Η συστατική αντινομία του Μετρό
Στη Θεσσαλονίκη Αρχαιολογικά ευρήματα μεγάλης επιστημονικής, ιστορικής και πολιτιστικής σημασίας έχουν γίνει αντικείμενο μια έντονης αντιπαράθεσης αποκαλύπτοντας όχι τόσο τον κακό πολιτικό σχεδιασμό, όσο μια συστατική αντινομία: ένα ανασκαφικό έργο κεντρικό κυρίως για την ταυτότητα της πόλης και δευτερευόντως για την ακαδημαϊκή έρευνα το αναλαμβάνει μια ιδιωτική εταιρεία.
Aυτό που συμβαίνει αυτές τις ημέρες στη Θεσσαλονίκη θα συνέβαινε αναπόφευκτα. Κατά τη διάρκεια των έργων για τη διάνοιξη του μετρό, οι ανασκαφές αποκάλυψαν σημαντικά ευρήματα από τη ρωμαϊκή και τη βυζαντινή περίοδο, μια πόλη κάτω από την πόλη, τα ερείπια μιας αδιάλειπτης κατοίκησης δυόμισι χιλιάδων ετών. Τα σημαντικότερα από τα ευρήματα αυτά ήρθαν στο φως στη συμβολή της Βενιζέλου με την Εγνατία, εκεί όπου προγραμματίζεται ο σταθμός Βενιζέλου: πρόκειται για ένα τμήμα 75 μέτρων της κεντρικής οδού Decumanus από τον 4ο και τον 6ο αιώνα, στοές και ένα τετράπυλο το οποίο δείχνει πως στο σημείο του σημερινού εμπορικού κέντρου της πόλης υπάρχει το εμπορικό κέντρο της πόλης από την εποχή του Γαλέριου και μάλιστα πως κάτω από το σημερινό σταυροδρόμι υπάρχει σταυροδρόμι ήδη από την πρωτοβυζαντινή περίοδο. Οι αρχαιολόγοι και όσοι έχουν επισκεφθεί τις ανασκαφές μιλάνε γι’ αυτό το μισοθαμμένο ακόμη πλέγμα δρόμων, στοών, καταστημάτων με επιστημονικό ενθουσιασμό ανάμικτο με το δέος και τη συγκίνηση που νιώθει κανείς μπροστά στην ύλη της ιστορίας. Κι ακόμη περισσότερο, μπροστά σε μια ιστορική συνέχεια πέρα από τις ιδεοληψίες για το έθνος ή τη γλώσσα του, που αφορά τις αστικές χρήσεις και τη δομή της πόλης, την καθημερινή ζωή και τα απομεινάρια της. Ήδη τα πρώτα εκατοστά ανασκαφής, το 2008, είχαν αποκαλύψει σόλες, πεταμένα κουμπιά και δεκάρες της δεκαετίας του 1950 και, καθώς οι τομές βάθαιναν, αναδύονταν το ένα μετά το άλλο τα φαντάσματα που συγκατοικούν στο υπέδαφος της πόλης: η ελληνική, η οθωμανική, η μεσαιωνική, η ρωμαϊκή Θεσσαλονίκη. Όπως είχε φανεί και πριν από δεκαπέντε χρόνια με τις ανασκαφές για την κατασκευή του υπόγειου πάρκινγκ στο Διοικητήριο, στη Θεσσαλονίκη τα ιστορικά στρώματα μπαίνουν το ένα μέσα στο άλλο, συμπλέκονται και συναιρούνται.
Καθώς λοιπόν η ανασκαφή είναι μέρος ενός δημόσιου έργου χρηματοδοτούμενου από την ανάδοχο εταιρεία του, την Αττικό Μετρό, η ιστορική και πολιτιστική αξία των ευρημάτων θέτει ένα δίλημμα ορίων. Το μετρό είναι απαραίτητο για την πόλη, η κατασκευή του έχει για χρόνια παραλύσει πολλές λειτουργίες του κέντρου και έχει κοστίσει τόσα χρήματα, που οποιαδήποτε αναστολή του έργου θα ήταν καταστροφική για την ανάδοχο εταιρεία αλλά κυρίως για την πόλη. Κατά την Αττικό Μετρό, αν ο σταθμός της Βενιζέλου ακυρωθεί λόγω των ευρημάτων, το κόστος θα είναι δυσαναπλήρωτο και θα ανασταλεί ολόκληρο το έργο. Από την άλλη, εάν ο σταθμός ολοκληρωθεί, τα εκδοτήρια των εισιτηρίων, οι σκάλες, οι αεραγωγοί θα αντικαταστήσουν αρχαιολογικές δομές πολλαπλής αξίας.
Καταρχάς για την επιστημονική έρευνα. Μέχρι τώρα η πρωτοβυζαντινή περίοδος της πόλης δεν είχε δώσει ευρήματα τέτοιας έκτασης και ανάλογης ποιότητας διατήρησης μέσα στο χρόνο. Φαίνεται πως οι ανασκαφές της Βενιζέλου αποτελούν κομβικό σημείο για την κατανόηση της εποχής και τη μετεξέλιξη της Θεσσαλονίκης στη δεύτερη σημαντικότερη πόλη του Βυζαντίου.
Δευτερευόντως, για την ιστορική ταυτότητα της πόλης, έτσι όπως έχει διαμορφωθεί κατά τον τελευταίο αιώνα της ελληνικής της κυριαρχίας. Η σύγχρονη Θεσσαλονίκη αυτοπροσδιορίζεται ως μεταίχμια πόλη, ευρωπαϊκή, βαλκανική και βυζαντινή. Η ρωμαϊκή και πρωτοβυζαντινή εμπορική οδός, χτισμένη κατά την περίοδο μεταφοράς της πρωτεύουσας της Αυτοκρατορίας από τη Ρώμη στο Βυζάντιο, συμβολοποιεί τη σύγκλιση Δύσης και Ανατολής, δεδομένου μάλιστα πως, από κάποια σχεδόν ειρωνική ιστορική αμεσότητα, το σημείο το οποίο έχει έρθει στο φως είναι τρίστρατο ήδη από την αρχαιότητα. Πόσο μάλλον που ο εμπορικός δρόμος αυτός αποτελεί, για τον τρόπο που αντιλαμβανόμαστε σήμερα τον δημόσιο χώρο της πόλης, συμπλήρωμα των ανακτόρων του Γαλέριου: εκείνα, λίγες εκατοντάδες μέτρα παρακάτω, στην Πλατεία Ναυαρίνου, είναι τα ίχνη μιας ηγεμονικής αρχιτεκτονικής• εδώ στο κέντρο της εμπορικής Θεσσαλονίκης, αναδύονται τα σημεία της κοινής χρήσης, της δημώδους αγοράς, της πραγματικής ζωής της πόλης, που υπερβαίνει τα όρια του μνημειακού.
Τέλος, για την πολιτιστική και οικονομική ζωή της σύγχρονης Θεσσαλονίκης. Προεκτείνοντας μια ευθεία από τον Λευκό Πύργο, την Πλατεία Ναυαρίνου και την Καμάρα, τα ευρήματα ορίζουν ένα ανοιχτό ιστορικό τοπίο, έναν δημόσιο χώρο πολλαπλής χρήσης. Το κέντρο της Θεσσαλονίκης, χτισμένο βίαια τις πρώτες μεταπολεμικές δεκαετίες, ασφυκτιά επιχειρώντας να αποκτήσει νέα πολεοδομική, κοινωνική και πολιτιστική ταυτότητα. Ένας ρηξικέλευθος σχεδιασμός θα βασιζόταν στα ευρήματα της Βενιζέλου για να χαράξει νέα πολιτική για τη Θεσσαλονίκη και το κέντρο της. Ο αρχαιολογικός κόμβος της Βενιζέλου θα μπορούσε να γίνει σημείο συνάντησης και ανάπτυξης αντίστοιχο της Πλατείας Ναυαρίνου, ίσως και με ακόμη μεγαλύτερη δυναμική, καθώς η περιοχή έχει εδραιωμένο εμπορικό χαρακτήρα και αποτελεί ήδη πόλο τουριστικής έλξης.
Γύρω από το δυσεπίλυτο αυτό δίλημμα αρθρώνεται σήμερα ένας οξύς διάλογος μεταξύ όσων προκρίνουν την ολοκλήρωση του μετρό και όσων υποστηρίζουν τη διατήρηση του αρχαιολογικού τόπου. Το Κεντρικό Αρχαιολογικό Συμβούλιο με τη συνεδρίασή του της 15ης Ιανουαρίου 2013 έδωσε μια λύση κατ’επίφαση σολομώντεια: να κατασκευαστεί ο σταθμός αλλά ο τόπος να μην καταστραφεί, να αποσυναρμολογηθούν τα ευρήματα, να μεταφερθούν και να αποθηκευτούν στο Στρατόπεδο Παύλου Μελά περιμένοντας την ώρα που θα γίνει δυνατή η επανέκθεσή τους σε μια προσομοίωση της αυθεντικής τους διάταξης. Παραβλέποντας την αμήχανη έκπληξη που μπορεί να προκαλεί μια τέτοια ντισνεϊλαντική αντιμετώπιση του ίχνους της ιστορίας από το υψηλότερο θεσμικό αρχαιολογικό όργανο, αξίζει τον κόπο να σταθούμε στην αιτιολόγηση της απόφασης: εάν ο σταθμός της Βενιζέλου καταργηθεί, ισχυρίζεται το ΚΑΣ, η απόσταση ανάμεσα στους επιβιώσαντες δύο σταθμούς, πριν και μετά τη Βενιζέλου, θα είναι ένα περίπου χιλιόμετρο, και έτσι θα ακυρώνεται η λειτουργικότητα του μετρό στο κέντρο της πόλης. Ας επισημάνουμε πως πρόκειται για το ΚΑΣ που τις ίδιες ημέρες δεν έδωσε άδεια δανεισμού δύο υστεροβυζαντινών εικόνων στην έκθεση Hell As στο Παρίσι, γιατί έτσι θα απειλείτο τάχα ο λατρευτικός χαρακτήρας τους. Αντίστοιχης ελεγχόμενης νηφαλιότητας ήταν και η τοποθέτηση του ακαδημαϊκού, καθηγητή της αρχαιολογίας και συμβούλου της Αττικό Μετρό, Μ. Τιβέριου, ο οποίος συνέκρινε τα ευρήματα με τα τείχη της πόλης, που κατεδαφίστηκαν στα τέλη του 19ου αιώνα για λόγους υγιεινής.
Ο Σύλλογος Αρχαιολόγων προτείνει τη λειτουργική και εκθεσιακή ένταξη των ευρημάτων στο σταθμό του μετρό κατά το πρότυπο της ένταξης ανασκαφικών τομών σε σταθμούς του αθηναϊκού μετρό. Αν και επίσης αμήχανη, αυτή η λύση τουλάχιστον διασφαλίζει την επιβίωση του αρχαίου τόπου. Και φαίνεται να κερδίζει έδαφος. Ο Γιάννης Μπουτάρης, παρόλο που αρχικά φάνηκε να υποστηρίζει τη μεταφορά των ευρημάτων, έχει πλέον ταχθεί ολόθερμα στη διατήρηση του αρχικού τόπου και στη συνύπαρξη των αρχαιοτήτων με το σταθμό. Ακόμη και το ΚΑΣ φαίνεται να προσανατολίζεται σε αναθεώρηση της γνωμοδότησής του.
Σε μια πόλη η οποία την τελευταία εικοσαετία έχει πρωτοστατήσει στην άνοδο ενός καινοφανούς, επικίνδυνου και αστείου πατριωτισμού, η διαμάχη γύρω από τα ευρήματα της Βενιζέλου προδίδει την καιροσκοπική και σχετικά ασυνάρτητη πολιτεία ενός μέρους της πολιτικής και ακαδημαϊκής κοινότητας. Η χάραξη της γραμμής του μετρό πάνω στον άξονα της Εγνατίας ήταν αναπόφευκτο να θέσει αργά ή γρήγορα ανάλογα διλήμματα. Το πρόβλημα εν προκειμένω δεν είναι ο προφανής κακός σχεδιασμός. Είναι μια συστατική αντινομία: ότι ένα ανασκαφικό έργο κεντρικό κυρίως για την ταυτότητα της πόλης και δευτερευόντως για την ακαδημαϊκή έρευνα το αναλαμβάνει μια ιδιωτική εταιρεία.