unfollow-sindromes
unfollow-sindromes
FREE - ΑΡΘΡΑ - ΣΗΜΕΙΩΜΑΤΑ - ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ - UNFOLLOW 69

Ολοκληρωτισμός: Σάρκα από τη σάρκα της Δημοκρατίας

| Τεύχος Σεπτέμβριος 2017

Ας εξετάσουμε την πρωταγωνίστρια που αναδύεται από τη διαμάχη περί «ευρωπαϊκών ολοκληρωτισμών», δηλαδή την «ευρωπαϊκή δημοκρατία», σε σχέση με τον ισχυρισμό πως η «ευρωπαϊκή δημοκρατία» αποτελεί έναν αντίποδα των «ολοκληρωτισμών», ένα ξεκάθαρο αντίπαλο δέος, έναν αέναο εχθρό τους.


Η διαμάχη για την ταύτιση ναζισμού και σταλινισμού που κυριάρχησε πρόσφατα στη δημόσια σφαίρα είναι προφανές ότι επιστρατεύτηκε –όπως έχει συμβεί πλειστάκις τα τελευταία χρόνια– στην πολιτική αντιπαράθεση μεταξύ κυβέρνησης και αξιωματικής αντιπολίτευσης.1 Όπως έχω υποστηρίξει και στο παρελθόν, η επιστράτευση αυτή συμβαίνει στο πλαίσιο μιας πολύ ευρύτερης διαδικασίας επανεγγραφής της ευρωπαϊκής Ιστορίας του 20ού αιώνα, η οποία φυσικά δεν περιορίζεται στη χώρα μας, αλλά εκβάλλει στο εγχείρημα οικοδόμησης μιας αφήγησης της ευρωενωσιακής ευρωπαϊκότητας. Έχω επίσης υποστηρίξει ότι το πρόβλημα με τη συζήτηση για τους «ευρωπαϊκούς ολοκληρωτισμούς» δεν έγκειται στη διαπίστωση των παραλληλιών τους, οι οποίες υφίστανται και προσφέρονται για συγκριτική μελέτη, αλλά στο σημείο θέασης της Ιστορίας που αυτή η διαπίστωση θεσπίζει: ένα σημείο τυφλό ως προς τους ολοκληρωτισμούς εκείνους που δεν εμπίπτουν στα δύο αυτά μεγάλα καθεστώτα, καθώς και ως προς τη διάνοιξη ολοκληρωτικών χώρων στο εσωτερικό καθεστώτων που κατά τα άλλα δεν τα θεωρούμε ολοκληρωτικά.2 Πιστεύω λοιπόν ότι είναι χρήσιμο –αφήνοντας κατά μέρος τόσο την εγχώρια επικαιρική αντιπαράθεση όσο και τις συγκρίσεις μεταξύ ναζιστικής και κομμουνιστικής ιδεολογίας, για τις οποίες γράφτηκαν, άλλωστε, κάμποσα– να εξετάσουμε, έστω και εξ ανάγκης συνοπτικά, την πρωταγωνίστρια που αναδύεται από τη διαμάχη περί «ευρωπαϊκών ολοκληρωτισμών», δηλαδή την «ευρωπαϊκή δημοκρατία», σε σχέση με τον ισχυρισμό που προκύπτει από τη διαμάχη αυτή και που κατεξοχήν φέρεται να τη χαρακτηρίζει: πως η «ευρωπαϊκή δημοκρατία» αποτελεί έναν αντίποδα των «ολοκληρωτισμών», ένα ξεκάθαρο αντίπαλο δέος, έναν αέναο εχθρό τους.

Δεν είναι βέβαια εύκολο να οριστεί η «ευρωπαϊκή δημοκρατία» σε αφηρημένο επίπεδο. Στο επίπεδο μιας ιστορικής εξέλιξης, πάλι, μιας σταδιακής δηλαδή συγκρότησης θεσμών διακυβέρνησης, είναι αναγκασμένος κανείς να αναζητήσει τα πρώτα της δειλά βήματα τουλάχιστον κατά τα μεσαιωνικά χρόνια, ενώ στη συνέχεια οι θεσμικές μορφές εμφανίζονται και εξαφανίζονται, ενισχύονται και υποχωρούν σε αλλεπάλληλες αλλά διόλου γραμμικές επελάσεις, παράγοντας πολυποίκιλες «πολιτείες» σε όλη την ήπειρο, που από κάποιες απόψεις θα ήταν και σήμερα αναγνωρίσιμες ως δημοκρατικές, ενώ από άλλες καθόλου: από τις ιταλικές «δημοκρατίες» της Αναγέννησης και τη Δημοκρατία των Επτά Ενωμένων Κάτω Χωρών, την αγγλική Διακήρυξη των Δικαιωμάτων του 1689, την Πολωνική-Λιθουανική Κοινοπολιτεία και το Σύνταγμα της 3ης Μαΐου 1791, ως τις Επαναστάσεις του 1848 και την κατάρρευση της Αυστροουγγρικής και της Γερμανικής Αυτοκρατορίας με τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, ο δρόμος της αντίστασης στα προνόμια των εστεμμένων και της διεκδίκησης συμμετοχής άλλων κοινωνικών στρωμάτων στη διακυβέρνηση είναι μακρύς και γεμάτος περίπλοκες διακλαδώσεις. Όπως μακρά και αντίστοιχα περίπλοκη είναι και η πορεία του στοχασμού γύρω από τα «δικαιώματα» –που κάποτε θα ονομαστούν «δημοκρατικά», «πολιτικά» και «ανθρώπινα»– αυτών των άλλων κοινωνικών στρωμάτων, από το βάθος των θρησκευτικών πολέμων και το Vindiciae contra tyrannos ως τον Διαφωτισμό και τα δημοκρατικά Συντάγματα του 20ού αιώνα.

Η «ευρωπαϊκή δημοκρατία» δεν προκύπτει ως στιγμιαία κατάκτηση, αλλά ως συσσωμάτωση πολλών και διαφορετικών επιπτώσεων που είχαν οι συγκρούσεις αιώνων, ενώ από τις πολλές «επαναστάσεις» της καμία δεν οδήγησε άμεσα και ξεκάθαρα σε μια μορφή διακυβέρνησης με διάρκεια και σταθερότητα που θα μας ικανοποιούσε σήμερα ως δημοκρατική. Μολοντούτο, υπάρχει μια στιγμή που –όσο κι αν αναγκαστικά υποτασσόμαστε εδώ σε μια σχηματοποίηση– θα μπορούσε να γίνει αντιληπτή ως γενέθλια της «ευρωπαϊκής δημοκρατίας», όχι βέβαια επειδή από κει και μετά η δημοκρατική διακυβέρνηση είναι ο κανόνας της ευρωπαϊκής ηπείρου ή επειδή προηγουμένως δεν υπήρξαν λαμπρές διεκδικήσεις, αλλά επειδή κωδικοποιεί με μοναδικό τρόπο τις θεμελιώδεις έννοιες της πολιτικής νεωτερικότητας. Είναι, μ’ άλλα λόγια, το κοντινότερο πράγμα σε μια αφηρημένη διατύπωση –όχι βέβαια έναν ορισμό– των εννοιών εκείνων που διέπουν την «ευρωπαϊκή δημοκρατία», που αποτελούν τρόπον τινά την προϋπόθεσή της, μια διατύπωση που σ’ έναν βαθμό συνενώνει τις ιστορικά διάσπαρτες και ασυνεχείς φάσεις συγκρότησής της. Εννοώ φυσικά τη Διακήρυξη των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και του Πολίτη.

Εκεί, στο πρώτο άρθρο, δηλώνεται ότι ο άνθρωπος γεννιέται και παραμένει ελεύθερος και ίσος ως προς τα δικαιώματα που αποτελούν απαράγραπτο γνώρισμά του. Στο δεύτερο άρθρο, ότι σκοπός κάθε πολιτικής ένωσης είναι η προστασία αυτών των δικαιωμάτων. Και στο τρίτο, ότι η αρχή κάθε κυριαρχίας ανήκει στο Έθνος. Πρέπει εδώ να τονιστεί –πρόκειται για ένα σημείο που έχει φωτίσει ασύγκριτα ο Τζιόρτζιο Αγκάμπεν3– ότι στο προνεωτερικό καθεστώς, η γέννηση και η κυριαρχία είναι διαχωρισμένες: η γέννηση δεν παράγει τίποτε άλλο παρά τον υπήκοο. Στη νεωτερική δημοκρατία, όμως, τα δύο ενώνονται με την εγγραφή της γέννησης στην πολιτική σφαίρα (κάτι αδιανόητο τόσο για τον προνεωτερικό όσο και για τον αρχαίο κόσμο), σκοπός της οποίας είναι η προστασία των δικαιωμάτων που φέρει καθένας ως σώμα, ως φυσική ζωή, από τη στιγμή της γέννησής του. Είναι ακριβώς αυτός ο εκμηδενισμός της απόστασης ανάμεσα στη γέννηση και την είσοδο στο Πολιτικό που επιτρέπει την απόδοση της κυριαρχίας στο Έθνος.4 Αυτή δημιουργεί το κυρίαρχο πολιτικό υποκείμενο, το μέλος της κυριαρχίας, η αρχή της οποίας ανήκει στο Έθνος: είναι το υποκείμενο που γεννιέται από τη στιγμιαία εμφάνιση του ανθρώπου των δικαιωμάτων και την ακαριαία εξαφάνισή του μέσω της μεταμόρφωσής του σε πολίτη.

Κι εκεί ξεκινούν οι δυσκολίες. Η προβληματοποίηση της ιδιότητας του πολίτη, με την έννοια του ποιος άνθρωπος είναι πολίτης και ποιος όχι, αναφαίνεται κατά τη διάρκεια της Γαλλικής Επανάστασης και ακολουθεί όλη η περίπλοκη απόπειρα εξειδίκευσης σε ενεργητικά και παθητικά, φυσικά, αστικά και πολιτικά δικαιώματα κτλ. Ποιος δηλαδή και υπό ποιες ειδικές προϋποθέσεις αποτελεί μέλος της κυριαρχίας.

Η μορφή που περισσότερο από κάθε άλλη φωτίζει την κρίση στην οποία οδηγείται η προβληματοποίηση της σχέσης ανθρώπου και πολίτη, όπως απορρέει από τη σύλληψη της νεωτερικής δημοκρατίας, είναι ο πρόσφυγας. Όπως το θέτει η Χάνα Άρεντ –και από αυτήν τη διατύπωση εκκινούν οι σχετικοί συλλογισμοί του Αγκάμπεν–, «η αντίληψη των δικαιωμάτων του ανθρώπου, η οποία θεμελιώνεται πάνω στην υποτιθέμενη ύπαρξη ενός καθαυτό ανθρώπινου όντος, καταρρέει αμέσως μόλις εκείνοι που την επαγγέλονταν βρουν για πρώτη φορά απέναντί τους ανθρώπους οι οποίοι έχασαν κάθε άλλη ιδιότητα και ειδική σχέση – εκτός από το καθαρό δεδομένο ότι είναι άνθρωποι». Πράγματι, οι προσφυγικές ροές που προκαλεί ο Α΄ Παγκόσμιος Πόλεμος έχουν ως αποτέλεσμα η σύλληψη της μηδενικής απόστασης μεταξύ γέννησης και –μέσω της ακαριαίας πολιτικής μεταμόρφωσης– Έθνους να δοκιμαστεί σε τόσο ακραίο βαθμό, ώστε η κρίση της να οδηγήσει στη θέσπιση μιας σειράς νόμων απο-εθνικοποίησης, σε διάφορες χώρες, και να μας χαρίσει αυτόν τον εμβληματικό τόπο της νεωτερικότητας που ονομάζουμε στρατόπεδο συγκέντρωσης.

Την κατεξοχήν προγονική στιγμή του στρατοπέδου συγκέντρωσης τη συναντούμε στην κατεξοχήν πειραματική δημοκρατία: στις Ηνωμένες Πολιτείες, με τους καταυλισμούς των αυτοχθόνων Αμερικανών το 1830. Έχει το δίχως άλλο μια σημασία ότι η παλαιότερη φιλελεύθερη δημοκρατία θεμελιώνεται εδαφικά όχι απλώς με μια γενοκτονία, αλλά με μια γενοκτονία ως ταξινομητική, χωροταξική διαχείριση. Το στρατόπεδο συγκέντρωσης ως τέτοιο, ωστόσο, επινοείται σε αποικιοκρατικό/ιμπεριαλιστικό πλαίσιο: στην προσπάθεια των Ισπανών στην Κούβα το 1895 να ελέγξουν τον αντιστασιακό πληθυσμό και στην υιοθέτηση της ιδέας από τις ΗΠΑ στις Φιλιππίνες και από τους Άγγλους στον πόλεμο των Μπόερς στη Νότια Αφρική. Όμως είναι στην ευρωπαϊκή σκηνή που το στρατόπεδο συγκέντρωσης εισάγεται ξεκάθαρα ως τόπος που ενσαρκώνει μια διαλογή, ως τόπος καθορισμού του εντός και του εκτός. Η εισαγωγή του είναι ακριβώς μια –παροξυσμική– φάση της προβληματοποίησης της σχέσης του ανθρώπου και του πολίτη και πυροδοτείται όχι από την άνοδο του Χίτλερ στην εξουσία, αλλά από τις προσφυγικές ροές του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου και το εκρηκτικό κλίμα που ακολουθεί την εξέγερση των Σπαρτακιστών: αποτελεί έργο των σοσιαλδημοκρατών, για να στεγάσει πρόσφυγες από τη Ρωσία, κυρίως Εβραίους, αλλά και για να φυλακίσει κομμουνιστές και σοσιαλιστές. Το στρατόπεδο συγκέντρωσης δεν είναι ναζιστική εφεύρεση• τουναντίον, η ενθουσιώδης υιοθέτησή του και τελειοποίησή του από το ναζιστικό κράτος αποτελεί τεκμήριο της κοινής του μήτρας με τη νεωτερική δημοκρατία. Από αυτή την άποψη, τα στρατόπεδα εξόντωσης είναι μια ευθεία, «λογική» μετεξέλιξη, μια εμβάθυνση, και όχι ένα αδιανόητο άλμα. Όσο κι αν οι ναζί τελειοποιούν σε βαθμό πρωτόγνωρο και θεαματικό αυτή την επινόηση, μέσα από τον ιδιότυπο «αντιδραστικό μοντερνισμό» τους, η ίδια η επινόηση δεν παύει να συνδέεται με τον ιδιαίτερο τρόπο που ανέπτυξε η νεωτερικότητα για να διαχειρίζεται τον προβληματοποιημένο πια από πολιτική άποψη πληθυσμό με όρους ταξινομητικής αποτελεσματικότητας. Ακόμη περισσότερο: το στρατόπεδο συγκέντρωσης είναι ο έσχατος τόπος διαλογής, όπου μέσω του αναπροσδιορισμού του εντός και του εκτός, παράγεται το (βιο)πολιτικό σώμα.

U69_Zenakos_960

Η συσκότιση της συνέχειας της τεχνολογίας διαχείρισης του πληθυσμού μεταξύ δημοκρατίας και ναζισμού προκύπτει ακριβώς επειδή είναι δύσκολο –ολέθριο μάλλον– για την ιδεολογική αυτοκατανόηση των μεταπολεμικών δημοκρατιών να δούμε τον ναζισμό ως την απενοχοποιημένη αποκάλυψη της φυσικής ζωής ως τόπου της κυριαρχίας. Όμως, τι άλλο σημαίνει το «γη και αίμα»; Πράγματι, η εμμονική ενασχόληση με το τι συνιστά «γερμανικότητα», που αποτελεί το θεμέλιο της εθνικοσοσιαλιστικής θεωρίας, δεν μπορεί να γίνει αντιληπτή παρά μόνο ως η εκρηκτική έκφραση αυτής της αποκάλυψης. Γι’ αυτό είναι άστοχη η θέσπιση μιας σκληρής διαχωριστικής γραμμής σ’ αυτό το σημείο: μπορεί ο ναζισμός να συνιστά την κορυφαία αποκάλυψη της φυσικής ζωής ως τόπου της κυριαρχίας, όμως η θέσπισή της ως τέτοιου τόπου δεν είναι έργο του ναζισμού αλλά της Γαλλικής Επανάστασης.

Την ίδια στιγμή, οι μεγάλες ιμπεριαλιστικές δημοκρατίες της Ευρώπης, η Γαλλία και το Ηνωμένο Βασίλειο, συνομιλούν με τη χιτλερική Γερμανία με έναν τρόπο που εκ των υστέρων μοιάζει ανοίκεια φυσικός. Δεν εννοώ απλώς την υποστήριξη για τα φασιστικά και ναζιστικά κινήματα, που απαντάται τόσο στην Ευρώπη όσο και στις ΗΠΑ εκείνη την περίοδο (και που, μολονότι ευρεία, συναντά αντιστάσεις), αλλά για την επίσημη θεώρηση: είναι λογικό, μετά τη μεσολάβηση του καταστροφικότερου πολέμου της Ιστορίας, οι φάσεις αυτές να γίνεται προσπάθεια να υποβαθμιστούν στην κοινή αντίληψη, όμως έχει επί μακρόν τεκμηριωθεί ότι ένα όχι αμελητέο τμήμα του πολιτικού κόσμου στη Γαλλία και τη Βρετανία έβρισκε ότι το βασικό διεθνές αφήγημα του Χίτλερ – πως η Γερμανία είχε αδικηθεί με τη Συνθήκη των Βερσαλλιών– ήταν αληθές, πράγμα που οδήγησε στις γνωστές σταδιακές υποχωρήσεις ως τη Συμφωνία του Μονάχου. Το ενδιαφέρον εδώ δεν είναι κατά πόσον ήταν πράγματι αληθές ούτε το κατά πόσον μπορεί να ασκηθεί εκ των υστέρων κριτική στις ηγεσίες που δεν διέγνωσαν –πλην εξαιρέσεων– τον πραγματικό κίνδυνο, αλλά το ότι προϋπόθεση για να αποτελέσει μια αποδεκτή βάση αυτό το αφήγημα ήταν να θεωρηθεί το χιτλερικό καθεστώς μια νομιμοποιημένη συνέχεια όχι της αυτοκρατορικής Γερμανίας αλλά της Δημοκρατίας της Βαϊμάρης. Αν και διατείνεται ότι είναι το «Γ΄ Ράιχ», η χιτλερική Γερμανία δεν αντιμετωπίζεται ως «Ράιχ», αλλά ως ένα τελείως διαφορετικό πολιτικό σχήμα, στο οποίο αναγνωρίζεται ότι διαθέτει ικανή συγγένεια με τη δημοκρατία, την οποία ακολουθεί χρονικά, ώστε να αποτελεί συνομιλητή. Ο πόλεμος δεν ξεσπάει εντέλει παρά μόνον όταν η Γερμανία παλεύει να αποδείξει πως όντως είναι «Ράιχ»: είναι ο επεκτατικός πόλεμος που οδηγεί τις δημοκρατίες στη ρήξη.

Αυτή η αναγνώριση της συγγένειας μεταξύ του Γ΄ Ράιχ και της Δημοκρατίας της Βαϊμάρης δεν συνιστά απλώς μια λανθασμένη εκτίμηση από την πλευρά των ευρωπαϊκών δημοκρατιών, εξαιτίας της επιθυμίας τους να αποφύγουν πάση θυσία έναν νέο πόλεμο. Η επιμονή ότι αυτή η επιθυμία εξηγεί σε ικανοποιητικό βαθμό τη στάση των δημοκρατιών είναι βέβαια ανακουφιστική, διότι αφενός δίνει μια ανθρωπιστική διάσταση στην αδράνειά τους απέναντι στον επανεξοπλισμό και τις προκλήσεις της Γερμανίας ως το 1939 και αφετέρου εξυπηρετεί το μεταπολεμικό –και, μετά από ένα σημείο, ευρωενωσιακό– αφήγημα της ευρωπαϊκής δημοκρατίας ως αέναου και ανιστορικού εχθρού του ολοκληρωτισμού. Παραβλέπει όμως ότι η αναγνώριση της συγγένειας αντανακλά δύο απολύτως υπαρκτά ιστορικά δεδομένα: πρώτον, την οργανική εξάρτηση του ναζιστικού καθεστώτος από τη Δημοκρατία της Βαϊμάρης σε δικαιικο-πολιτικό επίπεδο (τόσο από τη σκοπιά του Συνταγματικού Δικαίου όσο και από τη σκοπιά της επαναστατικής θέσπισης κυριαρχίας)• δεύτερον, την παραλληλία κρίσιμων προβλέψεων της ναζιστικής τάξης με στοιχεία που παρατηρούνται και στη σύγχρονή της δημοκρατική τάξη.

Σχετικά με το πρώτο ζήτημα, η οργανική εξάρτηση του Γ΄ Ράιχ από τη Δημοκρατία της Βαϊμάρης είναι τυπικά βραχύβια και ουσιαστικά ανυπέρβλητη. Θα μπορούσε να πει κανείς, για λόγους σχηματοποίησης, ότι ξεκινά με την ανάθεση στον Αδόλφο Χίτλερ, αρχηγό του πρώτου σε κοινοβουλευτική δύναμη κόμματος αλλά δίχως απόλυτη πλειοψηφία, μέσω της χρήσης υπαρχουσών και νομίμων εξουσιών του Προέδρου της Δημοκρατίας, του σχηματισμού κυβέρνησης («Εθνικής Ενότητας»)• και ότι τερματίζεται με την ολοκλήρωση της δημιουργίας της μυστικιστικής μορφής του Φύρερ, με τη νομοθεσία που ακολουθεί τον θάνατο του Προέδρου Φον Χίντενμπουργκ, όπου συνενώνονται στο πρόσωπο του Χίτλερ οι εξουσίες του Προέδρου της Δημοκρατίας, του Καγκελάριου και του Φύρερ του γερμανικού λαού. Το διάστημα που μεσολαβεί ανάμεσα στα δύο είναι σχετικά μικρό: από τις 30 Ιανουαρίου 1933 ως τις 2 Αυγούστου 1934. Σ’ αυτόν τον ενάμιση χρόνο, όμως, δημιουργείται μια σχέση η οποία κατ’ ουσίαν ουδέποτε διαρρηγνύεται καθ’ όλη τη διάρκεια του Γ΄ Ράιχ.

Το ναζιστικό καθεστώς εδραιώνεται με δύο νομοθετήματα – ένα πριν κι ένα μετά τις εκλογές της 5ης Μαρτίου 1933: το Προεδρικό Διάταγμα για την «Προστασία του λαού και του κράτους», που ακολούθησε τον εμπρησμό του Ράιχσταγκ, στις 27 Φεβρουαρίου, βάσει του οποίου ανεστάλησαν βασικά δικαιώματα και ελευθερίες των πολιτών, όπως προβλέπονταν στο Σύνταγμα• και τον Νόμο Εξουσιοδότησης για την «Αποκατάσταση της δυσφορίας του λαού και του Ράιχ», που ψήφισε το Ράιχσταγκ και ενέκρινε το Ράιχσρατ, στις 24 Μαρτίου, βάσει της οποίας η εκτελεστική εξουσία απέκτησε τη δυνατότητα να νομοθετεί, ακόμη και να αναθεωρεί άρθρα του Συντάγματος, δίχως την εμπλοκή του Κοινοβουλίου.

Και τα δύο νομοθετήματα βασίζονται σε ήδη υπάρχουσες προβλέψεις της Δημοκρατίας της Βαϊμάρης. Το πρώτο νομοθέτημα βασίζεται στο άρθρο 48 του Συντάγματος, σύμφωνα με το οποίο ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας μπορούσε να αναστείλει άλλα συνταγματικά άρθρα για λόγους «έκτακτης ανάγκης». Στην πραγματικότητα, πρόκειται για μια πρόβλεψη «κατάστασης εξαίρεσης», η οποία είχε χρησιμοποιηθεί ήδη πάμπολλες φορές τα προηγούμενα χρόνια, για να εξασφαλίσει ότι η αδυναμία επίτευξης κοινοβουλευτικής πλειοψηφίας δεν θα στεκόταν εμπόδιο στην εκτελεστική εξουσία, και συναντιέται και μεταπολεμικά στα δημοκρατικά συντάγματα, όπως και σήμερα, με διάφορες μορφές. (Στο Σύνταγμα της Ελλάδας προβλέπεται επίσης με το άρθρο 48 «Κατάσταση πολιορκίας».) Το διάταγμα αυτό ουδέποτε καταργείται ή αντικαθίσταται από κάτι άλλο, αλλά ισχύει ως την πτώση του καθεστώτος – πράγμα που μας επιτρέπει να πούμε ότι το σύνολο της συνταγματικής νομιμότητας του Γ΄ Ράιχ εδράζεται σ’ ένα δημοκρατικό συνταγματικό άρθρο. Το δεύτερο νομοθέτημα επίσης δεν είναι καινοφανές, αλλά ακολουθεί μια παράδοση εξουσιοδοτικών νόμων που επιστρατεύονται κατά τη δεκαετία του 1920. Η «εξουσιοδότηση» είναι ένα εργαλείο που απαντάται κατά κόρον στις δημοκρατίες – από την άποψη της δικαιικοπολιτικής μορφής του δεν είναι πολύ διαφορετικό από αυτό που χρησιμοποιείται σήμερα: η δυνατότητα που παρέχει ένα κοινοβούλιο στην κυβέρνηση να διενεργήσει συγκεκριμένες πράξεις (όπως, λόγου χάρη, να διαπραγματευτεί μνημόνια).

Φυσικά, έχει υπάρξει μια τεράστια διαμάχη για το κατά πόσον τα νομοθετήματα αυτά ήταν όντως συνταγματικά και κατά πόσον, αν ήταν, εξακολούθησαν να είναι συνταγματικά και αργότερα. Τονίζεται, λόγου χάρη, και δικαίως, το γεγονός ότι η ενεργοποίηση του Άρθρου 48 έγινε υπό τον φόβο της κομμουνιστικής επανάστασης, την οποία εγκαινίαζε ο εμπρησμός του Ράιχσταγκ, ενώ έχουν παρουσιαστεί στοιχεία ότι επρόκειτο για προβοκάτσια των ναζί. Ή, πάλι, ότι το κοινοβούλιο ψήφισε τον Εξουσιοδοτικό Νόμο υπό το καθεστώς βεβιασμένων αλλαγών στον κανονισμό του Κοινοβουλίου. Ακόμη, ότι ο νόμος πέρασε εξαιτίας της απουσίας των βουλευτών του Κομμουνιστικού Κόμματος που είτε είχαν συλληφθεί –βάσει του Προεδρικού Διατάγματος– είτε εμποδίστηκαν από τους τραμπούκους των ναζί. Τέλος, ότι τα συγκεκριμένα πλαίσια των νομοθετημάτων –όπως το απαραβίαστο των εξουσιών του Προέδρου και του Ράιχσταγκ– καταργήθηκαν αργότερα. Δεν είμαι συνταγματολόγος κι έτσι κι αλλιώς κανένας δεν θα ήθελε να επιχειρηματολογήσει υπέρ της συνταγματικότητας του ναζιστικού καθεστώτος – όμως το σημαντικό εδώ είναι πως οι ίδιοι οι ναζί εμμονικά επικαλούνται τη «νομιμότητα» αυτή.

Επειδή ακριβώς οι ναζί συχνά αποκαλούν το κίνημά τους ρητορικά «επανάσταση», έχει μια σημασία εδώ να αντιπαραβάλουμε τη στάση τους περί συνταγματικής νομιμοποίησης με μια αυθεντικά επαναστατική στάση. Ας επιστρέψουμε στην αρχή, εκεί από όπου ξεκινήσαμε, στη Διακήρυξη των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και του Πολίτη, στον σχηματισμό δηλαδή της δικαιικοπολιτικής σφαίρας που τώρα μας περιλαμβάνει, και ας δούμε πώς αντιμετωπίζεται από τους Γιακωβίνους το πρόβλημα που τίθεται σχετικά με τη μοίρα του έκπτωτου βασιλιά Λουδοβίκου ΙΣΤ΄.

Λέει ο Σεν-Ζυστ: «Καθήκον μας είναι λιγότερο να τον κρίνουμε και περισσότερο να τον καταδικάσουμε. Οι μορφές της διαδικασίας δεν υπάρχουν στον Αστικό Κώδικα, αλλά στον Κώδικα των Δικαιωμάτων των Ανθρώπων. Κάποτε θα εκπλήσσονται ότι στον 18ο αιώνα ήμασταν λιγότερο προχωρημένοι από ό,τι στον καιρό του Καίσαρα. Ο τύραννος θυσιάστηκε παρούσης της Συγκλήτου, χωρίς άλλες διατυπώσεις εκτός από είκοσι δύο μαχαιριές, χωρίς άλλο νόμο εκτός από την ελευθερία των Ρωμαίων. Και σήμερα κάνουμε ευσεβάστως τη δίκη ενός ανθρώπου, δολοφόνου ενός λαού που συνελήφθη επ’ αυτοφώρω, με τα χέρια του βουτηγμένα στο αίμα! Αυτοί που προσδίδουν κάποια σημασία στη δίκαιη τιμωρία ενός βασιλέα δεν μπορούν να θεμελιώσουν μια Δημοκρατία. Να δικαστεί ένας βασιλέας ως απλός πολίτης! Αυτό θα καταπλήξει τους αμερόληπτους απογόνους μας. Δίκη λέγεται η εφαρμογή του Νόμου. Ένας νόμος είναι μία σχέση δικαιοσύνης. Τι σχέση δικαιοσύνης μπορεί να υπάρχει όμως μεταξύ της ανθρωπότητας και των βασιλέων; Υπάρχουν γενναιόφρονες ψυχές που σε άλλες εποχές θα έλεγαν ότι η δίκη ενός βασιλέα δεν πρέπει να διεξαχθεί σχετικά με τα εγκλήματα της διοίκησής του αλλά για το μόνο έγκλημά του, ότι ήταν βασιλέας».5

Μ’ άλλα λόγια, λέει ο Σεν-Ζυστ, δεν υπάρχει συνέχεια της έννομης τάξης ανάμεσα στο Παλαιό Καθεστώς και στη Δημοκρατία. Αν η Δημοκρατία δικάσει τον Λουδοβίκο, αποδέχεται ότι πηγάζει από την ίδια δικαιικοπολιτική σφαίρα. Γι’ αυτό ο Σεν-Ζυστ διακηρύσσει: «Για μένα δεν υπάρχει μέσος όρος: αυτός ο άνθρωπος πρέπει να βασιλέψει ή να πεθάνει».

Και ο Ροβεσπιέρος το διατυπώνει με ακόμη σαφέστερο τρόπο στον περίφημο λόγο του: «Ο βασιλέας δεν είναι κατηγορούμενος. Εσείς δεν είσθε δικαστές. Δεν έχετε να διατυπώσετε μια ετυμηγορία υπέρ ή κατά ενός ανθρώπου, αλλά να λάβετε ένα μέτρο εθνικής σωτηρίας. Ο Λουδοβίκος υπήρξε βασιλέας, τώρα έχει θεμελιωθεί η Δημοκρατία. […] Ο Λουδοβίκος πρέπει να πεθάνει, για να ζήσει η Πατρίδα».

«Ο Λουδοβίκος υπήρξε βασιλέας, τώρα έχει θεμελιωθεί η Δημοκρατία» σημαίνει ότι η δικαιικοπολιτική σφαίρα του Παλαιού Καθεστώτος έχει ανεπίστρεπτα κλειστεί, η έννομη τάξη που παρήγε η κυριαρχία του βασιλιά δεν υφίσταται. Ο θάνατος του βασιλιά είναι καθαυτή η στιγμή της ίδρυσης της κυριαρχίας της Δημοκρατίας και της νέας έννομης τάξης που δεν τον περιλαμβάνει ως κυρίαρχο και επί της οποίας ως κυρίαρχος δεν έχει την εξουσία της εξαίρεσης. Αυτή είναι η πιο θεμελιώδης έννοια της Επανάστασης: πηγάζει εξωτερικά προς την υφιστάμενη έννομη τάξη και εγκαθιδρύει μια de facto κυριαρχία, η οποία παράγει de jure αποτελέσματα, μια νέα έννομη τάξη, ολωσδιόλου κλειστή προς αυτήν που καταργήθηκε. Το μόνο κριτήριο είναι το κατά πόσο πετυχαίνει η Επανάσταση να επιβληθεί – με τα λόγια του Ροβεσπιέρου: «Η νίκη θα αποφασίσει αν είστε στασιαστές ή ευεργέτες της ανθρωπότητας».

Το θέμα λοιπόν εδώ είναι ότι οι ναζί, παρ’ όλες τις διακηρύξεις τους περί «επανάστασης», παρά τις φρικαλέες ιδιαιτερότητες του κράτους που οργάνωσαν, και παρά τον ολοκληρωτικό πόλεμο που εξαπέλυσαν, ουδέποτε αντιλαμβάνονται το καθεστώς τους σε δικαιικοπολιτικό επίπεδο ως κάτι άλλο από οργανική συνέχεια αυτού που προηγήθηκε. Δεν θεωρούν ότι έχουν διαρρήξει την προϋπάρχουσα κυριαρχία, θεσπίζοντας μια νέα, από την οποία ανοίγεται μια καινούργια δικαιικοπολιτική σφαίρα και παράγεται μια νέα έννομη τάξη. Αντιθέτως, εδραιώνουν την κυριαρχία τους στην υπάρχουσα και αντλούν τη νομιμότητά τους –για την οποία ποτέ δεν σταματούν να υπερηφανεύονται!– από την έννομη τάξη που ήδη υφίσταται.

Στο δεύτερο ζήτημα, τώρα, σχετικά με την παραλληλία κρίσιμων προβλέψεων της ναζιστικής τάξης με στοιχεία που παρατηρούνται και στη δημοκρατική τάξη, πρέπει να γίνει αντιληπτό πως οι τερατώδεις βιοπολιτικές εκλεπτύνσεις του χιτλερισμού, από τους Νόμους της Νυρεμβέργης ως την εφαρμογή της ευγονικής, η οποία στη βάση της είναι η ανάληψη από το κράτος της μέριμνας για τη φυσική, τη βιολογική ζωή του Έθνους, δεν σηματοδοτούν για τις δημοκρατίες έναν άλλο, αγεφύρωτο, πολιτικό κόσμο. Οι Νόμοι της Νυρεμβέργης είναι αυστηρότερες και πιο τελειοποιημένες εκδοχές των νόμων αποεθνικοποίησης, κάτι στο οποίο καταφεύγουν πολλά κράτη –δημοκρατικά και μη– ως αποτέλεσμα της κρίσης που πυροδοτεί το προσφυγικό κύμα του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου: η Γαλλία το 1915, το Βέλγιο το 1922, η φασιστική Ιταλία το 1926. Αξίζει να επισημανθεί ότι οι νόμοι αυτοί ποικίλλουν ως προς τις συγκεκριμένες στοχεύσεις τους, όλες όμως αντανακλούν την αλληλουχία αποεθνικοποίησης και αποπολιτικοποίησης, δηλαδή όλες αποτελούν «απαντήσεις» στην προβληματοποίηση της σχέσης ανθρώπου και πολίτη. Δεν θα πρέπει, λοιπόν, να προκαλεί έκπληξη το ότι η ναζιστική αντισημιτική νομοθεσία βρίσκει πλήθος υποστηρικτών ακόμη και στη Γαλλία, μια χώρα που ως τότε διέθετε συγκριτικά υψηλό επίπεδο ελευθεριών για τους Εβραίους –ο Εβραϊκός Όρκος είχε καταργηθεί το 1846– και είχε δει τον μαχητικό αντισημιτισμό να ηττάται στη δημόσια σφαίρα με την Υπόθεση Ντρέιφους. Μολοντούτο, υπάρχει στη Γαλλία μια ισχυρή αίσθηση ότι σύρεται σ’ έναν πόλεμο για χάρη των Εβραίων, ενώ η ενεργητική συμμετοχή της κυβέρνησης του Βισύ και –κυρίως– της Γαλλικής Αστυνομίας στην «εκκαθάριση» των Εβραίων της Γαλλίας (Γάλλων και ξένων) καταδεικνύει μια σύμπνοια που σε καμία περίπτωση δεν μπορεί να αιτιολογηθεί αποκλειστικά ως αποτέλεσμα επιβολής. Το θέμα εδώ δεν είναι οι ευθύνες –ή η υποκρισία– των γαλλικών αρχών, αλλά το ότι δεν υπάρχει τρόπος να κατανοήσει κανείς την ευκολία με την οποία ακόμη και μια χώρα όπως η Γαλλία εξοκέλλει στη φρίκη, αν δεν αντιληφθεί τον βαθμό συγγένειας, την κοινή ρίζα στην προβληματοποίηση του εντός και του εκτός.

Αντίστοιχα, αυτό που στο Γ’ Ράιχ νομοθετείται με μεγάλη σπουδή, πολύ σύντομα μετά την ανάληψη της εξουσίας από τον Χίτλερ, με τους νόμους για την «πρόληψη της κληρονομικώς ασθενούς καταγωγής» (που προβλέπει την υποχρεωτική στείρωση όσων πάσχουν από κληρονομικές ασθένειες) και για την «προστασία της κληρονομικής υγείας του γερμανικού λαού» (που απαγόρευε τον γάμο όταν κάποιος έπασχε από κληρονομική ασθένεια ή ψυχικό νόσημα) δεν συνιστούν κεραυνούς εν αιθρία• είναι λογικό ότι μια τόσο απροκάλυπτη διαπλοκή της επιστήμης του σώματος με την πολιτική ασκεί τεράστια έλξη στο πιο ακραία βιοπολιτικό καθεστώς της Ιστορίας, η αποτύπωση όμως της ευγονικής στην έννομη τάξη δεν χρονολογείται στο Γ’ Ράιχ, αλλά τουλάχιστον στην ευρύτατη νομοθέτηση για στείρωση των ψυχικά ασθενών που παρατηρείται σε διάφορες χώρες από τα τέλη του 19ου και τις αρχές του 20ού αιώνα. Ο πραγματικός πρωτοπόρος της ευγονικής ήταν, άλλωστε, οι ΗΠΑ, όπου οι πρώτοι νόμοι απαγόρευσης γάμου και υποχρεωτικής στείρωσης για τους ψυχικά ασθενείς σε πολιτειακό επίπεδο ψηφίζονται στην Ιντιάνα το 1896 και στο Μίσιγκαν το 1897, αντίστοιχα. Ο ριζοσπαστικός τρόπος με τον οποίο νομοθετήθηκε η ευγονική στις ΗΠΑ, ειδικά το πρόγραμμα υποχρεωτικής στείρωσης, θα αποτελέσει έμπνευση για τη ναζιστική Γερμανία, μολονότι η ευρεία χρήση της ευθανασίας είχε παραμείνει στα χαρτιά της αμερικανικής ιατρικής κοινότητας μαζί με τα σχέδια ανέγερσης θαλάμων αερίων τα οποία υπήρχαν. Το πιο κρίσιμο, ωστόσο, εδώ είναι ότι αυτό το ενδιαφέρον αντανακλά μια ιδέα που δεν ανήκει καθόλου αποκλειστικά στον ναζισμό: ότι το κράτος παράγει τους πολίτες του.

Όλα αυτά που –αναγκαστικά με συνοπτικό τρόπο– παραθέτω εδώ συνιστούν μια προειδοποίηση: ότι υπάρχει μια πολύ πιο σκοτεινή πλευρά στη διαμάχη περί «ολοκληρωτισμών» από την προσπάθεια να εξισωθούν ο ναζισμός και ο κομμουνισμός. Η «ευρωπαϊκή δημοκρατία» δεν είναι, όπως το εγχείρημα καταδίκης των «ευρωπαϊκών ολοκληρωτισμών» προσπαθεί να μας πείσει, ένας αέναος εχθρός του ολοκληρωτισμού που η διαδρομή της φτάνει ως τις μέρες μας και την άνθησή της ως Ενωμένης Ευρώπης. Η συγγένεια «δημοκρατίας» και «ολοκληρωτισμού» είναι βαθιά και δομική. Το ένα είναι σάρκα από τη σάρκα του άλλου. Αυτή είναι η αυθεντική παραλληλία που πρέπει να εξεταστεί. Και η μόνη που οδηγεί σε μια συνειδητοποίηση των ολοκληρωτικών χώρων που ανοίγονται σήμερα ξανά στη μεταδημοκρατική συνθήκη.

___

1. Αυτή η διάσταση του ζητήματος εξετάζεται ενδελεχώς στο ρεπορτάζ του Λευτέρη Χαραλαμπόπουλου, «Δεν είναι Σοβιετία, ανόητε!», στο παρόν τεύχος, σ. 46.
2. Βλ. Αυγουστίνος Ζενάκος, «Απ’ άκρο σ’ άκρο: Ολοκληρωτισμοί και δημοκρατία», UNFOLLOW 33 Σεπτέμβριος 2014.
3. Τζιόρτζιο Αγκάμπεν, Homo Sacer. Κυρίαρχη εξουσία και γυμνή ζωή, μτφ. Παναγιώτης Τσιαμούρας, Scripta.
4. Εδώ ο Αγκάμπεν τονίζει την ετυμολογική συνάφεια μεταξύ των nascita, naissance, και nazione, nation. Φυσικά, η ετυμολογική αυτή εικόνα πάσχει στα ελληνικά, λόγω του «έθνους», που είναι αρχαίο και έχει μάλλον μεγαλύτερη συνάφεια με έννοιες όπως το έθιμο. Η συνάφεια διατηρείται, ωστόσο, στα γέννηση/ γένος και αξίζει να αναλογιστεί κανείς την ένταση της χρήσης της έννοιας «Γένος» στο προεπαναστατικό και επαναστατικό πλαίσιο, δηλαδή σε ένα ξεκάθαρα «διαφωτιστικό» συγκείμενο.
5. Βλ. Jacques Vergès, Η στρατηγική της δίκης, μτφ. Μ. Κουμπούρα, Γ. Σπανός, Πλέθρον 2003.


ΣΥΝΕΡΓΑΤΗΣ

Αυγουστίνος Ζενάκος

[email protected]


Ο Αυγουστίνος Ζενάκος εργάστηκε στην εφημερίδα «Το Βήμα» από το 2000 ως το 2010. Συνεργάστηκε με διάφορα ...