Η ταυτότητα φύλου σε δημόσια διαβούλευση
Η νομική αναγνώριση της ταυτότητας φύλου πρέπει να γίνει με ιδιαίτερη προσοχή ώστε η εφαρμογή που θα ακολουθήσει στην πράξη να είναι ομαλή και να μη δημιουργηθούν προβλήματα. Αυτό, όμως, δεν δικαιολογεί τη φοβική και αμυντική αντιμετώπιση με την οποία η κυβέρνηση κανοναρχεί τη διαδικασία.
Το φύλο δεν είναι επιλογή. Είτε βιολογικό («γεννιέσαι») είτε κοινωνικό («γίνεσαι»), η κατάταξη στο δίπολο των φύλων δεν αποτελεί αντικείμενο προσωπικής απόφασης.
Αντικείμενο προσωπικής απόφασης, όμως, αποτελεί η ελεύθερη επιλογή για παρεμβάσεις στην ανατομία του σώματος, η έκφραση του φύλου μέσα από ενδυματολογικές και άλλες επιλογές, καθώς και η απόφαση της μεταβολής των επίσημων εγγράφων που αποτυπώνουν τα στοιχεία ταυτοποίησης του ατόμου. Αυτές οι αποφάσεις αποτελούν πτυχές του ανθρώπινου δικαιώματος για σεβασμό της ιδιωτικής ζωής και προστατεύονται από τους νομικούς κανόνες για απαγόρευση των διακρίσεων λόγω ταυτότητας φύλου καθώς και απαγόρευση της απάνθρωπης και εξευτελιστικής μεταχείρισης. Προκειμένου, όμως, αυτές οι νομικές προστασίες να μη μένουν στη θεωρία, αλλά να μπορούν να εφαρμοστούν στην πράξη, χρειάζεται η θεσμοθέτηση διαδικασιών με τις οποίες το άτομο μπορεί να προβεί στις επιλογές του. Υπάρχει, δηλαδή, μια θεσμική υποχρέωση του κράτους να μορφοποιήσει τις φάσεις μέσα από τις οποίες πρέπει να διέλθει το βουλητικό στοιχείο του ατόμου σε ισορροπία με τα προτάγματα του δημόσιου συμφέροντος – που είναι πανταχού παρόν, αλλά όχι και τα πάντα πληρούν.
Το κράτος έχει ήδη θεσπίσει μια διαδικασία για τη μεταβολή των ληξιαρχικών πράξεων. Καθώς το φύλο, όπως και το ονοματεπώνυμο, αποτελεί στοιχείο της αστικής κατάστασης (civil status) του ατόμου, το θέμα είναι αρχετυπικά ληξιαρχικό. Η ισχύουσα νομοθεσία για τα ληξιαρχεία ήδη προβλέπει τη δυνατότητα μεταβολής των ληξιαρχικών στοιχείων του φύλου μέσω μιας δικαστικής διαδικασίας. Σε αυτή την υπάρχουσα διαδικασία, το δικαστήριο καλείται να διαγνώσει εάν έχει «χωρήσει αλλαγή φύλου» σε σχέση με το αναγραφέν στη ληξιαρχική πράξη γέννησης. Σε θετική περίπτωση, το δικαστήριο εκδίδει μια απόφαση με την οποία «βεβαιώνεται, με σκοπό διόρθωσης της ληξιαρχικής πράξης», κατά την πάγια δικαστική διατύπωση, ότι πράγματι το άτομο δεν υπάγεται στο φύλο που του αποδόθηκε κατά τη γέννηση. Η δικαστική απόφαση αυτή τυπικά δεν μεταβάλλει απολύτως τίποτε: το άτομο πρέπει μόλις καταστεί τελεσίδικη να την προσκομίσει στο ληξιαρχείο, ώστε να γίνει η μεταβολή από την/τον ληξίαρχο, που τυπικά δεν δεσμεύεται από την απόφαση αυτή, αλλά έχει την εξουσία να τη συνεκτιμήσει για το αν θα προχωρήσει στην αλλαγή του φύλου. Και μετά τη ληξιαρχική μεταβολή, η κατά τόπον Αποκεντρωμένη Διοίκηση πρέπει να εκδώσει μια απόφαση για την εγγραφή ή τη διαγραφή του ατόμου από τα μητρώα αρρένων, με τις αυτονόητες στρατολογικές συνέπειες που ενέχει αυτή η απόφαση. Μόνον τότε το άτομο μπορεί να λάβει τη νέα του αστυνομική ταυτότητα και να ζητήσει και από όλα τα υπόλοιπα δημόσια και ιδιωτικά αρχεία την επικαιροποίηση των στοιχείων του. Μόνο που ο νόμος δεν αναφέρει με ποια κριτήρια ο δικαστής θα αποφασίσει εάν το πρόσωπο υπάγεται πλέον στο άλλο φύλο. Πιθανώς θεωρώντας αυτονόητο, όταν θεσπίστηκε, τον χειρουργικό επαναπροσδιορισμό.
Μέχρι το 2015 οι δικαστές θεωρούσαν αυτονόητο ότι για τη διόρθωση φύλου στα δημόσια έγγραφα απαιτείται ο χειρουργικός επαναπροσδιορισμός των γεννητικών οργάνων, η ορμονική θεραπεία και η διαβίωση του ατόμου στο «επιθυμητό» φύλο για ένα χρονικό διάστημα. Το 2014, το Ειρηνοδικείο Αθηνών απέρριψε το αίτημα ενός ατόμου για αναγνώριση της μεταβολής του στοιχείου του φύλου χωρίς να έχει υποβληθεί σε χειρουργικό επαναπροσδιορισμό. Όλα άλλαξαν όμως τον επόμενο χρόνο, με την απόφαση 418/2016 του Ειρηνοδικείου Αθηνών που για πρώτη φορά αναγνωρίστηκε ότι δεν απαιτείται η χειρουργική αφαίρεση των γεννητικών οργάνων για να αναγνωριστεί ότι το άτομο ανήκει στο έτερο φύλο από αυτό που του αποδόθηκε στη γέννηση. Η επόμενη αντίστοιχη απόφαση 1572/2016 του ίδιου δικαστηρίου έκρινε ότι δεν απαιτείται ούτε ορμονική θεραπεία. Ακολούθησαν κι άλλες πολλές αποφάσεις στην Αθήνα, στη Θεσσαλονίκη, αλλά και σε άλλα Ειρηνοδικεία (όπως της Δράμας) που δέχτηκαν ότι η νομική αναγνώριση της ταυτότητας φύλου δεν προϋποθέτει ιατρικές επεμβάσεις που άλλωστε δεν τις επιβάλλει και ο νόμος. Στην ουσία, όμως, έτσι άλλαξε η ίδια η νομική έννοια του φύλου. Αυτή η μεταβολή και η αναγνώριση του όρου «ταυτότητα φύλου» δεν θα γινόταν ποτέ στα ελληνικά δικαστήρια, εάν δεν είχε προηγηθεί εκτενέστατη νομική επεξεργασία από την Ευρωπαϊκή Ένωση και το Συμβούλιο της Ευρώπης. Με σειρά συστάσεων και αποφάσεων, οι δύο αυτοί υπερεθνικοί οργανισμοί καλούν τα κράτη-μέλη να θεσπίσουν διαφανείς, προσβάσιμες και γρήγορες διαδικασίες με τις οποίες τα άτομα θα μπορούν να μεταβάλουν τα επίσημα έγγραφά τους ως προς το φύλο χωρίς την προϋπόθεση των ιατρικών επεμβάσεων. Μια τέτοια προϋπόθεση θα σήμαινε παραβίαση της Ευρωπαϊκής Σύμβασης των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (άρθρα 3, 8 και 14), του Διεθνούς Συμφώνου για τα Ατομικά και Πολιτικά Δικαιώματα (άρθρα 2 και 26), αλλά και του Διεθνούς Συμφώνου για τα Οικονομικά, Κοινωνικά και Πολιτιστικά Δικαιώματα (άρθρο 2).
Παρά τις νέες ερμηνείες ως προς το φύλο, το κράτος εξακολουθεί να υπέχει υποχρέωση να θεσμοθετήσει μια διαφανή, προσβάσιμη και γρήγορη διαδικασία για τη νομική αναγνώριση της ταυτότητας φύλου. Έχει δοθεί σε δημόσια διαβούλευση ένα σχέδιο νόμου που αφορά αυτό το θέμα. Το σχέδιο νόμου διατηρεί τη δικαστική οδό για την αναγνώριση της ταυτότητας φύλου, αλλά αφαιρεί το στάδιο της δημόσιας διαδικασίας ορίζοντας ότι η εκδίκαση γίνεται στο γραφείο της/του δικαστή με αυτοπρόσωπη παρουσία του ατόμου. Ωστόσο, πάγιο αίτημα της διεμφυλικής κοινότητας στην Ελλάδα είναι η διαδικασία να αποδικαστηριοποιηθεί και να αρκεί μια απλή δήλωση στο ληξιαρχείο, όπως ορίζει η νομοθεσία και σε άλλες χώρες. Περαιτέρω, το νομοσχέδιο αφαιρεί και ρητώς την προϋπόθεση ιατρικών πράξεων και εξετάσεων, κατοχυρώνοντας το πρόσφατο νομολογιακό κεκτημένο. Προσθέτει, όμως, δύο προϋποθέσεις που ως τώρα δεν υπήρχαν: αφενός να έχει το άτομο πλήρη δικαιοπρακτική ικανότητα και να είναι άγαμο. Η πρώτη προϋπόθεση αφαιρεί πλήρως τη δυνατότητα των ανηλίκων να μεταβάλουν τα έγγραφά τους πριν τα 18 έτη, έστω και με τη συγκατάθεση των ασκούντων τη γονική μέριμνα, όπως συμβαίνει τώρα. Πλήρους δικαιοπρακτικής ικανότητας όμως στερούνται και άλλες κατηγορίες πληθυσμού (δικαστικώς συμπαραστατούμενοι κτλ.), γεγονός που στενεύει το υποκειμενικό πεδίο εφαρμογής του δικαιώματος για μεταβολή των επίσημων εγγράφων. Η δεύτερη προϋπόθεση έρχεται να προστατεύσει τον θεσμό του γάμου ως αποκλειστικό προνόμιο των ετερόφυλων πολιτών: ένας έγγαμος δεν θα επιτρέπεται να αλλάξει φύλο, γιατί έτσι ο γάμος θα καταστεί, εκ των υστέρων, γάμος ομοφύλων. Κι αυτή, όμως, είναι μια προϋπόθεση που δεν υπάρχει σήμερα: αν σήμερα ένα έγγαμο άτομο ακολουθήσει τη διαδικασία δεν θίγεται το κύρος του γάμου του. Μπορεί, όμως, ο εισαγγελέας να ασκήσει αρνητική αναγνωριστική αγωγή για να κηρυχθεί ο γάμος ανυπόστατος.
Περαιτέρω το προτεινόμενο νομοσχέδιο ορίζει ότι εάν υπάρχουν τέκνα ενός ατόμου που μετέβαλε το φύλο του, στη ληξιαρχική πράξη των τέκνων δεν επέρχονται αλλαγές στα στοιχεία του γονέα. Ακόμη, το νομοσχέδιο δεν περιλαμβάνει κι ένα άλλο πάγιο αίτημα της κοινότητας των διεμφυλικών που είναι η κενή καταχώριση φύλου, ώστε να καλύπτει και τις ανάγκες αυτοπροσδιορισμού των μη-δυϊστικών ως προς το φύλο ατόμων (non-binary) και των αφύλων.
Για τις συγκεκριμένες προ-νομοθετικές επιλογές έχει ασκηθεί κριτική στο στάδιο της διαβούλευσης, από πολίτες, αλλά και φορείς όπως το Σωματείο Υποστήριξης Διεμφυλικών. Η κυρία Μανωλεδάκη, πρόεδρος της νομοπαρασκευαστικής επιτροπής που παρέδωσε στο Υπουργείο Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρώπινων Δικαιωμάτων μια αρχική εκδοχή του νομοσχεδίου, με δήλωσή της στον προσωπικό λογαριασμό της επισήμανε ότι η αγαμία και ο αποκλεισμός των ανηλίκων δεν υπήρχαν στο πόρισμα της επιτροπής της. Μολονότι για το θέμα της αγαμίας υπάρχει μια απαλλακτική απόφαση του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, που έκρινε ότι η αντίστοιχη προϋπόθεση στη Φινλανδία δεν συνιστά παραβίαση ανθρώπινου δικαιώματος, η Κοινοβουλευτική Συνέλευση του Συμβουλίου της Ευρώπης, στη σύσταση 2048 (2015), με τίτλο «Διακρίσεις εναντίον των διεμφυλικών ανθρώπων στην Ευρώπη», τάσσεται υπέρ του να μην επηρεάζεται η έγγαμη κατάσταση του ατόμου από τη διαδικασία μεταβολής των εγγράφων λόγω ταυτότητας φύλου και η διαδικασία να είναι προσβάσιμη ανεξάρτητα από την ηλικία του ατόμου, καθώς και τη διανοητική του κατάσταση. Επομένως, τα περί άγαμων και δικαιοπρακτικής ικανότητας είναι αντίθετα στη Σύσταση. Αυτά τα δύο πισωγυρίσματα της υπουργικής πρότασης είναι σχεδόν βέβαιο ότι εάν η κυβέρνηση δεν ανακοινώσει σχετικές βελτιώσεις θα συναντήσουν αντίδραση από τα όργανα του Συμβουλίου της Ευρώπης, όπως είχε συμβεί και για το νομοσχέδιο περί συμφώνου συμβίωσης.
Είναι αντιληπτό ότι η νομοθέτηση ενός τόσο θεμελιώδους ζητήματος όσο η νομική αναγνώριση της ταυτότητας φύλου πρέπει να γίνει με ιδιαίτερη προσοχή, ώστε η εφαρμογή που θα ακολουθήσει στην πράξη να είναι ομαλή και να μη δημιουργηθούν προβλήματα. Η εφαρμογή στη συγκεκριμένη περίπτωση εξαρτάται από δημοτικούς υπαλλήλους και υπαλλήλους του κράτους, οπότε οι νομοθετικές διατάξεις θα πρέπει να έχουν λάβει υπόψη τις υπάρχουσες διαδικασίες. Αυτό, όμως, δεν δικαιολογεί τη φοβική και αμυντική αντιμετώπιση με την οποία η κυβέρνηση κανοναρχεί τη διαδικασία. Ο νομοθέτης δεν δεσμεύεται από τον προηγούμενο νομοθέτη, παρά μόνο από το Σύνταγμα και τις διεθνείς συμβάσεις. Δεν είναι υποχρεωμένος λοιπόν απλά να βελτιώσει την υπάρχουσα διαδικασία: μπορεί να θεσπίσει μια εντελώς νέα και πολύ απλούστερη, όπως η δήλωση του ατόμου στο ληξιαρχείο. Εάν ο νομοθέτης θέλει να θωρακίσει το κύρος και τη βαρύτητα αυτής της δήλωσης, μπορεί να τη θέσει υπό την εγγύηση δύο μαρτύρων που θα καταθέτουν ότι το φύλο του ατόμου είναι όντως διαφορετικό από αυτό που του αποδόθηκε κατά τη γέννηση.
Το συμπέρασμα πάντως είναι ότι χωρίς την Ευρωπαϊκή Ένωση και, κυρίως, χωρίς το Συμβούλιο της Ευρώπης, το εσωτερικό δίκαιο θα εξακολουθούσε να ερμηνεύεται σε αντίθεση με τη διεθνή αντίληψη για τον σεβασμό των ανθρώπινων δικαιωμάτων. Αλλά και τώρα που η χώρα εξακολουθεί να αποτελεί κράτος-μέλος αυτών των οργανισμών, πάλι ο νομοθέτης αναμένει τα όργανά τους να επισημάνουν την ορθή ανάγνωση των συστάσεών τους. Και όλα αυτά, σε ένα πεδίο το οποίο δεν συνδέεται με τις αδήριτες δημοσιονομικές και οικονομικές ανάγκες της χώρας, αλλά αντίθετα αποτελεί τη γη της επαγγελίας για τον πολιτικό και κοινοβουλευτικό κορμό της κυβέρνησης.