου του 2009, το spread των ελληνικών ομολόγων αρχίζει να ανεβαίνει, όπως και τα ασφάλιστρα κινδύνου, τα CDS, περίφημα σήμερα αλλά παντελώς άγνωστα τότε, εκτός αγορών. Τη σκανδάλη τραβά ουσιαστικά η ίδια η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, που περιορίζει τη ρευστότητα στις ελληνικές τράπεζες, εμποδίζοντάς τις να παίξουν το αγαπημένο τους παιχνίδι: να αγοράσουν δηλαδή ομόλογα και να αυξήσουν τα έκτακτα έσοδά τους, για να κερδοσκοπήσουν με τις υψηλές αποδόσεις. Ύστερα από αυτό, μεγάλες τράπεζες, όπως η Citigroup, η Barclays και η Dexia, αρχίζουν να πωλούν ελληνικά ομόλογα στη δευτερογενή αγορά.
Στις 14 Δεκεμβρίου 2009, με τηλεοπτικό διάγγελμά του ο Γιώργος Παπανδρέου αναγνώρισε τις «εύλογες ανησυχίες» που έχει προκαλέσει στους εταίρους η «επισφαλής κατάσταση» των δημοσίων οικονομικών. Είναι η αρχή μιας σειράς όλο και πιο υποτιμητικών δηλώσεων για τον «διεφθαρμένο» ελληνικό λαό, τη «στρεβλή» οικονομία κοκ. Επισήμως, βέβαια, η Ευρώπη δεν μας τραβάει ακόμη το αυτί, επιμένοντας ότι η Ελλάδα «θα λύσει μόνη της τα προβλήματά της», μια στάση που είχε προκαθορίσει η πραγματική ηγέτιδα της Ευρώπης, η Άνγκελα Μέρκελ, όταν ξεκαθάριζε ένα χρόνο πριν ότι στο θέμα της διάσωσης των «τοξικών» τραπεζών δεν υπάρχει ενωμένη Ευρώπη, το κάθε κράτος είναι μόνο του. Εν μέσω χρηματοπιστωτικής αναταραχής, λοιπόν, και κάτω από την πίεση της ΕΚΤ, η ελληνική κυβέρνηση ανακοινώνει πρωτοφανή μέτρα με στόχο τη μείωση του ελλείμματος κατά 4%, που περιλαμβάνουν πάγωμα των μισθών στο Δημόσιο, αύξηση του φόρου στα καύσιμα κ.ά.
Δύο εβδομάδες αργότερα, νέα βόμβα: ο κεντρικός τραπεζίτης των ΗΠΑ Μπεν Μπερνάνκι, τον οποίο φυσικά ο Μπαράκ Ομπάμα διατήρησε στη θέση του παρά την παντελή αποτυχία του να προβλέψει ή να προλάβει την κρίση, αποκαλύπτει το ρόλο που διαδραμάτισε η Goldman Sachs στα περίφημα swaps της εποχής Κώστα Σημίτη, τα οποία έκρυψαν ή μετέφεραν δαπάνες προκειμένου να πιάσουμε τα κριτήρια του Μάαστριχτ και να «προλάβουμε το τρένο του ευρώ». Αναλυτές από τη Γαλλία και τη Γερμανία διαρρηγνύουν τα ιμάτιά τους, εκτιμώντας πως η συμπεριφορά αυτή της Goldman Sachs και της ελληνικής κυβέρνησης, η οποία κυκλοφορεί πλέον στην Ευρώπη μόνο δακτυλοδεικτούμενη, έθεσε στην ουσία σε λειτουργία μια ωρολογιακή βόμβα για τη μελλοντική βιωσιμότητα του ευρώ. Ο μύθος των «κακών Ελλήνων» είχε ήδη αρχίσει να εξυφαίνεται από τα ευρωπαϊκά ΜΜΕ και η κρίση του ελληνικού χρέους κυριαρχεί στα πρωτοσέλιδα ολόκληρου του κόσμου.
Στις 3 Μαρτίου 2010, η κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ κάνει την τελευταία προσπάθεια, κατά τα φαινόμενα, να «λύσει μόνη της τα προβλήματά της», χωρίς καταφυγή σε διεθνείς μηχανισμούς. Ανακοινώνει νέα, πρόσθετα, σκληρά μέτρα λιτότητας, ύψους 4,8 δισ. ευρώ με περικοπές ύψους 30% στα δώρα Χριστουγέννων και Πάσχα και στο επίδομα αδείας για τους δημοσίους υπαλλήλους. Ακόμη, ανακοινώθηκε αύξηση του ΦΠΑ, αύξηση της φορολογίας εισοδημάτων και ακινήτων, αυξήσεις στον καπνό, στα οινοπνευματώδη κα στα καύσιμα. Μάταια φωνάζουν κορυφαίοι οικονομολόγοι ότι με τέτοια λιτότητα θα ακολουθήσει εξοντωτική, πολυετής ύφεση, η οποία θα επιταχύνει την ήδη διαγραφόμενη χρεοκοπία και θα έχει επιπτώσεις στο ελληνικό βιοτικό επίπεδο για τουλάχιστον μία δεκαετία. Μακράν του να ακούσει τους οικονομολόγους, αμέσως μετά την ανακοίνωση των μέτρων, η γερμανίδα καγκελάριος εξήρε την ελληνική κυβέρνηση για τα «θαρραλέα» βήματά της, αποφεύγοντας ταυτόχρονα οποιαδήποτε συγκεκριμένη προσφορά βοήθειας, παρά τις διαρροές για ευρωπαϊκό πακέτο ενίσχυσης ύψους 25 δισ. ευρώ.
Την ίδια στιγμή, ο γερμανός υπουργός Οικονομικών Βόλφγκανγκ Σόιμπλε, σε συνέντευξή του απέρριψε την πιθανότητα βοήθειας του ΔΝΤ για να βγει η Ελλάδα από την κρίση: «Η αποδοχή οικονομικών βοηθειών από το ΔΝΤ θα ήταν κατά την άποψή μου μια παραδοχή ότι οι χώρες του ευρώ δεν μπορούν να ρυθμίζουν μόνες τους τα προβλήματά τους». Και όμως λίγες μέρες μετά, σε συνάντηση με τον Νικολά Σαρκοζί, ο Γιώργος Παπανδρέου κάνει την περίφημη δήλωση για το ΔΝΤ ως «πιστόλι πάνω στο τραπέζι» που τρομάζει τους κερδοσκόπους. Τα spreads εκτοξεύτηκαν στα ύψη. Πανικός στις αγορές. Το Spiegel και άλλα μέσα γράφουν για κερδοσκοπία «τεραστίων διαστάσεων» εις βάρος των ελληνικών ομολόγων και διπλασιασμό των στοιχημάτων υπέρ της χρεοκοπίας της Ελλάδας στο πρώτο τρίμηνο του 2010, ενώ η γερμανική έκδοση των Financial Times αναρωτιέται -μάλλον εύλογα- γιατί η καγκελάριος και οι ευρωπαϊκές κυβερνήσεις, αν και γνώριζαν για τις κερδοσκοπικές συναλλαγές, δεν πήραν μέτρα από τον Σεπτέμβριο του 2009, έτσι ώστε καμία τράπεζα ή fund να μπορεί να εκβιάζει κράτη…
Συνειδητοποιώντας με μεγάλη καθυστέρηση ότι στο πλοίο αυτό που βυθίζεται επιβαίνει όλη η Ευρώπη, η Γερμανία και η Γαλλία κατέληξαν σε συμφωνία για το μηχανισμό οικονομικής στήριξης της Ελλάδας, με συμμετοχή της ευρωζώνης και του ΔΝΤ, στην ιστορική για την Ελλάδα Σύνοδο Κορυφής της 25ης Μαρτίου στις Βρυξέλλες. Το σχέδιο απόφασης, μήτρα του πρώτου Μνημονίου, ικανοποίησε την Αθήνα, που έκανε λόγο για «μήνυμα σταθερότητας».
Όσο για την πραγματική σημασία των όσων συνέβαιναν, καμία εξήγηση δεν είναι καλύτερη από την αυτοεκπληρούμενη προφητεία του Τζορτζ Σόρος, ο οποίος δήλωσε εκείνες τις μέρες στους Financial Times ότι «η ελληνική κατάσταση ώθησε την Ευρωπαϊκή Ένωση να φτάσει στο χείλος της διάλυσης» και τόνισε ότι οι πιθανότητες είναι «50-50» να διαλυθεί η ευρωζώνη. Λίγες μέρες αργότερα, ο Τζορτζ Σόρος έχει κατ’ ιδίαν συνάντηση με τον φίλο του, τον έλληνα πρωθυπουργό.
Η Ευρώπη παίρνει εκείνο τον Απρίλιο, αναγκαστικά, τις πρώτες σοβαρές αποφάσεις της: θα «σώσει» την Ελλάδα για να σώσει το ευρώ, αλλά οι αμαρτωλοί Έλληνες θα πρέπει να εξιλεωθούν. (Το γεγονός ότι η Γερμανία και όχι η Ελλάδα ήταν ο μεγαλύτερος κερδισμένος από τη ζωή των Ελλήνων «πέρα από τα μέσα που διέθεταν», όπως κατηγορήθηκαν, δεν έχει τόση σημασία. Όπως ούτε το γεγονός ότι μία από τις μεγαλύτερες εταιρείες της, η Siemens, αποδείχτηκε αληθινή βιομηχανία μίζας και διαφανών, φωτογραφικών διαγωνισμών… Οι Έλληνες είναι διεφθαρμένοι και τώρα θα πληρώσουν για όλα.)
Ταυτόχρονα αναλαμβάνει δράση η αγέλη των οίκων αξιολόγησης – οι ίδιοι που αξιολογούσαν ως 3Α τα τοξικά στεγαστικά και εκθείαζαν τη Lehman Brothers μέχρι και την παραμονή της τραγωδίας. Συγκεκριμένα, ο οίκος Standard & Poors υποβαθμίζει την ελληνική πιστοληπτική ικανότητα σε επίπεδο ΒΒ+, δηλαδή «junk» («σκουπίδι») και την πιστοληπτική ικανότητα της Πορτογαλίας σε A-. Τα Ευρωπαϊκά χρηματιστήρια κατρακυλούν. Για πρώτη φορά, οι οικονομολόγοι λένε ανοιχτά ότι η Ελλάδα θα χρειαστεί «πολύ περισσότερα» από τα 45 δισ. ευρώ εκτιμούν ότι η Ελλάδα θα χρειαστεί πάνω 110 δισ. για τα επόμενα δύο χρόνια. Όπως κι έγινε, με αντάλλαγμα νέα μέτρα διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων και λιτότητας ύψους 24 δισ. ευρώ. Πρόκειται για το Μνημόνιο 1, που τελικά υπογράφεται στις 3 Μαΐου 2010 και τρεις μέρες αργότερα ψηφίζεται στο Ελληνικό Κοινοβούλιο. Αρκετοί επισημαίνουν ότι η ψήφισή του ήταν αντισυνταγματική, αφού πραγματοποιήθηκε με απλή πλειοψηφία και όχι την αυξημένη των 180 ψήφων.
Ενάμιση χρόνο μετά το Μνημόνιο 1, σύμφωνα με τις προβλέψεις των οικονομικών αναλυτών που συμβουλεύουν τις ευρωπαϊκές κυβερνήσεις και φυσικά των μεγαλοδημοσιογράφων της χώρας μας, έπρεπε να είχαμε ήδη σωθεί, να παρουσιάζαμε ήδη πρωτογενή πλεονάσματα, ακόμη και κάποια δειλή ανάπτυξη – και αν όχι από φέτος, τουλάχιστον στα μέσα του 2012 θα έπρεπε να ξαναβγούμε στις αγορές. Επίσης, η αποσόβηση μιας άτακτης χρεοκοπίας της Ελλάδας και η δημιουργία του αποτρεπτικού μηχανισμού σωτηρίας, που τελικά βαπτίστηκε EFSF (Ευρωπαϊκό Ταμείο Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας), υποτίθεται πως θα θωράκιζε τις άλλες προβληματικές χώρες της ευρωζώνης και θα αποθάρρυνε τους κερδοσκόπους.
Τίποτε από αυτά δεν συνέβη. Το Μνημόνιο 1 απέτυχε παταγωδώς, αναγκάζοντας την Ευρώπη πρώτα να το «διορθώσει» με το Μεσοπρόθεσμο Πρόγραμμα Δημοσιονομικής Στήριξης, εν συντομία «Μεσοπρόθεσμο», τον περασμένο Ιούνιο, και ύστερα να σπεύσει πρώτα στο μικρότερο «κούρεμα» των ελληνικών ομολόγων με τη συμφωνία της 21ης Ιουλίου, η οποία πολύ σύντομα ήταν σαν να μην υπογράφηκε ποτέ, και τελικά στο μεγάλο «κούρεμα» με τη συμφωνία της 26ης Οκτωβρίου. Και σιγά σιγά, όσο η προσοχή ήταν στραμμένη στην παραδειγματική τιμωρία των διεφθαρμένων Ελλήνων, πρώτα η εργατική χώρα-υπόδειγμα, η Ιρλανδία, και μετά η υπάκουη και «συναινετική» Πορτογαλία, μπήκαν σε μνημόνια, αφού πρώτα έχασαν με τον ίδιο βασανιστικό τρόπο κάθε πρόσβαση στις αγορές. Και τελικά, ακόμη και μεγάλες χώρες, χώρες-κλειδιά του ευρωπαϊκού πειράματος, με ισχυρό παραγωγικό ιστό και -υποτίθεται τουλάχιστον- πολύ πιο νοικοκυρεμένα οικονομικά από την Ελλάδα, πρώτα η Ισπανία και τώρα η Ιταλία, βρίσκονται και αυτές στο κατώφλι του EFSF, αφού παρά τα διαδοχικά μέτρα λιτότητας που αμφότερες πήραν για να αποφύγουν τη χρεοκοπία, αντιμετωπίζουν σήμερα τα ίδια σχεδόν επίπεδα των «spreads» που οδήγησαν τους τρεις «μικρούς» της ευρω- περιφέρειας στη θανάσιμη αγκαλιά των μνημονίων.
Mε τη διαφαινόμενη «πτώση» της Ιταλίας, για τη διάσωση της οποίας χρειάζονται τρισεκατομμύρια ευρώ, αποκαλύφθηκε αυτό που όλοι ξέρουν αλλά έκρυβαν: η κρίση χρέους έχει ήδη γενικευτεί στον αναπτυγμένο καπιταλιστικό κόσμο και ο καπιταλισμός βαδίζει σε νέα ύφεση. Και φυσικά, δεν ευθύνεται η Ελλάδα για το γεγονός αυτό. Ούτε η συμφωνία της 26ης Οκτωβρίου για το «κούρεμα» των ελληνικών ομολόγων έγινε για να σωθούν οι μισθοί και οι συντάξεις των ελλήνων εργαζομένων έγινε για να θωρακιστούν η Ιταλία, η Ισπανία και η Γαλλία από την κρίση χρέους – κάτι στο οποίο έχει ήδη αποτύχει παταγωδώς.
Μέσα στην αγωνία τους, καθώς βλέπουν τη φωτιά της κρίσης χρέους να γλείφει ακόμη και τα τείχη της Γαλλίας αλλά και δορυφόρων της Γερμανίας όπως η Αυστρία και η Ολλανδία, χώρες που είναι πλεονασματικές, οι ισχυροί της Ευρώπης έχουν πετάξει πλέον όλες τις μάσκες: καταργούν εκλεγμένους πρωθυπουργούς, τους οποίους βέβαια θεωρούσαν μέχρι τώρα αξιόπιστους συνομιλητές, διορίζουν στη θέση τους τεχνοκράτες της επιλογής τους, οι οποίοι φέρουν υπερηφάνως την εμπλοκή τους με τα διεθνή τραπεζικά συμφέροντα, όπως τον Λουκά Παπαδήμο στην Ελλάδα και τον Μάριο Μόντι στην Ιταλία, ενώ δεν διστάζουν να απαγορεύσουν με απειλές και εκβιασμούς τη
διεξαγωγή πρόωρων εκλογών και δημοψηφισμάτων, δύο δημοκρατικών διαδικασιών που είναι γνωστό πως τόσο οι Βρυξέλλες όσο και το Βερολίνο δεν αγαπούν ιδιαίτερα.
Καθώς και η Ιταλία λοιπόν βρίσκεται υπό τεχνοκρατική κυβέρνηση, με νέο «εσωτερικό μνημόνιο» και υπό την κηδεμονία του ΔΝΤ και της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, η συζήτηση για κίνδυνο άμεσης κατάρρευσης της ευρωζώνης άρχισε να γίνεται στα σοβαρά, σχέδια για δημιουργία «ευρώ του Βορρά» και «ευρώ του Νότου» διέρρευσαν σε μεγάλα ευρωπαϊκά έντυπα με προέλευση γαλλικά αλλά και γερμανικά think tanks, η εφημερίδα Le Monde ξαναθυμήθηκε τον αμφιλεγόμενο ρόλο της Τριμερούς Επιτροπής και της Goldman Sachs, ενώ η επικεφαλής του ΔΝΤ Κριστίν Λαγκάρντ αναζητεί χρήματα στη Ρωσία και στην Κίνα. Στην Ελλάδα, την ίδια στιγμή, όπως βέβαια και σε μεγάλο μέρος της υπόλοιπης Ευρώπης, αυτό που παρακολουθούμε δεν είναι μόνο η απώλεια του δημοκρατικού κεκτημένου, αλλά και μια βάναυση επίθεση στη μεσαία τάξη, το κράτος πρόνοιας και τελικά ολόκληρη σχεδόν την κοινωνία. Τα μεσαία στρώματα ισοπεδώνονται, η ανεργία εκτοξεύεται, η εργατική τάξη εξαθλιώνεται. Δικαιώματα που αποκτήθηκαν με σκληρούς αγώνες -και που, παρεμπιπτόντως, θεωρούνται ακόμη αυτονόητα στην Γερμανία-, όπως οι συλλογικές συμβάσεις και η προστασία των συντάξεων, καταργούνται εν μιά νυκτί σε όσες χώρες ζουν με τον τρόμο της χρεοκοπίας, αλλά και σε όσες φοβούνται πως σύντομα θα βρεθούν στη θέση τους.
Και η κοινωνία, ωστόσο, αλλάζει – και δεν μιλάμε μόνο για την ελληνική. Γεγονότα συγκλονιστικής εμβέλειας, όπως η «αραβική άνοιξη», που ακόμη ψάχνει το δρόμο της μέσα στο αίμα, εκδηλώσεις μεγάλης συμβολικής σημασίας στον δυτικό κόσμο, όπως τα κινήματα των Αγανακτισμένων και τα Occupy των ΗΠΑ αναδεικνύουν μια νέα πολιτική δύναμη που θα μπορούσαμε να την ονομάσουμε «δύναμη του δρόμου». Δεν είναι άραγε προφανές πως αυτή ακριβώς η δύναμη, όπως εκφράστηκε το περασμένο καλοκαίρι με το Κίνημα των Πλατειών, παρά την κτηνώδη αστυνομική καταστολή στις 28 και 29 Ιουνίου, και κορυφώθηκε με τις πανεργατικές απεργίες και το απίστευτο «Όχι» της 28ης Οκτωβρίου ήταν αυτή που έριξε την κυβέρνηση Παπανδρέου και ανάγκασε το ευρωπαϊκό οικονομικό και πολιτικό σύστημα να καταφύγει στη βιαστική λύση της κυβέρνησης Παπαδήμου, μήπως και αποφύγει το αποτέλεσμα που οι κάλπες υπήρχε μεγάλη πιθανότητα να δώσουν: την ολική και ανένδοτη αποδοκιμασία του;