Οι συνήθεις ύποπτοι: Από τις μαζικές προσαγωγές στις τρομοδίκες και στις δικαστικές σκευωρίες
Από το 1995 και ως σήμερα, η Ελληνική Αστυνομία χρησιμοποιεί τις μαζικές προσαγωγές για να συγκροτήσει μια «δεξαμενή υπόπτων», στο πλαίσιο της οποίας χαρτογραφεί τις πολιτικές αλλά και προσωπικές σχέσεις όσων συνδέονται με τον αναρχικό χώρο. Σε συνδυασμό με την αντιτρομοκρατική νομοθεσία, που αναβαθμίζει τις πολιτικές –αλλά και τις φιλικές ή τις ερωτικές!– σχέσεις σε ποινικές, καθώς και με τη συνέργεια των δικαστικών αρχών, των ΜΜΕ και του πολιτικού κόσμου, η πρακτική αυτή ξαναζωντανεύει το φακέλωμα και τις φρονηματικές διώξεις, και γεννά τρομακτικές στρεβλώσεις της Δικαιοσύνης, αποβλέποντας στην πειθάρχηση του κοινωνικού σώματος.
Στις 18 Νοεμβρίου 1995, μετά τη διστακτική άρση του ασύλου από τις πρυτανικές αρχές, η αστυνομία εισβάλλει στο Εθνικό Μετσόβιο Πολυτεχνείο για να σπάσει την κατάληψή του από περίπου 500 –κατ’ άλλες πηγές 700– άτομα που παραμένουν εκεί από την προηγούμενη μέρα. Οι καταληψίες έχουν καταφύγει στο ΕΜΠ μετά την πορεία της 17ης Νοεμβρίου και έχουν προηγηθεί ολονύχτιες συγκρούσεις με την αστυνομία, πολλές από τις οποίες μάλιστα μεταδίδονται για πρώτη φορά ζωντανά στην τηλεόραση.
Σύμφωνα με το Υπουργείο Δημόσιας Τάξης, οι επιθέσεις εναντίον της αστυνομίας είναι απρόκλητες – παρότι η εικόνα του ακραίου ξυλοδαρμού ενός δεκατριάχρονου μαθητή από τα ΜΑΤ έχει ήδη γίνει γνωστή. Σε κάθε περίπτωση, το υπουργείο υποστηρίζει ότι έχει δώσει την ευκαιρία στους καταληψίες να αποχωρήσουν ειρηνικά και δεν το έχουν πράξει. Πράγματι, η αστυνομία τούς έχει δώσει διάφορες διορίες με τηλεβόα. Οι καταληψίες υποστηρίζουν ότι αν αποχωρήσουν, τα ΜΑΤ θα τους επιτεθούν αμέσως, καθώς θα βρίσκονται εκτεθειμένοι στους γύρω δρόμους. Δέχονται –ανακοινώνουν από τη μικροφωνική– να βγουν, αλλά μόνο αν η αστυνομία απομακρυνθεί σε απόσταση δύο χιλιομέτρων. Η αστυνομία αρνείται.
Τελικά, στις 8.15 το πρωί, οι αστυνομικοί των ΜΑΤ και της ΕΚΑΜ (Ειδικής Κατασταλτικής Αντιτρομοκρατικής Μονάδας) μπαίνουν από τις πλαϊνές πόρτες του Πολυτεχνείου και οδηγούν έξω τους καταληψίες, τους οποίους φορτώνουν σε περίπου είκοσι –κατ’ άλλες πηγές δεκατρείς– κλούβες και τους μεταφέρουν στην Ασφάλεια, στο Μέγαρο της λεωφόρου Αλεξάνδρας. Ανάλογα με το ποια πηγή συμβουλεύεται κανείς, προσάγονται από 500 έως 600 άτομα. Η ανακοίνωση της αστυνομίας κάνει λόγο για 480 συλλήψεις, μεταξύ των οποίων 85 ανηλίκων. Κάποια δημοσιεύματα προσθέτουν τον αριθμό συλλήψεων της προηγούμενης μέρας και τις ανεβάζουν στις 518. Η Ελευθεροτυπία δημοσιεύει 394 ονόματα συλληφθέντων.
Επικεφαλής της προανάκρισης τίθεται ο εισαγγελέας εφετών Γιώργος Σανιδάς. Ο Γ. Σανιδάς είναι μια προσωπικότητα με λαμπρή σταδιοδρομία έκτοτε, που θα τον οδηγήσει ως τη θέση του εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, αλλά και με πολλές μετέπειτα αμφιλεγόμενες στιγμές, όπως οι χειρισμοί του στην υπόθεση του «παραδικαστικού», οι οποίοι σκιάστηκαν από την υπόθεση των «αυθαίρετων κατασκευών» στο εξοχικό του, η διαμάχη του με τον πρόεδρο της Ένωσης Εισαγγελέων Σωτήρη Μπάγια, οι χειρισμοί του στην υπόθεση του Βατοπεδίου, τον φάκελο της οποίας αρνήθηκε να διαβιβάσει στη Βουλή, η απόρριψη του «πορίσματος Ζορμπά» για το «σκάνδαλο των ομολόγων», η γνωμοδότησή του να εγκατασταθούν κάμερες της αστυνομίας σε δημόσιους χώρους, παρά την αντίθετη θέση της Αρχής Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα, και η παρέμβασή του ότι ο δήμαρχος Τήλου Τ. Αλιφέρης έπρεπε να διωχθεί ποινικά για την τέλεση γάμων ομοφύλων. Σε κάθε περίπτωση, τότε ο κ. Σανιδάς είναι απλώς ο εισαγγελέας Εφετών που αναλαμβάνει τον λογιστικό εφιάλτη αυτής της τεράστιας προανάκρισης, την οποία ομολογουμένως φέρνει σε πέρας με πολύ αποτελεσματικό τρόπο. Την προανάκριση διεξάγουν επίσης οι εισαγγελείς πρωτοδικών Αγγελής, Αγγελόπουλος, Κανελλόπουλος και Χρυσός (ανηλίκων), καθώς και οι διάσημοι αργότερα –για διαφορετικούς λόγους– Διώτης και Ντογιάκος.
Η πρώτη «δεξαμενή»
Είναι δύσκολο να υπερβάλει κανείς για τη σημασία των μαζικών προσαγωγών και συλλήψεων της κατάληψης του 1995. Δεν ήταν φυσικά η πρώτη μαζική προσαγωγή που διεξήγαγε η Ελληνική Αστυνομία. Και φυσικά, οι αστυνομικές δυνάμεις είχαν υπάρξει σε πολλές περιπτώσεις εξόχως βίαιες, ακόμη και φονικές, τόσο σ’ εκείνη τη δεκαετία όσο και στις προηγούμενες. Η μαζική προσαγωγή του 1995 ήταν όμως η πρώτη τόσο μεγάλη και τόσο συστηματική στη μεταπολιτευτική περίοδο. Όπως λέει στο UNFOLLOW η δικηγόρος Άννυ Παπαρρούσου, «εκεί τέθηκε το θέμα της πλήρους καταγραφής, γιατί εκεί συμμετείχαν τα πιο ζωντανά κομμάτια της νεολαίας, της πολιτικοποιημένης νεολαίας, προσκείμενης στην αναρχία ως επί το πλείστον. Αυτή η πρακτική ακολουθήθηκε από τότε, της μαζικής προσαγωγής χωρίς να υπάρχει κανένα προσωποποιημένο στοιχείο». Εδώ, για πρώτη φορά σε τέτοιο βαθμό και με τόσο ξεκάθαρη στόχευση, βλέπουμε την απόφαση να καταγραφεί ένας πολιτικός χώρος.
Χρόνια αργότερα, το 2007, ο δημοσιογράφος Τάσος Τέλλογλου θα πάρει συνέντευξη για τις ανάγκες της τηλεοπτικής του εκπομπής από τον υπουργό Δημόσιας Τάξης της κατάληψης του 1995, Σήφη Βαλυράκη, την οποία θα αναδημοσιεύσει στην Καθημερινή στις 21 Δεκεμβρίου του 2008, εν μέσω της εξέγερσης που ακολούθησε τη δολοφονία του Αλέξανδρου Γρηγορόπουλου, προφανώς σε μια απόπειρα να νουθετήσει την τότε κυβέρνηση ότι πρέπει να τηρήσει πιο σκληρή στάση. Στο ερώτημα του δημοσιογράφου αν ο υπουργός είχε καθαρή εικόνα ποιοι ήταν οι καταληψίες του Πολυτεχνείου, ο Σ. Βαλυράκης απαντά: «Ως έναν βαθμό ναι, αλλά μετά τη δακτυλοσκόπηση, τη φωτογράφηση, τη σήμανση όλων αυτών, είχαμε μία πολύ καθαρή εικόνα ενός χώρου, που θεωρείται χώρος γνωστών αγνώστων και κανείς δεν μπορούσε να ξέρει με ακρίβεια από ποιους απετελείτο».
O «Δημοσιογράφος» και οι πανεπιστημιακοί
Το γεγονός ότι η κύρια μέριμνα ήταν να καταγραφεί από ποιους «απετελείτο» ο «χώρος» είναι εμφανές στον καταγραφικό και ταξινομητικό οίστρο που καταλαμβάνει τα ΜΜΕ, βάσει στοιχείων που τους διοχετεύει η αστυνομία αμέσως μετά τις συλλήψεις. Καταγραφές των ιδιοτήτων, των επαγγελμάτων, των φύλων, των ηλικιών, κάνουν ξανά και ξανά την εμφάνισή τους στη δημοσιότητα. Σύμφωνα, για παράδειγμα, με δημοσίευμα της εφημερίδας Μακεδονία, τη Δευτέρα 20 Νοεμβρίου 1995, «55 είναι άεργοι, 73 μαθητές, 109 φοιτητές – σπουδαστές, 57 ιδιωτικοί υπάλληλοι, πέντε δημόσιοι υπάλληλοι, 13 εργάτες, 23 ελεύθεροι επαγγελματίες, τρεις στρατιώτες, ένας αλλοδαπός για τον οποίο όπως έλεγε χαρακτηριστικά αξιωματικός της ασφάλειας “είδε φως και μπήκε μέσα…”. Τρεις δήλωσαν δημοσιογράφοι και συγκεκριμένα μία της “Ελευθεροτυπίας”, ένας της “Κυριακάτικης Ελευθεροτυπίας” και ένας της “Αυγής”. Οι υπόλοιποι είναι άνεργοι». Η κυρία Παπαρρούσου είχε βρεθεί τότε, την ημέρα των συλλήψεων, μπροστά στη ΓΑΔΑ (Γενική Αστυνομική Διεύθυνση Αττικής), στη λεωφόρο Αλεξάνδρας. «Θυμάμαι», μας λέει, «ότι είχαν έρθει μαζικά εισαγγελείς, οι οποίοι μας αντιμετώπιζαν με απέχθεια. Ήμασταν έξω από τη ΓΑΔΑ, συνήγοροι και γονείς. Και περιμέναμε να μας δώσουν έναν κατάλογο με τα ονόματα των συλληφθέντων. Τελικά, τον κατάλογο τον πήρε ο Μάκης Τριανταφυλλόπουλος, ο οποίος εμφανίστηκε και εκφώνησε δημοσίως τα ονόματα!»
Ταυτόχρονα, τη νύχτα των συλλήψεων –όταν, σύμφωνα με πλειάδα καταγγελιών, οι συλληφθέντες κακοποιούνται βάναυσα από την αστυνομία μέσα στις κλούβες–, το Επιστημονικό Συμβούλιο του Υπουργείου Δημόσιας Τάξης έχει την απίθανη ιδέα να διεξαγάγει έρευνα προτού λήξει το αυτόφωρο και στέλνει ερωτηματολόγια σε αστυνομικούς με την παραγγελία να πείσουν τους συλληφθέντες, ανάμεσά τους και τους ανήλικους, να τα συμπληρώσουν. Υπεύθυνη της έρευνας βρίσκουμε τη Μαίρη Μπόση, που προέρχεται από το Δημοκρίτειο Πανεπιστήμιο Θράκης και σήμερα πια είναι αναπληρώτρια καθηγήτρια Διεθνούς Ασφάλειας στο Πανεπιστήμιο Πειραιά και συχνά παρεμβαίνει στη δημοσιότητα ως ειδικός για ζητήματα «βίας» και «τρομοκρατίας». Η κυρία Μπόση, μιλώντας έναν χρόνο μετά τις συλλήψεις στη στήλη «Ιός» της Ελευθεροτυπίας, είχε δηλώσει ότι η έρευνά της ουδέποτε ολοκληρώθηκε, διότι δεν απάντησε στα ερωτηματολόγια ικανός αριθμός συλληφθέντων. «Έχω την αίσθηση», μας λέει η κυρία Παπαρρούσου, «ότι δόθηκαν στην έρευνα στοιχεία από την αστυνομία για τη συγκρότηση των προφίλ». Από την άλλη, είναι δύσκολο να διαπιστώσει κανείς πόσες ακριβώς «έρευνες» τέτοιου είδους σχεδιάστηκαν ή διεξήχθησαν, καθώς σε δημοσιεύματα που εμφανίζονται δύο εβδομάδες μετά τις συλλήψεις γίνεται λόγος και πάλι για έρευνες που διεξάγουν πανεπιστήμια από κοινού με την Ασφάλεια. Άσχετα πάντως με τα ερωτήματα που προκύπτουν για την προθυμία πανεπιστημιακών να συνεργαστούν με την Ασφάλεια για να καταγράψουν και να ταξινομήσουν ανθρώπους –με πολλούς φοιτητές ανάμεσά τους– που ήταν υπόδικοι, γίνεται απολύτως σαφές εδώ ότι ο στόχος της εισβολής στο Πολυτεχνείο ήταν η καταγραφή ενός «χώρου» και μόνο δευτερευόντως η αντιμετώπιση των όποιων αδικημάτων.
Ομαδικές δίκες
Το γεγονός αυτό κατέστη πασιφανές και στις δίκες των συλληφθέντων, οι οποίες προκάλεσαν ευρύτατες συζητήσεις, καθώς και μια καταδικαστική έκθεση της Διεθνούς Αμνηστίας. Όπως είναι λογικό, ούτε η αστυνομία ούτε οι εισαγγελείς ήταν σε θέση να εξατομικεύσουν οποιαδήποτε κατηγορία. Οι συλληφθέντες δικάστηκαν ομαδικά, με τα αδικήματα να αποδίδονται σε ομάδες από κοινού, δίχως οι Αρχές να είναι φυσικά σε θέση να αποδείξουν ότι ο τάδε συγκεκριμένος κατηγορούμενος διέπραξε το τάδε συγκεκριμένο αδίκημα – όπως απαιτεί το Δίκαιο της χώρας. Στην πράξη, όσοι επέλεξαν να κρατήσουν χαμηλούς τόνους αντιμετωπίστηκαν πιο ελαφρά. Αυτοί που αντιμετώπισαν σκληρότερες συνέπειες ήταν όσοι επέλεξαν να υπερασπιστούν την πολιτική ιδεολογία τους. «Ο διαχωρισμός», μας λέει η κυρία Παπαρρούσου, «έγινε ανάλογα με το πολιτικό προφίλ του καθενός, βάσει της απολογίας του. Όσοι είχαν προηγούμενες καταδίκες ή στήριξαν πολιτικά τις θέσεις τους, καταδικάστηκαν. Το κλασικό επιχείρημα όσων δεν πήραν πολιτική θέση ήταν ότι πήγαν να αφήσουν ένα λουλούδι κι εγκλωβίστηκαν. Αν το έλεγες αυτό, αθωωνόσουν. Καταδικαζόσουν αν έλεγες ότι πήγες με τη θέλησή σου να στηρίξεις τον αγώνα, ότι ανήκεις στον αναρχικό χώρο κτλ.». Ακόμη και γι’ αυτούς που δήλωσαν αναρχικοί, όμως, η κυριότερη συνέπεια δεν ήταν οι ποινές, οι οποίες δεν ήταν ιδιαιτέρως βαριές. «Σαράντα τέσσερις μήνες, η πιο αυστηρή ποινή από το Αυτόφωρο Τριμελές», λέει η κυρία Παπαρρούσου. «Φυλακή μπήκαν κάποιοι, μπορεί να είχαν προηγουμένως ποινή και να είχαν αναστολή. Μόνο έτσι». Η κυριότερη συνέπεια ήταν μάλλον η αστυνομική πρακτική που ακολούθησε την πρώτη «επιτυχημένη» απόπειρα μαζικής προσαγωγής ενός πολιτικού χώρου. Πολλοί από τους συμμετέχοντες θα καταγγείλουν, τα επόμενα χρόνια, διαρκείς οχλήσεις από την αστυνομία, δίχως καμία αφορμή, και συχνές προσαγωγές σε τμήματα. «Πράγματι», λέει η κυρία Παπαρρούσου, «αυτή η σύλληψη ακολούθησε τους συλληφθέντες σε ολόκληρη τη ζωή τους. Πάντοτε τονίζεται, σε διάφορες φάσεις, όχι μόνο σε ποινικές εμπλοκές, αλλά ακόμη και σε αστικές δίκες, από τους κατάλληλους δικηγόρους εκτοξεύεται ως κατηγορία ότι κάποιος ήταν στο Πολυτεχνείο το ’95».
Ένα αρχείο που δεν υπάρχει
Έχει σημασία εδώ να πούμε ότι η «προσαγωγή» είναι, αν το σκεφτεί λίγο κανείς, μια πολύ ιδιότυπη υπόθεση. Νομικό έρεισμα βρίσκει κατά κύριο λόγο στο άρθρο 74 του Προεδρικού Διατάγματος 141 του 1991. Εκεί περιγράφεται η υποχρέωση του αστυνομικού να «οδηγεί στο αστυνομικό κατάστημα για εξέταση άτομα τα οποία στερούνται στοιχείων αποδεικτικών της ταυτότητάς τους ή τα οποία, εξαιτίας του τόπου, του χρόνου, των περιστάσεων και της συμπεριφοράς τους δημιουργούν υπόνοιες διάπραξης εγκληματικής ενέργειας». Όμως, η προσαγωγή διαφέρει από τη σύλληψη. Πώς; Με μια λογική ακροβασία που περιγράφεται επακριβώς στις αστυνομικές εγκυκλίους: σύλληψη νοείται η αστυνομική πράξη που έχει ως αποτέλεσμα τη στέρηση –έστω και προσωρινή– της προσωπικής ελευθερίας, ενώ η προσαγωγή είναι η μετάβαση στο αστυνομικό τμήμα στο πλαίσιο ενός «ελέγχου» και συνεπώς δεν περιορίζει, σύμφωνα με την αστυνομία, την «προσωπική ελευθερία», αλλά μόνο την «ελευθερία κίνησης». Εδώ βεβαίως προκύπτει το εύλογο ερώτημα: Μπορεί κανείς να αρνηθεί την προσαγωγή του; Φυσικά, όχι. Τι θα συμβεί αν το προσπαθήσει; Θα τον συλλάβουν για «αντίσταση» και άρα θα έχει στερηθεί και την «προσωπική ελευθερία» του αντί για μόνο την «ελευθερία κίνησής» του!
Στην πράξη, παρά τις εγκυκλίους που εκδίδει κατά καιρούς το Αρχηγείο της Αστυνομίας όπου στηλιτεύεται η κατάχρηση της πρακτικής των προσαγωγών, η αστυνομία έχει τη δυνατότητα να κρατήσει οποιονδήποτε για κάποιο διάστημα. «Η προσαγωγή», λέει στο UNFOLLOW η δικηγόρος Βούλα Γιαννακοπούλου, «νομικά είναι μια μαύρη τρύπα. Είναι μια στρεβλή πραγματικότητα για τον πολίτη, γιατί του στερεί τα δικαιώματά του, χωρίς όμως να του δίνει τα δικαιώματα του κατηγορουμένου, όπως το να έχει δικηγόρο».
Επιπλέον, αξίζει να επισημανθεί το εξής: σε αντίθεση με τη σύλληψη, η προσαγωγή υποτίθεται ότι δεν αφήνει «ίχνος». Μ’ άλλα λόγια, αν κάποιος προσαχθεί και στη συνέχεια αφεθεί ελεύθερος, δεν πρέπει να υπάρχει καμία καταγραφή του γεγονότος της προσαγωγής του. Μολοντούτο, τα αστυνομικά τμήματα και βεβαίως η Κρατική Ασφάλεια τηρούν «αρχεία προσαγωγών». «Υπάρχει ένα εσωτερικό δελτίο προσαγωγής», λέει η κυρία Παπαρρούσου, «όπου καταγράφονται τα πλήρη στοιχεία. Είσαι οιονεί σεσημασμένος. Το έχω δει. Τυχαία αλλά το έχω δει. Και ήταν και σε κοινή θέα».
Κι εδώ ακριβώς αναφαίνεται η σημασία της προσαγωγής για την καταγραφή ενός «χώρου»: δίχως κανέναν περιορισμό ως προς το ποιους ή πόσους δύναται να κρατήσει για ικανό διάστημα ώστε να καταγράψει τα στοιχεία τους, η αστυνομία πολύ γρήγορα αρχίζει να διευρύνει την πρώτη «δεξαμενή» που έχει συγκροτηθεί από τους συλληφθέντες του 1995.
Τα επόμενα χρόνια, οι καταγγελίες για αυθαίρετες προσαγωγές πληθαίνουν. Πλέον, καμία συνάρτηση με κάποιο αδίκημα δεν θεωρείται απαραίτητη, ούτε καν ως πρόσχημα: η αστυνομία προσάγει ανθρώπους, νέους κυρίως και συχνά φοιτητές, μαζικά σε νεολαιίστικα στέκια, αναρχικές καταλήψεις, καφέ, στον δρόμο, στο κέντρο της Αθήνας και ειδικά στα Εξάρχεια. Τα Εξάρχεια αποκτούν από τότε μια ιδιάζουσα σημασία για την πρακτική των προσαγωγών: αν έχει κάποιος προσαχθεί από τα Εξάρχεια, αυτό σημαίνει αυτοδικαίως ότι επισημαίνεται ως «ύποπτος».
Φυσικά, μαζικές προσαγωγές ακολουθούν κάθε κινητοποίηση και ιδίως τις πιο μεγάλες, όπως οι μαθητικές κινητοποιήσεις του 1998-1999. «Νομίζω», μας λέει η κυρία Γιαννακοπούλου, «ότι τότε εμφανίστηκαν για πρώτη φορά οι προληπτικές προσαγωγές. Προσάγονταν άνθρωποι προτού αρχίσει μια πορεία και μετά τους άφηναν. Αυτό που θυμάμαι είναι ότι τότε καθιερώνεται και η προσαγωγή όχι από τον δρόμο, αλλά μέσα από το σπίτι κάποιου. Το σπίτι επιλέγεται τυχαία, από μια δεξαμενή ανθρώπων που είναι στον “χώρο”».
Η πρακτική των μαζικών προσαγωγών φτάνει σε παροξυσμικό επίπεδο το διάστημα που προηγείται των Ολυμπιακών Αγώνων. Μολονότι δεν είναι το θέμα μας εδώ, η Ελληνική Αστυνομία αναλαμβάνει γενικώς το «καθάρισμα» της Αθήνας, οργανώνοντας «επιχειρήσεις-σκούπα» κατά μεταναστών, τοξικομανών και άλλων «ανεπιθύμητων», καταδιώκοντας ακόμη και όσους τις νύχτες αναζητούσαν ερωτική συντροφιά στο Ζάππειο και στο Πεδίον του Άρεως. Το νομικά πρόσφορο αστυνομικό εργαλείο για όλα αυτά είναι φυσικά η «εξακρίβωση στοιχείων». Όσον αφορά την καταγραφή που μας απασχολεί εδώ, αυτή όχι μόνο προχωρά αμείωτη, με ολοένα αυξανόμενη συχνότητα και αριθμό προσαγωγών, αλλά το Υπουργείο Προστασίας του Πολίτη φτάνει να παραδεχτεί ανερυθρίαστα ότι για τον «εμπλουτισμό» του αρχείου δακτυλικών αποτυπωμάτων χρησιμοποιείται η διαδικασία εξακρίβωσης στοιχείων, δηλαδή η προσαγωγή!
Στα χρόνια της κρίσης, η «προληπτική προσαγωγή» θα επανενεργοποιηθεί αμέσως μετά τον εμπρησμό της τράπεζας Marfin. Σε μία από τις πιο μελανές σελίδες της Ελληνικής Αστυνομίας, ομάδες αστυνομικών, συνήθως της Ομάδας ΔΕΛΤΑ, στέκονται έξω από σταθμούς μετρό και σε στάσεις λεωφορείων σε διάφορες περιοχές και κρατούν οποιονδήποτε μοιάζει να κατευθύνεται προς οποιαδήποτε διαδήλωση. Τον μεταφέρουν στο αστυνομικό τμήμα ή στη ΓΑΔΑ, τον κρατούν ως το πέρας της διαδήλωσης, καταγράφοντας φυσικά τα στοιχεία του, και ύστερα τον αφήνουν.
Με αυτόν τον τρόπο, ο «χώρος» που καταγράφεται κατά τη διάρκεια της κρίσης αγγίζει πλέον σχεδόν οποιονδήποτε διαμαρτύρεται για τις ασκούμενες πολιτικές. Αν συνδυάσει κανείς αυτό το δεδομένο με τον τεράστιο αριθμό μαθητών και νέων ανθρώπων που προσήχθησαν τόσο στις εκπαιδευτικές κινητοποιήσεις 2006-2007 όσο και τον Δεκέμβριο 2008 και τις επετείους του, συνειδητοποιεί ότι η «δεξαμενή» που έχει συγκροτηθεί βάσει των μαζικών προσαγωγών την τελευταία εικοσαετία είναι ευρύτατη και λεπτομερέστατη.
Χαρτογράφηση
Η καταγραφή του αναρχικού/αντεξουσιαστικού χώρου είναι, όπως είδαμε, ένας δηλωμένος στόχος της πρακτικής των μαζικών προσαγωγών από την αρχή. Σε πείσμα του ισχύοντος Δικαίου, καθώς και της κοινής παραδοχής πως «φάκελοι» πλέον δεν τηρούνται, η Ελληνική Αστυνομία συγκροτεί και διατηρεί ένα τεράστιο «αρχείο» με στοιχεία ανθρώπων, οι οποίοι βρίσκονται εκεί δίχως να έχουν διαπράξει αδίκημα ή να υπάρχει εναντίον τους κάποια εξατομικευμένη υπόνοια, αλλά με μόνο κριτήριο το πολιτικό τους φρόνημα.
Ωστόσο, χρειάζεται να προχωρήσει κανείς ακόμη πιο πέρα και να αντιληφθεί πώς σταδιακά μεταβάλλεται ο χαρακτήρας της τήρησης αυτού του «αρχείου», από μια «καταγραφή» σε μια «χαρτογράφηση». Η μεταβολή αυτή έχει σημασία διότι αντανακλά την αλλαγή της στόχευσης από την αποκάλυψη των «γνωστών-αγνώστων», η οποία αποτελεί την κυρίαρχη ατζέντα της δημόσιας τάξης τη δεκαετία του 1990, στην εξάρθρωση της «τρομοκρατίας» η οποία κυριαρχεί μετά το 2000.
Αυτή τη νέα στόχευση τη συνοδεύει μια ανορθόδοξη εφαρμογή τακτικών αστυνομικής αντιμετώπισης του οργανωμένου εγκλήματος, δηλαδή η χαρτογράφηση, πλέον, συγγενικών και φιλικών σχέσεων – μόνο που εδώ το κριτήριο είναι αμιγώς πολιτικό: το «ανήκειν» στον αναρχικό/αντεξουσιαστικό χώρο. Έτσι, η «δεξαμενή» που έχει προκύψει βάσει των μαζικών προσαγωγών εκλεπτύνεται και διευρύνεται ως προς την περιγραφή των σχέσεων των προσαχθέντων με άλλους, είτε έχουν προσαχθεί είτε όχι. Αντικείμενο της αστυνομικής πρακτικής πλέον γίνεται ένα «δίκτυο» που όμως δεν είναι εγκληματικό –δεν διερευνάται η σχέση συγκεκριμένων υπόπτων με συγκεκριμένα αδικήματα– αλλά πολιτικό – διερευνάται η σχέση των υπόπτων μεταξύ τους ως προς την πολιτική τους συμπόρευση, από την οποία θα προκύψει συν τω χρόνω η ποινικοποίηση.
«Πράγματι», λέει η κυρία Παπαρρούσου, «από το 2008 και ύστερα άρχισε να αναπτύσσεται μια μέθοδος. Αυτό που ενδιέφερε ήταν να βρεθεί ο ευρύτερος κύκλος των γνωριμιών. Όχι για να ελεγχθούν αλλά για μια χαρτογράφηση που αποσκοπούσε στο να υπάρχει η δυνατότητα κάποια στιγμή να μπορούν να αποδοθούν κατηγορίες. Όχι πάντα αλλά κάποια στιγμή. Να ελεγχθεί όλο το πλέγμα των σχέσεων». Ως εκ τούτου, αυτό που μέχρι εκείνο το σημείο ήταν μια «δεξαμενή» μελών ενός χώρου που συλλογικά ενοχοποιούνταν για ορισμένες συμπεριφορές, ανθρώπων δηλαδή που τελούσαν υπό ένα είδος ανεπίσημης αστυνομικής «επιτήρησης», τώρα μεταβάλλεται με πολύ πιο ευθύ τρόπο σε μια «δεξαμενή υπόπτων».
Η «νέα τρομοκρατία»
Η αναβαθμισμένη χρήση της χαρτογράφησης του αναρχικού/αντεξουσιαστικού χώρου και της «δεξαμενής υπόπτων» που συγκροτείται είναι δύσκολο να γίνει κατανοητή αν δεν λάβει κανείς υπόψη του τη λεγόμενη «νέα τρομοκρατία», ένα αστυνομικό, αρχικά, αλλά στη συνέχεια και δικαστικό αφήγημα. Είχαμε την τύχη να ακούσουμε το αφήγημα αυτό από υψηλά ιστάμενη αστυνομική πηγή, η οποία όχι μόνο μας έπεισε ότι η ίδια πιστεύει ακράδαντα στην ακρίβειά του ως περιγραφής ενός φαινομένου, αλλά υποστήριξε και πως η αντιμετώπιση της νεο-τρομοκρατίας είναι που καθιστά τη χαρτογράφηση του αναρχικού/αντεξουσιαστικού χώρου επιβεβλημένη.
Όσο κι αν είναι διαφωτιστικό να ακούς αυτή την προσέγγιση από πεπειραμένα αστυνομικά χείλη, πάντως, πρέπει να τονιστεί ότι δεν είναι καθόλου μυστική: τη συναντά κανείς τόσο σε σχετικά επίσημες πηγές, όπως οι μπροσούρες κατά της «ριζοσπαστικοποίησης» που συντάσσει το ΚΕΜΕΑ (Κέντρο Μελετών Ασφαλείας), όσο και σε ανεπίσημες και ποικίλως διανθισμένες, όπως η αρθρογραφία πανεπιστημιακών στα ΜΜΕ. Η πηγή μας, λοιπόν, κυρίως μας επιβεβαίωσε ότι πράγματι αυτό το αφήγημα αποτελεί κάποιου είδους «οδικό χάρτη» για την αστυνομική πρακτική.
Σύμφωνα με το αφήγημα αυτό, λοιπόν, οι μαθητικές και φοιτητικές κινητοποιήσεις των ετών 2006-2007 αποτέλεσαν τη μήτρα μιας νέας ριζοσπαστικοποίησης σε πολύ νεαρές ηλικίες. Όσοι ριζοσπαστικοποιήθηκαν τότε στερούνταν την ιδεολογική κατάρτιση και την πειθαρχία των παλαιότερων αντεξουσιαστών. Ο Δεκέμβρης του 2008 επιφέρει περαιτέρω ριζοσπαστικοποίηση, η οποία αφήνεται ανεξέλεγκτη λόγω της «δειλίας» του κράτους να αντιμετωπίσει αποτελεσματικά τόσο τους δολοφόνους του Αλέξη Γρηγορόπουλου –αντιθέτως, στέκεται μπροστά στο συμβάν με αμηχανία, που «παρεξηγείται» ως απόπειρα συγκάλυψης– όσο και τις ταραχές, απέναντι στις οποίες στέκει άπραγο. Το νεαρό της ηλικίας και η «ελλιπής» ιδεολογική κατάρτιση είναι που παράγουν τις ιδιαίτερα «καταστροφικές» συμπεριφορές αυτής της γενιάς και την εν γένει ροπή της προς τη βία. Από αυτή τη γενιά προκύπτει, σύμφωνα με το αφήγημα, μια «νέα» τρομοκρατία, η οποία είναι μάλιστα πιο επικίνδυνη από την «παλιά».
Στο πλαίσιο αυτού του αφηγήματος, επιχειρείται διαρκώς μια σύγκριση –την οποία έχουμε επισημάνει και με άλλες ευκαιρίες– ανάμεσα στη «νέα τρομοκρατία», όπως η Ε.Ο. «Συνωμοσία Πυρήνων της Φωτιάς», και στον «Επαναστατικό Λαϊκό Αγώνα» ή την Ε.Ο. «17 Νοέμβρη». Παρατηρούμε πως σε αυτή τη σύγκριση, οι νέες οργανώσεις χρίζονται «χειρότερες» από τις παλιές, βάσει επιχειρημάτων όπως: οι νέες είναι απρόβλεπτες, οι παλιές είχαν κώδικες αξιών• οι νέες είναι ανορθολογικές, οι παλιές είχαν ιδεολογία• οι νέες είναι ύπουλες, οι παλιές είχαν «μπέσα»• οι νέες είναι πολύ πιο βίαιες και επικίνδυνες, οι παλιές ήταν πιο συγκρατημένες• οι νέες επιδιώκουν «μαζικές απώλειες», οι παλιές ήταν πιο στοχευμένες.
Παραδείγματα αυτής της σύγκρισης έχουμε πολλά. Η εφημερίδα Έθνος, λόγου χάρη, περιγράφει το ζήτημα σε ρεπορτάζ της με χαρακτηριστικό τρόπο, ήδη από το 2009: «Μετά το 2002 και την εξάρθρωση της “17 Νοέμβρη” και του “ΕΛΑ”, η εμφάνιση της “νέας” γενιάς τρομοκρατών σχετίζεται με χτυπήματα μικρά και μεγαλύτερα, πάντως εκδικητικά και σπασμωδικά. Η νεοτρομοκρατία εκφράζεται μέσα από οργανώσεις που καμία σχέση δεν έχουν με τις “δεμένες” τρομοκρατικές οργανώσεις του παρελθόντος. Μέσα σε λίγα χρόνια ξεφύτρωσαν διάφορες ονομασίες οργανώσεων (ΕΝΕΔΡΑ, Συνωμοσία Πυρήνων της Φωτιάς, Φράξια Μηδενιστών, Λαϊκή Θέληση κ.ά.), με δράση στην Αθήνα και τη Θεσσαλονίκη κυρίως, με κοινό παρονομαστή τα συνεχή αλλοπρόσαλλα χτυπήματα. Οι νέες ομάδες είναι εμφανές από τα κείμενά τους ότι στερούνται θεωρητικού υπόβαθρου και ιδεολογίας, με αποτέλεσμα να ενεργούν με προσωπικές και “πρόσκαιρες” πρωτοβουλίες, γεγονός που τους καθιστά ανεξέλεγκτους και πιο επικίνδυνους». Με πολύ πιο αρμόδιο τρόπο, ακούμε την ίδια συλλογιστική από τον πρώην διοικητή της Αντιτρομοκρατικής Υπηρεσίας Δημήτρη Χωριανόπουλο, σε τηλεοπτική συνέντευξή του στον Τάσο Τέλλογλου: «Έχουμε μια αλλαγή της ιδεολογίας πράγματι εδώ και δυο-τρία χρόνια, πιθανόν από τον Δεκέμβριο, ίσως πριν τον Δεκέμβριο του 2008, να υπάρχει μια αλλαγή σε σχέση με την ιδεολογία, κυριαρχεί ο μηδενισμός, ότι δεν με ενδιαφέρει τι θα πεις, εγώ θα κάνω αυτό που θέλω να κάνω. Στην παλιά γενιά της τρομοκρατίας αυτό δεν υπήρχε. Η “17 Νοέμβρη” π.χ. την ενδιέφερε το τι λέει η κοινωνία για τις ενέργειές της, την πονούσε όταν είχε θύμα ή τραυματισμό κάποιου ανθρώπου που δεν είχε σχέση με το στόχο τους. Εδώ δεν έχουμε τέτοιες ευαισθησίες, τουλάχιστον αυτή είναι η νέα ιδεολογία». Και σε ακόμη υψηλότερο επίπεδο, στο ίδιο αναλυτικό σχήμα προσχωρεί και ο πιο εμβληματικός υπουργός Δημόσιας Τάξης των τελευταίων χρόνων, ο Μιχάλης Χρυσοχοΐδης, μιλώντας στον ίδιο δημοσιογράφο: «Το να επιτεθείς και να πυροβολήσεις, κύριε Τέλλογλου, ένα λεωφορείο το οποίο μέσα έχει δεκαπέντε, είκοσι ένοπλους σημαίνει ότι είσαι πάρα πολύ τολμηρός, σημαίνει ότι είσαι αποφασισμένος να σκοτώσεις πάρα πολλούς ανθρώπους, ενδεχομένως πια πάμε για μαζικές εξοντώσεις, μια τρομοκρατία δηλαδή που παίρνει πολύ μεγαλύτερες διαστάσεις από τους ατομικούς στόχους που είχαν οι παλαιότερες οργανώσεις και ήταν λιγότερο επικίνδυνες».
Ανορθολογισμοί και εξαρθρώσεις
Στην επισήμανση ότι η λεγόμενη «νέα τρομοκρατία» στην πραγματικότητα μετράει πολύ λιγότερους τραυματισμούς από την παλιά, ενώ οι κυριότερες οργανώσεις δεν βαρύνονται με καμία ανθρωποκτονία, συνεπώς πώς είναι δυνατόν να θεωρείται με αντικειμενικούς όρους «πιο επικίνδυνη», οι απαντήσεις είναι κατά κανόνα δύο:
Η πρώτη απάντηση είναι ότι το «είδος» των χτυπημάτων είναι που κάνει τις νέες οργανώσεις πιο επικίνδυνες λόγω του ότι είναι «ανορθολογικό». Η εξήγηση αυτή συναντάται σε σωρεία δημοσιευμάτων του Τύπου από δημοσιογράφους αλλά και από «ειδικούς» αναλυτές. Η καθηγήτρια Εγκληματολογίας Σοφία Βιδάλη, λόγου χάρη, έχει γράψει σε άρθρο της στο Βήμα: «Σε αυτή την κοινωνία τα φαινόμενα της μαζικής βίας, των καταστροφών, της ακατανόητης για τους πολλούς τρομοκρατικής δράσης και της σύγχυσης μεταξύ τρομοκρατίας και οργανωμένου εγκλήματος τείνουν να γίνουν σταθερή παράμετρος, που όμως θεμελιώνεται και αυτή στο φόβο. Οι τρομοκρατικές επιθέσεις που τα τελευταία χρόνια εκδηλώνονται στην Ελλάδα και που μορφολογικά δεν θυμίζουν τίποτα από “17 Νοέμβρη”, ΕΛΑ και άλλες οργανώσεις του 20ού αιώνα, δύσκολα αποκωδικοποιούνται ως προς τα μηνύματα και τους στόχους τους. Είναι βέβαιο, όμως, ότι προσθέτουν έναν ακόμη φόβο, τον καταλυτικότερο, στον μέσο πολίτη: δηλαδή, το φόβο ότι μπορεί ανά πάσα στιγμή και ο ίδιος να γίνει θύμα, έχει δεν έχει σχέση με κάτι δημόσιο. […] Η δύσκολη σύνδεση των στόχων με τους λόγους θυματοποίησής τους δημιουργεί εντυπώσεις ότι πρόκειται περί στόχων τυχαίων, συγκυριακών, επιλεγμένων με κριτήρια ψυχοσυναισθηματικά φορτισμένα, αθώων, και πάντως επιθέσεων στερουμένων λογικής και κυρίως μηνύματος».
Όσο κι αν αυτή η συλλογιστική έχει προπαγανδιστεί καταιγιστικά από τα ΜΜΕ, πρέπει να ομολογήσουμε ότι η «εγγενής ανορθολογικότητα» είναι μάλλον αόριστη ως μέτρο επικινδυνότητας απέναντι στις ανθρωποκτονίες. Επιπλέον, μαρτυρεί μάλλον θεωρητική φτώχεια να καταφεύγει η ερμηνεία της πολιτικής επιστήμης ή της εγκληματολογίας για σύνθετα πολιτικά φαινόμενα σε συμπεράσματα που, αν βγάλει κανείς τα καλολογικά στοιχεία, συνοψίζονται στη φράση «είναι απλώς παράλογοι».
Η δεύτερη απάντηση, την οποία μας τόνισε η αστυνομική πηγή με την οποία συνομιλήσαμε, είναι ότι ο λόγος που δεν έχουμε μεγαλύτερο αριθμό θυμάτων από τη «νέα τρομοκρατία» σε σχέση με την «παλιά» είναι ότι πάρα πολλές οργανώσεις εξαρθρώθηκαν πολύ γρήγορα, προτού προλάβουν να «χτυπήσουν». Χαρακτηριστικά, μάλιστα, μας είπε: «Μας κατηγόρησαν ότι εξαρθρώναμε no name οργανώσεις. Τι ήθελαν, να περιμένουμε την προκήρυξη;» Κύρια αιτία για τις επιτυχημένες αυτές εξαρθρώσεις, καθώς και για τις συλλήψεις μελών των πιο γνωστών οργανώσεων, όπως ο «Επαναστατικός Αγώνας» και η Ε.Ο. «Συνωμοσία Πυρήνων της Φωτιάς» θεωρεί πως είναι ακριβώς η χαρτογράφηση του αναρχικού/αντεξουσιαστικού χώρου, όπως έχει καταστεί δυνατή τα τελευταία χρόνια.
Φυσικά, εδώ προκύπτουν τα εξής ζητήματα: Πρώτον, για την εξάρθρωση οργανώσεων που δεν είχαν πραγματοποιήσει καμία ενέργεια, έχουμε μόνο τον ισχυρισμό της αστυνομίας και κανένα άλλο στοιχείο. Γι’ αυτό και, δεύτερον, υποχρεούμαστε να εξετάσουμε την «αποτελεσματικότητα» της «χαρτογράφησης» σε σχέση με άλλες οργανώσεις, των οποίων η δράση είναι λίγο ως πολύ γνωστή. Στην περίπτωση του «Επαναστατικού Αγώνα», λόγου χάρη, συναντούμε ανθρώπους που είτε παραδέχτηκαν ότι είναι μέλη του, είτε συνδέθηκαν με αυτόν από τις Αρχές, οι οποίοι βρίσκονταν ανάμεσα στους συλληφθέντες της κατάληψης του Πολυτεχνείου του 1995, δηλαδή της πρώτης «δεξαμενής» που συγκροτήθηκε. Το γεγονός αυτό, όμως, το οποίο δεν παραλείπουν να τονίζουν και διάφοροι πρόθυμοι αστυνομικοί συντάκτες, αποτελεί ένδειξη για το αντίθετο από αυτό που υποστηρίζει η πηγή μας: αν κάποιος είναι γνωστός στην Ασφάλεια από το 1995 και μολαταύτα πραγματοποιεί σειρά ενεργειών επί χρόνια μέχρι να συλληφθεί, με ποια έννοια είναι απαραίτητη η χαρτογράφηση για να εξαρθρωθούν οι οργανώσεις; Έπειτα, ο «Επαναστατικός Αγώνας» κάνει την εμφάνισή του το 2003, τουτέστιν πολύ πιο πριν από την υποτιθέμενη «νέα» ριζοσπαστικοποίηση της νεολαίας το 2006-2007-2008. Δύσκολα, λοιπόν, αποφεύγει κανείς το συμπέρασμα ότι ο λόγος που συγκαταλέγεται στη «νέα τρομοκρατία» είναι ακριβώς επειδή έχουν εντοπιστεί μέλη του στη «δεξαμενή» του 1995 και συνεπώς εξυπηρετεί ως εκ των υστέρων στη νομιμοποίηση της όλης πρακτικής των μαζικών προσαγωγών, έστω κι αν δεν είχαν –με αστυνομικούς όρους– κανένα αποτέλεσμα στην εξάρθρωσή του.
Στην πραγματικότητα, οι μαζικές προσαγωγές και η «δεξαμενή» που προκύπτει από αυτές παραμένουν, από την άποψη της αστυνομικής τους λειτουργίας, αυτό που πάντα ήταν: μια πρακτική επιτήρησης ενός πολιτικού χώρου. Η κομβική δυνατότητα σύνδεσης της «δεξαμενής υπόπτων» με την τρομοκρατία παρέχεται μέσω μιας νομοθετικής –δηλαδή κατεξοχήν πολιτικής– παρέμβασης, της αντιτρομοκρατικής νομοθεσίας.
Μια νομική αοριστία
Η δυνατότητα έμπρακτης αποτύπωσης, στο επίπεδο της δημόσιας δίκης, μιας συνάρθρωσης της πρακτικής των «δεξαμενών υπόπτων» και του αφηγήματος της «νέας τρομοκρατίας», βασίζεται στο νομικό επινόημα της «ένταξης σε τρομοκρατική οργάνωση». Η «ένταξη» σε «εγκληματική οργάνωση», ήτοι οργάνωση που επιδιώκει να διαπράξει αδικήματα, προβλέφθηκε με τον νόμο 2928 του 2001 και σημαίνει ότι κάποιος μπορεί να κηρυχθεί ένοχος άσχετα με το αν διέπραξε και τα εν λόγω αδικήματα. Μ’ άλλα λόγια, ο νόμος αυτός παραβαίνει μια βασικότατη αρχή του Δικαίου, ότι τιμωρεί πράξεις και όχι προθέσεις. Εδώ έχει θεσπιστεί ένας νόμος που, πέραν από τα γνωστά αδικήματα της ηθικής αυτουργίας ή της συνέργειας, ποινικοποιεί την «ένταξη» με τόσο αόριστο τρόπο που αφήνεται στην αυθαίρετη κρίση ενός δικαστηρίου να αποφασίσει αν κάποιος είναι «ενταγμένος» και να τον τιμωρήσει με βαρύτατη ποινή κάθειρξης, έστω κι αν δεν έχει διαπράξει κανένα συγκεκριμένο αδίκημα. Όπως είχε επισημανθεί κατά την περίοδο της συζήτησης του νόμου από τους πλέον έγκριτους νομικούς, ένα τέτοιο μέτρο έδινε τη δυνατότητα πρώτα στις διωκτικές αρχές και εν συνεχεία στα δικαστήρια να στοχοποιήσουν και να καταδικάσουν λίγο πολύ όποιον ήθελαν.
Ακολούθως, ο νόμος 3251 του 2004, που τροποποίησε αυτόν του 2001, εξειδίκευσε την ιδέα της «εγκληματικής οργάνωσης» σε «τρομοκρατική οργάνωση», με το ίδιο κατά τα άλλα σκεπτικό: αρκεί η «ένταξη», έστω κι αν ο συγκεκριμένος κατηγορούμενος δεν έχει τελέσει κανένα απολύτως συγκεκριμένο αδίκημα, ώστε να τιμωρηθεί ως και με κάθειρξη 10 ετών.
Αξίζει να υπενθυμίσουμε εδώ ότι το βασικό πρόβλημα των ομαδικών δικών της κατάληψης του Πολυτεχνείου του 1995 ήταν ακριβώς η αδυναμία των Αρχών να συνδέσουν συγκεκριμένους κατηγορούμενους με συγκεκριμένα αδικήματα. Η αντιτρομοκρατική νομοθεσία ξεπερνάει αυτόν τον σκόπελο. Τώρα, η σχέση που αποτυπώνεται στο πλαίσιο της χαρτογράφησης εντός της δεξαμενής υπόπτων προσλαμβάνει αυτοτελή ποινικό χαρακτήρα• αν λόγου χάρη κατηγορούμενος για ένα αδίκημα, πρώτον, ανήκει στον εν λόγω πολιτικό χώρο, όπως έχει καταγραφεί στη δεξαμενή, και, δεύτερον, έχει σχέση οποιουδήποτε είδους με άτομο που κατηγορείται για «ένταξη», τότε αυτομάτως κατηγορείται και αυτός για «ένταξη», δίχως ανάγκη άλλων στοιχείων. Όπως μας λέει η κυρία Παπαρρούσου, «με βάση το νομοθετικό πλαίσιο μπορεί πλέον να αποδοθεί κατηγορία που δεν έχει σχέση με συγκεκριμένη πράξη. Αν ήξερες έναν που έχει κατηγορηθεί για τρομοκρατική οργάνωση, σε κατέγραφαν κι εσένα, έμπαινες στο στόχαστρο. Έτσι κι έγινε. Η διεύρυνση ήταν τεράστια». Οι τρομονόμοι λειτουργούν εδώ, λοιπόν, ως το συγκολλητικό εκείνο υλικό που αναβαθμίζει τις πολιτικές –αλλά και τις φιλικές ή τις ερωτικές!– σχέσεις σε ποινικές.
Φίλοι και εραστές
Αρκεί να σκεφτεί κανείς ως παράδειγμα την υπόθεση της Ηριάνας Β. Λ., που πρόσφατα πήρε αρκετά μεγάλη δημοσιότητα. Τα μόνα στοιχεία εναντίον της ήταν ένα μερικό δείγμα γενετικού υλικού που βρέθηκε πάνω σε γεμιστήρα όπλου, ο οποίος ανακαλύφθηκε σε άλλο χρόνο• και η ερωτική της σχέση με κάποιον εναντίον του οποίου ασκήθηκε δίωξη για ένταξη σε τρομοκρατική οργάνωση. Το δείγμα γενετικού υλικού θεωρείται μη επαρκές αποδεικτικό μέσο. Όταν μάλιστα ζητήθηκε από την υπεράσπιση να το εξετάσει ανεξάρτητος εμπειρογνώμονας, οι Αρχές απάντησαν ότι το δείγμα «εξαντλήθηκε» στην εξέταση που ήδη έγινε και πως δεν υπήρχε άλλο. Κανένα άλλο στοιχείο δεν παρουσιάστηκε, εντούτοις, λόγω της σχέσης της με κατηγορούμενο για ένταξη σε τρομοκρατική οργάνωση, η Ηριάνα Β. Λ. καταδικάστηκε σε δεκατρία χρόνια κάθειρξη. Το ακόμη πιο εξωφρενικό είναι ότι ο κατηγορούμενος φίλος της αθωώθηκε! Η καταδίκη λοιπόν δεν προήλθε καν από τη σχέση της με καταδικασμένο ως τρομοκράτη, αλλά με κάποιον που κατηγορήθηκε ως τέτοιος.
Πανομοιότυπη σχεδόν είναι η υπόθεση του Τάσου Θεοφίλου. Ο Τάσος Θεοφίλου κατηγορήθηκε για ανθρωποκτονία και ληστεία, η οποία υποστηρίζεται από τις Αρχές ότι είχε πολιτικά χαρακτηριστικά, δίχως να υπάρχει κανένα στοιχείο που να το τεκμηριώνει. Κατηγορήθηκε επίσης για ένταξη στην Ε.Ο. «Συνωμοσία Πυρήνων της Φωτιάς». Ως προς την ανθρωποκτονία και τη ληστεία, το μοναδικό στοιχείο είναι και πάλι ένα προβληματικό δείγμα γενετικού υλικού σε ένα καπέλο, το οποίο είχε εντοπιστεί εκ των υστέρων, δεν περιλήφθηκε στην επιτόπου φωτογράφιση των πειστηρίων και δεν εγγράφηκε στην έκθεση κατάσχεσης. Η Αντιτρομοκρατική Υπηρεσία υποστηρίζει ότι έφτασε στα ίχνη του Θεοφίλου χάρη σε ένα ανώνυμο τηλεφώνημα, το οποίο ωστόσο δεν μπορούσε να διερευνήσει διότι δεν διαθέτει αναγνώριση κλήσεων! Ως προς την κατηγορία για «ένταξη», τα μόνα στοιχεία είναι το ανώνυμο τηλεφώνημα και το γεγονός ότι ο Θεοφίλου είχε φιλικές σχέσεις με κάποια πρόσωπα που έχουν κατηγορηθεί για το ίδιο αδίκημα, κάποια από τα οποία έχουν στο μεταξύ αθωωθεί. Ο Τάσος Θεοφίλου καταδικάστηκε το 2014, σε πρώτο βαθμό, σε 25 χρόνια κάθειρξη για απλή συνέργεια σε ανθρωποκτονία και για ληστεία, ενώ είχε απαλλαγεί από την κατηγορία της «ένταξης». Στη δίκη του σε δεύτερο βαθμό, όμως, συνεκδικάζονται η έφεση του κατηγορουμένου αλλά και η έφεση της εισαγγελίας υπέρ του νόμου, πράγμα που σημαίνει ότι ξαναδικάζεται για όλες τις κατηγορίες.
Η πιο στενή συνέπεια της τήρησης «δεξαμενών υπόπτων» σε συνδυασμό με τη χρήση της αντιτρομοκρατικής νομοθεσίας είναι η τεχνητή μεγέθυνση του φαινομένου της «τρομοκρατίας», από την πραγματική του διάσταση που αφορά ολιγομελείς ομάδες, σε ένα πλήθος μελών ενός πολιτικού χώρου αλλά και στις κοινωνικές, φιλικές, συγγενικές και ερωτικές τους σχέσεις. Αυτή η μεγέθυνση παράγει, εκτός από την κατάφωρη αδικία της αστυνομικής και δικαστικής ομηρίας πάρα πολλών ανθρώπων, τερατώδεις στρεβλώσεις της Δικαιοσύνης, τις οποίες υφίστανται τέσσερις κύκλοι «ενόχων»: κατά πρώτον, οι εμπλεκόμενοι με κάποιο μείζον αδίκημα, που υφίστανται εξοντωτικές ποινές και διακρίσεις, κατά παράβαση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων τους• κατά δεύτερον, οι εμπλεκόμενοι με κάποιο έλασσον αδίκημα, περιφερειακό ως προς τα μείζονα, που υφίστανται και αυτοί εξοντωτική αντιμετώπιση βάσει των τρομονόμων• κατά τρίτον, όσοι έχουν πολιτική, φιλική ή άλλου είδους σχέση με τους δύο προηγούμενους, η οποία ποινικοποιείται αυτοτελώς βάσει των τρομονόμων• και τέλος, τα θύματα σκευωρίας, μια και η διαθεσιμότητα που παρέχουν οι δεξαμενές υπόπτων δημιουργεί τη δυνατότητα της «επιλογής», σε κάποιες περιπτώσεις κρίσιμες για τη δημοσιότητα, του κατάλληλου «ενόχου».
«Μαζέψτε τους συνήθεις υπόπτους!»
Ως προς αυτό το τελευταίο, ας μιλήσουμε λίγο για τη Marfin. «Εκείνη την ημέρα», μας λέει η Βούλα Γιαννακοπούλου, που είχε αναλάβει την υπεράσπιση του κατηγορούμενου για τον εμπρησμό μαζί με τον Δημήτρη Κατσαρή, «είχαν γίνει μαζικές προσαγωγές. Το καθοριστικό ήταν ότι ο κατηγορούμενος είχε προσαχθεί εκείνη την ημέρα από τα Εξάρχεια. Εκεί ξεπεράστηκε κάθε μέτρο, γιατί προέκυψαν στοιχεία από παράνομες παρακολουθήσεις. Ο κατηγορούμενος όταν προσήχθη είχε ένα κινητό, η αστυνομία όμως έκανε άρση απορρήτου στο παλιότερο τηλέφωνό του, που δεν χρησιμοποιούσε πια».
Μ’ άλλα λόγια, η αστυνομία βρέθηκε στη δύσκολη θέση –την οποία απέδωσε, όχι πολύ πειστικά, σε γραφειοκρατικό λάθος– να εμφανίζεται να γνωρίζει ένα κινητό που ο κατηγορούμενος δεν χρησιμοποιούσε πια όταν τον συνέλαβε, έναν χρόνο μετά τον εμπρησμό. Πρόκειται για μια σπάνια στιγμή, όπου αυτό που συνήθως συνάγεται μόνο από ενδείξεις –όπως ένα σαθρό κατηγορητήριο που βασίζεται σε φιλικές σχέσεις ενός κατηγορουμένου μ’ έναν άλλο– προκύπτει από ένα «σκληρό στοιχείο»: ο κατηγορούμενος για τη Marfin είναι αναρχικός και ως τέτοιος βρισκόταν στη «δεξαμενή υπόπτων» της αστυνομίας, γεγονός που εξηγεί και γιατί το καταργημένο του τηλέφωνο της ήταν γνωστό. Ευτυχώς, ο κατηγορούμενος αυτός αθωώθηκε.
Αστυνομία, δικαστές, ΜΜΕ, πολιτικοί
Είναι προφανές ότι η αστυνομία –και κυρίως οι δύο υπηρεσίες της που πρωτοστατούν στις πρακτικές που περιγράφουμε, η Κρατική Ασφάλεια και η Αντιτρομοκρατική Υπηρεσία– δεν συντηρεί μόνη της ένα τέτοιας έκτασης εγχείρημα. Οι συμμετοχές τριών τουλάχιστον παραγόντων ακόμη είναι απαραίτητες: πρώτον, των ανακριτικών και δικαστικών αρχών, που αναλαμβάνουν, με τη βοήθεια των πολύ βολικών και τελείως αόριστων διατάξεων του αντιτρομοκρατικού νόμου, αλλά και κάποιες φορές δίχως αυτούς, να αποφύγουν όλους τους σκοπέλους «δημοκρατικών εγγυήσεων» που βρίσκονται στην πορεία. Φυσικά, ένα εύλογο ερώτημα που προκύπτει είναι γιατί οι δικαστικές αρχές να δέχονται αυτή την εξόφθαλμη στρέβλωση της Δικαιοσύνης. Οι απαντήσεις είναι τρεις: αρχικά, για ιδεολογικούς λόγους – πολλοί δικαστές πιστεύουν ότι μάχονται έτσι τους εχθρούς του κράτους, όπως προκύπτει από την προθυμία με την οποία εξετάζουν τους κατηγορούμενους σχετικά με τα πολιτικά τους φρονήματα• έπειτα, για συντεχνιακούς λόγους – δεν είθισται να αντιστρατεύονται οι μεν εισαγγελείς την αστυνομία, οι δε δικαστές τους εισαγγελείς• τέλος, για λόγους προσωπικής ανέλιξης – ουδείς διακινδυνεύει την προαγωγή του εμφανιζόμενος ως «υπερασπιστής της τρομοκρατίας». Δίχως να αποκλείεται το ενδεχόμενο να πρόκειται για σύμπτωση, η πρόεδρος του δικαστηρίου που καταδίκασε την Ηριάνα Β. Λ. προήχθη σε πρόεδρο Εφετών λίγες μέρες μετά την απόφαση.
Δεύτερος παράγοντας, τα ΜΜΕ, με «ανθρώπους ειδικών αποστολών» τους αστυνομικούς και δικαστικούς συντάκτες, τα οποία στήνουν κάθε φορά την εικονογραφία των συλλήψεων, δημοσιεύουν ανέλεγκτα και δίχως ρεπορτάζ κάθε διαρροή της αστυνομίας, και συντηρούν στη δημοσιότητα την εξαντλητική συζήτηση περί «τρομοκρατικής απειλής», πέρα από κάθε πραγματολογικό δεδομένο. Χαρακτηριστικό παράδειγμα κι εδώ, η υπόθεση της Marfin και η εφημερίδα Real News, στην οποία διαρρέεται το βούλευμα του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών. Το δημοσιεύει στο πρωτοσέλιδό της με τίτλο «Αυτοί έκαψαν τη Marfin», καταστρατηγώντας κάθε έννοια τεκμηρίου αθωότητας, δικαιώματος σε δίκαιη δίκη και προστασίας της προσωπικότητας. Μέσω της αναπαραγωγής του δημοσιεύματος, οι δύο κατηγορούμενοι, ένας για τον εμπρησμό της Marfin κι ένας γι’ αυτόν του «Ιανού», διαπομπεύονται στο πανελλήνιο. Αλλά το δημοσίευμα κάνει και κάτι ακόμη χειρότερο: αναφέρει δίχως καμία επιφύλαξη, και μάλιστα σε τονισμένο χωριστό πλαίσιο υπό τον τίτλο «“Σκληροί” αντιεξουσιαστές με δεκάδες προσαγωγές», ότι «μέλη του πλέον σκληρού πυρήνα των αντιεξουσιαστών είναι και οι δύο κατηγορούμενοι. Έχουν προσαχθεί δεκάδες φορές στην Κρατική Ασφάλεια κατά τη διάρκεια επεισοδίων μεταξύ “μπαχαλάκηδων” και δυνάμεων των ΜΑΤ στο κέντρο της Αθήνας, ως ύποπτοι για εκτόξευση βομβών μολότωφ και άλλων αντικειμένων εναντίον αστυνομικών. Κατά τη διάρκεια του δεύτερου κύκλου ερευνών σχετικά με τη δράση της οργάνωσης Συνωμοσία Πυρήνων της Φωτιάς, τα ονόματά τους κατεγράφησαν σε πληροφοριακό σημείωμα της Αντιτρομοκρατικής γιατί είχαν στενές σχέσεις με τρεις από τους μετέπειτα προφυλακισμένους για συμμετοχή στην οργάνωση αυτή, όμως ποτέ δεν προέκυψε κανένα στοιχείο ότι οι κατηγορούμενοι για τον εμπρησμό της Marfin είχαν σχέση με τους Πυρήνες της Φωτιάς». Χαρακτηριστικό δείγμα χρήσης των ΜΜΕ από την αστυνομία και τις δικαστικές αρχές προκειμένου να επηρεάσουν μια εν εξελίξει δικαστική υπόθεση, είναι προφανές ότι το απόσπασμα αυτό στοχεύει απλώς να παραθέσει τα ονόματα των κατηγορουμένων για τη Marfin δίπλα στη φράση «Πυρήνες της Φωτιάς». Καμία τέτοια σύνδεση δεν σημειώνεται στην πραγματικότητα.
Τρίτος παράγοντας, μια μεγάλη μερίδα του πολιτικού προσωπικού που είτε δίνει ενεργητική κάλυψη σ’ αυτό το εγχείρημα –ως υπουργοί, λόγου χάρη–, και πιστώνεται τις «επιτυχίες» της αστυνομίας, είτε νομιμοποιεί τον λόγο περί «τρομοκρατικής απειλής» εντάσσοντάς τον στον πυρήνα του πολιτικού ανταγωνισμού. Εμβληματικό παράδειγμα εδώ ο Νίκος Δένδιας, ο οποίος ως αρμόδιος υπουργός είχε καταφερθεί σε συνέντευξή του κατά της απόφασης να αφεθούν ελεύθεροι με περιοριστικούς όρους κατηγορούμενοι για υποθέσεις «τρομοκρατίας». Τα ονόματα των κατηγορούμενων δημοσιοποιήθηκαν λίγο μετά, όταν σε non-paper του το Yπουργείο Προστασίας του Πολίτη κυκλοφορούσε στα ΜΜΕ μια πλήρη λίστα με τα πρόσωπα που είχαν κατηγορηθεί για συμμετοχή στην Ε.Ο. «Συνωμοσία Πυρήνων της Φωτιάς», συμπεριλαμβάνοντας και περιπτώσεις που είχαν αθωωθεί ή για τις οποίες εκκρεμούσε η δικαστική απόφαση.
Ένα πειθαρχικό εγχείρημα
Ίσως, τέλος, η εξής σημείωση είναι απαραίτητη: Το φαινόμενο των «δεξαμενών υπόπτων» είναι συστημικό. Αυτό σημαίνει ότι δεν υπάρχει λόγος να φαντάζεται κανείς έναν κεντρικό σχεδιασμό. Τουναντίον, πρόκειται για μια σωρεία συγγενών αλλά ασύνδετων επιμέρους κινήτρων που εν τοις πράγμασι λειτουργούν σωρευτικά και συνεργατικά, παράγοντας ένα αντικειμενικό αποτέλεσμα: μέρος της αστυνομίας πιστεύει ότι το καθήκον της είναι να επιτηρεί• μέρος των δικαστών πιστεύει ότι πολεμά τους εχθρούς του κράτους• μέρος των ΜΜΕ κυνηγά την εντυπωσιακή είδηση• μέρος του πολιτικού προσωπικού πιστεύει ότι μάχεται την τρομοκρατία. Όλα αυτά μαζί, όμως, παράγουν μια αντικειμενική πραγματικότητα που ξαναζωντανεύει τις πρακτικές του φακελώματος και των φρονηματικών διώξεων. Και δεν κάνει μόνο αυτό…
Η ευρύτερη συνέπεια της πρακτικής των «δεξαμενών υπόπτων» είναι να τροφοδοτεί μια παροξυσμική δημοσιότητα, η οποία κατασκευάζει την αίσθηση μιας απειλής που εκτείνεται από αυτές καθαυτές τις ενέργειες ένοπλων ομάδων, ως τις διαδηλώσεις και τις απεργίες, τα πανεπιστήμια, τις καταλήψεις όλων των ειδών, ακόμη και αυτές της στέγασης προσφύγων, τα Εξάρχεια, και εντέλει ως τη διαφωνία με συγκεκριμένες πολιτικές: ας μην ξεχνάμε ότι πολύ πρόσφατα, όσοι δεν δήλωσαν την προσήκουσα συντριβή για την επίθεση εναντίον του πρώην πρωθυπουργού Λουκά Παπαδήμου, αλλά και αρνήθηκαν να αποδεχτούν πως η πρωθυπουργία του ήταν ευεργετική για τη χώρα, χαρακτηρίστηκαν «ηθικοί αυτουργοί σε τρομοκρατική επίθεση». Και μόνο αυτό θα έπρεπε να αρκεί για να γίνει κατανοητό πως εδώ η ομηρία του αναρχικού/αντεξουσιαστικού χώρου, η συγκρότηση της «δεξαμενής υπόπτων» και η αέναη αναπαραγωγή του αφηγήματος της «νέας τρομοκρατίας» αποτελούν τη βάση ενός τεράστιου εγχειρήματος χειραγώγησης που οικοδομεί την πειθάρχηση όλου του κοινωνικού σώματος. Η κυνική «χρήση» του αναρχικού χώρου είναι ζωτική: βασίζεται στην υποτίμηση του πολίτη που μοιράζεται την απέχθεια του «νόμου» για τον «αναρχικό», καθιστώντας έτσι βέβαιο πως δεν θα καταλάβει ποτέ ότι απώτερος στόχος του εγχειρήματος δεν είναι ο αναρχικός αλλά ο ίδιος.