unfollow-sindromes
unfollow-sindromes
FREE - ΑΡΘΡΑ - ΣΗΜΕΙΩΜΑΤΑ - ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ - UNFOLLOW 53

Πρόσφυγες και «λαός» ή γιατί οι πρόσφυγες θα «μας» σώσουν

| Τεύχος Μάιος 2016

Η προσφυγική κρίση έφερε στο προσκήνιο μια νέα τροπικότητα του λαού: τον αλληλέγγυο λαό. Με τον τρόπο αυτό οι πρόσφυγες όχι μόνο δεν απειλούν την επιβίωση της Ελλάδας, αλλά αντιθέτως μας σώζουν. Από την κατάθλιψη. Κι από μια εθνολαϊκιστική εκδοχή μας.


Αυτοί που σπεύδουν να βοηθήσουν τους πρό­σφυγες και κόπτονται για τα δικαιώματά τους, γιατί δεν έκαναν τα ίδια για τους Έλληνες τον προηγούμενο καιρό;» Μια φράση που ακούγεται συχνά το τε­λευταίο διάστημα. Πολλές φορές από τους ίδιους ανθρώπους οι οποίοι θεωρούν ότι το μεγαλύτερο πρόβλημα στην Ελλάδα είναι ο εθνολαϊκισμός. Δεν θα μας απασχολήσει εδώ το πραγ­ματολογικό έρεισμα της ένστασης, αλλά το τι αποκαλύπτει η συχνά παρατηρούμενη αντίφαση.

«Πνευματικοί άνθρωποι» που έδρασαν τα τελευταία χρόνια ως κλέφτες αυτοκριτικής –προσπαθώντας, δηλαδή, να επιβά­λουν κυριαρχικά μια άνωθεν μετάνοια στον ελληνικό λαό για τα ελαττώματά του ως υποτιθέμενη μοναδική αιτία της κρίσης, στέρησαν από την ελληνική κοινωνία τη δυνατότητα μιας ώρι­μης αυτοκριτικής, ωθώντας την σε ένα ενίοτε μη κριτικό πρό­ταγμα της λαϊκής αξιοπρέπειας– διακατέχονται από αμηχανία μπρος στη μαζική κινητοποίηση για τους πρόσφυγες. Συχνά την αποδίδουν στην έλλειψη κατανόησης των κινδύνων από το λαό. Άλλοτε την επιρρίπτουν σε μία «επιλεκτική» ευαισθησία προς τους ξένους, σαν να μην είναι ο κατεξοχήν ορισμός της επιλεκτικότητας η μέριμνα μόνο για τους Έλληνες.

Αυτό που κρύβεται πίσω από αυτή την αμηχανία των μέχρι πρότινος τιμητών του εθνολαϊκισμού είναι ότι οι πρόσφυ­γες1 αλλάζουν το ίδιο το περιεχόμενο της έννοιας του «λαού». Πριν από την προσφυγική κρίση η έννοια του «λαού» ήταν πολύ περισσότερο δεδομένη, καθώς θεωρείτο ένα ανώριμο και ανεύθυνο σύνολο που γίνεται αντικείμενο δημαγωγικής εκμετάλλευσης από εθνολαϊκιστές ηγέτες ή, αντιστρόφως, ως μια πηγή εξουσίας εν ονόματι της οποίας γίνεται η αντίσταση και η διαπραγμάτευση. Η προσφυγική κρίση έφερε στο προ­σκήνιο μια νέα τροπικότητα του λαού: τον αλληλέγγυο λαό. Γιατί αυτό που κινητοποίησε τον ελληνικό λαό στη συνδρομή των προσφύγων είναι η αλληλεγγύη και όχι η φιλανθρωπία.2 Αλληλεγγύη σημαίνει ισότητα αντί για ανισότητα. Σημαίνει και ότι αναγνωρίζεις στον άλλον έναν πλατύτερο εαυτό σου. Ο αλληλέγγυος είναι αυτός που αναγνωρίζει ότι θα μπορούσε να ήταν εκείνος στη θέση του άλλου και ο άλλος στη δική του. Αλληλέγγυος είναι αυτός που δίνει τα εργατικά του χέρια στη βοήθεια των προσφύγων, όντας ο ίδιος άνεργος. Αυτός που θα συμβάλει στην εξασφάλιση μιας τροφής που ο ίδιος δεν την έχει πάντοτε εξασφαλισμένη. Αυτή που θα διαλεχθεί με τον νομάδα, όντας η ίδια επισφαλής εργασιακά και έτοιμη να ξενιτευτεί. Αλληλέγγυα είναι και η ξένη που έρχεται από τη Δύση –ή από την Ανατολή– να συνδράμει δίνοντας μια νέα από τα κάτω διάσταση στη σχέση της Ελλάδας με την Ευρώπη, ακολουθώντας έναν νέο «φιλελληνισμό» όχι της εθνικής απε­λευθέρωσης αυτή τη φορά, αλλά της πολιτικής συγκρότησης.

Η αλληλεγγύη σημαίνει μια συνύπαρξη που προκαλεί έναν πλατύτερο εαυτό στον ίδιο τόπο, ένα είδος συλλογικού «εξω­τερικού εαυτού» ή «εξωτερικής οικειότητας», αν μπορούμε να παραλλάξουμε τον όρο extimité του Ζακ Λακάν σε μια χρήση επί του συλλογικού. Μια οικειότητα του ελληνικού εαυτού προσφέρεται ως εξωτερικευμένη συνύπαρξη με την οποία μπορεί να έρθει σε διάλογο. Και αυτό δεν σημαίνει μόνο ότι οι πρόσφυγες μας σώζουν από την εθνική κατάθλιψη, μέσα από την ενεργοποίηση αναπάντεχων δυνάμεων που οδηγούν σε μια λυτρωτική αυθυπέρβαση ανθρώπους που αλλιώς θα βρί­σκονταν τελματωμένοι σε μια κατάσταση μνημονιακών ζόμπι. Σημαίνει και μια δυνητική, αν και πάντα δύσκολη, νέα πολιτική υποκειμενοποίηση.3 Εν προκειμένω, μια αλληλοδιακράτηση4 μεταξύ διττά αποκλεισμένων και απερριμμένων. Πρόσφυγες που έχουν ξεμείνει στην Ελλάδα, επειδή έχουν αποκλειστεί από το να πάνε αλλού. Με Έλληνες, που έχουν ξεμείνει στην Ευρώπη, επειδή έχουν αποκλειστεί από μια άλλη δυνατότητα. Έτσι, οι πρόσφυγες μας σώζουν στην πραγματικότητα από τον πολιτικό εθνολαϊκισμό, καθώς φέρνουν το αίτημα ενός άλλου λαού και λαϊκότητας. Ενός λαού που δεν είναι το εθνοφυλετικό δεδομένο, το συντελεσμένο και απαρτιωμένο σε μια παρελθο­ντολογική συνέχεια, αλλά δομείται, αντιθέτως, αναπάντεχα: σε έναν κοινό τόπο διπλού κατωφλιού. Οι πρόσφυγες που δεν μπορούν να μπουν στην Ευρώπη και οι Έλληνες που δεν μπορούν να βγουν από αυτήν. Και σε έναν κοινό τόπο διπλής φασματικότητας: αναφερόμαστε στην έννοια που έχει το φάσμα στη φασματ-οντολογία (hauntology αντί για ontology)του Ζακ Ντεριντά, όπου σημαίνει μια συνθήκη μεταξύ υλικότητας και πνευματικότητας, μεταξύ οντολογικής ύπαρξης και ανυπαρ­ξίας. Πρόσφυγες που βρίσκονται μεταξύ δύο θανάτων, του συμβολικού με την εκρίζωσή τους από την πολιτική κοινότητά τους, αλλά και του βιολογικού που καραδοκεί σε κάθε βήμα του δρόμου τους μέσα από ένα περιπολούμενο πλέον από το ΝΑΤΟ Αιγαίο. Με Έλληνες που εθίζονται στο να ζουν επί χρόνια ως νεκροζώντανοι, μη μπορώντας ούτε να αποκτήσουν ανεξάρτητη υπόσταση, ούτε να εξαφανιστούν.

Και αν οι πρόσφυγες προσφέρουν κάποια ισχνή δυνατότητα εναλλακτικής λαϊκότητας, αυτό συμβαίνει επειδή μας οδηγούν σε μια συνθήκη δύσκολη πέρα από την ευχερή εθνολαϊκιστική θριαμβολογία. Η εναλλακτική λαϊκότητα είναι προϊόν συνεχούς διαπραγμάτευσης του άνωθεν λόγου, και ως άνωθεν λόγο δεν μπορούμε πλέον να εννοήσουμε μόνο αυτόν της Ευρωπαϊ­κής Ένωσης, αλλά και αυτόν της «πρώτη φορά αριστερής» κυβέρνησης. Στη συνθήκη αυτή η εναλλακτική λαϊκότητα δεν μπορεί να προκύψει μέσα από μια έξωθεν αντιπρόταση στον κυρίαρχο λόγο, αλλά μέσα από μια ένδοθεν και κάτωθεν τροποποίησή του.

Για τον ευρωπαϊκό κυρίαρχο λόγο, η Ελλάδα λαμβάνει έναν ειδικό ρόλο μέσα στο πλαίσιο της διεθνούς «ζωνοποίησης». Θα είναι, μετά το κλείσιμο των συνόρων των βορείων γειτόνων, ένα buffer-state, ένα μεταιχμιακό κράτος, προορισμένο ως απο­θηκευτικός χώρος διαχειρίσιμων ψυχών. Για τον δε κυρίαρχο λόγο της κατ’ όνομα αριστερής κυβέρνησης, οι πρόσφυγες είναι ένα διαπραγματευτικό χαρτί, ένα εργαλείο προώθησης σκοπιμοτήτων στη σχέση της Ελλάδας με την Ευρώπη και την Τουρκία. Μια νέα λαϊκότητα μπορεί σε αυτή τη συγκυρία να προκύψει μόνο μέσα από διαπραγματεύσεις και τροποποιήσεις. Όταν η Ελλάδα θεωρείται μεταιχμιακή «αποθήκη ψυχών», η δυνατότητα που διανοίγεται είναι η «αποθήκη» αυτή να τρο­ποποιηθεί σε πορώδες λαϊκό σώμα. Και όταν το Προσφυγικό θεωρείται «χαρτί» ή «εργαλείο», το διακύβευμα είναι αυτό το «χαρτί» ή «εργαλείο» να διαφεύγει από αυτούς που θέλουν να το χρησιμοποιήσουν.

Φωτογραφία: Αλέξανδρος Μιχηλίδης / SOOC

Φωτογραφία: Αλέξανδρος Μιχηλίδης / SOOC

Γίνεται ενίοτε μία σύγκριση ανάμεσα στην έκπληξη του «Όχι» στο δημοψήφισμα του Ιουλίου 2015 και στην έκπλη­ξη από τις αναπάντεχες διαδράσεις Ελλήνων και προσφύ­γων στους πρώτους μήνες του 2016. Ένα κοινό στοιχείο που μπορούμε καταρχάς να διαπιστώσουμε είναι ότι και στις δύο περιπτώσεις έχουμε «παρά τρίχα συμβάντα» που οδήγησαν σε «ορφανές» συμβαντικότητες, εντέλει μάλλον ενάντια στη θέληση της αυτοπροσδιοριζόμενης ως αριστερής κυβέρνησης.

Στο δημοψήφισμα του 2015, η κυβέρνηση φάνηκε ότι μάλ­λον επεδίωξε ένα διαχειρίσιμο «διαπραγματευτικό χαρτί». Ο λαός, όμως, τροποποίησε κάτωθεν την κυρίαρχη αυτή επιλογή της και τη μετέτρεψε σε ένα μη διαχειρίσιμο αποτέλεσμα. Ένα αποτέλεσμα που δεν οδήγησε σε μία εναλλακτική πραγμάτωση, αλλά καταγράφηκε ως μια «συμβαντικότητα χωρίς συμβάν», για να χρησιμοποιήσουμε μια έκφραση του Σλάβοϊ Ζίζεκ, η οποία μας υποκειμενοποιεί ακόμη και σήμερα. Κατά παρόμοιο τρόπο, όταν η κατ’ όνομα αριστερή κυβέρνηση συνθηκολογεί με Ευρωπαϊκή Ένωση και Τουρκία σε μία πολιτική διαχεί­ρισης ψυχών, επαναπροωθήσεων, «κλειστών χώρων φιλο­ξενίας» (αυτό το οξύμωρο που θα ήταν κωμικό, αν δεν ήταν τόσο τραγικό), εργαλειοποιώντας, ταυτόχρονα, τη διάδραση προσφύγων και Ελλήνων, ή διαμορφώνοντας την αθλιότητα των συνθηκών στην Ειδομένη, τότε βρισκόμαστε, για δεύ­τερη φορά, ενώπιον μιας ορφανής συμβαντικότητας, που δεν αλλάζει, όπως θα θέλαμε, τις θεσμικές λύσεις του ζητήματος. Μας υποκειμενοποιεί, ωστόσο, πολιτικά σε μια προσπάθεια να αποδειχθούμε πιστοί στην εναλλακτική της αλληλεγγύης που συνέβη στην Ελλάδα, καταγγέλλοντας παραδειγματικά την έλλειψή της σε άλλους ευρωπαϊκούς τόπους. Και τώρα η διάδραση προσφύγων και Ελλήνων καλεί σε έναν νέο λαό μη διαχειρίσιμο από την κυβέρνηση στους αντίποδες του λαού που αυτή επικαλείται.

Γιατί ο συμβαντικός λαός τίθεται όντως στους αντίποδες του εμπειρικού λαού. Εμπειρικός λαός είναι και ο μεγάλος αριθμός συμπολιτών μας που ψηφίζει Χρυσή Αυγή, είναι οι μαγαζάτορες που χρεώνουν υπέρογκα ποσά στους πρόσφυγες για εμφιαλωμένο νερό ή φόρτιση του κινητού, ή που πλια­τσικολογούν τα σκάφη τους. Διαφέρει ακόμη και από έναν μονοσήμαντα επιτελεστικό λαό, αυτόν που επικαλείται μία εθνολαϊκιστική κυβέρνηση για να μπορέσει να παζαρέψει στις διεθνείς σχέσεις ή και στο επίπεδο των «αξιών». Ο συμβαντι­κός λαός, επίσης, δεν εξαντλείται στην επίκληση στοιχείων της εθνικής/ λαϊκής παράδοσης, οσοδήποτε τίμια και αν είναι αυτά, όπως η ιερότητα του ικέτη, η φιλοξενία ή η οδυσσεϊκή νομαδικότητα, τα οποία μπορεί να προσλάβει, αλλά σε μια μετατοπισμένη εκδοχή τους. Η τροποποιημένη αυτή εκφορά τους σηματοδοτεί ένα «επιτελεστικό παράδοξο», όπως είναι, για να φέρουμε ένα προσφιλές παράδειγμα της Τζούντιθ Μπάτλερ, το να τραγουδάς τον αμερικανικό εθνικό ύμνο στα ισπανικά.5 Ή, όπως, για να φέρουμε ως παράδειγμα ένα επιτελεστικό παράδοξο από την Ειδομένη, όταν ένας πρόσφυγας σηκώνει την ελληνική σημαία ενώπιον των αστυνομικών επιθέσεων του κράτους των Σκοπίων. Κατά τον Παναγιώτη Σωτήρη, ο «ανώνυμος πρόσφυγας κραδαίνοντας την ελληνική σημαία επιτέλεσε […] την υπενθύμιση ότι σε αυτό τον τόπο μπορεί να υπάρξει ένα συλλογικό “εμείς” που να ορίζεται στην αντίσταση και στη χειραφέτηση και όχι στον αποκλεισμό και στη συνενοχή για τη μετατροπή αυτής της χώρας σε χωματερή ονείρων και σε οικόπεδο προς πάσα χρήση. Δεν είναι ότι πιστεύει στην “Ελλάδα”· είναι ότι με αυτό τον τρόπο κάνει πράξη μια άλλη Ελλάδα».6 Σε μια παρόμοια επιτέλεση, για να παραφράσουμε τον Διονύσιο Σολωμό, εθνικό είναι το αντιστασιακό,7 εθνι­κό είναι το (δι’ υφαιρέσεως από τον κυρίαρχο εθνολαϊκισμό) αληθές. Η υφαίρεση αυτή, όμως, προκύπτει πάντα μέσα από την έκθεση ευάλωτων παράνομων σωμάτων,8 μέσα από την «αναρχία της σωματικότητας», που είναι η μόνη ριζική αναρχία.

Η νέα λαϊκότητα γίνεται πλέον έκδηλη και στο τοπίο του άστεως. Η Αθήνα, ας πούμε, έδινε όλα τα τελευταία χρόνια την εικόνα ενός απ-ενεργοποιημένου τόπου –με τη σημασία που έχει η απ-ενεργοποίηση ή α-(ε)ργία στη σκέψη του Τζόρτζιο Αγκάμπεν (inoperosità, désoeuvrement) ως μια αναπάντεχη μη χρηστική νέα χρήση που αφαιρεί την ωφελιμιστική ενεργο­ποίηση για χάρη της διάνοιξης απροσδόκητων δυνατοτήτων– μέσα από εγκαταλειμμένες βιομηχανικές εγκαταστάσεις ως post-industrial σκηνικά για σύγχρονες περφόρμανς ή μέσα από τοίχους νεοκλασικών που προσφέρονται για γκραφίτι και στένσιλ αναρχικής οργής ή ενίοτε και υπονομευτικής χαρι­τωμενιάς. Σήμερα το νέο αγκαμπενικό désoeuvrement είναι οι χώροι του Δημοσίου που γίνονται νέοι απρόσμενοι δημόσιοι χώροι όχι μόνο φιλοξενίας των προσφύγων, αλλά και διαλόγου. Τα ολυμπιακά έργα που χτίστηκαν στο όνομα μιας ιδεολογίας ψευδεπίγραφης συνέχειας του Ελληνισμού απ-ενεργοποιούνται σήμερα για να γίνουν τόποι συνάντησης με τον ξένο, όπως και τα μέχρι πρότινος νεκροταφεία αεροπλάνων μετατρέπονται σε χώρους μαρτυρίας της γήινης νομαδικότητας. Το μεγάλο και δύσκολο διακύβευμα είναι βεβαίως η ανοικτότητα των χώρων φιλοξενίας, ενώ σημαντική διερώτηση για έναν αριστερό πα­ραμένει το κατά πόσο θεωρείται ή όχι σεβαστή η ατομική ιδιο­κτησία. Σε κάθε περίπτωση, οι άεργοι τόποι είναι οι χώροι μιας δύσκολης μετάφρασης. Όπως στα αυτοσχέδια τραγούδια που πλέκουν οι πρόσφυγες σε συναυλίες στην Ε2 πύλη του Πειραιά για να πουν τους καημούς της περιπλάνησης, τους προορισμούς που παραμένουν μακρινοί, την απόρριψή τους στην Ελλάδα.

Στο ερώτημα, λοιπόν, που στάθηκε αφετηριακή αφορμή μας μπορούμε πλέον να απαντήσουμε ότι η αλληλεγγύη στους πρόσφυγες γίνεται και για χάρη των Ελλήνων. Γιατί οι πρόσφυ­γες όχι μόνο δεν απειλούν την επιβίωση της Ελλάδας, αλλά αντιθέτως μας σώζουν. Από την κατάθλιψη. Κι από μια εθνο­λαϊκιστική εκδοχή μας. Το θέμα είναι ποιοι είμαστε «εμείς».

___

1 Χρησιμοποιούμε τον όρο «πρόσφυγες» και όχι το διπλό σχήμα «πρόσφυγες και μετανάστες» όχι μόνο για λόγους οικονομίας χώρου, αλλά και γιατί θεωρούμε ότι στην παρούσα συγκυρία στην Ελλάδα και οι μετανάστες είναι κατ’ ουσία πρόσφυγες, παρά την όποια διαφορά στον νομικό ορισμό.
2 Για μια πολύ καλή διάκριση των δύο εννοιών, η οποία προϋποτίθεται στο κείμενό μας, βλ. Δέσποινα Κουτσούμπα, «Η αλληλεγγύη των ταπεινών…», UNFOLLOW 52, Απρίλιος 2016, σ. 36-41.
3 Για την ανάγκη πολιτικής υποκειμενοποίησης των προσφύγων και μεταναστών, βλ. Α. Ζενάκος και Χ., «“Ανοίξτε τα σύνορα!” Οι πρόσφυγες, η ασφάλεια και η Δύση», UNFOLLOW 51, Μάρτιος 2016, σ. 6-13.
4 Η αλληλεγγύη στη βαθύτερη ετυμολογία της προέρχεται από την υποτιθέμενη λέξη *γύη με σημασία χέρι, άρα παραπέμπει στο κράτημα των χεριών του ενός από τον άλλον.
5 Βλ. Μπάτλερ Τζούντιθ & Σπίβακ Γκαγιάτρι Τσακραβόρτι, Τραγουδώντας τον Εθνικό Ύμνο – Γλώσσα, πολιτική και το δικαίωμα του ανήκειν, εκδ. Τόπος, Αθήνα 2015, σσ. 20, 77 (τίτλος πρωτοτύπου: Who sings the Nation-state? Language, Politics, Belonging, εκδ. Seagull, Oxford 2007).
6 Σωτήρης, Παναγιώτης, «Της σημαίας μου η πατρίδα», ektosgrammis.gr http://bit.ly/1SNG3uD
7 Και, όντως, οι μεγάλες «εθνικές» στιγμές της Ελλάδας ήταν η αντίσταση στην Ιερά Συμμαχία με την Επανάσταση του 1821 και η αντίσταση στο φασισμό κατά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο. Μια παρόμοια αντιστασιακή κατανόηση του εθνικού θα ήταν ένα ελληνικό αντίστοιχο της προσπάθειας που κάνει ο Αλαίν Μπαντιού να ορίσει τη «γαλλικότητα» όχι ως «αξία», αλλά ως παράδοση επαναστάσεων (μάλλον ασυνεχών) στο πρόσφατο: Notre mal vient de plus loin, εκδ. Fayard, Paris 2016.
8 Βλ. Μπάτλερ Τζούντιθ, «“Εμείς ο λαός”: Σκέψεις για την ελευθερία της συνάθροισης», στο: Τι Είναι Λαός;, Εκδόσεις του Εικοστού Πρώτου, Αθήνα 2014, σ. 49-69 (τίτλος πρωτοτύπου: Qu’est-ce qu’un peuple?, εκδ. La Fabrique, Paris 2013).