Ο θίασος της Κεντροαριστεράς
Χωρίς σαφές πρόγραμμα, με αμηχανία ως προς τις συμμαχίες, με μεγάλες απώλειες ως προς την εκλογική απήχηση, η ελληνική Κεντροαριστερά προσπαθεί ακόμη να προσαρμοστεί στο γεγονός ότι δεν πρωταγωνιστεί στις πολιτικές εξελίξεις. Σε αυτό το πλαίσιο, αναζητά ηγετική προσωπικότητα, χωρίς να μπορεί να προσφέρει πολιτικές απαντήσεις.
Ο Απόστολος Πόντας έχει μια παράξενη αντίληψη για την πολιτική επικοινωνία. Για παράδειγμα, θεωρεί ότι ο πιο αποτελεσματικός τρόπος να απευθυνθεί στους ψηφοφόρους-εκλέκτορες για την/τον πρόεδρο της Κεντροαριστεράς είναι να αντιγράψει, λέξη προς λέξη, ένα «προεκλογικό σποτ» του Φρανκ Άντεργουντ. Μόνο που ο τελευταίος δεν είναι υπαρκτό πρόσωπο, αλλά ο πρωταγωνιστής της γνωστής σειράς «House of Cards», ήρωας που, μεταξύ άλλων, χαρακτηρίζεται από την απουσία οποιουδήποτε ιδεολογικού περιεχομένου πέραν ενός αβυσσαλέου πάθους για την εξουσία, το οποίο ενίοτε παίρνει δολοφονική μορφή.
Υποθέτουμε ότι ο Απόστολος Πόντας, ο οποίος κατάφερε να καταθέσει τις αναγκαίες υπογραφές χιλίων υποστηρικτών, το έκανε επειδή του φάνηκε καλή ιδέα και, ούτως ή άλλως, δεν διεκδικεί ακριβώς την ηγεσία, αλλά μάλλον να γίνει γνωστός, να πλασαριστεί. Από αυτή την άποψη θα μπορούσε να πει κανείς ότι καλά έκανε.
Ωστόσο, με την κίνησή του αυτή κατάφερε κάτι πολύ μεγαλύτερο. Κατάφερε να συμπυκνώσει σε μια εικόνα το είδος του πολιτικού διαλόγου και της ιδεολογικής αντιπαράθεσης που – δεν– γίνεται σήμερα στον χώρο της λεγόμενης «Κεντροαριστεράς». Η ίδια του η επιλογή να υιοθετήσει, αντί για πολιτικό λόγο, μερικές γενικόλογες ατάκες από πολύ γνωστό τηλεοπτικό σίριαλ έδειξε με τον καλύτερο τρόπο ότι αυτό με το οποίο έχουμε να κάνουμε δεν είναι ακριβώς κάποια στρατηγική αντιπαράθεση, αλλά κυρίως μια εκδοχή πολιτικού μάρκετινγκ χωρίς περιεχόμενο.
Αυτό φαίνεται και στις αντίστοιχες επιλογές των άλλων υποψηφίων. Ο Σταύρος Θεοδωράκης, για παράδειγμα, ξεκίνησε όχι με κάποιο πολιτικό διάγγελμα, αλλά με ένα διαφημιστικό σποτάκι «στης Πλάκας τις ανηφοριές», από το οποίο περισσότερο σχολιάστηκαν η ευειδής κοπέλα που εμφανίζεται να απλώνει τα ρούχα της στο φόντο και το σκυλί που προσπερνά ο επικεφαλής του Ποταμιού. Ο Γιώργος Καμίνης γεμίζει τα κοινωνικά μέσα με τις περιοδείες του, θεωρώντας ίσως ότι ίδιον του ηγέτη εθνικής εμβέλειας είναι να έχει κάνει πολλές χειραψίες με πολλούς συμπολίτες του και να έχει αποτυπωθεί στην οθόνη να ακούει με προσοχή τα προβλήματά τους. Η Φώφη Γεννηματά επένδυσε ιδιαιτέρως στο ότι «αυτή έχει τους νέους», θεωρώντας ότι η ομαδική άφιξη για την κατάθεση της υποψηφιότητάς της με νεανική συνοδεία για κάποιο λόγο θα την έκανε να φαντάζει και εκπρόσωπος της νεότητας, παρότι βέβαια η ίδια είναι αρκετά χρόνια στην ενεργό πολιτική.
Ενδεικτικό της ιδιότυπης αντίληψης που έχει σχηματιστεί στην Κεντροαριστερά για το τι σηματοδοτεί διαδικασία εκλογής αρχηγού είναι το γεγονός ότι ο Οδυσσέας Κωνσταντινόπουλος αναγκάστηκε να αποχωρήσει γρήγορα από την κούρσα της εκλογής για έναν λόγο που μέχρι τώρα απασχολούσε κυρίως τους αθλητές. Υποβλήθηκε σε εγχείρηση μηνίσκου, κάτι που σημαίνει ότι σε μια κρίσιμη περίοδο δεν θα μπορούσε να κάνει πλήρες πρόγραμμα περιοδειών και αποσύρθηκε, παρότι κανείς θα σκεφτόταν πως ένας πολιτικός με όραμα θα μπορούσε ακόμη και χωρίς πολύ περπάτημα να προβάλει τον λόγο και την πολιτική του πρόταση.
Ακόμη και οι υποψήφιοι που δοκιμάζουν να κάνουν περισσότερο πολιτικές και λιγότερο επικοινωνιακές τοποθετήσεις δεν ξεφεύγουν από τα όρια μιας εκνευριστικής γενικολογίας. Πέραν των αποστάσεων π.χ. του Γιάννη Ραγκούση από τη λογική της συνεργασίας με τη ΝΔ ή την έμμεση υπεράσπιση τέτοιων συνεργασιών από τον Γιάννη Μανιάτη (πράγμα λογικό για κάποιον που είχε ενεργή κυβερνητική παρουσία σε όλες τις μνημονιακές κυβερνήσεις μέχρι το 2015), η γενικολογία κυριαρχεί. Ποια είναι, για παράδειγμα, η βαθιά ιδεολογική τομή ανάμεσα στη Φώφη Γεννηματά και τον Νίκο Ανδρουλάκη;
Δεν είναι τυχαίο ότι ακόμη και στο πρώτο debate ανάμεσα στους υποψήφιους για την ηγεσία της Κεντροαριστεράς —από το οποίο απουσίαζε η κυρία Γεννηματά— ελάχιστα πραγματικά πολιτικά επιχειρήματα ακούστηκαν. Ο Σταύρος Θεοδωράκης, λόγου χάρη, έδωσε ως κεντρικό του στίγμα μια ιδιότυπη αντίληψη… φιλοξενίας: «Αν εκλεγώ θα υπάρχει χώρος για όλους: από δεξιά μέχρι αριστερά». Παρότι ανοιχτόκαρδη η τοποθέτησή του, μάλλον δεν έλεγε πολλά για την ακριβή του πολιτική ατζέντα, πέραν της απαραίτητης αναφοράς στον γάλλο πρόεδρο Εμανουέλ Μακρόν. Αντίστοιχα, ο Γιώργος Καμίνης υποστήριξε ότι «δεν έχω στο μυαλό μου ένα αρχηγικό κόμμα, αλλά πρωτίστως ένα κόμμα ανοιχτό. Ένα κόμμα διαφορετικό από αυτά που μας έχει κληρονομήσει η Μεταπολίτευση». Ποια γραμμή, ποιο περιεχόμε νο, αυτά αφέθη καν γ ια αργότερα. Ο Νίκος Ανδρουλάκης επέλεξε ως περιεχόμενο τις «μεταρρυθμίσεις, το κοινωνικό κράτος, την πατριωτική στάση», χωρίς παραπέρα διευκρινίσεις, λες και απλώς απέτιε φόρο τιμής στην παλιά καλή Πασοκική ιδιόλεκτο. Είναι αλήθεια ότι υπήρξαν και ορισμένες περισσότερο πολιτικές παρεμβάσεις. Ο Γ. Καμίνης, λόγου χάρη, φρόντισε να αναπαράγει την ακροκεντρώα ουτοπία: «Χρειαζόμαστε καινοτόμες ιδέες, νέες προτάσεις, προοδευτικές πολιτικές. Πρόοδος σήμερα είναι η αξιοκρατία, όχι η υποταγή στις συντεχνίες, η εξωστρέφεια, όχι τα κλειστά συστήματα, η παιδεία που δίνει στο παιδί της περιφέρειας τις ίδιες ευκαιρίες με το παιδί της μεγαλούπολης. Είναι η υπεράσπιση των ανθρώπινων δικαιωμάτων, όχι η επίκληση στερεοτύπων. Ξεκινάμε μία Ελλάδα που θα στηρίξει εξίσου τους ικανούς και τους αδύναμους». Ο Θεοδωράκης υποστήριξε ότι χρειάζεται «αυστηρή αξιολόγηση των δημοσίων υπαλλήλων η οποία θα περιλαμβάνει και απολύσεις». Ο Νίκος Ανδρουλάκης επέμεινε πως το βασικό πρόβλημα ήταν ότι δεν στοχοποιήθηκε ο… Καραμανλής και ότι «έπρεπε να έχει ενοχοποιηθεί πλήρως η περίοδος του Κ. Καραμανλή, ο οποίος θέλει σήμερα να γίνει και Πρόεδρος της Δημοκρατίας και πέρασε στην κοινή γνώμη η εικόνα ότι το ΠΑΣΟΚ έφερε το μνημόνιο». Ο Γ. Καμίνης, από την πλευρά του, για κάποιον άγνωστο λόγο αποφάσισε να εξυμνήσει τον… Ευάγγελο Βενιζέλο διότι «στάθηκε επάξια στις επάλξεις, ενώ ο κ. Σαμαράς έκανε θεμελιώδη λάθη, ειδικά με τον τελευταίο του ανασχηματισμό».
To δεύτερο debate, αυτή τη φορά με την παρουσία και της Φώφης Γεννηματά, δεν κινήθηκε σε διαφορετική ρότα. Όλοι οι υποψήφιοι έσπευσαν να διαβεβαιώσουν ότι ο στόχος τους είναι ένα κόμμα που να μην είναι συμπλήρωμα για την επίτευξη κυβερνητικής πλειοψηφίας. Με την εξαίρεση του Γ. Ραγκούση, ο μόνος που ρητά τοποθετήθηκε υπέρ της απλής αναλογικής και των κυβερνήσεων συνεργασίας, που περιορίστηκε να πει «όχι στον ΣΥΡΙΖΑ του Πάνου Καμμένου», αφήνοντας ουσιαστικά ανοιχτό το ενδεχόμενο συνεργασίας, οι περισσότεροι υποψήφιοι ήταν ιδιαιτέρως επικριτικοί έναντι του ΣΥΡΙΖΑ, ενώ δεν έλλειψαν και οι δηλώσεις υπεράσπισης ακόμη και του έργου του Γ. Παπανδρέου από τον Γ. Μανιάτη. Ως προς τις συγκεκριμένες πολιτικές θέσεις, κυριάρχησε η γενικολογία, η αναφορά στο ΑΣΕΠ ως λύση διά πάσαν νόσο, η ανάγκη περιορισμού του Δημοσίου (ο Γ. Καμίνης π.χ. θεώρησε σημαντικό του έργο τη μεγάλη μείωση του προσωπικού του δημοτικού ραδιοφωνικού σταθμού), η διαρκής επίκληση της ανάγκης να στηριχθεί «η Ελλάδα που παράγει», και διάφορες μεγαλοστομίες όπως η πρόταση Καμίνη για «σχέδιο Μάρσαλ» προκειμένου να μένουν οι πρόσφυγες στις πατρίδες τους.
Η παράθεση αυτή των εμπειριών από τα όχι ιδιαιτέρως συναρπαστικά debate της Κεντροαρισ τεράς μπορεί να φαντάζει κουραστική, όμως επιτελεί ακριβώς τον σκοπό να καταδείξει το πρόβλημα που υπάρχει σε αυτόν τον πολιτικό χώρο. Μια κουβέντα που τριγυρνά γύρω από το ουσιώδες, που ταλαντεύεται ανάμεσα στην πολιτική αισθητική και την πολιτική στρατηγική, που προσπαθεί να προσπεράσει με το μικρότερο κόστος το γεγονός ότι η Κεντροαριστερά, δηλαδή το ΠΑΣΟΚ, όχι μόνο έχει κυβερνήσει ή συγκυβερνήσει περισσότερο από οποιοδήποτε άλλο κόμμα τα τελευταία 35 χρόνια, αλλά και είχε ενεργό συμμετοχή και την πρωτοβουλία των κινήσεων ουσιαστικά σε όλη τη διαδρομή που μας οδήγησε στα μνημόνια. Ούτε είναι τυχαίο ότι αφιερώθηκε περισσότερος χρόνος στην αντιπαράθεση για τους όρους της ψηφοφορίας (που σχετίζεται με το αν οι υποψήφιοι θεωρούν ότι έχουν απήχηση στους «οργανωμένους» ή στην «κοινωνία) παρά στα σοβαρά προγραμματικά ζητήματα.
Κοινώς, έχουμε να κάνουμε με έναν χώρο που είναι στενά συνδεδεμένος με την εξουσία και τους μηχανισμούς άσκησής της, με ένα δυνάμει κόμμα που στην Ιστορία διαμόρφωσε ουκ ολίγα από τα κακώς κείμενα αυτού του τόπου. Έναν χώρο που τα περισσότερα στελέχη του με τον έναν ή τον άλλο τρόπο έχουν εμπλακεί με τις πολιτικές επιλογές που οδήγησαν σε αυτό που ονομάζουμε «εποχή των μνημονίων». Έναν χώρο που σε όλη την περίοδο έως και το 2015 κατεξοχήν τοποθετήθηκε εχθρικά απέναντι στις κοινωνικές διαμαρτυρίες και το αίτημα της απαλλαγής από την εξοντωτική λιτότητα, όν τας σε ορισμένες εκφράσεις πιο επιθετικός σε αυτό ακόμη και από τους ακραιφνείς νεοφιλελεύθερους. Και που σήμερα απλώς αναζητά χώρο και ταυτότητα.
Τα πράγματα δεν ήταν πάντα έτσι
Τα πράγματα δεν ήταν πάντα έτσι στην Κεντροαριστερά. Για την ακρίβεια, τα πράγματα ήταν κάποτε τα ακριβώς αντίθετα. Ιδίως την εποχή του Ανδρέα.
Ο Ανδρέας Παπανδρέου διαμόρφωσε περισσότερο από οποιονδήποτε άλλο την εικόνα που έχουμε για την Κεντροαριστερά. Το παράδοξο είναι ότι το έκανε αυτό μέσα από τη ρήξη με αυτό που ήταν ιστορικά το Κέντρο στην Ελλάδα και την προσπάθεια να διεκδικήσει από την Αριστερά τα πρωτεία ως προς τον ριζοσπαστισμό και τη μαχητικότητα.
Επιστρέφοντας στις αρχές της δεκαετίας του 1960, αρκετά χρόνια μετά το νεανικό του πέρασμα από τον ελληνικό τροτσκισμό και έχοντας μια πετυχημένη πανεπιστημιακή καριέρα στις ΗΠΑ, ο Αντρέας, από τους πρώτους πολιτευτές στην Ελλάδα που είχε το προνόμιο να αποκαλείται με το μικρό του όνομα, φάνηκε να εκπροσωπεί έναν ριζοσπαστισμό που δεν αντιστοιχούσε στα παραδοσιακά όρια του Κέντρου. Θα βρεθεί στο στόχαστρο των μηχανισμών του μετεμφυλιακού κράτους, μέσα από την υπόθεση «Ασπίδα», ενώ θα διαμορφώσει και τον πρώτο πυρήνα στενών συνεργατών του.
Η δικτατορία θα είναι η περίοδος της μεγάλης ριζοσπαστικοποίησης. Το ΠΑΚ που θα ιδρύσει θα είναι ιδιαίτερα μαχητικό και θα δοκιμάσει και μορφές ένοπλης πάλης. Στην εποχή των μεγάλων αντιιμπεριαλιστικών κινημάτων σε όλο τον κόσμο αντιμετωπίζει τον αντιδικτατορικό αγώνα ως εθνικοαπελευθερωτικό. Με την κομμουνιστική Αριστερά σε κρίση, με διάσπαση ανάμεσα στο ΚΚΕ και το ΚΚΕ εσ., Ανδρέας και ΠΑΚ φαντάζουν στα μάτια πολλών αγωνιστών του αντιδικτατορικού αγώνα μια πιο ριζοσπαστική επιλογή.
Μετά την πτώση της δικτατορίας, θα κάνει το μεγάλο βήμα. Δεν διεκδικεί κληρονομικώ δικαίω την ηγεσία της Ένωσης Κέντρου, αλλά προχωρά στην ίδρυση του ΠΑΣΟΚ και στη διακήρυξ η της 3ης Σεπτέμβρη. Με αυτό τον τρόπο στην πραγματικότητα υπογράφει τη θανατική καταδίκη της παλιάς Ένωσης Κέντρου, έστω και αν στις εκλογές του 1974 η ΕΚ-ΝΔ πήγε καλύτερα από το ΠΑΣΟΚ — που τότε κατέβηκε με το κάπως υπεραισιόδοξο σύνθημα «Στις 18 Σοσιαλισμός». Το ΠΑΣΟΚ, χωρίς ποτέ να διαρρήξει τους δεσμούς του με την κληρονομιά του Κέντρου, εμφανίζεται ως ο κατεξοχήν εκπρόσωπος του νέου ριζοσπαστισμού της Μεταπολίτευσης. Στις εκλογές του 1977 παγιώνεται ως η αξιωματική αντιπολίτευση και στις εκλογές του 1981 θριαμβεύει.
Η διακυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ θα σημάνει σταδιακή προσαρμογή σε μια κατεύθυνση σοσιαλδημοκρατική — έστω και αν ο Ανδρέας στη δεκαετία του 1970 κατακεραύνωνε με την αρθρογραφία του τόσο τη σοσιαλδημοκρατία όσο και το παραδοσιακό κομμουνιστικό κίνημα. Θα φέρει μεγάλες θεσμικές μεταρρυθμίσεις και κινήσεις εκδημοκρατισμού, θα δοκιμάσει πολιτικές αναδιανομής —που θα ανακοπούν με το πρόγραμμα λιτότητας του 1985— και θα εξελιχθεί στη βασική δύναμη διαπραγμάτευσης της ευρωπαϊκής πορείας της χώρας. Ήδη από το δεύτερο μισό της δεκαετίας του 1980 θα έχει διαμορφώσει την έννοια της Κεντροαριστεράς όπως την ξέρουμε και σήμερα: χωρίς αμφισβήτηση του καπιταλισμού ή των διεθνών δεσμεύσεων της χώρας (ούτε από την ΕΟΚ βγήκαμε, ούτε οι αμερικανικές βάσεις έφυγαν), αλλά με προσπάθεια προοδευτικότερης διαχείρισης του υπάρχοντος.
Ο Ανδρέας κυρίως θα κατοχυρώσει ότι το ΠΑΣΟΚ και η Κεντροαριστερά είναι η παράταξη που μπορεί να εκπροσωπήσει τους ητ τημένους του Εμφυλίου και να τους δώσει μια υπόσχεση κοινωνικής ανόδου. Αυτό θα διαμορφώσει μια σχέση εκπροσώπησης που θα κρατηθεί μέχρι και την εποχή των μνημονίων.
Η σύγκρουση με τους «εκσυγχρονιστές» την περίοδο
1989-90 θα αποκαλύψει την ένταση σ το εσωτερικό της Κεντροαριστεράς ανάμεσα στην εκπροσώπηση των λαϊκών συμφερόντων και την απόπειρα καπιταλιστικού εκσυγχρονισμού. Ωστόσο, είναι ο ίδιος ο Ανδρέας που θα εκπροσωπήσει και την αναγκαστική σύνθεση. Στις τελευταίες σημαντικές δημόσιες παρεμβάσεις του θα επισημαίνει συχνά έως και προφητικά τη νεοφιλελεύθερη μετάλλαξη της ΕΕ, αλλά δεν θα προτείνει κάτι διαφορετικό. Η διαδοχή του στην πρωθυπουργία από τον Κώστα Σημίτη, λίγο πριν από τον θάνατό του, σηματοδοτεί την οριστική ηγεμονία του υβριδίου σοσιαλδημοκρατικών επικλήσεων και νεοφιλελεύθερων πολιτικών στην Κεντροαριστερά, που έκτοτε αποτελεί εξάλλου το σήμα κατατεθέν των σοσιαλδημοκρατών σε όλη την Ευρώπη.
Ακόμη, όμως, και στην εποχή Σημίτη το ΠΑΣΟΚ συνέχισε να είναι ρυθμιστής του πολιτικού παιχνιδιού. Παρότι τώρα η στροφή ήταν προς την είσοδο της Ελλάδας στο ευρώ και τα μεγάλα έργα, εντούτοις έστω και με νέους όρους θα κρατηθούν σχέσεις με ευρύτερα κοινωνικά στρώματα. Θα χρειαστεί η μακρόχρονη φθορά, που αργότερα αποδείχτηκε ότι ήταν και διαφθορά, για να επέλθει η εκλογή Καραμανλή το 2004. Ωστόσο, παρότι το ΠΑΣΟΚ θα χάσει για δεύτερη φορά τις εκλογές το 2007, το 2009 ο Γ. Παπανδρέου θα καταφέρει να κερδίσει καθαρά και να εκλεγεί πρωθυπουργός.
Μόνο που αυτή η νίκη θα σημάνει και την αρχή του τέλους. Η κυβέρνηση Παπανδρέου θα βάλει τη χώρα στη διαδικασία των μνημονίων πυροδοτώντας μια περίοδο κοινωνικής κρίσης και κοινωνικής αναταραχής χωρίς προηγούμενο, η οποία, πέραν όλων των άλλων, θα φέρει κατακλυσμιαίες αλλαγές στις σχέσεις εκπροσώπησης και θα οδηγήσει σε μια εκλογική καταβαράθρωση χωρίς προηγούμενο. Το ΠΑΣΟΚ μπαίνει απλώς ως συμπλήρωμα στην κυβέρνηση Σαμαρά, ενώ τα αποτελέσματα τόσο των εκλογών του 2012 όσο και του 2015 το κατοχυρώνουν ως ένα μικρό κόμμα και έξω από τα όρια του νέου δικομματισμού.
Τα υπαρξιακά ερωτήματα της Κεντροαριστεράς
Η εξέλιξη αυτή δεν είναι άσχετη από τα προβλήματα που αντιμετωπίζει η ευρωπαϊκή σοσιαλδημοκρατία. Σε όλη την Ευρώπη τα σοσιαλδημοκρατικά κόμματα υφίστανται εκλογικές πανωλεθρίες ύσ τερα από χρόνια συμπόρευσης με τους νεοφιλελεύθερους σε τέτοιο βαθμό, που δύσκολα μπορεί να διακρίνει κανείς διαφορές. Δεν μπορούν καν να αποτελέσουν ανάχωμα στην άνοδο της Ακροδεξιάς. Αντίθετα, δείχνουν να πηγαίνουν σχετικά καλύτερα είτε τα εγχειρήματα υπέρβασης της σοσιαλδημοκρατίας από τα δεξιά, όπως έγινε με το εγχείρημα του Μακρόν, είτε προς τα αριστερά, όπως δείχνει η δυναμική του Κόρμπιν.
Στην Ελλάδα, βέβαια, η κρίση της Κεντροαριστεράς σχετίζεται και με κάτι άλλο. Σήμερα, ο χώρος αυτός, έστω ως ο χώρος της κατά φαντασίαν προοδευτικότερης διαχείρισης του υπάρχοντος, είναι κατειλημμένος από τον ΣΥΡΙΖΑ. Ο Αλέξης Τσίπρας δεν μιμείται απλώς πλευρές του ρητορικού τρόπου του Ανδρέα Παπανδρέου, αλλά και κατοχυρώνει έναν ανάλογο ρόλο. Δεν υπόσχεται την ανατροπή, αλλά εντός των συστημικών ορίων μια κάπως πιο ήπια μεταχείριση της σημερινής εκδοχής των μη προνομιούχων, φροντίζοντας παράλληλα να στήνει ένα σκηνικό δικομματικής πόλωσης με έναν γόνο της –ω, τι σύμπτωση!– οικογένειας Μητσοτάκη.
Και αυτό είναι το πραγματικό «υπαρξιακό πρόβλημα» της Κεντροαριστεράς. Ένα πολιτικό δυναμικό συνηθισμένο στους διαδρόμους της εξουσίας, στα υπουργεία και τις διαρκείς συνεννοήσεις με επιχειρηματίες και διαμορφωτές της κοινής γνώμης (με τους οποίους ακόμη και τώρα κάνουν παρέα) σήμερα γνωρίζει ότι στην καλύτερη των περιπτώσεων θα είναι συμπλήρωμα ενός κυβερνητικού συνασπισμού λόγω εκλογικού νόμου, είτε αυτό αφορά τη Νέα Δημοκρατία είτε τον ΣΥΡΙΖΑ. Μπορεί η όλη διεργασία να έχει κερδίσει δυσανάλογα μεγάλη δημοσιότητα για έναν πολιτικό σχηματισμό που προς το παρόν διεκδικεί μονοψήφιο εκλογικό ποσοστό, η οποία προκύπτει ακριβώς λόγω της ειδικής σχέσης του με τα συστημικά ΜΜΕ. Κάτι που φυσικά δεν σημαίνει ότι η κοινωνία σήμερα όντως ενδιαφέρεται σε κλίμακα ανάλογη με αυτήν της προβολής της λεγόμενης «Κεντροαριστεράς».
Κατεξοχήν χώρος που με τις διαρκείς μετατοπίσεις προς τα δεξιά, ήδη από τη δεκαετία του 1980 διαμόρφωσε την εικόνα ενός πολιτικού σκηνικού χωρίς ουσιαστικές πολιτικές διαφορές, με αποκορύφωμα την αναγόρευση του αυτόματου πιλότου των μνημονίων και των νεοφιλελεύθερων «εργαλειοθηκών» των διεθνών οργανισμών στον απόλυτο γνώμονα άσκησης πολιτικής, σήμερα η Κεντροαριστερά πληρώνει το κόστος αυτών των επιλογών. Χωρίς ταυτότητα, χωρίς διευρυμένο πολιτικό χώρο, χωρίς στρατηγική, χωρίς αφήγημα. Αλλά, παρ’ όλα αυτά, με έναν πολυπληθή θίασο πολιτικών έτοιμων να διεκδικήσουν την ηγεσία της…