unfollow-sindromes
unfollow-sindromes
FREE - ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ - UNFOLLOW 81 - ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ

Μια αστική διένεξη Υλικό για μυθιστόρημα και ταινία…

| Τεύχος Νοέμβριος 2018

Μπορεί να ήταν αφορμή για ένα μεγάλο μυθιστόρημα, για μια ταινία χορταστική σαν εκείνες τις παλιές των γάλλων σκηνοθετών... Τίτλος: «Μια αστική διένεξη».


Σκηνή Πρώτη: Αθήνα, 1957. Στο γραφείο της εκδότριας Ελένης Βλάχου στους πάνω ορόφους της Σωκράτους 57. Στα χέρια της η φρεσκοτυπωμένη εφημερίδα. Το βλέμμα στην προσωπική της στήλη. «Επίκαιρα», ο τίτλος της και με το «Ε.» η υπογραφή της. Ημερομηνία 20 Φεβρουαρίου 1957 – έναν χρόνο μετά τη νίκη του νεότευκτου κομματικού σχηματισμού της Εθνικής Ριζοσπαστικής Ενώσεως (ΕΡΕ) υπό τον Κωνσταντίνο Καραμανλή. Η οικογενειακή εφημερίδα των Βλάχων υποστηρίζει με θέρμη τον πολιτικό από την Πρώτη Σερρών και η εκδότρια είναι διατεθειμένη, προκειμένου να υπερασπίσει την τιμή και την υπόληψή του, να ανοίξει πόλεμο με τους συναδέλφους της. Εκείνη την Τετάρτη 20 Φεβρουαρίου 1957 και με αφορμή την υπόθεση του βουλευτή Δωδεκανήσου της ΕΡΕ Σάββα Παπαεμμανουήλ (υπόθεση του Σισμανόγλειου Νοσοκομείου) η Ελένη Βλάχου γράφει για την «οικογενειακή ευθύνη» και απαιτεί «Δικαιοσύνη» (όπως και ο τίτλος της στήλης εκείνης της ημέρας). «Αν θυμούνται οι άνθρωποι την πρόσφατη ιστορία θα ξέρουν ότι οι αυστηρότεροι διά τους συγγενείς των άλλων, έχουν δικούς τους, που δεν τιμούν διόλου το οικογενειακό όνομα. Εις το Παρίσι, τρεις γνωστοί Ελληνες ζουν αυτοεξόριστοι…»

Και εκεί κάπου αρχίζει το γλέντι. Η Ελένη Βλάχου γράφει για τον Άδωνι Κύρου, τον «ανηψιό Κύρου», μια και ο θείος του, ο Κύρος Κύρου, διευθύνει πλέον μόνος του την οικογενειακή εφημερίδα Εστία.

Η βασική κατηγορία για τον «ανηψιό Κύρου» είναι ότι δεν τολμά να εμφανιστεί ενώπιον της Δικαιοσύνης της πατρίδας του. Η Βλάχου δεν προχωρά παρακάτω, δεν αποκαλύπτει τον λόγο… Συν τηρεί ένα μυστήριο γύρω από το πρόσωπο και τις πράξεις του. Άλλωστε, ο στόχος της δεν είναι ο «ανηψιός», αλλά ο «θείος». Και αυτό γιατί ο τελευταίος είχε πρωταγωνιστικό, καταλυτικό ρόλο στην αποκάλυψη του σκανδάλου στο Σισμανόγλειο Νοσοκομείο με δράστη τον βουλευτή Παπαεμμανουήλ. Μόνο που έκανε ένα λάθος – θέλησε να χρεώσει και στον Καραμανλή το σκάνδαλο του βουλευτή του και αυτό ήταν αιτία πολέμου για τη Βλάχου.

Σκηνή Δεύτερη: Στο τριώροφο νεοκλασικό κτίριο επί της οδού Ανθίμου Γαζή 7 –το στρατηγείο της οικογενειακής εφημερίδας Εστία δίπλα στην Παλιά Βουλή– το καμπανάκι έχει ήδη χτυπήσει…

Ο «θείος Κύρου» αποδέχεται την πρόκληση και απαντά στην εκδότρια της Καθημερινής. Η σύγκρουση δεν ήθελε δα και πολύ για να γενικευτεί. Την Πέμπτη 21 Φεβρουαρίου 1957, η Βλάχου επανέρχεται και εξιστορεί τα της δράσης του «ανηψιού Κύρου» την περίοδο της Κατοχής. Η Βλάχου κάνει αναφορές στο ΕΑΜ, στην ΕΠΟΝ και την ΟΠΛΑ, ενώ τον συνδέει πλήρως με τη δολοφονία του πρώην συντρόφου του και παιδικού φίλου Κίτσου Μαλτέζου. Αλλά παρά τα αποκαλυπτήρια του «ανηψιού Κύρου», στόχος παραμένει ο «θείος Κύρου». Γι’ αυτό και η Βλάχου υψώνει και πάλι τη φωνή και απευθύνεται ίσια στον «θείο Κύρου»:

«Τέλειωσε η μασκαράτα της εθνικοφροσύνης […] σε μάθαμε […]» Σκληρές κουβέντες ανάμεσα σε εκδότες. «Θείε Κύρου, σε μάθαμε, σε καταλάβαμε, και από εδώ και πέρα, θα σου τα λέμε. Η τρομοκυρουκρατία τελείωσε».

Παρένθεση Πρώτη: Ο καβγάς στα δεξιά του πολιτικού φάσματος είχε στοιχεία μιας γενικευμένης αστικής διένεξης. Η τελευταία άνοιξε τον ασκό του Αιόλου και αναζήτησε διέξοδο και δικαίωση σε μια δολοφονία που διαπράχθηκε στις αρχές του δύσκολου 1944 – δεκατρία ολόκληρα χρόνια πριν από τα χρονογραφήματα και τα σχόλια…

Φεβρουάριος 1944: Ο 23χρονος Κίτσος Μαλτέζος τελειώνει τον σύντομο βίο του στο πεζοδρόμιο μπροστά από το άγαλμα του Λόρδου Βύρωνα στο Ζάππειο, πεσμένος από τις φονικές σφαίρες των πρώην συντρόφων του αδελφών Κουρουνιώτη – του Μικέ και του Νόνου.

Ο Μαλτέζος μέσα σε 2 χρόνια είχε διανύσει με φοβερή ταχύτητα όλο το φάσμα της νεανικής αντίστασης, από την κομμουνιστική ΟΚΝΕ στην εθνικιστική ΡΑΝ, και είχε βρεθεί στο κενό χωρίς καν αλεξίπτωτο.

Σκηνή Τρίτη: Την Παρασκευή 22 Φεβρουαρίου 1957 το δράμα κορυφώνεται. Ο λόγος δίνεται στον πατέρα του Κίτσου Μαλτέζου, τον Μακρυγιάννη Μαλτέζο. Η Ελένη Βλάχου τού παραχωρεί τη στήλη της. Κρατά όμως το δικαίωμα να προτάξει ένα πολύ μικρό απόσπασμα από την απάντηση της Εστίας: «… Ισχυρίσθη (σ.σ.: η Καθημερινή) ότι ο νεαρός υιός του αείμνηστου Αχιλλέως Κύρου… φυγοδικεί εις Παρισίους. Επρόκειτο περί κακοήθους ψεύδους… Εγκαταλείπουσα ήδη τα περί φυγοδικίας καταφεύγει εις ανεξέλεγκτον πλέον μυθιστόρημα περί φόνων» κτλ. κτλ.

Αντί άλλης απαντήσεως, δημοσιεύεται αυτούσια η επιστολή του Μακρυγιάννη Μαλτέζου.

«Φίλη “Καθημερινή”,

Δεν θα ήθελα να αναμιχθώ εις τας οιασδήποτε δημοσιογραφικάς διενέξεις. Επειδή όμως τας τελευταίας αυτάς τας ημέρας ανεφέρθη μία ιστορία, η οποία με αφορά και την οποίαν ομολογώ ότι θα ήθελα να αφήσω εις την λήθην, αναγκάζομαι να σας αναφέρω μερικά περιστατικά, τα οποία θα τοποθετήσουν το όλον ζήτημα εις την πραγματικήν του βάσιν.

Είμαι ο πατέρας του Κίτσου Μαλτέζου. Δεν πρόκειται να εξιστορήσω γεγονότα ήδη γνωστά. Πρόκειται μόνον να πιστοποιήσω μερικά εκ τούτων.

Εις απάντησιν χθεσινού σας χρονογραφήματος, η συνάδελφός σας “Εστία”, αναφερομένη εν αρθριδίω επί του ρόλου, τον οποίον έπαιξε ο Αδωνις Αχ. Κύρου εις την δολοφονίαν του παιδιού μου, προσεπάθησε να χαρακτηρίση όλα τα παρ’ υμών γραφέντα ως “μυθεύματα”. Δυστυχώς, δεν πρόκειται περί “μυθευμάτων”.

Ο Άδωνις Αχ. Κύρου, παιδικός φίλος του παιδιού μου από τα θρανία του δημοτικού σχολείου ακόμη, την στιγμήν που ευρέθη εν αδυναμία να τον αντιμετωπίση εις τον μεγάλον εθνικιστικόν αγώνα, τον οποίον την εποχήν εκείνην είχε αναλάβει –διότι , ως γνωστόν, ο Κίτσος Μαλτέζος την εποχήν εκείνην υπήρξεν ο αρχηγός και πρόεδρος όλης της εθνικιστικής φοιτητικής κινήσεως– δεν εδίστασε, μέλος ων της διοικούσης την κομμουνιστικήν φοιτητικήν παράταξιν της εποχής εκείνης, να τον καταδικάση εις θάνατον.

Είχε επιπλέον το θράσος να διαμηνύση τούτο εις το μελλοθάνατο παιδί μου.

Όντως, την 1ην Φεβρουαρίου ο φοιτητής τότε Κουρουνιώτης, κληρωθείς μεταξύ των υποψηφίων δολοφόνων, εξετέλεσε, κατ’ εντολήν της Διοικούσης Κομμουνιστικής Επιτροπής, της οποίας, επαναλαμβάνω, κύριος μοχλός και παράγων ήτο ο Άδωνις Αχ. Κύρου, την δολοφονίαν του παιδιού μου.

Ότε, μετά την δολοφονίαν, συνελήφθη ο αυτουργός Κουρουνιώτης και ενεκλείσθη εις τα κρατητήρια της Γενικής Ασφαλείας, ωμολόγησεν όχι μόνον την πράξιν του, αλλά συγχρόνως και τους υποκινήσαντας αυτόν.

Κατόπιν της ομολογίας ταύτης διετάχθη παρά της Γενικής Ασφαλείας η σύλληψις του Άδ. Κύρου. Όταν τα όργανα της Ασφαλείας μετέβησαν εις την επί της οδού Υπερείδου οικίαν του διά να τον συλλάβουν, ούτος προσεπάθησε, τη βοηθεία της μητρός του, να δραπετεύση.

Εκεί επυροβολήθη και επληγώθη εις τον πόδα, νομίζω –περί αυτού δεν είμαι βέβαιος– τραυματίας δε μετεφέρθη εις την Κλινικήν Σμπαρούνη, όπου ενοσηλεύθη υπό φρούρησιν επί τινας ημέρας, μέχρις ότου, τη μεσολαβήσει του τότε Πρωθυπουργού Ιωάννου Ράλλη, παρελήφθη παρά των γονέων του και απεκρύβη μέχρι της Απελευθερώσεως. Μετά ταύτην εφυγαδεύθη εις Γαλλίαν, όπου έκτοτε παρέμεινε, συνεχίζων την γνωστήν αντεθνικήν του δράσιν. Αύτη είναι η πραγματική ιστορία του δράματός μου της εποχής εκείνης.

Είναι αληθής ο ισχυρισμός του κ. Κ. Κύρου, ότι δεν υφίσταται δικαστική κατά του ανεψιού του δίωξις. Άλλα δεν ξέρω, αν γνωρίζη εις ποίον και διατί οφείλεται τούτο. Αναγκάζομαι σήμερον να του το αποκαλύψω. Εάν ο ανεψιός του δεν εδιώχθη, τούτο οφείλεται εις τον υποφαινόμενον, ο όποιος ότε εκλήθην, μετά την Απελευθέρωσιν, παρ’ ανακριτού των εν Αθήναις Δικαστηρίων διά να υποβάλω μήνυσιν και να ζητήσω, ως πολιτικός ενάγων την εκδίκασιν της εν λόγω υποθέσεως, η οποία καθ’ όλην την διάρκειαν και μέχρι τέλους της Κατοχής παρέμεινε, διά τους γνωστούς λόγους, εν ακινησία, ηρνήθην τούτο.

Η άρνησίς μου δε αύτη ωφείλετο εις δύο λόγους: Πρώτον, διότι η ψυχική μου καταστάσις, λόγω του δράματος το όποιον υπέστην, δεν μου επέτρεπε να αρχίσω ένα δικαστικόν αγώνα ο οποίος, εν τελευταία αναλύσει, δεν θα ικανοποιεί παρά ίσως μόνον ένα αίσθημα αντεκδικήσεως, και, δεύτερον, διότι σαν πληγωμένος πατέρας αντιμετώπιζα την θέσιν και των γονέων του Αδώνιδος Κύρου. Με τον Αχιλλέα Κύρου, καίτοι δεν μας συνέδεεν ιδιαιτέρα τις φιλία, εν τούτοις, ως παλαιοί συνδημόται εμεγαλώσαμε σχεδόν μαζί. Τον εγνώριζα ως τίμιον και ηθικόν άνδρα και άριστον οικογενειάρχην. Υπέστη ένα ατύχημα, του να έχη ένα κακό παιδί. Αυτό το ατύχημά του δεν ήθελα να το μετατρέψω εις δυστύχημα. Αρκετή η ιδική μου η δυστυχία. Αν περιέγραψα κάπως εκτενώς τα ανωτέρω πραγματικά γεγονότα, επαναλαμβάνω, ότι ηναγκάσθην να το κάμω προς αποκατάστασιν όχι της μνήμης του παιδιού μου, διότι αυτό δεν έχει ανάγκην αποκαταστάσεως, αλλά προς αποκατάστασιν μιας πραγματικής αληθείας, η οποία πολύ απέχει από το να είναι μύθευμα. Θα ήθελα να παρακαλέσω όπως δοθή τέρμα εις την υπόθεσιν ταύτην ή τουλάχιστον σε ό,τι αφορά την μνήμην του Κίτσου Μαλτέζου. Ο Κίτσος Μαλτέζος δεν υπάρχει πλέον. Ο Άδωνις Κύρου κατεδίκασε τον εαυτόν του, διότι οσονδήποτε και αν εξακολουθή να είναι ποτισμένος από το μίασμα της εποχής εκείνης, δεν είναι δυνατόν σε στιγμές ανανήψεως να αισθάνεται τύψεις διά τον άδικο σκοτωμό ενός αδελφικού του φίλου, τον οποίον ο ίδιος προεκάλεσε. Αυτό ας είναι η τιμωρία του.

Μετά τιμής

Μακρυγιάννης Μαλτέζος».

 

 

 

 

Σκηνή Τέταρτη: Παρίσι 1957. Ο Άδωνις Κύρου βρίσκεται στη γαλλική πρωτεύουσα από το 1945. Έχουν περάσει πλέον 12 χρόνια από τον ερχομό του και είναι έτοιμος να ξεκινήσει την πρώτη μικρού μήκους ταινίας του “La déroute”, «Η κατατρόπωση» στα ελληνικά.

Στην ταινία, όπως διαβάζω σε ενημερωτικό σημείωμα από έναν κύκλο προβολών της σε ειδικό αφιέρωμα, «ο Κύρου υιοθέτησε τις απόψεις του Βίκτωρος Ουγκώ για τον χώρο του Βατερλώ, για να στιγματίσει την παράλογη εκμετάλλευση μιας πολεμικής ήττας».

Αλλά πώς βρέθηκε ο «ανηψιός Κύρου» στο Παρίσι; Πάντως, όχι με τη μεγάλη ομάδα των υποτρόφων του γαλλικού κράτους που ταξίδευσε με το πλοίο «Ματαρόα».

Ο Ιωάννης Σοφιανόπουλος, υπουργός Εξωτερικών σε τρεις κυβερνήσεις εντός του 1945 (κυβερνήσεις Νικολάου Πλαστήρα, Πέτρου Βούλγαρη και Δαμασκηνού) πριν και μετά τη Βάρκιζα, παρέχει τα απαραίτητα ταξιδιωτικά έγγραφα και η οικογένεια Κύρου βρίσκει τον τρόπο ο 22χρονος Άδωνις –με τα κουσούρια που έχουν αφήσει στο κορμί του οι σφαίρες της αντεκδίκησης των εθνικιστών– να φτάσει με ασφάλεια στον τελικό προορισμό του.

Παρένθεση Δεύτερη: Μια εγγραφή στο Ημερολόγιο του συνιδρυτή της αντιστασιακής αστικής μη ΕΑΜικής οργάνωσης «Εθνική Δράσις» του Γιώργου Κ. Παππά (εκδόθηκε πρόσφατα) μας μεταφέρει στην Αθήνα της Κατοχής. Η εγγραφή είναι της Κυριακής 14 Φεβρουαρίου 1943.

«Ήρθε να με δη, σήμερα το πρωί, στο σπίτι ο Ποταμιάνος. Αυτό το ανοιχτόκαρδο παιδί […] Αντιμετωπίζω, κύριε Παππά, ένα πολύ λεπτό ζήτημα και θα ήθελα να με συμβουλέψετε. Πρόκειται για τον Άδωνι, τον υιό του κ. Κύρου, που είναι ένα από τα στελέχη του φοιτητικού τμήματος της Ε.Δ. […] Πολλοί συμφοιτητές του τον υποψιάζονται. Λένε πως έχει επαφές και φιλίες με φοιτητές που είναι δρώντα μέλη του Ε.Α.Μ., παρ’ ότι σε εμάς κάνει τον υπερεθνικόφρονα. Φοβούνται ότι τους πληροφορεί για τις κινήσεις μας».

Σχεδόν έναν μήνα μετά, την Τρίτη 9 Μαρτίου 1943, γίνονται τα αποκαλυπτήρια του διπλού ρόλου του Άδωνι Κύρου. Έχει πλέον ιδρυθεί η ΕΠΟΝ και οι κομμουνιστές της νεολαίας ΟΚΝΕ έχουν περάσει στις τάξεις της ενιαιομετωπικής οργάνωσης νέων του ΕΑΜ.

Το τι ακριβώς έγινε το μαθαίνουμε πάλι από εγγραφή στο ημερολόγιο του Γιώργου Κ. Παππά. «Ο Ποταμιάνος μού έφερε σήμερα την απόδειξη της προδοσίας του Άδωνι. Τα παιδιά που τον παρακολουθούσαν κατόρθωσαν να ανοίξουν την τσάντα του και βρήκαν ένα χαρτί με ονόματα και αριθμούς τηλεφώνου. Είναι τα ονόματα των διαφόρων υπευθύνων των Εθνικών Οργανώσεων: του Παναγιώτη και το δικό μου, του Αλεξιάδη, του Βήχου και πολλών άλλων. Ο γραφικός χαρακτήρας είναι του Αχιλλέα και δεν έχει κανένα λόγο να βρίσκεται στα χέρια του Άδωνι. Μου είπε, επίσης, ότι τα παιδιά είχαν παρατηρήσει ότι σχεδόν κάθε μέρα τηλεφωνούσε από έναν θάλαμο του Πεδίου του Άρεως και πήγαινε μετά με πολλές προφυλάξεις στο 40 της οδού Φυλής. […] Τηλεφώνησα του Αχιλλέα και δώσαμε ραντεβού σπίτι του για την Πέμπτη στις 5.00».

Η συνέχεια και η κορύφωση στην επόμενη εγγραφή:

«Σηκώνομαι και του δίνω το χαρτί. “Βρέθηκε αυτό το χαρτί στην τσάντα του υιού σου και σκεφτήκαμε ότι έπρεπε να σε ειδοποιήσουμε” […] Όρθιος, όπως είναι, κυττάζει το χαρτί και μένει ακίνητος. Το πρόσωπό του έγινε ωχρό. Μόνο τα χέρια του ακουμπισμένα στο γραφείο δείχνουν με μια σύσπαση πόσο έχει ταραχθεί. Τον ακούω που ψιθυρίζη στον εαυτόν του “Πώς είναι δυνατόν;” Συνέρχεται: “Σας ευχαριστώ”, μας λέει, “ακριβώς χθες το έψαχνα. Στο μέλλον θα είμαι πιο προσεκτικός”. […] θέλει να μείνει μόνος […] Δίνει την εντύπωση ότι έχει απότομα γεράσει».

Οι επόμενες εγγραφές του Παππά είναι από την εποχή της Απελευθέρωσης στην Αθήνα. Από συναντήσεις τους στην εφημερίδα Ελληνικόν Αίμα. Ο Παππάς ρωτά για όλα τα μέλη της οικογένειας του Κύρου εκτός του Άδωνι. Ο τελευταίος είναι σαν να μην υπάρχει…

Σκηνή Πέμπτη: 20 χρόνια μετά το δύσκολο ’44 ο Άδωνις Κύρου είναι ξανά στον τόπο του. Ο λόγος; Μια ταινία• μια ταινία μεγάλου μήκους για το Μπλόκο της Κοκκινιάς. Αν και ο ίδιος φαίνεται να έχει διαρρήξει τις σχέσεις του, εδώ και πολλά χρόνια, με το ΚΚΕ και τον Σταλινισμό της στράτευσής του, εντούτοις για την εκτέλεση της παραγωγής, σύμφωνα με όλες τις σχετικές ενδείξεις, κινητοποιείται ο μηχανισμός της ΕΔΑ (ηθοποιοί, τεχνικοί, δημοτικοί άρχοντες, κομματικά μέλη).

Τίτλος της ασπρόμαυρης ταινίας «Το Μπλόκο». Μουσική του Μίκη Θεοδωράκη και σενάριο του Γεράσιμου Σταύρου που η τελική του μορφή δουλεύεται από κοινού με τον σκηνοθέτη Άδωνι Κύρου και τον Jean-Paul Torok.

Ο Βασίλης Ραφαηλίδης στην απογευματινή εφημερίδα της ΕΔΑ, Δημοκρατική Αλλαγή, στις 8 Δεκεμβρίου 1965, γράφει για την ταινία: «Το Μπλόκο δεν αναπαριστάνει ούτε αποκαθιστά την ιστορία. Διερευνά απλώς το μηχανισμό του γεγονότος […] Η ταινία είναι στη γενική της γραμμή συνειδητά αντιδραματική […] Ο Κύρου παραμένει απόλυτα συνεπής με τον εαυτό του και πράγμα σοβαρότερο, με το αντιστασιακό κίνημα, το οποίο ούτε κατά διάνοια προδίδει, ούτε δημαγωγεί σε βάρος του».

Η ταινία προβάλλεται στην 6η Εβδομάδα Ελληνικού Κινηματογράφου στη Θεσσαλονίκη το 1965 και αποσπά τιμητική διάκριση, ενώ το 1966 επιλέγεται και προβάλλεται στην Εβδομάδα της Διεθνούς Κριτικής του 19ου Φεστιβάλ Καννών.

Ο Φώτης Αλεξίου γράφει σε ανταπόκρισή του στο διπλό τεύχος της Επιθεώρησης Τέχνης (τ. 137-138, 5-6 1966) για την ταινία του Κύρου: «Θα σημειώσω […] την θερμότατη υποδοχή που του έγινε από το κοινό και τους κριτικούς, την πολύ ενδιαφέρουσα συζήτηση που επακολούθησε ανάμεσά τους και τον σκηνοθέτη και τέλος την έκπληξη κι αγανάκτηση όλων σαν έμαθαν την πρόσφατη απαγόρευσή του. Το συναίσθημα αυτό μετατράπηκε αμέσως σε πράξη μια και συστήθηκε επιτροπή διαμαρτυρίας, συντάχθηκε ανάλογο κείμενο προς την ελληνική λογοκρισία που φέρει κιόλας διάσημες υπογραφές: Λουί Μπυνυέλ, Ζαν-Λυκ Γκοντάρ, Ζωρζ Σαντούλ […] Αλαίν Ρεναί».

Παρένθεση Τρίτη: Ο Αχιλλέας Κύρου πεθαίνει το 1950 στο Παρίσι όπου ζει ο γιος του.

Μετά την Απελευθέρωση εμπλέκεται σε μια πολύχρονη αντιδικία με τον Ιωάννη Βουλπιώτη, τον ισχυρό άνδρα της Siemens ήδη από την προπολεμική περίοδο. Ο Βουλπιώτης δικάζεται ως δωσίλογος και ο Κύρου καταθέτει εναντίον του.

Από την πλευρά του, ο Βουλπιώτης απαντά με τη δημοσίευση τής «Και τώρα προς Αχιλλέα Κύρου απάντησις», η οποία κυκλοφορεί σε ανάτυπο και με αυτήν τη μορφή κάνει ξανά την εμφάνισή της στην αστική διένεξη του 1957.

Ο Βουλπιώτης υποστηρίζει ότι ο νεαρός Κύρου δεν είχε άλλες οδυνηρές συνέπειες (ποινική δίωξη για ηθική αυτουργία στη δολοφονία Μαλτέζου, παράδοση στους Γερμανούς κτλ.) χάρη σ την παρέμβαση του τελευταίου κατοχικού πρωθυπουργού Ιωάννη Ράλλη, αλλά και την άμεση επέμβαση και προστασία του αστυνομικού διευθυντή Άγγελου Έβερτ.

Ο Άδωνις Κύρου πεθαίνει στο Παρίσι το 1985. Η σχέση με την οικογένειά του στην Αθήνα, αλλά και με την οικογενειακή εκδοτική επιχείρηση παραμένει μέχρι τέλους ισχυρή. Είναι ανιψιός και εξάδελφος και πάντα συνιδιοκτήτης.

Σκηνή Έκτη: Το «Μπλόκο» παίζεται στη Θεσσαλονίκη του 1965, αλλά η προβολή της ταινίας στις αίθουσες μπλοκάρεται από τη Λογοκρισία τους πρώτους μήνες του 1966. Ο Άδωνις Κύρου δεν είναι εδώ. Έχει φύγει μετά τη Θεσσαλονίκη παρακολουθούμενος διακριτικά από τις Υπηρεσίες Ασφαλείας, όπως αναφέρει ο ερευνητής-συγγραφέας Πέτρος Στ. Μακρής-Στάικος στο βιβλίο του Κίτσος Μαλτέζος – Ο Αγαπημένος των Θεών (η επανακυκλοφορία του έχει αναγγελθεί από τις Εκδόσεις της Εστίας).

Ένας καλός συνάδελφος μου στέλνει στο κινητό φωτογραφίες από τους τίτλους της ταινίας και τις πρωτότυπες αφίσες. Διαβάζω: Την ευθύνη της παραγωγής της ταινίας την έχει η Grift Film, ενώ ως παραγωγός εμφανίζεται ο Διονύσης Κουρουνιώτης. Διαβάζω επίσης ότι η διανομή της ταινίας γίνεται από την εταιρεία Αφοί Κουρουνιώτη.

Οι δράστες της δολοφονίας του Μαλτέζου είναι ο Μικές και ο Νόνος (Διονύσης) Κουρουνιώτης. Ο Μικές, που συλλαμβάνεται την ίδια μέρα, παραδίδεται τελικά στους Γερμανούς και εκτελείται στην Καισαριανή. Ο Νόνος το σκάει. Τι σχέση έχει ο Νόνος της δολοφονίας του Μαλτέζου με τον παραγωγό Διονύση Κουρουνιώτη;