Ο Γιάννης Αντετοκούνμπο ως εθνόσημο και ως εμπόρευμα
Η πρόσφατη απόφαση του καλαθοσφαιριστή Γιάννη Αντετοκούνμπο να μην αγωνιστεί με την Εθνική στο Eurobasket ξεσήκωσε μεγάλο κουρνιαχτό στη δημοσιότητα, που προσφέρεται για την επισήμανση μερικών κρίσιμων συζεύξεων ανάμεσα στη βιοπολιτική της ένταξης του πρόσφυγα, την αναταραχή της εθνικής ταυτότητας και την εντέλει αποστομωτική κυριαρχία της λογικής του κεφαλαίου.
Για τους παροικούντες την Ιερουσαλήμ η είδηση μόνο σαν κεραυνός εν αιθρία δεν έπεσε. Οι ενοχλήσεις που είχε στο γόνατο ο Γιάννης Αντετοκούνμπο ήταν γνωστές από την αρχή της προετοιμασίας της Εθνικής για το Eurobasket της Φινλανδίας. Το καμπανάκι ακούστηκε με ευκρίνεια στην απουσία του από τα φιλικά της Εθνικής Ανδρών στην Πάτρα, αλλά και από το παιχνίδι με τη Σερβία στο Βελιγράδι. Έτσι, όταν στις 19 Αυγούστου ήρθε η ανάρτηση στο Facebook, επικύρωσε απλώς τις απαισιόδοξες προβλέψεις:
«Θέλω όλοι να ενημερωθούν από μένα πως δεν θα μπορέσω να ενισχύσω την εθνική μας ομάδα στο Ευρωμπάσκετ. Όλο αυτό τον καιρό πιέζω τον εαυτό μου για να κάνω προπόνηση. Προσπαθώ να τον ξεγελάσω πως δεν πονάω πολύ και θα είμαι έτοιμος για τα παιχνίδια.
Η θέλησή μου επηρέασε την κρίση μου, αλλά στο τεστ που έκανα εδώ στη Κίνα με τους Bucks ήρθε η ώρα της αλήθειας. Απέτυχα να βγάλω με επιτυχία τις ασκήσεις στις οποίες με υπέβαλαν και ο πόνος με σταματούσε από τα πρώτα δευτερόλεπτα. Πρέπει να αποδεχτώ την αλήθεια και να την αντιμετωπίσω ώριμα. Οφείλω να δουλέψω και να βελτιώσω όσο περισσότερο μπορώ το πρόβλημα που αντιμετωπίζω στο γόνατό μου. Πέρυσι είχα την επιλογή να παγώσω τη συμφωνία για το νέο μου συμβόλαιο.
Φέτος δεν έχω επιλογή. Είμαι τραυματίας, οι πόνοι δεν έχουν υποχωρήσει και πρέπει να γίνω καλά. Είναι με διαφορά η μεγαλύτερη απογοήτευση που έχω νιώσει ως τώρα στην καριέρα μου. Θέλω μέσα από την καρδιά μου να ευχηθώ καλή επιτυχία σε όλους τους συμπαίκτες μου και τους προπονητές μου. Η εθνική ομάδα είναι η αγαπημένη μου ομάδα και στο μέλλον θα αποδείξω πως μαζί με τους συμπαίκτες μου μπορούμε να την πάμε ψηλά και να κάνουμε χαρούμενους όλους τους Έλληνες.
Τώρα, όμως, προέχει το παρόν. Παρακαλώ όλο τον κόσμο να μη δώσει στην απουσία μου μεγαλύτερη διάσταση από την πραγματική και να επικεντρωθούμε στα παιδιά που θα παλέψουν στο Ευρωμπάσκετ για μια επιτυχία που μας λείπει χρόνια. Την ιστορία τη γράφουν πάντα οι παρόντες κι εγώ με μεγάλη στεναχώρια πρέπει να αποδεχτώ και να ανακοινώσω πως θα είμαι απών».
Η Ελληνική Ομοσπονδία Καλαθοσφαίρισης (ΕΟΚ), ωστόσο, δεν πείστηκε για τις καλές προθέσεις και εξέδωσε μια ανακοίνωση όπου υπονοείται ένα κατασκευασμένο σχέδιο απουσίας:
«Η ταυτόχρονη ενημέρωση από τον μάνατζερ των Μιλγουόκι Μπακς και από τον ίδιο τον Γιάννη Αντετοκούνμπο και μάλιστα διά τηλεφώνου και social media από τη μακρινή Κίνα, και όχι με τη δέουσα επίσημη μορφή, για αδυναμία συμμετοχής του στην Εθνική Ανδρών φυσικά και μας λυπεί για τη μεγάλη αγωνιστική απώλεια, αλλά δυστυχώς και δεν μας αιφνιδιάζει.
Μια σειρά ενδείξεων τις οποίες με ιδιαίτερη ανησυχία παρακολουθούσαμε από την έλευση κιόλας του Γιάννη στην Ελλάδα και εν συνεχεία από την έναρξη της προετοιμασίας της ομάδας είχαν δημιουργήσει την πεποίθηση ύπαρξης ενός οργανωμένου και καλά σκηνοθετημένου σχεδίου από πλευράς της ομάδας του ΝΒΑ στην οποία αγωνίζεται ο Γιάννης, σε πλήρη γνώση αν όχι και παρότρυνση του ΝΒΑ, που έφεραν σε δύσκολη θέση τον αθλητή και τον υποχρέωσαν να γνωστοποιήσει ότι από σήμερα δεν αποτελεί μέλος της Εθνικής Ανδρών.
Το γεγονός αυτό οπωσδήποτε δημιουργεί μια άλλη πραγματικότητα, αλλά όπως είναι γνωστό οι παρόντες γράφουν την ιστορία. Η εθνική ομάδα συνεχίζει τη συντεταγμένη προσπάθειά της για να παρουσιαστεί στην καλύτερη δυνατή κατάσταση στο επερχόμενο Πανευρωπαϊκό Πρωτάθλημα και να εκπροσωπήσει για μία ακόμα φορά επάξια την Ελλάδα».
Οι εξετάσεις στην Κίνα, χώρο προετοιμασίας των Μιλγουόκι Μπακς, και όχι στην Ελλάδα, καθώς και η πρόσφατη ανανέωση του συμβολαίου του καλαθοσφαιριστή δημιούργησαν την πεποίθηση ότι το πρόβλημα δεν είναι οι ενοχλήσεις στο γόνατο, αλλά η θέληση της ομάδας του NBA να προστατέψει το κεφάλαιό της, μη ρισκάροντας κάποιο πιθανό τραυματισμό που θα της στερούσε παίκτη αξίας 100 εκατ. δολαρίων.
Σε αυτό το φόντο η αντίδραση του μπασκετικού κοινού διχάστηκε. Αφενός αναπτύχθηκε ένας λόγος αποκαθήλωσης του ειδώλου Αντετοκούνμπο βασισμένος στον ρατσισμό: ο αχάριστος Νιγηριανός που πρόδωσε τη χώρα που τον ανέδειξε για να προασπίσει την προσωπική του βόλεψη. Από την άλλη, ένας λόγος υπερασπιστικός που τονίζει ακριβώς την προτεραιότητα του οικονομικού συμβολαίου έναντι της φαντασιακής ενότητας που το εθνόσημο προσφέρει. Και περαιτέρω, που τονίζει ότι ακριβώς μέσω της ατομικής του προόδου ο καλαθοσφαιριστής διαφημίζει περισσότερο την Ελλάδα απ’ ό,τι μια γραφειοκρατική και δυσκίνητη ομοσπονδία μπορεί. Το αντιθετικό δίπολο που δημιουργείται εδώ είναι αυτό του καλαθοσφαιριστή-εθνόσημου, που παρά το όποιο οικονομικό του κόστος οφείλει να αναδείξει την εθνική του ομάδα, απέναντι στον καλαθοσφαιριστή-εμπόρευμα, ο οποίος πρέπει να προστατεύσει το σώμα του ως επένδυση που πρέπει να αποσβέσει το κόστος της μέσω της αθλητικής απόδοσης ως θεαματικής διαδικασίας προς κατανάλωση. Το αντιθετικό αυτό δίπολο δεν ρυθμίζει απλώς τον έντονο δημόσιο διάλογο, αλλά αντιστοιχεί και στην εξέλιξη του αθλητισμού κατά τη μετάβαση από τις κοινωνίες των εθνών-κρατών στην παγκοσμιοποιημένη και ενοποιημένη αθλητική αγορά• ο αθλητισμός ως άντληση συμβολικού κεφαλαίου για τη χώρα στην αναμέτρησή της με τις άλλες μετατρέπεται σταδιακά σε ένα θέαμα προς πώληση, θέαμα που όσο γίνεται εξατομικευμένο τόσο εξατομικεύει και τους πρωταγωνιστές του. Το ΝΒΑ προς τούτο είναι πολύ καλό παράδειγμα, καθώς τόσο οι ομάδες όσο και η ίδια η αμερικανική εθνική αποτελούν το άθροισμα αυτόνομων μονάδων, πάνω στις οποίες κτίζεται τόσο η αθλητική δόξα όσο και το εμπορικό trend. Αποτέλεσμα αυτής της αντίθεσης είναι, προϊόντος του χρόνου, να γίνεται όλο και πιο εντασιακή η σύζευξη των δύο ιδιοτήτων στο πρόσωπο ενός αθλητή. Αν μέχρι πριν από λίγα χρόνια τα τμήματα του έτους ήταν μοιρασμένα ώστε να ικανοποιούνται τόσο οι «εθνοσηματικές» όσο και οι εμπορευματικές απαιτήσεις από έναν αθλητή, πλέον η εντατικοποίηση της αθλητικής δραστηριότητας, με παιχνίδια πάνω σε παιχνίδια, καθιστά απείρως δύσκολη με φυσικά μέσα την ισορρόπηση. Αρκεί, για παράδειγμα, να δει κανείς την γκρίνια για την κακή ποιότητα των τελευταίων μουντιάλ• όταν οι ποδοσφαιρικοί αστέρες έχουν απομυζηθεί κατά τη διάρκεια της ποδοσφαιρικής σεζόν, πού αντοχές για περίτεχνες ντρίπλες στους εθνικούς αγώνες. Η επιλογή λοιπόν της έμφασης μοιραία θα κατευθυνθεί εκεί όπου το «χρήμα χορεύει για σένα». Η εποχή των εθνικών ηρώων παρέρχεται και αντικαθίσταται από την εποχή όπου η αξία συναρτάται με το πόσες φανέλες θα πουλήσει ο αθλητής στην μπουτίκ της ομάδας. Αυτό, όμως, προϋποθέτει τη θέση στο λατρευτικό οπαδικό φαντασιακό, άρα και συνεχή παρουσία στις υποχρεώσεις της ομάδας.
Η περίπτωση του Γιάννη Αντετοκούνμπο παρουσιάζει μια επιπλέον διάσταση που την καθιστά ακόμα πιο παραδειγματική για τις εντάσεις που αναπτύσσονται στον χώρο του αθλητισμού σε σχέση με την ισορροπία των διαφορετικών ταυτοτικών προσδέσεων. Ο Αντετοκούνμπο, γεννημένος στην Αθήνα από νιγηριανούς γονείς το 1994, θύμα ενός νομικού παράδοξου της ελληνικής δημοκρατίας, θα πάρει την ελληνική υπηκοότητα μόλις κλείσει τα 18 του χρόνια. Ταυτόχρονα, μακριά από τη χώρα καταγωγής του, τη Νιγηρία, δεν θα έχει ούτε τη νιγηριανή υπηκοότητα. Θα μεγαλώσει, δηλαδή, ως ένας άνθρωπος ανάμεσα στην ιδέα της εθνικότητας, σε μια κοινωνία η οποία του αρνούνταν την επιλογή, καθιστώντας τον μια οριακή περίπτωση ύπαρξης. Όπως και όλοι οι πρόσφυγες, ο Αντετοκούνμπο θα κουβαλήσει την απουσία ριζών και εδάφους, κινούμενος σε μια επικράτεια πολιτών ως πολίτης υπό δοκιμή. Η επιλογή του από τους Μιλγουόκι Μπακς για τα ντραφτ του ΝΒΑ θα βοηθήσει την ταχεία ανάδειξη της περίπτωσής του, επιτρέποντάς του τόσο τον εθνοτικό προσδιορισμό όσο και μια καριέρα στρωμένη με προσδοκίες. Άλλο ένα παράδοξο της απόδοσης εθνικής ταυτότητας: ο Αντετοκούνμπο αναγνωρίζεται ως Έλληνας τη στιγμή ακριβώς που θα εγκαταλείψει την εδαφική επικράτεια της χώρας για να γίνει κάτοικος Ηνωμένων Πολιτειών. Η στιγμή της αναγνώρισης θα συνοδευτεί από την πορνογραφική έκθεση στη δημοσιότητα όλων των αντιξοοτήτων που ξεπεράστηκαν στην πορεία προς την επιτυχία: τα σχολικά χρόνια και οι αλάνες των Σεπολίων, η εργασία και η πώληση γυαλιών και άλλων αντικειμένων για να βγουν τα προς το ζην κτλ. Ένα παραμύθι κοινωνικής κινητικότητας βασισμένο στο ταλέντο που δρα ως μυητική τελετή ένταξης στο ελληνικό έθνος• ο Αντετοκούνμπο γίνεται Έλληνας και λόγω της μαχητικότητάς του.
Το οξύμωρο λοιπόν που αναδύεται εδώ είναι ότι η μετάβαση από την επικράτεια της ανυπαρξίας υπηκοότητας σε αυτήν της ελληνικής εθνικότητας συντελείται με τη μεσολάβηση της μετατροπής του παίκτη της αλάνας σε εμπόρευμα. Είναι το μέγεθος της ανταλλακτικής αξίας του Αντετοκούνμπο στην αγορά του ΝΒΑ που τον μετατρέπει σε εθνικό σύμβολο και οδηγεί σε μια παροξυσμική φίλαθλη λατρεία. Αυτή η αντικειμενική μεσολάβηση είναι που δημιουργεί την ψευδή, φαντασιακή εικόνα μιας άλλης μεσολάβησης: αυτής που τοποθετεί την ελληνική υπηκοότητα στο μέσον της προσφυγιάς και του εμπορεύματος, επιτρέποντας στον μέσο φίλαθλο να απολαύσει την επιτυχία του Αντετοκούνμπο ως δική του. Στη βάση αυτής της ψευδούς μεσολάβησης είναι που ο μέσος φανατικός ελληναράς εξεγείρεται: πώς είναι δυνατόν αυτός, ένας μαύρος, ένας πρόσφυγας να περιφρονεί την χώρα που τον ανέδειξε, που τον έκανε πολίτη της; Η συγκάλυψη της χρονικής αλληλουχίας των γεγονότων είναι που επιτρέπει την απώθηση της συνθήκης ανυπαρξίας που βιώνει ο πρόσφυγας μέχρι να γίνει υπήκοος.
Ο πρόσφυγας διαφεύγει από το καθεστώς ανυπαρξίας μόλις οι αθλητικές του ικανότητες τον αναδείξουν ως διαφιλονικούμενο σώμα για το εθνικό κράτος που τον φιλοξενεί και το άθλημα στο οποίο δείχνει ικανός να διακριθεί. Η μπασκετική ικανότητα του Γιάννη Αντετοκούνμπο τον κατέστησε, αυτόν τον ήδη δύο μέτρα και έντεκα εκατοστά άντρα, ξαφνικά ορατό. Η διπλή πολιτογράφηση σε ένα εθνικό σώμα και σε μία επαγγελματική ομάδα υψηλού επιπέδου συνοδεύτηκε με τη δική του κίνηση προς τα πίσω• την επιστροφή στις αλάνες και τους αγώνες επίδειξης για την προώθηση του αθλητισμού. Σ’ αυτούς τους αγώνες με την πλήρη τηλεοπτική κάλυψη και το μπετονένιο φόντο της υποβαθμισμένης συνοικίας φαίνεται ξεκάθαρα πώς η συνειδητοποίηση της καταγωγής δεν μπορεί να ξεφύγει από τη μοίρα της κυριαρχημένης ορατότητας: στην ενσωμάτωση σε ένα σύστημα ανταγωνισμού μεταξύ του στενά εθνικού υπό το πρίσμα της υπηκοότητας και του διεθνούς υπό το πρίσμα του θεάματος, όπου το δεύτερο επελαύνει χωρίς να αφήνει ούτε σκιά να διαφεύγει από τα φώτα του. Υπ’ αυτήν την έννοια δικαιολογείται και η γραφική ανακοίνωση της ΕΟΚ. Σε ένα χαμένο εκ των προτέρων παιχνίδι το να πετάς και μια μπάλα στην εξέδρα δεν κάνει τίποτα ουσιαστικό, προσφέρει ωστόσο μια ψυχολογική ανακούφιση.