Ο ΣΥΡΙΖΑ ως κέλυφος. Δοκίμιο για το αριστεροξέπλυμα I
Η συνεχής επίκληση της έννοιας «Αριστερά» και των συμμετοχικών δομών της λειτουργεί πλέον εργαλειακά, ως μια μορφή αποκάθαρσης κάθε ατολμίας, κάθε συντηρητικού πισωγυρίσματος, κάθε κυβερνητικής αυθαιρεσίας, κάθε καριερίστικης μανούβρας και πολιτικάντικου συμβιβασμού. Στα αγγλικά θα μπορούσε κανείς να λογοπαίξει και να το ονομάσει όλο αυτό leftwashing. Να μιλήσει, με άλλα λόγια, για ξέπλυμα. Αριστεροξέπλυμα.
Την Τετάρτη 18 Νοεμβρίου έγινε μια από πολλές απόψεις ενδιαφέρουσα εκδήλωση στην Αθήνα. Οικοδεσπότης ήταν η Ομάδα Σεξουαλικού Προσανατολισμού και Ταυτότητας Φύλου του Τμήματος Δικαιωμάτων του ΣΥΡΙΖΑ, χώρος το Βιοτεχνικό Επιμελητήριο Αθήνας, και θέμα οι «Πολιτικές, νομοθετικές και κοινωνικές πρωτοβουλίες για τα Ανθρώπινα Δικαιώματα, ως ένα πρώτο βήμα για την Ισότητα όλων των πολιτών στην Πράξη».
Ουσιαστικά επρόκειτο για μια εκδήλωση με αφορμή την κατάθεση στη Βουλή του νομοσχεδίου για το διευρυμένο σύμφωνο συμβίωσης, που θα καλύπτει και ομόφυλα ζευγάρια. Η πραγματικά αγαθή πρόθεση των διοργανωτών ήταν, αφενός, να καταστήσουν γνωστότερη την ομάδα φύλου του ΣΥΡΙΖΑ, αφετέρου, να φέρουν σε διάλογο μέλη της ομοφυλόφιλης κοινότητας με εκπροσώπους της κυβέρνησης και του Κοινοβουλίου.
Αν όμως κανείς διαβάσει καλύτερα τα δελτία Τύπου που δημοσιεύτηκαν έκτοτε, συνειδητοποιεί ότι η εκδήλωση περιορίστηκε στην παρουσίαση κυβερνητικών εξηγήσεων για το νομοσχέδιο και υποσχέσεων για «πράγματα που θα γίνουν» στο απώτατο μέλλον. Ο Γιάννης Μπαλάφας, για παράδειγμα, σημείωσε πως «δόθηκαν, δίνονται και θα δοθούν δείγματα γραφής από την κυβέρνηση στην κατεύθυνση των δικαιωμάτων» και χαιρέτισε «ως ένα πρώτο βήμα την υπόθεση του συμφώνου συμβίωσης», τονίζοντας «πως η κοινωνία δεν μπορεί να εθελοτυφλεί σε μια πραγματικότητα που υπήρχε και θα υπάρχει»! Ενώ ο Κωστής Παπαϊωάννου, γενικός γραμματέας του υπουργείου Δικαιοσύνης, εξήγησε γιατί ο ΣΥΡΙΖΑ, που τόσο πολύ, τόσο πολλές φορές, και τόσο έντονα είχε στο παρελθόν απαιτήσει «πολιτικό γάμο για όλους», κατέληξε τώρα σε ένα κουτσουρεμένο σύμφωνο συμβίωσης που δεν προνοεί ούτε για βασικά δικαιώματα στην επιμέλεια παιδιών τα οποία ήδη μεγαλώνουν σε ομογονεϊκές οικογένειες. Το νομοσχέδιο ήταν το καλύτερο που θα μπορούσε να γίνει «σε αυτές τις συνθήκες» είναι η πάγια απάντησή του.
Ας κάνουμε μια παύση εδώ και ας χαιρετίσουμε τουλάχιστον τη θετική εξέλιξη που αποτελεί το σύμφωνο συμβίωσης και για ομόφυλα ζευγάρια. Την ίδια στιγμή, όμως, ας δούμε και λίγο τη συγκεκριμένη εκδήλωση, αλλά και πολλές αντίστοιχες που γίνονται και θα γίνονται από εδώ και στο εξής, ως παράδειγμα μιας μορφής κυβερνητικού λόγου που εντείνει όσο δεν πάει το λόγο της προστασίας και της κοινωνικής ισορροπίας και επιμένει ότι δεν θα πάψει να παρακολουθεί και να επιβεβαιώνει αυτά που η κοινωνία «είναι ώριμη να δεχθεί». «Αυτή τη στιγμή». Ας προσέξουμε, δηλαδή, μια βαθιά αλλαγή που γίνεται τον τελευταίο καιρό στον πολιτικό λόγο του ΣΥΡΙΖΑ, από ύφος μέχρι περιεχόμενο. Ούτε φαντασίες στις εξουσίες, ούτε να κάνουμε τα ανέφικτα εφικτά, ούτε αν όχι τώρα, πότε, αν όχι εμείς, ποιοι. Αυτό που πλέον πρυτανεύει είναι το λάου λάου μαζί με το «ο ΣΥΡΙΖΑ σας φροντίζει και σας εξασφαλίζει».
Αυτό το μήνυμα φροντίδας, ασφάλειας, κοινωνικής ισορροπίας –και… μελλοντικότητας– είναι που επιστρατεύεται πια για να δικαιολογήσει τα πάντα: από τη συγκεκριμένη μορφή που παίρνει το σύμφωνο συμβίωσης («γι’ αυτό είναι έτοιμη τώρα η κοινωνία»), μέχρι τον τρόπο που έγινε η ανακεφαλαιοποίηση των τραπεζών («προστατεύτηκαν οι καταθέσεις, “ομαλοποιήθηκε” η συμμετοχή του κράτους, στο μέλλον μπορεί το κράτος να πάρει και πίσω τα λεφτά που έβαλε, αν “ανέβει” η μετοχή των τραπεζών»). Κι από το γιατί και πώς πρέπει να ψηφίζονται τα προαπαιτούμενα του μνημονίου (με… εθνική συμφιλίωση), μέχρι το τι συνιστά τη δεδηλωμένη (που πλέον ορίζεται ως ο αριθμός ψήφων από τον κυβερνητικό συνασπισμό που χρειάζεται να ψηφίζουν εμφατικά ένα νομοσχέδιο ώστε να μην ταραχθούν «οι Αγορές»).
Το ενδιαφέρον σε όλη αυτή τη μετάλλαξη είναι διπλό. Από τη μία γιατί ο ΣΥΡΙΖΑ είχε συνηθίσει ο ίδιος να καταγγέλλει το λόγο της ασφάλειας και της εξασφάλισης ως καθεστωτική στρατηγική υποδούλωσης και να επιμένει για την ανάγκη όχι μόνο ριζοσπαστικών λύσεων, αλλά και ριζοσπαστικού λόγου γι’ αυτές τις λύσεις. Από την άλλη, έχει ενδιαφέρον και το ποιος καλείται να τη φέρει εις πέρας τούτη τη μετάλλαξη πολιτικού λόγου, τη μεταπήδηση δηλαδή από το λόγο της διεκδίκησης και της επισφάλειας στο λόγο της εξασφάλισης και της ασφάλειας. Διότι αυτό τον νέο ρόλο καλούνται τώρα να τον παίξουν όλες εκείνες οι δομές που είχαν εντυπωσιακά ξεπηδήσει τα τελευταία τέσσερα χρόνια στο πλαίσιο ή στην εγγύτητα του ΣΥΡΙΖΑ: οι περίφημες «ομάδες» (δικαιωμάτων, παιδείας, πολιτισμού, οικονομίας κτλ.), τα σχήματα της νεολαίας, οι τοπικές οργανώσεις, οι «κινηματικοί πυρήνες». Πρόκειται για όλους εκείνους τους κόμβους που στην καλύτερη και πιο δυναμική στιγμή του ΣΥΡΙΖΑ αποτέλεσαν ένα ενδιαφέρον –όσο και αν ατελές– πολιτικό πείραμα. Είχαν συγκροτηθεί ως ανοιχτές δομές (όποιος ήθελε μπορούσε να πηγαίνει, να ακούει, να συμμετέχει, να ζυμώνεται με διάλογο – δεν απευθύνονταν δηλαδή αποκλειστικά σε ένα κλειστό σχήμα «μελών»). Γι’ αυτό η λογική και ο λόγος τους ήταν συχνά ριψοκίνδυνος, διάφωνος, κάποτε ανακόλουθος, σίγουρα όμως ανταγωνιστικός και διεκδικητικός.
Προφανώς, όλες αυτές οι ομάδες έχουν τώρα αλλάξει εντελώς ως προς το ανθρώπινο δυναμικό τους, καθώς φυλλορρόησαν με τον έναν ή τον άλλον τρόπο μετά το τελευταίο καλοκαίρι – η νεολαία του ΣΥΡΙΖΑ, για παράδειγμα, αποδεκατίστηκε, και, το κυριότερο, έχασε τα πιο δυναμικά φοιτητικά σχήματα. Δεν έχουν αλλάξει όμως όλοι αυτοί οι κόμβοι ως προς τον κόσμο τους μόνο, έχουν αλλάξει και ως προς τη λογική τους. Τώρα δρουν εκ των πραγμάτων ως κλειστές ομάδες μελών και στόχο δεν έχουν τόσο την παραγωγή τολμηρής πολιτικής διεκδίκησης και ανταγωνισμού προς όποια εξουσία, όσο το να λειτουργούν ως η συνέχειά της.
Οι ομάδες αυτές καλούνται να είναι όχι πια οι λεπτές αντένες μιας «Αριστεράς στην εξουσία», αλλά οι φτηνές της μεγαφωνικές, το χειραγωγικό της echo. Το περιεχόμενο όλων αυτών των κόμβων παραγωγής πολιτικής έχει λοιπόν αλλάξει, η λειτουργία τους έχει αλλάξει. Αυτό που έχει μείνει όμως στη θέση του και σε πλήρη χρήση είναι το όνομα, το σχήμα, το κέλυφος. Ο ΣΥΡΙΖΑ ως κέλυφος. Η διαφορά μπορεί να φαίνεται μικρή ή τεχνική, όμως δεν είναι. Αυτό που παλιά ήταν μια ανοιχτή διαδικασία, τώρα είναι μανατζάρισμα και –κυρίως– διαφήμιση του κυβερνητικού έργου. Αυτό που ήταν ανοιχτοί κόμβοι συμμετοχής και κινηματικής δράσης τώρα μεταμορφώνεται σε λόμπι διαμεσολάβησης και σε γραφείο εύρεσης –κομματικής– εργασίας. Συμβαίνει μάλιστα και το εξής εντυπωσιακό: η μεταμόρφωση αυτή συντελείται τόσο ομαλότερα όσο περισσότερο η ταυτότητα του «κινηματικού αριστερού κόμματος» και της «Αριστεράς στην εξουσία» τσιμεντάρεται ως κέλυφος.
Η συνεχής επίκληση της έννοιας «Αριστερά» και των συμμετοχικών δομών της λειτουργεί έτσι εργαλειακά ως μια μορφή αποκάθαρσης κάθε ατολμίας, κάθε συντηρητικού πισωγυρίσματος, κάθε κυβερνητικής αυθαιρεσίας, κάθε καριερίστικης μανούβρας και πολιτικάντικου συμβιβασμού. Στα αγγλικά θα μπορούσε κανείς να λογοπαίξει και να το ονομάσει όλο αυτό leftwashing. Να μιλήσει, με άλλα λόγια, για ξέπλυμα. Αριστεροξέπλυμα.
Όποιος εδώ νομίσει ότι το αριστεροξέπλυμα είναι απλά μια εύκολη βρισιά για να περιγράψει κανείς τον κυβερνητικό ΣΥΡΙΖΑ και τις παλινωδίες του, θα έχει χάσει μια μεγάλη ευκαιρία να κατανοήσει την ιδιαιτερότητα της πολιτικής στιγμής. Διότι το αριστεροξέπλυμα εκφράζει μια σύγχρονη πολιτική συνθήκη πολύ ευρύτερη και πολύπλοκη. Η πιο καίρια λειτουργία του είναι εσωτερικά εκτατική και συνδέεται με το πώς μεταλλάσσει σιγά σιγά την έννοια του πολίτη εντός της ευρωπαϊκής επισφάλειας. Σε αυτό το πιο καίριο σημείο θα επανέλθω· ας δώσω, όμως, εντωμεταξύ τα πιο ενδεικτικά χαρακτηριστικά του αριστεροξεπλύματος έτσι όπως ξεδιπλώνεται στην πολιτική συνθήκη αυτή τη στιγμή στην Ελλάδα.
Επιγραμματικά:
Το αριστεροξέπλυμα λειτουργεί εσωτερικά στον πολιτικό χώρο της κυβερνώσας Αριστεράς και ως μια τοτεμική έννοια με ψυχαναλυτική δράση. Βουλευτές, πολιτευτές και συμπαθούντες καλούνται τώρα να στηρίξουν μέτρα και πολιτικές τις οποίες νωρίτερα είχαν καταγγείλει και ξεσκεπάσει ως καταστροφικές. Το κάνουν αυτό, όμως, «για να παραμείνει η Αριστερά στην εξουσία» και ως εκ τούτου να λειτουργήσει, όταν μπορέσει, όπως μπορέσει, «με τρόπο αριστερό». Η τοτεμική έννοια έρχεται εδώ να επουλώσει, αλλά και να εκλογικεύσει, το τραύμα μιας ήττας, τη λογιστική μιας συνθηκολόγησης και τη διαχείριση ενός κυβερνητισμού.
Το αριστεροξέπλυμα γίνεται έτσι το ακριβώς αντίθετο μιας πρακτικής που κανείς έβρισκε μέχρι πρότινος σε υπερχείλιση στο ΣΥΡΙΖΑ: της πρακτικής του αριστερόμετρου. Το «δεν είναι αρκετά αριστερό αυτό που λες/κάνεις/σκέφτεσαι» ήταν η βασική εσωτερική πολιτική κριτική, η οποία συχνά έφτανε στην παράνοια. Το αριστερόμετρο πλέον μετακόμισε και έγινε, ως γνωστόν, το βασικό πολιτικό όχημα της ΛΑΕ – ενός κόμματος που λες και υπάρχει ακόμα για να μας δείχνει πώς και το αριστερόμετρο μπορεί να λειτουργεί ως τοτέμ, ακριβώς όπως και το αριστεροξέπλυμα.
Το εσωτερικό αριστεροξέπλυμα που περιγράφω εδώ αποτελεί αντανάκλαση και λειτουργεί σε πλήρη αναλογία με μια εξωτερική συνθήκη. Η κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ λειτουργεί αυτή τη στιγμή ως ο καλύτερος σύμμαχος των πολιτικών της λιτότητας και του νεοφιλελεύθερου ΔΥΑΔισμού (=της γνωστής ΤΙΝΑ, There Is No Alternative/ Δεν Υπάρχει Άλλη Διέξοδος). Όχι επειδή συμφωνεί μαζί τους –άλλωστε συνεχώς προσπαθεί να θυμίσει πόσο δεν συμφωνεί– αλλά επειδή συμπορεύεται και κυρίως τα κανονικοποιεί, φτιάχνει, δηλαδή, το ιδεολογικό πλαίσιο για να τα επιβεβαιώσει ως αναπόφευκτα. Στη μεγάλη ευρωπαϊκή εικόνα, με άλλα λόγια, το αριστεροξέπλυμα έχει αρχίσει να λειτουργεί ως το βασικό ΔΥΑΔικό συμπλήρωμα του Ακραίου Κέντρου. Κι έτσι, ως λόγος συμπληρωματικός ασφάλειας, ταυτότητας και κανονιστικότητας, έρχεται σε μια κρίσιμη στιγμή να παίξει κι άλλους, πιο αναπάντεχους, ρόλους. Αλλά γι’ αυτούς, στο επόμενο…
Αυτό είναι το πρώτο μέρος ενός μεγαλύτερου κειμένου. Το δεύτερο μέρος, με τίτλο «Βάλε τη βόμβα σου και φύγε», θα δημοσιευθεί στο επόμενο τεύχος.