Ο Τσίπρας γράφει Ιστορία
Ανασχηματισμός μέσα στον Αύγουστο. Ο πρώην πρόεδρος της Κομισιόν και νυν μη εκτελεστικός πρόεδρος της Goldman Sachs Μανουέλ Μπαρόζο αναλαμβάνει το Υπουργείο Οικονομικών.
Όχι, βέβαια, δεν αναλαμβάνει ο Μπαρόζο το Υπουργείο Οικονομικών. Και, φυσικά, κανένας δεν θα πίστευε κάτι τέτοιο – ακόμη και μέσα στις φημολογίες για επικείμενο ανασχηματισμό πριν από τη Διεθνή Έκθεση Θεσσαλονίκης. Είναι ολοφάνερο ότι πρόκειται για ψευδή είδηση που θα μπορούσε να προέρχεται από σατιρική ιστοσελίδα, κάποιους που λόγου χάρη θα ασκούσαν σατιρική κριτική στην κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ για τις μνημονιακές πολιτικές της.
Κανένας δεν θα το πίστευε; Ίσως. Πάντως ορισμένοι, είτε το πίστευαν είτε όχι, σίγουρα θα το αναδημοσίευαν. Και όχι μόνο αμφιβόλου κύρους ιστοσελίδες που αναπαράγουν hoax με τον σωρό, αλλά και έγκριτα συστημικά ΜΜΕ, δημοφιλή ταμπλόιντ, πολιτικές ιστοσελίδες, επιδραστικά free press.
Τουλάχιστον αυτοί έσπευσαν να αναπαραγάγουν, προ ημερών, το δημοσίευμα της σατιρικής ιστοσελίδας «Το Βατράχι», σύμφωνα με το οποίο το Υπουργείο Διοικητικής Μεταρρύθμισης της Όλγας Γεροβασίλη έχει θεσπίσει «επίδομα σφραγίδας» για τους δημοσίους υπαλλήλους. Η αρχή έγινε από τον πάλαι ποτέ έγκυρο «Βηματοδότη», τη στήλη παραπολιτικών της εφημερίδας Το Βήμα. Ο συντάκτης εκεί πραγματικά το διασκέδασε. Την είδηση αυτή τη δημοσίευσε ως πρωτογενή. Ναι, στο Βήμα. Ακολούθησαν κι άλλοι. Το Πρώτο Θέμα – η πρώτη σε κυκλοφορία εφημερίδα της χώρας. Ο Ελεύθερος Τύπος. Η ιστοσελίδα iefimerida. Η Athens Voice.
Λάθη πάντα γίνονται στον Τύπο. Να τυπωθεί, ας πούμε, η ίδια σελίδα δύο φορές. Να φύγει ανορθόγραφος ένας τίτλος. Να γράφει το ιστορικό ένθετο ότι η Μάχη του Μαραθώνα έγινε «μ. Χ.». Να ξεφύγει λεζάντα κάτω από φωτογραφία του Κώστα Σημίτη, ότι αυτός είναι «ο κινέζος πρωθυπουργός». Και γκάφες γίνονταν. Πόσα και πόσα κείμενα δεν έχουν γραφτεί για γεγονότα που λίγο πολύ γνώριζαν οι συντάκτες πώς θα εξελιχθούν και από την πίεση του κλεισίματος του φύλλου είχαν υποβληθεί νωρίτερα, μόνο και μόνο για να σπάσει ο διάολος το ποδάρι του και να γίνει κάτι τελείως διαφορετικό; Αρχηγοί κρατών που τελικά δεν επισκέφτηκαν την Ελλάδα, άνθρωποι που εντέλει δεν πέθαναν…
Εδώ, όμως, μιλάμε για κάτι άλλο. Δεν πρόκειται για μια σημείωση αρχισυντάκτη που έλεγε «ρώτα τον μαλάκα τι εννοεί», που την είδαμε τυπωμένη στο φύλλο της επόμενης μέρας. Ούτε πρόκειται για ένα κείμενο που λόγω πίεσης τυπώθηκε και η επικαιρότητα το ξεμπρόστιασε, κάνοντας τις προκάτ κοινοτοπίες του να φαίνονται ολοδιάφανα γελοίες. Αυτά είναι λάθη. Αυτά είναι γκάφες. Όλα τα ΜΜΕ έχουν τέτοιες ιστορίες. Όχι, εδώ δεν πρόκειται για κάτι τέτοιο. Εδώ κανένας δεν χρειάζεται να δημοσιεύσει μια τέτοια είδηση προτού την ελέγξει στοιχειωδώς. Κανένας δεν χρειάζεται να το αναπαραγάγει μόνο και μόνο επειδή το είδε αλλού. Ούτε ο πρώτος που το έκλεψε, ούτε οι επόμενοι που το τσίμπησαν από αυτόν. Εδώ δεν κινδύνευες να μην έχεις το θέμα της ημέρας επειδή ο Ερντογάν θα προσγειωνόταν την ώρα που εσύ έπρεπε να τυπωθείς. Εδώ δεν πήρες ένα ρίσκο που δεν σου βγήκε και ρεζιλεύτηκες. Αυτό μπορεί να είναι κακό να γίνεται –και πολύ πολύ αξιογέλαστο όταν γίνεται–, όμως μπορεί να συμβεί στη δημοσιογραφία, είναι μέρος μιας σίγουρα όχι απαστράπτουσας, αλλά πάντως αποδεκτής πλευράς του «παιχνιδιού». Εδώ δεν είχες λόγο να το κάνεις. Λόγο δημοσιογραφικό, τουλάχιστον.
Είδα να υποστηρίζεται πως τέτοια φαινόμενα οφείλονται στις τραγικές εργασιακές συνθήκες, όπου όσοι δουλεύουν βάρδια στο Διαδίκτυο πιέζονται αφόρητα να αναρτούν ειδήσεις με μεγάλη ταχύτητα και πρακτικά δεν προλαβαίνουν να ελέγξουν τίποτα. Οι συνθήκες είναι όντως τραγικές. Και η πίεση για ταχύτητα υπαρκτή – τα αποτελέσματά της τα βλέπουμε άλλωστε στην ειδησεογραφική ποιότητα του clopy-paste που κοσμεί το ελληνικό –και όχι μόνο– Διαδίκτυο. Όμως δεν πείθομαι ότι αυτοί είναι οι λόγοι που εξηγούν το συγκεκριμένο περιστατικό.
Διότι το περιστατικό με το «επίδομα σφραγίδας της Γεροβασίλη» απλώς αναδεικνύει μια συνολική πρακτική, που εδώ προκύπτει αυτονόητα καταδικαστέα επειδή ένας χαρωπός προπαγανδιστής έτυχε να κλέψει το λάθος σάιτ. Στην πραγματικότητα, το κίνητρο είναι να ειπωθεί κάτι που πάση θυσία να πλήττει την κυβέρνηση. Ό,τι κι αν είναι, όσο γελοίο κι αν ακουστεί. Όχι μόνο τα τάμπλοιντ ή οι αμφιλεγόμενες ιστοσελίδες, αλλά και τα πάλαι ποτέ έγκυρα ΜΜΕ καταδέχονται πλέον να αναπαράγουν κάθε λογής ανοησία προκειμένου να πλήξουν αυτούς που το 2015 τόλμησαν να σφηνωθούν μέσα στο ιδιόκτητό τους πολιτικό σύστημα. Και το χειρότερο είναι ότι αυτή η εκστρατεία των ΜΜΕ συχνά εμφανίζεται σε κάποιου είδους συντονισμό με την αξιωματική αντιπολίτευση. Όχι, δεν αναφέρομαι στη γνωστή και ενοχλητική συνήθεια των οπαδών του ΣΥΡΙΖΑ να αντιμετωπίζουν όποιον του κάνει κριτική ως φερέφωνο της ΝΔ. Αναφέρομαι στον απολύτως υπαρκτό συντονισμό μεταξύ ΝΔ και αντιπολιτευόμενου Τύπου όχι σε επίπεδο πολιτικής γραμμής, αλλά σε επίπεδο αναπαραγωγής των ίδιων προσβλητικών για τη νοημοσύνη «θεμάτων» στη δημοσιότητα. Άλλες φορές πρόκειται για ήσσονος σημασίας θέματα, σαν τις σφραγίδες της Γεροβασίλη, ή την «ανορθόγραφη» «Οδύσεια» που χάρισε ο Τσίπρας στο ταξίδι του, ή τα φωνήεντα που θα καταργούσε ο Φίλης, ή την Ηριάννα που είναι ανιψιά του υφυπουργού Αθλητισμού. Κι άλλα είναι μείζονος σημασίας που δίνουν τον τόνο στη δημόσια συζήτηση, όπως αυτή η καταπληκτική καθημερινή δημοσιογραφία, σύμφωνα με την οποία ο ΣΥΡΙΖΑ είναι σταλινικός, ο Τσίπρας είναι ο Μαδούρο και η Ελλάδα είναι Βενεζουέλα. Δεν είναι από το «Βατράχι» αυτά, αλλά θα μπορούσαν να είναι. Διότι ο ΣΥΡΙΖΑ έχει τόση σχέση με τον σταλινισμό, ο Τσίπρας τόση σχέση με τον Μαδούρο και η Ελλάδα τόση σχέση με τη Βενεζουέλα όση το επίδομα της Γεροβασίλη με την αλήθεια.
Οι λόγοι λοιπόν γι’ αυτού του είδους τη δημοσιογραφία δεν είναι οι τραγικές εργασιακές συνθήκες στον Τύπο. Οι λόγοι είναι πολιτικοί. Είναι λόγοι προπαγάνδας. Η κυνική απόφαση να κάνει πλέον αντικυβερνητική προπαγάνδα με κάθε λέξη και κάθε κόστος είναι που κρύβεται πίσω από το ρεζιλίκι του Βηματοδότη και των ακολούθων του. Και για όποιον τυχόν μπερδεύει τη «γραμμή» με την προπαγάνδα, ας τα ξεκαθαρίσουμε: «Γραμμή» είναι να τονίζει μια εφημερίδα τις θετικές αποτιμήσεις για το ομόλογο. «Γραμμή» είναι να προβάλλει τις δηλώσεις Αχτσιόγλου για τις νέες θέσεις εργασίας. «Γραμμή» είναι να υπερθεματίζει για το πρωτογενές πλεόνασμα. Δεν είναι γραμμή να λες τον Τσίπρα Μαδούρο και την Ελλάδα Βενεζουέλα. Είναι fake news.
Αλλά, βέβαια, το ξέρουν. Λίγο μετά την αποκάλυψη ότι τα μεγάλα ΜΜΕ της χώρας δημοσίευαν περιεχόμενο σατιρικής ιστοσελίδας ως αληθινό, ο αρθρογράφος της Καθημερινής Πάσχος Μανδραβέλης έγραψε στο Twitter: «Γιατί τόσος χαμός; Δεν τους έχετε ικανούς να δώσουν και επίδομα σφραγίδας;» Το δελτίο ειδήσεων του ΣΚΑΪ το πήγε ακόμη παραπέρα: ο άνκορμαν Σπύρος Μάλλης δήλωσε ότι το ψευδές δημοσίευμα είναι «ενδεικτικό του πώς δουλεύει το Δημόσιο», «ο κόσμος το πιστεύει γιατί το έχει ζήσει» και ότι ο ίδιος το αναφέρει διότι «είναι ψέματα, αλλά να το πούμε». Και ο Άρης Πορτοσάλτε υπερθεμάτισε: «Από αυτή την κυβέρνηση περιμένεις τα πάντα».
Έτσι, λοιπόν, δεν έχει σημασία αν μια είδηση είναι τελείως μα τελείως ψευδής. Σύμφωνα με τα σύγχρονα ήθη της ελληνικής δημοσιογραφίας, «είναι ψέματα αλλά να το πούμε». Αν για μια τέτοια είδηση, που η διάψευσή της υπάρχει φαρδιά πλατιά στην ιστοσελίδα που την επινόησε («Το Βατράχι – Ποιοτική παραπληροφόρηση από το 1867»), η έγκυρη δημοσιογραφία των μεγάλων ΜΜΕ κρίνει ότι δεν υπάρχει πρόβλημα να διαδίδεται, επειδή «από αυτή την κυβέρνηση περιμένεις τα πάντα», τότε τι να περιμένει κανείς σε σχέση με τις «Σοβιετίες», τους «Τσάβεζ» και τον «σταλινικό έλεγχο της Δικαιοσύνης» που ακούμε όλη μέρα;
Τα μεγάλα ΜΜΕ πάντοτε ασκούσαν πολιτική πίεση, εξυπηρετούσαν συμφέροντα, είχαν «αγαπημένα» και «λιγότερο αγαπημένα» πολιτικά πρόσωπα. «Ανεξάρτητα» δεν ήταν – ποτέ και πουθενά. Αλλά δεν ήταν έτσι. Διατηρούσαν μια αίσθηση ότι πέρα από όλες τις ισορροπίες ή τις πιέσεις, οι σελίδες γέμιζαν με κείμενα που έπρεπε να βγάζουν ένα νόημα. Ότι αυτό το νόημα ήταν το καθαυτό προϊόν τους, αυτό που ενδιέφερε τον αναγνώστη. Ότι ήταν, αν μη τι άλλο, άλλη υπόθεση το «παιχνίδι» του εκδότη, το οποίο απευθυνόταν σε στενούς κύκλους επιρροής, κι άλλοι οι λόγοι που ο κόσμος θα αγόραζε μια εφημερίδα στο περίπτερο.
Ο πανικός της κρίσης και της κατάρρευσης του πολιτικού συστήματος έκανε τις εφημερίδες να πάθουν ένα είδος μανίας: υπέταξαν κάθε σελίδα τους, κάθε λέξη τους στην υποστήριξη του πολιτικού συστήματος απέναντι στην απειλή αμφισβήτησής του. Και με την έλευση του ΣΥΡΙΖΑ στην κυβέρνηση το φαινόμενο εντάθηκε ακόμη περισσότερο. Τώρα παίρνεις τις πάλαι ποτέ «δημοκρατικές εφημερίδες» και νιώθεις ότι βρίσκεσαι σε άσυλο ανιάτων όπου όλοι νομίζουν πως είναι ο Ουίνστον Τσόρτσιλ, κάθονται γύρω-γύρω και μουρμουράνε, με λίγο ξεραμένο σάλιο στην άκρη του στόματος: «Ένα Σιδηρούν Παραπέτασμα έχει κατέλθει στην Ελλάδα…»
Υπάρχουν πάμπολλοι λόγοι να ασκήσει κανείς κριτική στην κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ και των ΑΝΕΛ και πολλά υπαρκτά μελανά σημεία της πορείας της μπορεί να αποκαλύψει. Αλλά το να εκτοξεύεις καθημερινά ανείπωτες ανοησίες εν γνώσει σου, με μόνο, ολόστενο κι ασφυκτικό στόχο να πλήξεις την κυβέρνηση και να ευνοήσεις την αξιωματική αντιπολίτευση δεν είναι δημοσιογραφία με κανέναν αποδεκτό ορισμό. Δεν είναι τίποτε άλλο από κατάντια. Που πρέπει να σταματήσει.