ΣΥΡΙΖΑ και ΝΔ σε αναζήτηση διχασμού
Εν μέσω μιας προεκλογικής εκστρατείας που έχει ξεκινήσει από καιρό, ΣΥΡΙΖΑ και ΝΔ ξεδιπλώνουν τα αφηγήματά τους και υψώνουν τους τόνους της αντιπαράθεσης σε ένα πεδίο όπου στην πραγματικότητα τα περιθώρια πραγματικών συγκρούσεων γίνονται όλο και πιο στενά.
Παρότι στην περίοδο των μνημονίων το ενδεχόμενο πρόωρων εκλογών είναι πάντα ενεργό άρα και ο κατά βάση προεκλογικός χαρακτήρας των παρεμβάσεων των κομμάτων, εντούτοις η φετινή ΔΕΘ ήταν κάπως διαφορετική. Ήταν η μεγάλη πρόβα των κομμάτων του νέου δικομματισμού για το πώς θέλουν να πάει η προεκλογική περίοδος που ουσιαστικά ανοίγει.
Το παράδοξο για όποιον θέλει να δει τις πραγματικές διαφορετικές επιλογές που παρουσιάστηκαν τόσο από τον Αλέξη Τσίπρα όσο και από τον Κυριάκο Μητσοτάκη είναι ότι φαινομενικά δεν υπάρχουν και μεγάλα περιθώρια επιλογών ή διαφορετικών προσεγγίσεων.
Είτε μας αρέσει είτε όχι, η ακολουθία των μνημονίων έχει διαμορφώσει μια συνθήκη στην οποία όποιος και να βρίσκεται στην κυβέρνηση θα πρέπει να διατηρήσει μια εξαιρετικά περιοριστική πολιτική που να εξασφαλίζει εντυπωσιακά πρωτογενή πλεονάσματα κάθε χρόνο ώστε να δίνει την υπόσχεση της αποπληρωμής του χρέους. Πρωτογενή πλεονάσματα είναι αδύνατο να εξασφαλιστούν χωρίς διατήρηση υψηλής φορολογίας και ασφαλιστικών εισφορών, χωρίς περιορισμό των προσλήψεων στο Δημόσιο –άρα καμία σκέψη για μαζικούς διορισμούς– και χωρίς περικοπές ακόμη και στο πρόγραμμα δημοσίων επενδύσεων. Να συνεχίσει ένα εκτεταμένο πρόγραμμα ιδιωτικοποιήσεων ξεκινώντας από τη ΔΕΗ και το νερό (ΕΥΔΑΠ-ΕΥΔΑΘ), που έρχονται να ακολουθήσουν το μεγάλο κύμα που προηγήθηκε, με την πώληση των δύο μεγαλύτερων λιμανιών της χώρας, 14 περιφερειακών αεροδρομίων, ενός τμήματος της πρώην ΔΕΗ αλλά και ποσοστών του Δημοσίου όπου υπήρχαν, την ίδια ώρα που είναι σε εξέλιξη η υπόθεση του Ελληνικού, η συνέχιση των ΣΔΙΤ στη διαχείριση των απορριμμάτων, του αεροδρομίου στο Καστέλι του Νομού Ηρακλείου, ενώ συνεχίζεται για τους αυτοκινητόδρομους η λογική της παραχώρησης εκμετάλλευσης. Να παρατείνει και άλλο την κατάλυση στοιχειωδών συλλογικών εργατικών δικαιωμάτων όπως είναι η κατάργηση των συλλογικών συμβάσεων και η ακόμη μεγαλύτερη απελευθέρωση της αγοράς εργασίας. Να επιμείνει σε ένα πρόγραμμα αξιολόγησης και εισαγωγής ιδιωτικοοικονομικών μεθόδων στο Δημόσιο. Να ανοίξει διάφορα επαγγέλματα, δηλαδή να ακυρώσει ορισμένους μηχανισμούς που προστάτευαν όχι μόνο τους αντίστοιχους επαγγελματίες κάθε κλάδου, αλλά και την ίδια την κοινωνία. Να αντιμετωπιστεί το θέμα των κόκκινων δανείων όχι μόνο με κατασχέσεις σπιτιών, αλλά –και κυρίως– με πίεση για αναδιάρθρωση υπερχρεωμένων επιχειρήσεων.
Αυτά τα μέτρα δεν αφορούν μόνο την περίοδο μέχρι τον Σεπτέμβριο του 2018, όπου ο Τσίπρας πολύ θα ήθελε να μπορούσε να ανακοινώσει στην επόμενη ΔΕΘ ότι «βγαίνουμε και επισήμως από τα μνημόνια». Στην πραγματικότητα ρυθμίζουν την οικονομική και κοινωνική ζωή για τις επόμενες δεκαετίες. Άλλωστε, ακόμη και αν τελειώσουν τα μνημόνια, δηλαδή τα συγκεκριμένα προγράμματα, ο μηχανισμός της επιτήρησης θα παραμείνει στη χώρα για όλη την περίοδο στην οποία θα χρειάζεται να αποπληρώνεται το χρέος.
Με αυτή την έννοια, αν το καλοσκεφτεί κανείς, μεγάλα περιθώρια για πραγματική άσκηση πολιτικής δεν υπάρχουν. Όμως, έχει ενδιαφέρον πώς μέσα σε αυτήn τη συνθήκη προσπαθούν να αναδειχτούν διαφορετικές προτάσεις και προσπάθεια να εκπροσωπηθούν κοινωνικά στρώματα, με ορίζοντα όχι μόνο τις επόμενες εκλογές αλλά και ένα μεγαλύτερο βάθος χρόνου.
ΣΥΡΙΖΑ: Από το «τέλος των μνημονίων» στο αφήγημα της ανάπτυξης
Από τη μεριά του ΣΥΡΙΖΑ είναι σαφές ότι αναδεικνύονται δύο κομβικοί άξονες. Ο πρώτος είναι η πάση θυσία εξασφάλιση ότι ο Τσίπρας θα είναι αυτός που θα ανακοινώσει το «Μνημόνια τέλος». Αυτό εξηγεί και τη γραμμή που έχει δοθεί για να τελειώσει όσο πιο γρήγορα γίνεται η επόμενη αξιολόγηση ακόμη και αν αυτό σημαίνει να θεσπιστούν σκληρά μνημονιακά μέτρα σε σύγκρουση με τις όποιες αρχές του ΣΥΡΙΖΑ, όπως για παράδειγμα οι αλλαγές στον συνδικαλιστικό νόμο ή η επιτάχυνση των πλειστηριασμών και γενικά η αντιμετώπιση των κόκκινων δανείων. Στην ίδια κατεύθυνση και η προσπάθεια να διατηρηθεί η αυξημένη τάση είσπραξης δημοσίων εσόδων που σε συνδυασμό με την όχι και τόσο επιλεκτική στάση πληρωμών του Δημοσίου έχει διαμορφώσει τα επίσης απαραίτητα πρωτογενή πλεονάσματα. Η πολιτική επένδυση εδώ είναι ότι όσο και αν κάποια μέτρα προκαλέσουν αντιδράσεις, αυτές δεν θα είναι μεγάλες κοινωνικές εκρήξεις και στο τέλος θα μείνει η εικόνα του «τέλους των μνημονίων».
Ο άλλος άξονας είναι να μπορέσει να αρθρώσει ένα αφήγημα για τη χώρα. Αν κανείς προσπαθήσει να ενοποιήσει τις διάφορες εξαγγελίες του Τσίπρα, αυτό που θα δει είναι το αφήγημα μιας σύγχρονης μνημονιακής Κεντροαριστεράς. Που δεν υπόσχεται αναδιανομή ή ριζικές αλλαγές στην οικονομία, αλλά διεκδικεί να εγγυηθεί την ανάπτυξη μέσω επενδύσεων που θα διαμορφώσουν θέσεις εργασίας και στο τέλος κάπως θα αυξήσουν και το διαθέσιμο εισόδημα. Ξεχάστε όλες τις παλιές διακηρύξεις για τον ρόλο του Δημοσίου ή ακόμη και για την αναδιανομή εισοδήματος. Τώρα το κλειδί είναι οι επενδύσεις και η προσέλκυσή τους και η δημιουργία θέσεων εργασίας μέσω αυτών. Αντί για την κοινωνική αναδιανομή, έχουμε μια πολύ ασθενή έννοια κοινωνικής προστασίας που περιορίζεται στην τήρηση της νομιμότητας ως προς τις εργασιακές σχέσεις –νομιμότητα ούτως ή άλλως «απορρυθμισμένη»– ή το περιβάλλον. Αυτό ενισχύεται και από όλες τις αναφορές στη γνώση, στο επιστημονικό δυναμικό, στην ανάγκη επαναπατρισμού νέων επιστημόνων, στην ανάγκη για επενδύσεις με υψηλή προστιθέμενη αξία.
Οι δύο αυτοί άξονες συμπληρώνονται και από μια προσεκτική διαχείριση κοινωνικών ομάδων. Ο ΣΥΡΙΖΑ εξαρχής προσπάθησε να διατηρήσει δεσμούς εκπροσώπησης κρίσιμων κατηγοριών. Καταρχάς έχει επενδύσει αρκετά στα πιο πληβειακά στρώματα της κοινωνίας. Από την Κάρτα Αλληλεγγύης μέχρι τη διαρκή ανακύκλωση θέσεων «ωφελουμένων» στα προγράμματα –κυρίως στους ΟΤΑ–, στα οποία βελτίωσε σχετικά και τις συνθήκες εργασίας, προσπαθεί να δώσει την εικόνα ότι νοιάζεται. Το ίδιο και οι ρυθμίσεις για τα εργασιακά. Μικρή σημασία έχουν οι παλινωδίες (π.χ. ότι μπορούν να είναι άμεσα εκτελεστές απαιτήσεις έναντι προσώπων αλλά όχι έναντι ΑΕ, ή οι κουτσουρεμένες εντέλει διατάξεις για τη μονομερή βλαπτική μεταβολή), ή το γεγονός ότι είναι ανοιχτό το ερώτημα πόσοι εργαζόμενοι θα κάνουν χρήση τους, εντούτοις η κυβέρνηση εξασφάλισε τον συμβολισμό ότι τουλάχιστον παλεύει να θεσπίσει κάτι για τους εργαζομένους του ιδιωτικού τομέα, την ώρα που ο Κυριάκος Μητσοτάκης διατράνωνε την πεποίθησή του περί της φυσικότητας των κοινωνικών ανισοτήτων.
Από την άλλη, δεν πρέπει να υποτιμήσουμε την επένδυση στη νεολαία. Δεν είναι μόνο ότι έχουμε να κάνουμε με ένα κοινό στο οποίο ο ΣΥΡΙΖΑ είχε μεγάλη διεισδυτικότητα και το οποίο ήταν από τα πιο απογοητευμένα από την κωλοτούμπα του 2015. Το βασικό και εδώ είναι η χειρονομία, οι παραπάνω υποτροφίες, η επίσκεψη στο ΙΤΕ, η ανοιχτή πρόσκληση επιστροφής, η ίδια η αναφορά στο brain-drain• όλα αυτά παίζουν τον ρόλο τους, καθώς συχνά στην πολιτική δεν έχει τόσο σημασία το αν πράγματι κάνεις κάτι για μια κοινωνική ομάδα όσο το ότι την αναγνωρίζεις. Αντίστοιχα, προσέξτε τον χειρισμό σε σχέση με τους δημοσίους υπαλλήλους. Από τη μια προωθεί την αξιολόγηση, αφού η υλοποίησή της εντάσσεται στα προαπαιτούμενα, από την άλλη όμως αποφεύγει τους υψηλούς τόνους ή την καταγγελία την ώρα που ο Κυριάκος Μητσοτάκης απαιτούσε να ιδιωτικοποιηθεί ακόμη και… το Γενικό Λογιστήριο του Κράτους. Όπως ενδεικτικό είναι και το πώς στη σύγκρουση για τους εργαζόμενους στην καθαριότητα, η κυβέρνηση δεσμεύτηκε για διορισμούς την ώρα που η ΝΔ απαιτούσε εδώ και τώρα απολύσεις και παράδοση στους ιδιώτες.
Αν σε όλα αυτά προσθέσετε τον τρόπο που η κυβέρνηση εξακολουθεί να παίζει το «δικαιωματικό» χαρτί, ακόμη και ενάντια στον ίδιο της τον εαυτό–πρόσφατο χαρακτηριστικό παράδειγμα, η υπόθεση της Ηριάννας–, ή όταν προωθεί αναγκαίες μεταρρυθμίσεις, όπως η νομική αναγνώριση της ταυτότητας φύλου, τότε αποκτάτε μια εικόνα του πώς βήμα-βήμα η κυβέρνηση οχυρώνει τις βασικές της κοινωνικές εκπροσωπήσεις. Το ίδιο ισχύει και για τον τρόπο που κινείται υπέρ και ταυτόχρονα ενάντια σε διάφορες «επενδύσεις» ακριβώς ώστε ένα ακροατήριο κινηματικό να αισθάνεται δικαιωμένο, με πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα τον χειρισμό της υπόθεσης Eldorado Gold. Άλλωστε, είναι σαφές ότι σε αυτήν τη φάση η κυβέρνηση αισθάνεται ότι δεν δέχεται καμιά απειλή σοβαρής αμφισβήτησης από τα αριστερά –υποβοηθούμενη σε αυτό από την αδυναμία όσων αποχώρησαν από τον ΣΥΡΙΖΑ να συνεργαστούν με την ΑΝΤΑΡΣΥΑ στην κατεύθυνση ενός πιο μαζικού πόλου αριστερής αμφισβήτησης– και άρα ότι μπορεί να ανοιχτεί προς τα δεξιά. Άλλωστε, ο τρόπος που η πολιτική αντιπαράθεση με τη ΝΔ διεξάγεται με όρους «Δεξιάς – Αριστεράς» σε σχεδόν… εμφυλιοπολεμικούς τόνους διευκολύνει την κυβέρνηση που μπορεί να κατοχυρώνει τη θέση της ως η εκπρόσωπος της «προοδευτικής παράταξης».
Όμως, υπάρχουν και οι κακοτοπιές
Όσο συνεκτικό και αν φαντάζει το κυβερνητικό αφήγημα, εντούτοις υπάρχουν αρκετά ζητήματα που μπορούν να το ανατρέψουν. Καταρχάς υπάρχει το ζήτημα των δημοσιονομικών. Η κυβέρνηση, ειδικά το 2016, απόλαυσε μια ευνοϊκή συνθήκη καθώς αρκετοί άνθρωποι αποφάσισαν να τακτοποιήσουν μέρος ή το σύνολο των οφειλών τους, σε αντίθεση με τη διάχυτη «φορολογική απεργία» των προηγούμενων ετών. Φέτος μένει να δούμε αν θα συνεχιστεί η ίδια θετική δυναμική ή αν αντίθετα θα δούμε ξανά υστέρηση, που με τη σειρά της θα σηματοδοτήσει, αφενός, μια συνολικότερη υποχώρηση ως προς τον δυναμισμό της οικονομίας, αφετέρου την παρενέργεια από την υπερφορολόγηση. Όμως πρόβλημα με τα δημοσιονομικά απειλεί να σημαίνει επιπλέον μέτρα και αυτό δεν θα είναι καλό για την κυβερνητική εικόνα.
Έπειτα υπάρχει το ερώτημα των τραπεζών. Η προοπτική των stress-test αλλά και η αρχική απαίτηση του ΔΝΤ για πλήρη και εξονυχιστικό έλεγχο διαμορφώνει πραγματικό κίνδυνο να τεθεί θέμα ανακεφαλαιοποίησης. Μόνο που ανακεφαλαιοποίηση σημαίνει στην πραγματικότητα νέο μνημόνιο και αύξηση του χρέους, οπότε θα πήγαινε περίπατο το κυβερνητικό αφήγημα. Η μερική υποχώρηση του ΔΝΤ ότι καταρχάς «πάμε με τον ηπιότερο σχεδιασμό των Ευρωπαίων και μετά βλέπουμε» μπορεί να έδωσε ανακούφιση στην κυβέρνηση, αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι η υπόθεση τελείωσε. Επιπλέον, ο βασικός μηχανισμός με τον οποίο θα προσπαθήσουν οι τράπεζες να αποφύγουν το ενδεχόμενο ανακεφαλαιοποίησης, δηλαδή η επιτάχυνση της αντιμετώπισης των κόκκινων δανείων, είναι πιθανό να οδηγήσει σε μαζικούς πλειστηριασμούς σπιτιών, κάτι που θα μπορούσε να αποτελέσει θρυαλλίδα ευρύτερης κοινωνικής αναταραχής.
Έπειτα υπάρχουν ερωτήματα στον ίδιο τον πυρήνα του αφηγήματος για «επενδύσεις – ανάπτυξη – απασχόληση». Ο βασικός κλάδος που δείχνει να πηγαίνει ιδιαίτερα καλά, δηλαδή ο τουρισμός, μπορεί να φέρνει έσοδα και να δημιουργεί θέσεις εργασίας –όλο και πιο επισφαλείς και με χειρότερες συνθήκες όπως δείχνουν οι σχετικές έρευνες–, όμως δεν είναι ακριβώς παραγωγικός κλάδος υψηλής προστιθέμενης αξίας, ενώ εξαρτάται και από γεωπολιτικούς παράγοντες• αν βελτιωθεί η κατάσταση σε ανταγωνιστικούς προορισμούς θα χάσουμε πελάτες. Έπειτα, μια σειρά από άλλες επενδύσεις δεν είναι ακριβώς επενδύσεις με την έννοια ότι κάποιος ήρθε κι έφτιαξε μια καινούργια παραγωγική μονάδα, αλλά εξαγόρασε επιχειρήσεις που ήδη λειτουργούσαν, με πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα τα λιμάνια ή τα αεροδρόμια. Άλλες επενδύσεις που προωθήθηκαν ή προωθούνται τα τελευταία χρόνια, κυρίως στον χώρο της ολοκληρωμένης τουριστικής ανάπτυξης ή της μεγάλης κλίμακας οικιστικής ανάπλασης, είναι κυρίως επενδύσεις real estate, θα διαμορφώσουν θέσεις εργασίας στην κατασκευή τους, αλλά πολύ λιγότερες στη μετέπειτα λειτουργία τους και επίσης απέχουν από την έννοια της υψηλής προστιθέμενης αξίας. Το παράδειγμα του Ελληνικού είναι χαρακτηριστικό. Άλλες πάλι επενδύσεις είναι ιδιαίτερα οχληρές για το περιβάλλον για να αποτελέσουν πρότυπο, όπως στη Χαλκιδική. Ακόμη και στις αυτοφυείς επιχειρήσεις (startups) που τόσο προβάλλονται, η απουσία venture capitals, όπως και η καθυστέρηση για την περιβόητη «Αναπτυξιακή Τράπεζα», σημαίνει ότι δεν ξεφεύγουν από τη μικρή κλίμακα. Αν σε αυτά προσθέσουμε και το γεγονός ότι τα κονδύλια του ΕΣΠΑ δίνουν μεν ανάσες, αλλά, όπως φάνηκε και από την προηγούμενη εμπειρία, δεν αντιστρέφουν το συνολικό κλίμα, καταλαβαίνουμε ότι απέχουμε από μια συνθήκη όπου οι επενδύσεις γίνονται ατμομηχανή.
Τέλος υπάρχουν και τα απρόοπτα. Αυτά αφορούν δύο παραμέτρους. Η μία είναι η αξιολόγηση. Ναι μεν η κυβέρνηση επιδιώκει πρακτικά να τα αποδεχτεί όλα ώστε να ολοκληρωθεί έγκαιρα, αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι τα πράγματα θα πάνε έτσι, ιδίως αν αναλογιστούμε τη μεταβατική συνθήκη ως προς τον σχηματισμό κυβέρνησης στη Γερμανία και την ευρύτερη αντιφατικότητα του ευρωπαϊκού τοπίου. Η άλλη αφορά την ίδια τη διαχείριση της καθημερινότητας. Η διαχείριση επιπέδου φάρσας Monty Pythons σε σχέση με την υπόθεση της πετρελαιοκηλίδας αποτέλεσε πλήγμα για την κυβέρνηση, ενώ διαρκής αιτία φθοράς είναι και η αλυσίδα αποκαλύψεων για τον Πάνο Καμμένο. Μεγαλύτερης κλίμακας αστοχίες, και η κυβέρνηση θα βρεθεί σε δυσμενέστερη θέση.
Η νεοφιλελεύθερη επανάσταση του Κυριάκου Μητσοτάκη
Ο Κυριάκος Μητσοτάκης, είναι αλήθεια, λοιδορήθηκε για τον τρόπο με τον οποίο κινήθηκε το τελευταίο διάστημα. Ωστόσο, και εδώ υποτιμάται το στρατηγικό βάθος της τοποθέτησής του.
Εξαρχής, με την ανάληψη της εξουσίας στο κόμμα του, διεκδίκησε να ξεκόψει με κάθε αντιπολιτευτική τακτική που ήθελε τη ΝΔ να εκπροσωπεί την κοινωνική δυσαρέσκεια απέναντι στην κυβέρνηση, με την εξαίρεση της φορολογίας των ελεύθερων επαγγελματιών. Ο Μητσοτάκης διεκδίκησε εξαρχής να καθαρίσει το πολιτικό πεδίο για τη δική του πρόταση. Αν ο Τσίπρας θέλει να διεκδικήσει τον πολιτικό χώρο που ορίζεται ως «μνημόνιο με κοινωνικό πρόσωπο», ο αρχηγός της ΝΔ είδε το τέλος των μνημονίων ως την αφετηρία μιας νεοφιλελεύθερης επανάστασης σε επίπεδο ρητορικής, αλλά και ως τη δυνατότητα να κυβερνήσει έχοντας υπογράψει τα λιγότερα «γραμμάτια» προς οποιαδήποτε κοινωνική ομάδα ή οργανωμένη εκπροσώπηση συμφερόντων. Άλλωστε, ήδη από την εποχή Σαμαρά η ΝΔ έχει εγκαταλείψει οποιαδήποτε φιλολαϊκή ρητορική ή έστω και την παραμικρή αναφορά σε «κοινωνικό πρόσωπο».
Σε αντίθεση με πολιτικούς που σε προηγούμενη περίοδο προσπάθησαν να παρουσιάσουν ως αναγκαίο φάρμακο τα μνημόνια –με πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα τον Ευάγγελο Βενιζέλο–, ο Μητσοτάκης αποφασίζει να αποδεσμευτεί από το ερώτημα των μνημονίων και της επιτήρησης και των σκληρών μέτρων που αυτή συνεπάγεται με το να διεκδικήσει ο ίδιος μια ακόμη πιο επιθετική πολιτική: με ιδιωτικοποιήσεις ακόμη και εκεί όπου δεν υπάρχει σχετική πρόβλεψη στα μνημόνια, με σαφή εχθρότητα προς το Δημόσιο και καμία προσπάθεια να κατευνάσει τους δημοσίους υπαλλήλους, με την πιο επιθετική νεοφιλελεύθερη πρόταση για την εκπαίδευση που έχει ακουστεί τα τελευταία χρόνια από υποψήφιο κόμμα εξουσίας στην Ευρώπη. Ακόμη και αν πλευρές όλων αυτών μπορεί να μην είναι άμεσα εφικτές, εντούτοις έχουν το πλεονέκτημα για τον ίδιο ότι ορίζουν ένα δικό του πεδίο και μια δική του ρητορική, διακριτή μέσα στο πολιτικό σκηνικό.
Η κίνηση αυτή θα ήταν λάθος να θεωρηθεί εμμονική ή ιδεοληπτική. Και αυτός απευθύνεται σε ένα μεγάλο κομμάτι της κοινωνίας, διαταξικό στη σύνθεσή του, το οποίο εξακολουθεί να έλκεται από την προοπτική μιας Ελλάδας όπου η σκληρή δουλειά, η αξία, το επιχειρείν ανταμείβονται, ένα κομμάτι που θεωρεί το κράτος γραφειοκρατικό και βαρίδι, που εμπνέεται από ένα αντιφατικό μίγμα τεχνοκρατισμού, νεοφιλελευθερισμού και οικολογίας. Θεωρώντας ότι το κλασικό κοινό της Δεξιάς είναι δεδομένο —στον βαθμό που σταθεροποιήθηκε η αιμορραγία προς τη Χρυσή Αυγή και δεν υπάρχει απειλή άλλου αξιόπιστου δεξιού σχηματισμού— ανοίγεται προς ένα κοινό για το οποίο έριζαν σε προηγούμενη φάση κυρίως σχηματισμοί της Κεντροαριστεράς.
Με αυτή την έννοια, πρέπει να δούμε και την επιλογή του να κατηγορεί τον Τσίπρα για… αριστερισμό. Εν μέρει αυτό αποτελεί κίνηση τακτικής, μια προσπάθεια να κερδίσει χώρο σε συμβολικό επίπεδο, κρύβει όμως και ένα πιο στρατηγικό χνάρι. Στο έστω και στενό περιθώριο που αφήνει ο μνημονιακός κορσές για τη στρατηγική του Μητσοτάκη η λογική Τσίπρα περί κοινωνικής προστασίας είναι όντως εμπόδιο. Εξ ου και η επιλογή της πόλωσης.
Τα όρια της στρατηγικής Μητσοτάκη
Η στρατηγική του Κυριάκου Μητσοτάκη έχει και αυτή όρια και κακοτοπιές να αντιμετωπίσει. Όχι, εμείς δεν θα αναφερθούμε στο αν «τραβάει» ή όχι ως ηγέτης. Σε μια χώρα όπου εξελέγη πανηγυρικά πρωθυπουργός ο Γιώργος Α. Παπανδρέου, ας αφήσουμε στην άκρη το αν κάποιος «τραβάει» ή «εμπνέει». Άλλοι είναι οι μηχανισμοί που αναδεικνύουν κόμματα και κυβερνήσεις.
Το πρώτο πρόβλημα είναι ότι, αν και τυπικά η ΝΔ τάσσεται επιθετικά με τις πολιτικές της «αγοράς», εντούτοις ένα μεγάλο μέρος του ακροατηρίου της στην επαρχία, σε μεγαλύτερες ηλικίες, στους συνταξιούχους, δεν είναι βέβαιο ότι θα εμπνευστεί από την έκκληση στην επιχειρηματικότητα, ενώ θα ανησυχήσει αν δει να υποχωρεί ακόμη περισσότερο η ήδη ισχνή κοινωνική προστασία.
Έπειτα δεν θα πρέπει να ξεχνάμε ότι ο Κ. Μητσοτάκης αφήνει στην άκρη ένα άλλο παραδοσιακό στοιχείο της Δεξιάς που ήταν ο κοινωνικός συντηρητισμός. Μπορεί να έχει στελέχη η ΝΔ που ακόμη εκπροσωπούν αυτή την ιδεολογική τοποθέτηση, αλλά αυτό δεν αντανακλάται σε μια φιγούρα ηγέτη που σε ορισμένα κοινωνικά ζητήματα δεν απέχει πολύ από το Ποτάμι. Άλλωστε, το «Ποτάμι μάς έκανε» αποτελεί ήδη τμήμα της εσωκομματικής γκρίνιας.
Το τρίτο πρόβλημα είναι ανάλογο με αυτό του Τσίπρα με τις επενδύσεις. Από τους χαμηλούς φόρους, την προσέλκυση επενδυτών, των απελευθέρωση πεδίων δραστηριότητας έως και την οικονομική ανάπτυξη θα έπρεπε να υπάρχουν κάποια ενδιάμεσα στάδια, όπως ο φτηνός δανεισμός, διαθέσιμο εισόδημα προς κατανάλωση, συνθήκες που στην καθημαγμένη ελληνική κοινωνία απουσιάζουν.
Σε όλα αυτά προσθέστε και ένα πρόβλημα ακόμη: παρότι ο Κωνσταντίνος Μητσοτάκης ήταν αυτός που ηγήθηκε της παράταξης προκειμένου η ΝΔ, μετά από εννέα ολόκληρα χρόνια, να επιστρέψει στην εξουσία, και παρά την καθαρή εσωκομματική νίκη του Κυριάκου, η Καραμανλική πτέρυγα εξακολουθεί να αντιμετωπίζει κάπως ιδιοκτησιακά τη ΝΔ. (Εξάλλου, κανείς δεν ξεχνά ότι η «γαλάζια» παράταξη τα μεγαλύτερα διαστήματα διακυβέρνησης σε μέλη της οικογένειας Καραμανλή τα οφείλει.) Παρότι αυτό έχει δοκιμαστεί αρκετές φορές να δικαιολογηθεί ιδεολογικά μέσω της επίκλησης του ριζοσπαστικού φιλελευθερισμού έναντι του νεοφιλελευθερισμού, εντούτοις αποτελεί κυρίως στοιχείο ταυτότητας και συνοχής παρά ιδεολογίας. Τη λογική ότι ο Κ. Μητσοτάκης είναι αναλώσιμος, έτσι ώστε με τη μεσολάβηση κάποιου ενδιάμεσου τοποτηρητή, όπως ο Ν. Δένδιας, το «μαγαζί» να επιστρέψει στην οικογένεια όταν θα έχει ολοκληρωθεί η πολιτική ενηλικίωση του ήδη βουλευτή Σερρών Κ. Καραμανλή, την υιοθετούν αρκετοί.
Δεν είναι τυχαίο επομένως ότι ακόμη και στα παροιμιωδώς αναξιόπιστα γκάλοπ η ΝΔ δεν παρουσιάζει κάποια θριαμβευτική δυναμική. Είναι σταθερά πρώτη, αλλά όχι με τρόπο που να της εξασφαλίζει μια καθαρή νίκη. Ο ΣΥΡΙΖΑ, από την άλλη, αντέχει και εμφανίζει μια ελαφρά βελτίωση. Αυτό σημαίνει ότι αν οι εκλογές δεν προκληθούν από κάποιο απρόοπτο και γίνουν με πρωτοβουλία του Τσίπρα σε στιγμή που θα αισθάνεται σχετικά ισχυρός δεν θα οδηγήσουν σε θρίαμβο της ΝΔ έστω και αν θεωρείται δεδομένη η πρωτιά.
Σε όλα αυτά ας προστεθεί και ένα ιδιότυπος εκλογικός γρίφος. Όλα δείχνουν ότι οι επόμενες εκλογές δεν θα βγάλουν εύκολα μεγάλη αυτοδυναμία, ούτε είναι δεδομένο ότι θα τη βγάλουν ιδιαιτέρως ισχυρή. Αυτό θα προσδώσει έναν ορισμένο βαθμό αστάθειας εξαρχής. Επιπλέον, υπάρχει στον ορίζοντα και εκλογή Προέδρου της Δημοκρατίας, που επίσης μπορεί να οδηγήσει σε εκλογές εάν δεν υπάρχει συναίνεση. Οι μεθεπόμενες εκλογές κανονικά θα γίνουν με τον νέο εκλογικό νόμο που είναι σχηματικά περισσότερο αναλογικός. Ούτε θα είναι εύκολο στη ΝΔ, ακόμη και αν κερδίσει τις επόμενες εκλογές, να έχει την αυξημένη πλειοψηφία που θα επιτρέπει την υπερψήφιση ενισχυμένης αναλογικής με την ενισχυμένη πλειοψηφία που θα την έθετε σε ισχύ από τις επόμενες εκλογές. Όλα αυτά διαμορφώνουν ένα σκηνικό αρκετά πιο ρευστό απ’ ό,τι θα επιθυμούσε οποιοδήποτε αφήγημα.
Η πραγματική αστάθεια
Ωστόσο, το βασικό πρόβλημα είναι ότι όλη αυτή η προσπάθεια να διαμορφωθεί ένας ιδιότυπος νέος δικομματισμός, με όλες τις εσωτερικές αντιφάσεις κάθε πόλου, στηρίζεται πάνω σε μια προβολή του σημερινού κοινωνικού κλίματος. Δηλαδή, μιας κοινωνίας μειωμένων προσδοκιών που κατά βάση είναι ικανοποιημένη εάν τα πράγματα δεν πάνε χειρότερα, μιας κοινωνίας που δεν της αρέσει η ζωή της, αλλά ταυτόχρονα δεν πιστεύει ότι μπορεί να την αλλάξει ριζικά. Όμως, δεν είναι καθόλου δεδομένο ότι τα πράγματα θα συνεχίσουν να είναι έτσι. Κάτω από την εικόνα αυτής της σχετικής «κανονικότητας», αναπτύσσονται οι πιο αντιφατικές κοινωνικές δυναμικές και συχνά η έκρηξη έρχεται από εκεί που δεν το περιμένει κανείς. Προς το παρόν, πάντως, το πολιτικό σκηνικό δείχνει να προσαρμόζεται σε μια συνθήκη όπου η αντιπαράθεση θα είναι έντονη μεν, αλλά οι ουσιαστικές αποκλίσεις πολύ μικρές. Κάτι σαν έναν παθιασμένο μαξιλαροπόλεμο.