Πολιτικά εγκλήματα του κοινού ποινικού δικαίου: To εξωφρενικό παράδοξο της αντιτρομοκρατικής νομοθεσίας
Η νομοθεσία που έχει εισαχθεί την τελευταία δεκαπενταετία για την αντιμετώπιση της «τρομοκρατίας» είναι ίσως η ισχυρότερη ένδειξη για την ολοένα εντεινόμενη έκπτωση των ελευθεριών, των εγγυήσεων και των δικαιωμάτων που η φιλελεύθερη δημοκρατία κάποτε φαντάστηκε. Πέραν του να περιορίζει ελευθερίες και δικαιώματα, σηματοδοτεί μια αλλαγή στην εννοιολόγησή τους: δεν απολαμβάνουμε μόνο λιγότερες εγγυήσεις ως πολίτες, αλλά και βαθμηδόν διδασκόμαστε να αντιλαμβανόμαστε διαφορετικά την ανάγκη ύπαρξής τους.
Η αντιτρομοκρατική νομοθεσία δεν είναι απλώς κάτι που τιμωρεί αυστηρότερα όσους διαπράττουν ορισμένα αδικήματα. Πάνω από όλα, μετασχηματίζει κομβικές έννοιες του δικαίου και της σκέψης γύρω από αυτό, με ευθύ αντίκτυπο στην πολιτικοφιλοσοφική συγκρότηση της πολιτείας και της κοινωνίας. Ο τρόπος με τον οποίον η νομοθετική και η δικαστική λειτουργία αντιμετωπίζουν αυτό που ονομάζεται «τρομοκρατία» αντανακλά ευρύτερες πολιτικές μετατοπίσεις και πρωτίστως την εγκαθίδρυση μιας συναίνεσης, σχεδόν στο σύνολο του πολιτικού φάσματος, σύμφωνα με την οποία κάθε αντίσταση στο υπάρχον πολιτικοοικονομικό σύστημα είναι όχι απλώς ανεπίτρεπτη αλλά αδιανόητη. Στην πραγματικότητα, η κατίσχυση αυτής της νομοθεσίας δεν είναι ασύνδετη με την ανάδυση των λεγόμενων «πολιτικών της συναίνεσης» από τη δεκαετία του 1990, του «ριζοσπαστικού κέντρου» ή «τρίτου δρόμου», ή, όπως ονομάστηκε στα καθ’ ημάς, του «εκσυγχρονισμού».
Χαρακτηριστικά, στη χώρα μας, σε προηγούμενες δεκαετίες, δεν υπήρχε καμία αμφιβολία ότι οι αντιτρομοκρατικοί νόμοι που εισήχθησαν ήταν δεξιοί νόμοι: τόσο ο 774 του 1978 όσο και ο 1916 του 1990 ήταν «παιδιά» της Νέας Δημοκρατίας. Υπήρχε και στις δύο περιπτώσεις η ξεκάθαρη αίσθηση πως ήταν νόμοι περιοριστικοί των ελευθεριών των πολιτών – ακριβώς στην κατασταλτική πολιτική παράδοση της Δεξιάς. Δεν είναι τυχαίο ότι η συζήτηση που πυροδοτήθηκε για τον 774 έκανε λόγο για τον «νέο 509», ανακαλώντας στη μνήμη την εμφυλιακή νομοθεσία της κυβέρνησης Σοφούλη, του 1947. Μολονότι με τον 774 είχαν γίνει συλλήψεις που ξεπερνούσαν τα όρια της γελοιότητας –μαθητές, λόγου χάρη, που είχαν κάψει τα απουσιολόγια του σχολείου τους– ήταν ξεκάθαρο ότι η νομοθεσία στόχευε την Αριστερά. Με την αντιτρομοκρατική νομοθεσία είχαν κατηγορηθεί το 1980 οι Κώστας Ζυρίνης, Ισαβέλλα Μπερτράν, Μάνια Μπαρσέφσκι και πολλοί άλλοι. Αργότερα, με τη νομοθεσία της κυβέρνησης Μητσοτάκη, στη φυλακή είχαν καταλήξει εκδότες και διευθυντές εφημερίδων, διότι είχαν δημοσιεύσει προκηρύξεις της «17 Νοέμβρη». Σε κάθε περίπτωση, και οι δύο αυτές νομοθεσίες εκπορεύονταν από τη Δεξιά και είχαν βρει απέναντί τους σύσσωμο τον προοδευτικό κόσμο, από το Κέντρο ως την Αριστερά. Και τους δύο αυτούς νόμους τούς κατήργησε το ΠΑΣΟΚ μόλις ήρθε στην εξουσία, το 1981 και το 1993. Αντιθέτως, την εν ισχύ αντιτρομοκρατική νομοθεσία την έχει εισαγάγει το ίδιο το ΠΑΣΟΚ στην «εκσυγχρονιστική» του περίοδο, με τη Νέα Δημοκρατία να το εγκαλεί βέβαια για «ατολμία» σε επιμέρους θέματα αλλά να αισθάνεται προδήλως δικαιωμένη. Αντίθετοι με τη νομοθεσία απέμεναν μόνο το ΚΚΕ και ο Συνασπισμός. Και σήμερα πια, βέβαια, παρά τις αλήστου μνήμης διακηρύξεις του ΣΥΡΙΖΑ πως θα καταργήσει την αντιτρομοκρατική νομοθεσία, έχει κανείς κάθε λόγο να πιστεύει πως έχοντας προσχωρήσει στις «πολιτικές της συναίνεσης» σε τόσα και τόσα, μάλλον δεν πρόκειται να υψώσει το αριστερό του ανάστημα σε ένα τόσο καυτό ζήτημα.
Η αρχή για την εν ισχύ νομοθεσία γίνεται με το νόμο 2928 του 2001, τον οποίο φέρνει προς ψήφιση η κυβέρνηση του Κώστα Σημίτη. Ο υπουργός Δικαιοσύνης Μιχάλης Σταθόπουλος τηρεί μια εξόχως ενδιαφέρουσα, επαμφοτερίζουσα στάση: πριν από τη συζήτηση του νόμου στην Ολομέλεια της Βουλής, και καθ’ όλη την περίοδο συζήτησής του είτε στα ΜΜΕ είτε στις επιτροπές, δηλώνει σε όλους τους τόνους ότι ο νόμος στοχεύει πρωτίστως το οργανωμένο έγκλημα και όχι την «τρομοκρατία». Είναι εύλογο να υποθέσει κανείς ότι ως υπουργός κυβέρνησης του κόμματος που είχε δώσει μάχες κατά της αντιτρομοκρατικής νομοθεσίας προσπαθούσε όχι μόνο να τιθασεύσει μια προοδευτική αντίδραση που έκανε λόγο για άλλον έναν «τρομονόμο», αλλά και να κάμψει τις αντιστάσεις των προοδευτικών νομικών κύκλων που έβλεπαν πως η νομοθεσία αυτή έπληττε τις εγγυήσεις και τα δημοκρατικά δικαιώματα. Δεν πέτυχε τίποτε από τα δύο. Μολονότι ο νόμος του 2001 δεν αναφερόταν ρητά σε «τρομοκρατία», κανείς δεν πείστηκε πως δεν ήταν «τρομονόμος». Όσο για τους προοδευτικούς νομικούς κύκλους, η αντίδρασή τους ήταν ηχηρότατη, με κορυφαία στιγμή τις παραιτήσεις από τη νομοπαρασκευαστική επιτροπή των Ι. Μανωλεδάκη, Ν. Παρασκευόπουλου, Χρ. Αργυρόπουλου, Γ. Πανούση και άλλων. Όταν πια έφτασε η ώρα της Ολομέλειας, ο υπουργός άλλαξε στρατηγική και πλέον έκανε τα αδύνατα δυνατά να πείσει ότι ο νόμος του αφορούσε την «τρομοκρατία»: «Η τρομοκρατία ως οργανωμένο έγκλημα», είπε στη Βουλή, «ασφαλώς και υπάγεται στις ρυθμίσεις του νομοσχεδίου. Στόχος του είναι η πάταξη του οργανωμένου εγκλήματος, αλλά και της τρομοκρατίας ως οργανωμένου εγκλήματος και αυτή».
Ο νόμος του 2001 εισήχθη με την αιτιολογία ότι ενσωματώνει στην ελληνική νομοθεσία τη Σύμβαση του Παλέρμο του 2000, διεθνή σύμβαση για την καταπολέμηση του οργανωμένου εγκλήματος, θεσπίζοντας πρόσθετα, αυξημένα μέτρα ποινικής αντιμετώπισης των «εγκληματικών οργανώσεων». Το ενδιαφέρον, όμως, είναι ότι ενώ στη Σύμβαση του Παλέρμο ένα από τα κριτήρια για το χαρακτηρισμό μιας οργάνωσης ως «εγκληματικής» είναι η επιδίωξη οικονομικού ή άλλου υλικού οφέλους, στον ελληνικό νόμο το κριτήριο αυτό απαλείφθηκε. Και ο Μιχάλης Σταθόπουλος καυχήθηκε στη Βουλή πως αυτό έγινε ακριβώς για να αφορά τις «τρομοκρατικές οργανώσεις».
Ο νόμος εισήγαγε διάφορες τροποποιήσεις, μεταξύ άλλων την προστασία και την ευνοϊκή μεταχείριση μαρτύρων που θα καταδώσουν οργανώσεις των οποίων είναι μέλη, την εξέταση γενετικού υλικού και την υπό προϋποθέσεις αποθήκευσή του, την παρακολούθηση των επικοινωνιών – όλες εξόχως προβληματικές από νομική άποψη. Κυρίως, όμως, έκανε δύο πράγματα: πρώτον, άλλαξε το άρθρο 187 του Ποινικού Κώδικα και θέσπισε την κάθειρξη δέκα ετών για «ένταξη» σε «εγκληματική οργάνωση» και, δεύτερον, μετέφερε την αρμοδιότητα εκδίκασης των αδικημάτων από τα μικτά ορκωτά δικαστήρια στους τακτικούς δικαστές.
Η «ένταξη» σε «εγκληματική οργάνωση», ήτοι οργάνωση που επιδιώκει να διαπράξει αδικήματα, σημαίνει ότι κάποιος μπορεί να κηρυχθεί ένοχος άσχετα με το αν διέπραξε και τα εν λόγω αδικήματα. Μ’ άλλα λόγια, ο νόμος παρέβαινε μια βασικότατη αρχή του δικαίου, ότι τιμωρεί πράξεις και όχι προθέσεις. Εδώ ξαφνικά εισαγόταν ένας νόμος που πέραν από τα γνωστά αδικήματα της ηθικής αυτουργίας ή της συνέργειας, ποινικοποιούσε την «ένταξη» με τόσο αόριστο τρόπο που αφηνόταν στην αυθαίρετη κρίση ενός δικαστηρίου να αποφασίσει αν κάποιος ήταν «ενταγμένος» και να τον τιμωρήσει με βαρύτατη ποινή κάθειρξης, έστω κι αν δεν είχε διαπράξει κανένα συγκεκριμένο αδίκημα. Αυτή ίσως ήταν και η διάταξη που γέννησε τις σφοδρότερες αντιδράσεις. Όπως είχε επισημανθεί τότε, ένα τέτοιο μέτρο έδινε τη δυνατότητα πρώτα στις διωκτικές αρχές και εν συνεχεία στα δικαστήρια να στοχοποιήσουν και να καταδικάσουν λίγο πολύ όποιον ήθελαν.
Όλα αυτά θα είχαν πιθανώς διαφορετική βαρύτητα και προεκτάσεις αν αφορούσαν όντως μόνο το «οργανωμένο έγκλημα» με την έννοια της Σύμβασης του Παλέρμο. Όμως, εδώ πρέπει να αναλογιστούμε ότι η εισαγωγή του νόμου γίνεται υπό τη διαρκή πίεση για την εξάρθρωση της Ε.Ο. «17 Νοέμβρη», που είχε ενταθεί με την επίσκεψη Μπιλ Κλίντον το 1999 και κορυφωνόταν εν όψει των Ολυμπιακών Αγώνων της Αθήνας – εξ ου και η σπουδή του Μιχάλη Σταθόπουλου να διαβεβαιώσει για τους στόχους της νομοθεσίας του. Και φυσικά η θέσπιση ενός νόμου που «εγκληματικές οργανώσεις» αλλά εννοούσε την «τρομοκρατία», αλλά και η υπαγωγή των αδικημάτων αυτών στα τακτικά δικαστήρια και όχι στα μικτά ορκωτά, είχε ακριβώς αυτόν τον όχι και τόσο λεπτό στόχο: σε περίπτωση που εξαρθρωνόταν η Ε.Ο. «17 Νοέμβρη», να αντιμετωπιστεί όχι ως οργάνωση αντάρτικου πόλης που τέλεσε πολιτικά αδικήματα, αλλά ως εγκληματική οργάνωση που τέλεσε αδικήματα του κοινού ποινικού δικαίου.
Το πόσο σημαντικό ήταν να αποφευχθούν πάση θυσία τα μικτά ορκωτά δικαστήρια είχε εντυπωθεί ανεξίτηλα στο πολιτικό προσωπικό της χώρας λόγω της περίφημης, και πολύ πρόσφατης τότε, υπόθεσης του επί 17 χρόνια φυγόδικου Αβραάμ Λεσπέρογλου, ο οποίος είχε αθωωθεί από μικτό ορκωτό δικαστήριο για την κατηγορία της ανθρωποκτονίας. Αργότερα, εν μέσω της δημοσιότητας των συλλήψεων της Ε.Ο. «17 Νοέμβρη», ο Λεσπέρογλου αντιμετώπισε εισαγγελική έφεση, ξαναδικάστηκε, και αθωώθηκε ξανά – με τις ψήφους των ενόρκων: οι τακτικοί δικαστές τον καταδίκασαν, ενώ οι λαϊκοί δικαστές τον αθώωσαν.
Δεν ήταν δύσκολο, λοιπόν, να αντιληφθεί κανείς ή τουλάχιστον να ανησυχήσει ότι αυτό που το πολιτικό προσωπικό αποκαλούσε «τρομοκρατία», ένα μέρος της κοινής γνώμης –στην οποία θα μπορούσαν να ανήκουν και κάποιοι ένορκοι ενός μικτού ορκωτού δικαστηρίου– το έβλεπε αν όχι με συμπάθεια, σίγουρα με λιγότερη απαξία απ’ όσο οι πολιτικοί και τα ΜΜΕ. Κι αν αυτό ίσχυε σε ένα βαθμό για το «αντάρτικο πόλης» γενικώς, ίσχυε πολλαπλάσια για τη Ε.Ο. «17 Νοέμβρη», η οποία τη δεκαετία του 1980 είχε απολαύσει ένα βαθμό αποδοχής που άγγιζε τη δημοτικότητα. Άλλωστε, το νόημα της υπαγωγής των «πολιτικών εγκλημάτων» στα μικτά ορκωτά δικαστήρια, όπως επιτάσσει το Σύνταγμα της χώρας στο άρθρο 97, δεν σημαίνει κάποιου είδους εκ των προτέρων «ευνοϊκή» μεταχείριση – μια ανθρωποκτονία δεν είναι λιγότερο ανθρωποκτονία αν τελέστηκε ως «πολιτικό έγκλημα». Σημαίνει, όμως, ότι ένας κατηγορούμενος που διεκδικεί για τον εαυτό του την ιδιότητα του «πολιτικού εγκληματία» υποστηρίζει ότι σε ένα βαθμό ή με κάποιον τρόπο εκπροσωπεί την κοινωνία και συνεπώς είναι η κοινωνία, μέσω των εκπροσώπων της λαϊκών δικαστών, που θα πρέπει να τον κρίνει.
Εντέλει, οι συλληφθέντες για την Ε.Ο. «17 Νοέμβρη» αντιμετώπισαν πράγματι κατηγορίες με το νόμο 2928 του 2001. Ως κατηγορούμενοι για «εγκληματική οργάνωση» κρατήθηκαν μακριά από το μικτό ορκωτό.
Εντούτοις, η υπεράσπιση κάποιων κατηγορουμένων υποστήριξε ότι το Τριμελές Εφετείο Κακουργημάτων ήταν αναρμόδιο, εφόσον τα αδικήματά τους ήταν πολιτικά. Μ’ άλλα λόγια, έστω κι αν το αδίκημα, λόγου χάρη, της ανθρωποκτονίας, που θα έπρεπε να δικάζεται βάσει νόμου από μικτό ορκωτό, τώρα υπαγόταν στο Τριμελές Εφετείο μέσω της νέας νομοθεσίας περί «εγκληματικής οργάνωσης», οι συγκεκριμένοι κατηγορούμενοι εξακολουθούσαν να είναι αρμοδιότητα του μικτού ορκωτού επειδή έτσι προβλέπει το Σύνταγμα για τα πολιτικά εγκλήματα. Το δικαστήριο απέρριψε την ένσταση, η υπεράσπιση την επανέλαβε στη δίκη σε δεύτερο βαθμό, τελικά έφτασε ως τον Άρειο Πάγο. Και τότε, το 2010 πια, ο Άρειος Πάγος εξέδωσε απόφαση, όπου αναφέρει: «Νομοθετικός ορισμός της έννοιας του πολιτικού εγκλήματος δεν έχει διατυπωθεί. Ερμηνευτικώς, συνάγεται ότι ως πολιτικό έγκλημα θεωρείται εκείνο, το οποίο στρέφεται άμεσα εναντίον της συνταγματικής τάξεως της Χώρας και επιδιώκει την ανατροπή ή, έστω, την αλλοίωσή της. Η επιδίωξη αυτή, όμως, δεν αρκεί να αναφέρεται, υποκειμενικώς, ως στόχος της πολιτικής ιδεολογίας του δράστη, αλλά απαιτείται, πέραν αυτού, να αναδύεται, αντικειμενικώς, από την πραγματική συμβολή, την οποία η εκάστοτε εγκληματική συμπεριφορά είχε ή θα μπορούσε να έχει στην προσβολή της κατεστημένης εξουσίας. Και περαιτέρω, ως συναφές προς πολιτικό έγκλημα θεωρείται εκείνο, το οποίο, με την προσβολή που επιφέρει σε κάποιο άλλο έννομο αγαθό, έχει ως άμεσο αποτέλεσμα την προπαρασκευή των μέσων για την τέλεση πολιτικού εγκλήματος με την ως άνω έννοια. Για την κατάφαση της συνάφειας αυτής, το πολιτικό έγκλημα πρέπει να έχει συντελεσθεί. Υπό την έννοια αυτή, ως πολιτικό έγκλημα νοείται μόνο η εσχάτη προδοσία και οι προπαρασκευαστικές πράξεις αυτής».
Αυτή η «ερμηνεία» ήταν ο –δημιουργικός, αν μη τι άλλο– τρόπος του Αρείου Πάγου να πει κάτι απέναντι στο οποίο ακόμη και η κοινή λογική αγανακτεί: ότι οι οργανώσεις ένοπλης πάλης δεν τελούν πολιτικά εγκλήματα! Ότι οι ανθρωποκτονίες μιας αριστερής οργάνωσης αντάρτικου πόλης ανήκουν –σε πείσμα της πολιτικής επιστήμης και σύσσωμης της δυτικής πολιτικής παράδοσης– στο κοινό ποινικό δίκαιο. Αλλά ένα «κοινό» ποινικό δίκαιο που, βάσει της νομοθεσίας πλέον, είναι λιγότερο «κοινό» από το υπόλοιπο και πρέπει να δικάζεται από τακτικούς δικαστές.
Η αλήθεια είναι, βέβαια, πως το σκεπτικό αυτό του Αρείου Πάγου δεν ήταν καινοφανές. Ακολουθεί ένα δόγμα που έχει κυριαρχήσει επί δεκαετίες. Δίχως, ωστόσο, να θέλουμε εδώ να περιπλέξουμε τα πράγματα παραμένοντας σε ένα θεωρητικό ζήτημα του Δικαίου περισσότερο απ’ όσο χρειάζεται, οφείλουμε να επισημάνουμε ότι στη νομολογία απαντάται και η αντίθετη άποψη, έστω κι αν πλέον μοιάζει όλοι να την αποφεύγουν πάση θυσία.
Πόσο γνωστό είναι, άραγε, ότι ελληνικό Συμβούλιο Εφετών έχει αρνηθεί στις γερμανικές αρχές την έκδοση καταδικασμένου ως μέλους της ομάδας Μπάαντερ-Μάινχοφ; Πρόκειται για την περίφημη «υπόθεση Πόλε», όπου όσο κι αν η απόφαση αργότερα ανατράπηκε στον Άρειο Πάγο, δεν παύει να είναι μνημειώδης. Ο Πόλε είχε καταδικαστεί το 1971 για ένταξη στη Φράξια Κόκκινος Στρατός και εξέτιε ποινή κάθειρξης. Άλλα μέλη της οργάνωσης απήγαγαν τον αρχηγό του Χριστιανοδημοκρατικού Κόμματος της Βαυαρίας και απαίτησαν την απελευθέρωση του Πόλε, αίτημα στο οποίο η γερμανική κυβέρνηση ανταποκρίθηκε. Ο Πόλε διέφυγε και κατέληξε στην Ελλάδα, συνελήφθη, και η Γερμανία απαίτησε την έκδοσή του. Το Συμβούλιο Εφετών (όπου, αξίζει να σημειωθεί, ένας από τους εφέτες ήταν ο Χρήστος Σαρτζετάκης) αποφάσισε, και μάλιστα αντίθετα με την εισαγγελική πρόταση, ότι «[ο Πόλε] ήτο κατά το 1971 μέλος μιας επαναστατικής εξτρεμιστικής οργανώσεως, ήτις είχε πολιτικούς σκοπούς και απέβλεπεν εις ενεργόν δράσιν προς ανατροπήν του κρατούντος εις την Δυτικήν Γερμανίαν πολιτικού καθεστώτος και εις αγώνα από κοινού μετά των καταπιεζομένων εις όλον τον κόσμον κατά του Ιμπεριαλισμού και του μονοπωλιακού Καπιταλισμού και εστρέφετο εν γένει κατά του πολιτικού κατεστημένου της Δυτικής Κοινωνίας». Και περαιτέρω ότι «υφίσταται πολιτικόν έγκλημα, όταν τούτο στρέφεται έστω και μόνον εμμέσως κατά της πολιτικής οργανώσεως του κράτους. Αι πράξεις του εκζητουμένου […] συναπτόμεναι προς τους σκοπούς της ης ην ανήκε ούτος οργανώσεως, στρεφόμενης κατά του πολιτικού κατεστημένου της δυτικής κοινωνίας, τυγχάνουν πολιτικά εγκλήματα, δι’ α απαγορεύεται η έκδοσις».
Η υπόθεση Πόλε, καθώς και πολλές νομικές σκέψεις που διατυπώνουν κατά καιρούς τα Συμβούλια Εφετών γύρω από την έννοια του πολιτικού εγκλήματος, ειδικά για ζητήματα έκδοσης καταζητούμενων για «τρομοκρατικές» πράξεις από άλλες χώρες, όπως π.χ. Κούρδων ή Τούρκων, δεν δείχνει μόνον ότι η τρέχουσα νομολογία του Αρείου Πάγου δεν αποτελεί μονόδρομο, αλλά κυρίως το πόσο πολύ τέτοιου είδους αποφάσεις εξαρτώνται από τα πολιτικά συμφραζόμενα: η απόφαση για τον Πόλε είναι του 1975, με νωπή τη μνήμη των διώξεων της Χούντας• η απόφαση για την Ε.Ο. «17 Νοέμβρη» είναι το 2010, με νωπή την εμφάνιση της Ε.Ο. «Συνωμοσία των Πυρήνων της Φωτιάς». Σε κάθε περίπτωση, βάσει της απόφασης του Αρείου Πάγου, οι μόνοι πολιτικοί εγκληματίες που αναγνωρίζει το δίκαιο της χώρας είναι οι πραξικοπηματίες του 1967!
Το 2004, λίγες εβδομάδες μόλις πριν από την έναρξη των Ολυμπιακών Αγώνων της Αθήνας, είναι η Νέα Δημοκρατία που αναλαμβάνει να ολοκληρώσει την αντιτρομοκρατική νομοθεσία της χώρας. Το «ολοκληρώσει» είναι εδώ κυριολεκτικό: ο εισηγητής της κατά τη συζήτηση στην Ολομέλεια δεν παραλείπει να επισημάνει ότι ο προηγούμενος νόμος, του 2001, είχε περάσει «ως νόμος μη επιγραφόμενος ως αντιτρομοκρατικός νόμος». Η νέα αυτή νομοθεσία είχε την αποστολή να ενσωματώσει την απόφαση-πλαίσιο του Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης του 2002 για την «καταπολέμηση της τρομοκρατίας», η οποία βέβαια είχε μάλλον στόχο, στον απόηχο της 11ης Σεπτεμβρίου 2001, τον ισλαμιστικό εξτρεμισμό, φαινόμενο ριζικά διαφορετικό από το ευρωπαϊκό αντάρτικο πόλης – πόσο μάλλον το ελληνικό. Κατ’ αντίθεση με τη Νέα Δημοκρατία, ασφαλώς, που δεν θα μπορούσε ποτέ να καταψηφίσει αντιτρομοκρατικό νόμο κι έτσι είχε ψηφίσει αυτόν του 2001, το ΠΑΣΟΚ, προ τριμήνου μόλις εξορισθέν στα έδρανα της αξιωματικής αντιπολίτευσης να παρακολουθεί με φθόνο άλλους να καρπώνονται τους Ολυμπιακούς Αγώνες του, θυμάται αίφνης τη σημασία που έχουν οι ατομικές ελευθερίες και καταψηφίζει. Φυσικά, ουδέποτε τις ξαναθυμήθηκε μετά την επάνοδό του στην εξουσία το 2009, ενώ οι υπουργοί του στήριξαν έκτοτε πρόθυμα την ισχύουσα αντιτρομοκρατική νομοθεσία και την ενίσχυσαν με την ψήφιση του νόμου 3932, τον Μάρτιο του 2011, περί «χρηματοδότησης της τρομοκρατίας».
Ο νόμος 3251 του 2004, που τροποποιεί αυτόν του 2001, είναι όντως ένας «επιγραφόμενος» νόμος! Εξειδικεύει την ιδέα της «εγκληματικής οργάνωσης» σε «τρομοκρατική οργάνωση», με το ίδιο κατά τα άλλα σκεπτικό: αρκεί η «ένταξη», έστω κι αν ο συγκεκριμένος κατηγορούμενος δεν έχει τελέσει κανένα απολύτως συγκεκριμένο αδίκημα, ώστε να τιμωρηθεί ως και με κάθειρξη 10 ετών. Όπως θα περίμενε κανείς, από την ψήφισή του και μετά, ο συγκεκριμένος νόμος έχει οδηγήσει σε παροξυσμό αυθαιρεσίας τις αστυνομικές αρχές και ιδίως την αντιτρομοκρατική υπηρεσία, καθώς και από τα δικαστήρια, που πλέον ανεξέλεγκτα μπορούν να καταδικάζουν με εξοντωτικές ποινές.
Διότι, βέβαια, τι σημαίνει «ένταξη»; Πολλοί κατηγορούμενοι για «τρομοκρατία» έχουν, λόγου χάρη, καταδικαστεί με μόνο στοιχείο ένα δακτυλικό αποτύπωμα που βρέθηκε σε ένα αντικείμενο στον ίδιο χώρο όπου είχαν βρεθεί άλλοι κατηγορούμενοι. Δηλαδή, αν κάποιος συμφωνεί ιδεολογικά με μια οργάνωση –συνήθως αρκεί και μόνο να δηλώσει, λόγου χάρη, αναρχικός– και βρεθεί στον ίδιο χώρο με κάποιο μέλος της που διέπραξε αδίκημα, καταδικάζεται για «ένταξη» με συνοπτικές διαδικασίες, χωρίς να χρειαστεί ποτέ να αποδειχτεί ότι έκανε κάτι ο ίδιος. Κι αυτό, βέβαια, δημιουργεί μια εφιαλτική ανισορροπία δικαίου: κάποιος που βρέθηκε στον ίδιο χώρο με κάποιον που έβαλε ένα γκαζάκι θα κάτσει περισσότερα χρόνια στη φυλακή από έναν μπράβο της νύχτας που δολοφονεί επ’ αμοιβή.
Ο νόμος του 2004, όμως, κάνει και κάτι ακόμη πολύ ενδιαφέρον: αναλαμβάνει, με περισσή αυτοπεποίθηση, να ορίσει τον τρομοκράτη ως αυτόν που διαπράττει μια σειρά από αδικήματα, μεταξύ άλλων ανθρωποκτονίες, εκρήξεις κτλ. «με τρόπο ή σε έκταση ή υπό συνθήκες που είναι δυνατό να βλάψουν σοβαρά μια χώρα ή έναν διεθνή οργανισμό και με σκοπό να εκφοβίσει σοβαρά έναν πληθυσμό ή να εξαναγκάσει παρανόμως δημόσια αρχή ή διεθνή οργανισμό να εκτελέσει οποιαδήποτε πράξη ή να απόσχει από αυτήν ή να βλάψει σοβαρά ή να καταστρέψει τις θεμελιώδεις συνταγματικές, πολιτικές, οικονομικές δομές μιας χώρας ή ενός διεθνούς οργανισμού». Συμπληρώνει, έτσι, ένα κενό που είχε αφήσει ο νόμος του 2001, μέσα στη σπουδή του να αντιμετωπίσει την «τρομοκρατική» οργάνωση ως «εγκληματική»: αυτό της αντιμετώπισης του «ατομικού τρομοκράτη», του «μόνου τρομοκράτη», αυτού που δεν δρα ως μέλος οργάνωσης. Έτσι, όμως, στην προσπάθειά του να οπλίσει τις διωκτικές αρχές και τα δικαστήρια με ακόμη σκληρότερα κατασταλτικά εργαλεία, ο νόμος του 2004 παρέχει αυτό που ως τότε όλοι απέφευγαν τεχνηέντως: έναν ορισμό της «τρομοκρατίας», ο οποίος, εκ των πραγμάτων, δεν μπορεί παρά να είναι πολιτικός! Στην περιγραφή που κάνει των επιδιώξεων ενός «τρομοκράτη», ο νόμος τις αντιλαμβάνεται ακριβώς ως πολιτικές επιδιώξεις.
Όχι ότι ίδρωσε το αυτί κανενός μ’ αυτό το γεγονός. Κανονικά, μια τέτοια νομοθεσία, που θέτει απερίφραστα την πολιτική υπόσταση των αδικημάτων που ρυθμίζει, θα έπρεπε να είχε οδηγήσει τα δικαστήρια σε μια ολωσδιόλου διαφορετική συμπεριφορά. Αντ’ αυτού, έχουμε οδηγηθεί στο εξής εξωφρενικό παράδοξο: οι κατηγορούμενοι παραπέμπονται, με στοιχεία το πολιτικό τους φρόνημα και τη γνωριμία τους με άλλους ομοϊδεάτες, να δικαστούν ως μέλη «τρομοκρατικής οργάνωσης», η οποία ορίζεται βάσει των πολιτικών επιδιώξεών της• την ίδια στιγμή, τα δικαστήρια αποφαίνονται ότι τα αδικήματά τους δεν είναι πολιτικά αλλά του κοινού ποινικού δικαίου, επειδή έτσι είπε ο Άρειος Πάγος. Η παραδοξολογία αυτή έχει πλέον πάρει σχεδόν χαρακτήρα τελετουργικού: σε κάθε –μα σε κάθε– δίκη, η υπεράσπιση θα καταθέσει μια ένσταση, ο εισαγγελέας θα μουρμουρίσει κάτι για τη νομολογία του Αρείου Πάγου, το δικαστήριο θα διακόψει για δέκα λεπτά, οι δικαστές θα βγουν κι ο πρόεδρος θα πει: «Απορρίπτεται». Διεκπεραιωτικά, αυτονόητα, σαν παλιά συνήθεια.
Κι αυτό είναι επίσης ένα θέμα: όχι μόνο ανάλογες αντιδράσεις με αυτές που είχαν σημειωθεί το 2001 δεν παρατηρούνται πλέον, αλλά δεν υπάρχει πλέον καμία απολύτως συζήτηση, είτε δημόσια είτε στους νομικούς κύκλους. Δεν είναι ότι τα δικαστήρια δεν διανοούνται να αμφισβητήσουν τον παραλογισμό στον οποίο έχει οδηγήσει ο συνδυασμός μιας πολιτικά ανεπίτρεπτης νομοθεσίας με μια ντροπιαστικά δειλή νομολογία. Είναι ότι σε κανένα σημείο της νομικής κοινότητας –με την εξαίρεση των υπερασπιστών στα δικαστήρια– αλλά και σε κανένα σημείο της ευρύτερης διανόησης δεν υφίσταται έστω μια ζωηρή ανταλλαγή απόψεων γι’ αυτά τα τόσο ζωτικά ζητήματα της Δικαιοσύνης και της δημοκρατίας. Μοιάζει σαν όλοι να το έχουν συνηθίσει και να μην διανοούνται καν τη χρησιμότητα να διατυπώσουν τις αντιρρήσεις τους πια…
Δεν πρέπει, όμως, να είναι έτσι. Οι αντιτρομοκρατικές νομοθεσίες δουλεύουν όλη την ώρα – όχι μόνο όποτε τα δελτία ειδήσεων σερβίρουν «τρομοκράτες» για βραδινό. Άνθρωποι καταδικάζονται σε εξόντωση με βασική αιτιολογία το φρόνημά τους, μόνον επειδή η Αντιτρομοκρατική και τα τακτικά δικαστήρια έχουν τα νομικά εργαλεία να τους στοχοποιήσουν, στερούμενοι το βασικότερο αγαθό του κράτους δικαίου: το δικαίωμα στη δίκαιη δίκη. Τα κόμματα έχουν σχεδόν όλα προσχωρήσει στη διεθνή ομερτά γύρω από την «αντιτρομοκρατία», γνώρισμα της ιστορικής φάσης της μεταδημοκρατίας και της κυριαρχίας των «πολιτικών της συναίνεσης». Ακόμη και μεγάλο κομμάτι της Αριστεράς, κυβερνητικό πια, που άλλοτε ήταν λαλίστατος πολέμιος αυτών των νομοθεσιών, τώρα έχει σιωπήσει. Αν και ο νομικός κόσμος, αλλά και ο κόσμος του πολιτικού στοχασμού και της δημόσιας διανόησης, υποταχθεί σ’ αυτή τη βαρβαρότητα, θα έχει πλέον αποδεχτεί ότι η φιλελεύθερη δημοκρατία τον 21ο αιώνα έχει καταντήσει απολύτως προσχηματική. Και θα έχει αποφασίσει να ζήσει με αυτό.
___
Στο πλαίσιο της συνεχιζόμενης έρευνάς μας για την αντιτρομοκρατική νομοθεσία, καθώς και για τις ανάγκες αυτού του κειμένου, μιλήσαμε -μεταξύ άλλων- με τρεις δικηγόρους που έχουν δραστηριοποιηθεί σε σχετικές υποθέσεις, την Γιάννα Κούρτοβικ, την Άννυ Παπαρρούσου και τον Δημήτρη Κατσαρή, των οποίων τις απαντήσεις καταγράψαμε σε video. Ασφαλώς, οποιαδήποτε ανακρίβεια στο κείμενό μας αποτελεί δική μας ευθύνη και όχι δική τους.