Ποιός μιλάει για το μέλλον; Οι γραμματικές της κρίσης
Mέσα σ’ ένα κατ’ όνομα διαφωτιστικό, φιλελεύθερο και νεωτεριστικό πρότζεκτ, η πολιτική ρητορική τού «συντελεσμένού μέλλοντα» αναγνωρίζει μεν τα υποκείμενα ως υποκείμενα δικαιωμάτων, τούς υποβάλλει όμως μια κατάσταση έκτακτης ανάγκης κατά την οποια τούς τα στερει. Μια απάντηση σε αυτό μπορούμε να διακρίνούμε στην καλλιτεχνική έκφραση και στη χρήση τού «αρχειακού ενεστώτα»...
Ποιος είναι ο γραμματικός χρόνος της σημερινής οικονομικής και κοινωνικής κρίσης; Ποιος είναι ο γραμματικός χρόνος στον οποίον μιλούν οι πολιτικοί και οι πολιτικές; Ποιος και πώς μας μιλάει σήμερα για το μέλλον; Το ερώτημα φαίνεται ίσως περιττό (όλες οι πολιτικές για το μέλλον μιλάνε, στο όνομά του υπόσχονται, θα πείτε). Ή ίσως όχι της στιγμής (πού τώρα καιρός για γραμματικούς χρόνους…). Είναι όμως πιο καίριο στη σημερινή συγκυρία απ’ ό,τι νομίζουμε.
Ας θυμίσω, για παράδειγμα, το προεκλογικό σποτ της Νέας Δημοκρατίας με τα παιδάκια στο σχολείο («η Ελλάδα δεν είναι στο ευρώ, κύριε;»). Το σποτ ενόχλησε ως συναισθηματικός εκβιασμός. Το κρίσιμο στοιχείο του όμως ήταν άλλο: η ρητορική χρήση του χρόνου.
Ποιος είναι ο χρόνος για τον οποίον μιλάει το σποτ, πότε συμβαίνουν όλα όσα δείχνει; Σύμφωνα με τη συλλογιστική του, σε ένα μέλλον πολιτικής δυστοπίας, κατά το οποίο η Ελλάδα θα έχει φύγει από το ευρώ. Εκτος αν… Αν πειθάρχηση, νοικοκύρεμα, «κατάσταση έκτακτης ανάγκης», άρση κεκτημένων, άρση δικαιωμάτων, ενδεχομένως και ελευθεριών, κατισχύσουν για κάποιο διάστημα, τότε, φαίνεται να υπονοεί το βίντεο, θα έχει υπάρξει ένα άλλο μέλλον, κατά το οποίο η χώρα θα έχει παραμείνει στο ευρωπαϊκό νόμισμα, θα έχει παραμείνει μέλος της ευρωπαϊκής οικογένειας, κι ο δάσκαλος δεν θα έχει ταπεινωθεί από το «γιατί, κύριε;» των μαθητών του. Το προεκλογικό σποτ δεν μίλαγε για το μέλλον, αλλά γι’ αυτόν το χρόνο που κάποτε στο σχολείο ονομάζαμε συντελεσμένο μέλλοντα.
Ο συντελεσμένος μέλλων λοιπόν. Ο γραμματικός χρόνος που ορίζει σήμερα την πολιτική διαχείριση της κρίσης περισσότερο από κάθε άλλον. Γιατί η πολιτική ρητορική και η πολιτικοκοινωνική φιλοσοφία που εκφράζει μια νεοφιλελεύθερη άποψη κυβερνησιμότητας (αν και όχι μόνον αυτήν), δεν υπόσχονται πια ότι όλα θα πάνε καλύτερα, όλα θα γίνουν, όλα θα επιλυθούν. Μιλούν αντίθετα τη γλώσσα του συντελεσμένου και την προβάλλουν και στο μέλλοντα. Η κατάσταση έκτακτης ανάγκης την οποία διαχειρίζονται προτείνεται ως η κατάσταση η οποία θα έχει αυτοακυρωθεί σε κάποιο σημείο στο μέλλον – όταν τα υποκείμενα για τα οποία σήμερα δικαιώματα και κατακτήσεις αίρονται θα είναι «έτοιμα» να τα ξαναποκτήσουν. Αυτή είναι και η ειδοποιός διαφορά του συντελεσμένου μέλλοντα από άλλες μορφές μελλοντικότητας, όπως παρατηρεί, μελετώντας τις πολιτικές για τους αυστραλούς αβοριγίνες, η αμερικανίδα ανθρωπολόγος Ελίζαμπεθ Ποβινέλλι, στο πολύ πρόσφατο βιβλιο της Οικονομίες της εγκατάλειψης [Economies of Abandonment]. Η πολιτική ρητορική του συντελεσμένου μέλλοντα λειτουργεί ακριβώς γιατί, μέσα σ’ ένα κατ’ όνομα διαφωτιστικό, φιλελεύθερο και νεωτεριστικό πρότζεκτ, αναγνωρίζει μεν τα υποκείμενα ως υποκείμενα δικαιωμάτων, τους υποβάλλει όμως μια κατά-σταση έκτακτης ανάγκης κατά την οποία τους τα στερεί. Ο μέλλοντας τον οποίον υπόσχεται είναι ένας μέλλοντας που ήδη έχει συντελεστεί (και ήδη κατοικείται: από άλλους) πλην όμως, προς το παρόν, για κάποιους αίρεται.
Ποιο είναι το αντίθετο αυτού του συντελεσμένου μέλλοντα; Πώς κανείς μπορεί να του αντισταθεί; Την πιο ενδιαφέρουσα απάντηση αυτήν τη στιγμή τη δίνει, νομίζω, στην Ελλάδα η τέχνη. Η οποία δεν μιλάει για ένα άλλο μέλλον, δεν αντιστρατεύεται δηλαδή τον συντελεσμένο μέλλοντα, δεν πάει να παίξει στο δικό του στρατόπεδο. Κοιτάζει αντίθετα στο αρχείο του παρελθόντος και μιλάει για ένα ριζοσπαστικό παρόν. Ο χρόνος που χρησιμοποιεί, σε αντίσταση ακριβώς προς τον συντελεσμένο μέλλοντα, είναι αυτός που θα ονόμαζα αρχειακός ενεστώτας.
Στη σημερινή Ελλάδα της εξαίρεσης, της έκτακτης ανάγκης και της διακινδύνευσης, αρχίσαμε να κοιτάμε ξανά προς το παρελθόν. Η ελληνική ιστορία γίνεται λαϊκό ανάγνωσμα, οι εφημερίδες γεμίζουν αφιερώματα σε ιστορικές περιόδους, η τηλεόραση έχει μόνιμες εκπομπές αρχείου, στο ραδιόφωνο υπάρχουν ειδικές ζώνες που παίζουν πρόσφατο ηχητικό υλικό, συχνά προς διακωμώδηση, οι ιστορικές σειρές στους εκδοτικούς οίκους πληθαίνουν όσο κι αν ο εκδοτικός χώρος συρρικνώνεται. Την ίδια στιγμή, το Εθνικό Θέατρο στην Αθήνα, αδειάζει τις αποθήκες και το βεστιάριό του και βγάζει τα σκηνικά και τα κοστούμια των παλιών παραστάσεων στους δρόμους γύρω από το κτίριο Τσίλερ, καλώντας τους πολίτες να συμμετάσχουν σε διαδραστικά δρώμενα. Τo παρελθόν, σαν το υλικό κατακάθι μιας παλιάς παράστασης, βγαίνει και ανακατεύεται στους δρόμους, ζητώντας από τους πολίτες να το τοποθετήσουν κριτικά μέσα στην καθημερινότητά τους.
Αυτό που κάνει το Εθνικό Θέατρο δεν το αναφέρω σαν να είναι η μεταφορά ενός «πιο σοβαρού» και γενικευμένου ιστορικού αναστοχασμού∙ υπονοώ ακριβώς το αντίθετο: ότι δηλαδή η πιο ρηξικέλευθη δουλειά γίνεται όχι από τους ιστορικούς, αλλά από τους δημιουργούς που, σε διαφορετικά είδη, ξαναγυρίζουν στο πολιτισμικό αρχείο με μια διάθεση ριζοσπαστική και εικονοκλαστική. Βλέπουν το παρελθόν ως ίζημα που είναι συνεχώς παρόν γύρω μας και τώρα, και το πολιτιστικό αποτύπωμά του ως ένα αρχείο που σε πολλά του σημεία είναι προβληματικό, τόσο προβληματικό όσο και το κοινωνικοοικονομικό σημερινό αδιέξοδο. Αυτό που λέμε (πολιτισμική) ταυτότητα, από υπαρξιακή σιγουριά γίνεται έτσι πιεστικό αναλυτικό ερώτημα. Μια αναζήτηση σ’ ένα αρχείο που έχει πρόβλημα, και σε σχέση με το οποίο καλείται κανείς κάθε στιγμή να ανατοποθετηθεί (έστω και αν αυτό σημαίνει να ξανασκεφτεί, με το σώμα του, το σώμα του δημιουργού ή του θεατή, τι θέση θα πάρει μες στο αρχείο που λέμε ταυτότητα). Την τάση αυτή μπορεί κανείς να τη δει τα τελευταία δύο χρόνια πολύ έντονα στα εικαστικά, στον κινηματογράφο, στο θέατρο, και, ως ένα σημείο, και στη λογοτεχνία. Παραδειγματική της στιγμή είναι οι σκηνές σωμάτων σε κρίση, στα όριά τους ή σε διέγερση, και από πίσω να τρέχει αρχειακό κινηματογραφικό ή άλλο υλικό από τον ελληνικό εικοστό αιώνα (όπως συνέβαινε, π.χ. στην παρά-σταση Πόλη Κράτος του θιάσου Κανιγκούντα, στην παράσταση Παρθενώνας του Χρήστου Θεοδωρίδη και στην ταινία Χώρα Προέλευσης του Σύλλα Τζουμέρκα)∙ παραδειγματικές είναι οι φωτογραφίες του Γιάννη Καρλόπουλου με τον Παρθενώνα και την Αθήνα σε καρτ ποστάλ του ’60 επιχρωματισμένη, και από πάνω καπνοί από τα γεγονότα του 2008 ή τις διαδηλώσεις του 2011. ή οι εγκατα-στάσεις με σπασμένα αγάλματα, μεγάλες φωτογραφίες αρχείων σε αποσύνθεση και άλλο πρόσφατο αρχειακό υλικό (αφίσες του ΕΟΤ, στολές της Ολυμπιακής, ντοκιμαντέρ από τη Μεταπολίτευση), συνδυασμένες με φωτογραφίες και ήχους από τις πρόσφατες συγκεντρώσεις των αγανακτισμένων και τις διαδηλώσεις εναντίον της κρίσης, όπως ήταν στην 3η Μπιενάλε της Αθήνας «Μονόδρομος» στην Αθήνα τον περασμένο χειμώνα. Τηρουμένων των αναλογιών, ένα τέτοιο παράδειγμα ήταν και η πρόσφατη παράσταση Αθανάσιος Διάκος: Η επιστροφή της Λένας Κιτσοπούλου, που παίχτηκε στο Φεστιβάλ Αθηνών και δημιούργησε τις γνωστές αντιδράσεις, με κορυφαία το εξώφυλλο που διαμαρτυρόταν ότι «Έβγαλαν τον Αθανάσιο Διάκο σουβλατζή, κερατά και συζυγοκτόνο» και την επερώτηση βουλευτή Πολύδωρα που καλούσε «Να μην παραδοθούμε σε ανιστόρητους διαστρεβλωτές, ψυχανώμαλους καλλιτέχνες». [Οι αντιδράσεις αυτές έδειξαν βεβαίως και κάτι άλλο: το πολιτισμικό αρχείο γίνεται σήμερα όχι μόνο υλικό αναστοχασμού και πεδίο πολιτικής συνειδητοποίησης∙ παραμένει και τόπος ανταγωνισμού και βίαιης αντιπαράθεσης. Γιατί όσο κάποιοι κομματιάζουν δημιουργικά το πολιτισμικό αρχείο προσπαθώντας να εκφράσουν τη σημερινή κατάσταση διακινδύνευσης, άλλο τόσο κάποιοι άλλοι ξεφεύγουν σε όλο και πιο συντηρητικές οπτικές του παρελθόντος, τους παρόντος και του μέλλοντος, ανα-μυθοποιώντας την πολιτιστική τους ταυτότητα και εκφέροντας δι’ αυτών των μύθων τις πιο μισαλλόδοξες πολιτικές θέσεις και κοινωνικές πρακτικές.]
Το γεγονός παραμένει, και σ’ αυτό θέλω να επιμείνω: Η πιο δημιουργική αυτήν τη στιγμή ελληνική σκέψη προσπαθεί να επαναφέρει το παρελθόν όχι για να το λιβανίσει, αλλά για να το κάνει άνω -κάτω ως υλικό, να το βραχυκυκλώσει, πριν προσπαθήσει ίσως, κάπου στα γυμνά του καλώδια, να βρει μιαν άλλη άκρη.
Σε επίπεδο καλλιτεχνικής έκφρασης αυτή η γενικότερη τάση εκφέρεται, στα διαφορετικά είδη τέχνης, με ποιητικές στρατηγικές και σε φόρμες που δεν είναι καινούριες, έχουν αντίθετα μακρά ιστορία στο πλαίσιο του μεταμοντέρνου: παστίς, αρχείο, ειρωνεία, αυτοβιογραφικός λόγος, αισθητικοποίηση του αρχειακού υλικού, αυτοσχεδιασμός και devised theatre, site specific performance. Το καινούριο είναι ότι όλες αυτές οι οικείες ποιητικές λύσεις και τα στυλ έρχονται σήμερα να συνδεθούν, να συνεκφερθούν και να ενταχθούν, αυτήν τη στιγμή της διακινδύνευσης, σε ένα γενικότερο σύνολο. Το ονομάζω, για να συνεννοούμαστε, αναταραχή αρχείου. Και θεωρώ την αναταραχή αρχείου την πιο ενδιαφέρουσα τάση έκφρασης σήμερα στην Ελλάδα. Τα χαρακτηριστικά της:
- Γυρίζει στο αρχείο του παρελθόντος και το χρησιμοποιεί χωρίς απαραιτήτως να βγάζει συμπεράσματα ή διδάγματα. Το χρησιμοποιεί στην υλικότητά του, ανακατεύοντας στοιχεία, κάνοντας εικονοκλαστικές συνδέσεις, υπονομεύοντας τη συνοχή του, παρωδώντας, δημιουργώντας θόρυβο, εκεί ίσως που κανείς θα περίμενε μουσική.
- Την επιστροφή στο παρελθόν τη συνδυάζει με εικόνες/εμπειρίες/εντάσεις του σήμερα, του τώρα. Έτσι, από τη μια το παρόν γίνεται και αυτό μέρος ενός αρχείου, η εμπειρία του γίνεται και αυτή αρχειακή, και, από την άλλη, το παρελθόν πλαισιώνεται από την επιτελεστική αγωνία του διακινδυνευμένου παρόντος.
- Τα σύγχρονα έργα που τείνουν να ακολουθούν αυτή την αναταραχή αρχείου επιμένουν/επικεντρώνουν στο σώμα, ή επιτείνουν την εμπειρία της σωματικής πρόσληψης αυτής της σχέσης με το αρχείο στο τώρα [άλλωστε, και η ίδια η χρήση παλιών κτισμάτων εντός της πόλης, για περφόρμανς, εκθέσεις ή εγκαταστάσεις, επιτείνει την αίσθηση του σώματος που τα ξανα-εξερευνά.]
Μιλάμε για μια εξερεύνηση που ξεκινά από το σώμα ως εμπειρία αλλά και ως χρονικότητα, το σώμα ως επιβολή και όριο αλλά και ως υπέρβασή τους. Συχνά μάλιστα επιμένει στην εικόνα ενός σώματος σε κρίση. Κάνοντας κάτι τέτοιο, επαναφέρει ολόκληρη τη βιοπολιτική μάχη, από τις κατηγορίες μιας συντελεσμένης μελλοντικότητας, σε αυτές του παρόντος. Ένα σώμα που υπερβάλλει μπορεί να γίνει ένα σώμα που αντιστέκεται στις κατηγορίες και τα όρια που το έχουν δομήσει. Το σώμα της κίνησης, το σώμα της υπερβολής, το σώμα της έντασης, το σώμα που μιμείται, που τα χάνει, που ξεφεύγει, το σώμα που παύει να είναι πειθαρχημένο, «εξημερωμένο», αυτό το σώμα δημιουργεί επιτακτικά την ανάγκη πύκνωσης του παρόντος. Παραδόξως, αυτό το σώμα, καθώς αρνείται να τοποθετηθεί στον άξονα του συντελεσμένου μέλλοντα, ουσιαστικά απαιτεί να ορίσει το ίδιο τις διαστάσεις του στο σήμερα, απαιτεί δηλαδή μιας μορφής υποκειμενικότητα εντός ιστορίας. Δες γύρω σου: το όριο τέχνης και πολιτικής που δείχνει ένα σώμα σε απορία, σε ένταση ή σε έξαρση, είναι αυτή η κοφτερή γραμμή που ονομάζεται αρχείο του παρόντος, αρχειακός ενεστώτας. Σώμα στο όριο, σώμα στο αρχείο, σώμα στο παρόν. Σώμα δηλαδή που λέει ότι το συντελεσμένο μέλλον, που φτιάχνεται όπως θέλουνε, δεν θα το περιέχει. Σώμα, όμως, που θέλει αντί-θετα την ιστορία να εκδιπλώνεται στο παρόν, και επιμένει ότι αυτή η εναγώνια ιστορία που σκαρώνει στο τώρα, αυτή του ανήκει.
____
To κείμενο είναι συντομευμένη μορφή διάλεξης που δόθηκε στο συνέδριο «Τέχνη και πολιτική στο όριο: Διεκδικώντας μια ετερόδοξη νεωτερικότητα», στο πλαίσιο του Πεδίου Δράσης Κόδρα 2012. Παρακολουθείστε τη διάλεξη: livemedia.gr/video/28406.