Η νέα κυριαρχία της Δεξιάς
Η αδυναμία της Αριστεράς να αρθρώσει ρητορική και πρακτική πραγματικά ανταγωνιστική προς τον νεοφιλελευθερισμό οδηγεί στο –φαινομενικά μόνο...– παράδοξο να διατηρούν την πρωτοβουλία των κινήσεων οι παραλλαγές της Δεξιάς.
Ο νεοφιλελευθερισμός βρίσκεται σε κρίσιμη κατάσταση. Δείχνει να καταρρέει. Το αν θα καταβαραθρωθεί και θα αντικατασταθεί από ένα νέο ηγεμονικό υπόδειγμα ουδείς είναι σε θέση να το πει με ασφάλεια τούτη τη στιγμή. Αλλά στοιχειώδης πρόνοια επιβάλλει να εξετάσουμε ποιο μπορεί να είναι αυτό το υπόδειγμα, στην περίπτωση που η ανακατάταξη αυτή στο δυτικό –και συνεπώς με επιπτώσεις παγκόσμιες– πολιτικό παράδειγμα ολοκληρωθεί.
Από περιθωριακός και κάπως ανυπόληπτος όρος, ο νεοφιλελευθερισμός έχει τα τελευταία χρόνια της οικονομικής κρίσης γίνει σχεδόν αναπόφευκτος σε οποιαδήποτε πολιτική συζήτηση. Εντούτοις, μολονότι πολύ σπάνια ακούει κανείς πια τις διαμαρτυρίες όσων πριν από κάποια χρόνια διερρήγνυαν τα ιμάτιά τους πως νεοφιλελευθερισμός δεν υπάρχει και πως εκείνοι είναι νέτα-σκέτα φιλελεύθεροι, το τι εννοούμε όταν επιστρατεύουμε αυτόν τον όρο στη δημόσια συζήτηση δεν θα έλεγε κανείς πως χαρακτηρίζεται από κρυστάλλινη σαφήνεια. Συχνά μοιάζει να επιστρατεύεται ως ένα όνομα για οτιδήποτε μοιάζει αντιλαϊκό ή –φευ– αντιαριστερό. Γι’ αυτό χρειάζεται να ξεκαθαρίσουμε για ποιο πράγμα ακριβώς μιλούμε.
Ο νεοφιλελευθερισμός είναι κατά βάση μια θεωρία της διακυβέρνησης. Όχι μια πολιτική, οικονομική ή κοινωνική θεωρία – μολονότι έχει όλα αυτά τα στοιχεία σ’ έναν βαθμό. «Θεωρία της διακυβέρνησης» είναι ενδεχομένως μια διατύπωση πολύ πιο σαφής από όσο εν πρώτοις μοιάζει. Σημαίνει ακριβώς αυτό που λέει: ένα μοντέλο για το πώς κυβερνιούνται οι άνθρωποι.
Ως θεωρία διακυβέρνησης, ο νεοφιλελευθερισμός διατρέχεται από δύο θεμελιώδεις αντιλήψεις: μία για το κράτος και μία για τον πολίτη. Για το κράτος, η αντίληψή του είναι πως πρέπει να κατέχει μεγάλη ισχύ προκειμένου να παρεμβαίνει στο κοινωνικό σώμα με την επιδίωξη να κρατήσει την αγορά ελεύθερη από επεμβάσεις. Για τον πολίτη, η αντίληψή του είναι πως συνιστά πρωτίστως έναν επενδυτή, κάποιον που σε κάθε πτυχή της ζωής του –και ιδίως στην εργασία του– κάνει μια επένδυση και αναλόγως με την πορεία της έχει μεγαλύτερες ή μικρότερες απολαβές.
Το νεοφιλελεύθερο κράτος, λοιπόν, δεν είναι ένα «μικρό» κράτος με την έννοια του φιλελεύθερου κράτους. Ούτε παρεμβαίνει για να εξισορροπήσει και να διαφυλάξει από στρεβλώσεις μια αγορά που κατά τα άλλα υπακούει σε «φυσικούς» κανόνες. Και σίγουρα δεν αποτελεί απλώς έναν διαιτητή ανάμεσα σε πολίτες που ελεύθερα συμβάλλονται ο ένας με τον άλλον. Αντιστοίχως, δεν είναι το «μεγάλο» κράτος της σοσιαλδημοκρατίας, το αντίβαρο στις ανισότητες που γεννά η ελεύθερη αγορά, το προνοιακό κράτος που προστατεύει και περιφρουρεί θεμελιώδεις ανάγκες. Δεν είναι, με αυτή την έννοια, ούτε «μεγάλο» ούτε «μικρό». Αλλά είναι πανίσχυρο. Αντικείμενο της προστασίας του είναι η αγορά, την οποία ο νεοφιλελευθερισμός αντιλαμβάνεται ως κάτι που πρέπει να παραμένει αυτόνομο, κάτι που κυβερνάται αποκλειστικά από τους δικούς του, εσωτερικούς κανόνες.
Και ο πολίτης, συνεπώς, δεν ορίζεται από ιδιότητες που οικοδομούν τη σχέση του με το κράτος, αλλά από ιδιότητες που οικοδομούν τη σχέση του με την αγορά. Το κράτος θα επέμβει απευθείας στον πολίτη –στο κοινωνικό σώμα– για να ρυθμίσει τη σχέση του με την αγορά και να διαφυλάξει την αυτόνομή της λειτουργία από τυχόν επεμβάσεις, όμως αυτή είναι σχεδόν η μόνη επεμβατικότητά του από νεοφιλελεύθερη άποψη. Ο πολίτης είναι, σε τούτη την αντίληψη, κάποιος που αυτοεπενδύεται –ως ανθρώπινο κεφάλαιο– και λαμβάνει ένα μέρισμα – την αμοιβή του. Με τον ίδιο τρόπο γίνονται αντιληπτές όλες του οι δραστηριότητες: η παιδεία του είναι μια επένδυση, επενδύει σ’ αυτήν για να έχει απολαβές αργότερα• η υγεία του το ίδιο, είτε μέσα από την επένδυσή του στη σωστή διαχείριση της υγείας του, είτε μέσα από την επένδυση που είναι η ασφάλισή του.
Αν όλα τούτα, μολονότι αναγκαστικά ευσύνοπτα και κωδικοποιημένα εδώ, μοιάζουν οικεία, είναι γιατί εφαρμόζονται. Εκβάλλουν σε μια σειρά πρακτικές που έχουν καταστεί τόσο γενικευμένες ώστε να είναι αυτονόητες. Η περίφημη «ανεξαρτησία των τραπεζών», λόγου χάρη, είναι μια τέτοια έκφανση ενός κράτους που διαφυλάσσει την αυτονομία της αγοράς. Οι ανακεφαλαιοποιήσεις είναι το ίδιο κράτος, το οποίο παρεμβαίνει στο κοινωνικό σώμα –χρεώνει τους πολίτες– για να μην παρέμβει στην αγορά – να μην αναλάβει, ας πούμε, τη διοίκηση των τραπεζών. Τα ιδιωτικοποιημένα συστήματα υγείας και παιδείας είναι μια έκφανση της αντίληψης του πολίτη-επενδυτή. Τίποτε από αυτά δεν είναι «δικαίωμα». Η έννοια του δικαιώματος είναι άνευ νοήματος στον νεοφιλελευθερισμό. Η υγεία και παιδεία, εδώ, είναι συναλλαγές. Η ελαστική σχέση εργασίας είναι ίσως το καλύτερο παράδειγμα γι’ αυτή την αντίληψη: δεν «πουλάς» σε έναν κεφαλαιούχο τη μισθωτή εργασία σου• ανταγωνίζεσαι άλλους επενδυτές στην επένδυση του προσωπικού σου εργασιακού κεφαλαίου και διεκδικείς τις μεγαλύτερες απολαβές από την επένδυσή σου. Η διαρκής φορά των πραγμάτων από το δημόσιο προς το ιδιωτικό δεν είναι ένα «διαχειριστικό» θέμα, όπως συχνά υποστηρίζεται, ένα θέμα βέλτιστης απόδοσης. Και τούτο το καταλαβαίνει κανείς αν αναλογιστεί ότι η λογική αυτή δεν διέπει μόνο υλικά αγαθά ή με τη στενή έννοια του όρου νοούμενες «επιχειρήσεις», όπως λόγου χάρη την ενέργεια ή τις μεταφορές. Η λογική αφορά πρωτίστως τον τρόπο λήψης των αποφάσεων, όχι τα αγαθά, η ιδιωτικοποίηση των αγαθών είναι εδώ δευτερεύουσα. Είναι η λήψη των αποφάσεων που μεταβιβάζεται από τον δημόσιο και δημόσια ελεγχόμενο χώρο στον αυτοκυβερνώμενο χώρο της αγοράς: πρόκειται για την πασίγνωστη λογική των ανεξάρτητων ρυθμιστικών αρχών.
Το πόσο ηγεμονικό έχει καταστεί τις τελευταίες δεκαετίες το νεοφιλελεύθερο υπόδειγμα γίνεται προφανές αν αναλογιστεί κανείς πως όλες τούτες οι πρακτικές μοιάζουν πλέον για τους περισσότερους σχεδόν αυτονόητες. Η ιδέα πως ένα κράτος θα κατείχε την αποκλειστική και αποφασιστική δυνατότητα ελέγχου της ενέργειας, των μεταφορών, του χρηματοπιστωτικού συστήματος κτλ. αντιμετωπίζεται στην καλύτερη περίπτωση ως παρωχημένος «κρατισμός» και συνηθέστερα ως κάτι απολύτως μη ρεαλιστικό, ως κάτι αδιανόητο.
Υπάρχει κι άλλος τρόπος να αντιληφθεί κανείς την κυριαρχία του νεοφιλελεύθερου υποδείγματος: εξαιτίας μιας σειράς χρονικά παράλληλων και πολιτικά συνδεδεμένων εξελίξεων, που δεν έχουμε εδώ το χώρο να περιγράψουμε, το μεγαλύτερο τμήμα του πολιτικού συστήματος των φιλελεύθερων δημοκρατιών προσχώρησε στον νεοφιλελεύθερο τρόπο διακυβέρνησης. Από τη Δεξιά ως την Αριστερά, με αιχμή τις κεντροδεξιές και τις κεντροαριστερές πολιτικές δυνάμεις γύρω από τις οποίες κυρίως οργανωνόταν η πολιτική αντιπαράθεση, ο νεοφιλελεύθερος τρόπος διακυβέρνησης κατέστη το μηδέποτε αμφισβητούμενο modus operandi. Ασφαλώς, το γεγονός ότι, όπως είπαμε, ο νεοφιλελευθερισμός είναι κατά βάση μια θεωρία διακυβέρνησης και όχι μια πολιτική, κοινωνική ή οικονομική θεωρία, διευκόλυνε τη συμπόρευση δυνάμεων που προέρχονταν από διαφορετικές παραδόσεις και γέννησε τη φαινομενική παραδοξότητα να εφαρμόζονται ακριβώς οι ίδιες πολιτικές από κόμματα που κατά τα άλλα ήταν ακραιφνείς αντίπαλοι. Ακόμη περισσότερο, από ένα σημείο και μετά, η υπεράσπιση του νεοφιλελεύθερου υποδείγματος γινόταν ολοένα επιθετικότερη, ακόμη και με τη διεκδίκησή του ως μέρος αυτής καθαυτής της δημοκρατίας, με την ανάδυση του λεγόμενου ριζοσπαστικού και, αργότερα, του ακραίου κέντρου.
Η ηγεμονία αυτή, ωστόσο, έχει τα τελευταία χρόνια αρχίσει να αμφισβητείται. Η τάση ήταν ορατή, αλλά ο καταλύτης ήταν, το δίχως άλλο, η οικονομική κρίση η οποία αφενός διόγκωσε, σε πολλές χώρες, το πληθυσμιακό εκείνο σώμα που δεν μπορούσε να αντεπεξέλθει στον «ανταγωνισμό», αφετέρου έριξε έναν τεράστιο προβολέα στις πρακτικές μετατόπισης του δημόσιου ελέγχου προς μηχανισμούς ανέλεγκτους από τις δημοκρατικές δομές. Οι χώρες της Ευρωζώνης που υπάχθηκαν σε «πρόγραμμα» έγιναν τα κατεξοχήν πειραματόζωα σ’ ένα είδος ακραίας ομοιοπαθητικής θεραπείας.
Αυτό εξηγεί σε μεγάλο βαθμό τη σημασία που αποκτά η Ελλάδα ως θέατρο των εξελίξεων, σημασία ολωσδιόλου δυσανάλογη σε σχέση με την κατά τα άλλα βαρύτητα που διαθέτει στα διεθνή πολιτικά πράγματα. Πράγματι, από το 2010 και μετά, ο όγκος των διαμαρτυριών, οι κινητοποιήσεις, οι διαδηλώσεις, αλλά και η παραγωγή λόγου γύρω από την κρίση, η εν γένει επαναπολιτικοποίηση του κοινωνικού σώματος, ολοένα διευρύνονται και αντανακλώνται στις συζητήσεις που πολλαπλασιάζονται σε άλλες χώρες – απ’ όπου επίσης δεν λείπουν οι διαμαρτυρίες. Σε χώρες όπως η Ισπανία, η Πορτογαλία, η Ιταλία, η Γαλλία αλλά και στο Βέλγιο και στη Μ. Βρετανία, πυροδοτούνται τεράστιες αντιδράσεις σε ζητήματα σχετικά με το τραπεζικό σύστημα, τη συρρίκνωση του δημόσιου τομέα, την υγεία και την παιδεία.
Ένα χαρακτηριστικό αυτής της επαναπολιτικοποίησης είναι ότι αμφισβητεί το νεοφιλελεύθερο υπόδειγμα με ένα οπλοστάσιο που ανήκει, σε γενικές γραμμές, στην αριστερή πολιτική παράδοση: κινήματα ανυπακοής, αμφισβήτηση ψηφισμένων νόμων, μαζικές διαδηλώσεις. Οι έννοιες για τις οποίες συχνά γίνεται λόγος είναι η αντίσταση, η αλληλεγγύη, η αμεσοδημοκρατία. Η επαναπολιτικοποίηση αυτή γεννά τεράστιες εκπλήξεις στην κεντρική πολιτική σκηνή. Στην Ελλάδα, το παλαιό πολιτικό σύστημα συνταράσσεται και για πρώτη φορά ένα μικρό κόμμα της ριζοσπαστικής Αριστεράς κατακτά τη θέση της αξιωματικής αντιπολίτευσης. Στην Ισπανία, οι μαζικές διαδηλώσεις δημιουργούν ένα νέο κόμμα. Ακόμη και σε χώρες όπου η πιθανότητα να αρθρωθεί αριστερός λόγος με στόχο ένα ευρύ ακροατήριο έμοιαζε μηδαμινή, είδαμε φυσιογνωμίες όπως ο Τζέρεμι Κόρμπυν και ο Μπέρνι Σάντερς να διαψεύδουν βεβαιότητες δεκαετιών.
Το γιατί αυτή η –ανομοιογενής αλλά αδιαμφισβήτητη– ανοδική πορεία της Αριστεράς ανακόπτεται τόσο σύντομα μετά την εμφάνισή της θα αποτελεί σίγουρα αντικείμενο μελέτης για πολλά χρόνια. Και πάλι εδώ, τα τεκταινόμενα στη χώρα μας μεγεθύνονται από το ηχείο της κρίσης: η πλήρης αποτυχία του ΣΥΡΙΖΑ να διατυπώσει μια εναλλακτική πρόταση και η συντριβή της Ελλάδας σ’ αυτό που σε όλο τον κόσμο έγινε γνωστό με το σύνθημα «Αυτό είναι πραξικόπημα» είναι το πρώτο και τραγικότερο κεφάλαιο σε μια σειρά από συνθηκολογήσεις, που θα περιλάβουν τους Podemos να αποδέχονται τον ευρωζωνικό μονόδρομο, τον Κόρμπυν να διστάζει να προτείνει έναν προοδευτικό ευρωσκεπτικισμό και τον Σάντερς να δίνει την υποστήριξή του στη Χίλαρι Κλίντον. Ήδη, όμως, από πριν, μια άλλου είδους αμφισβήτηση του νεοφιλελεύθερου υποδείγματος έχει κάνει την εμφάνισή της.
Δεν είναι εύκολο να αποδείξει κανείς ότι η άνοδος μιας νεοδεξιάς αμφισβήτησης του νεοφιλελευθερισμού σχετίζεται αιτιωδώς με την οπισθοχώρηση της Αριστεράς – όσο κι αν είναι γοητευτική η ρήση του Βάλτερ Μπένγιαμιν για τις χαμένες επαναστάσεις. Και, στο κάτω κάτω, μια τέτοια προσπάθεια απόδειξης θα έπασχε κι από ένα είδος λήψης του ζητουμένου, θα προϋπέθετε δηλαδή έναν κεντρικό ρόλο της Αριστεράς που δεν είμαστε καν βέβαιοι σε ποιο βαθμό τον έπαιξε. Υπάρχει όμως κι ένας άλλος τρόπος να περιγράψει κανείς το τοπίο.
Όταν λέμε ότι το νεοφιλελεύθερο υπόδειγμα ήταν ηγεμονικό, αυτή μας η παραδοχή πρέπει να περιλαμβάνει τη δυνατότητά του να οργανώνει καθοριστικά τον δημόσιο λόγο γύρω από την πολιτική αντιπαράθεση. Πράγματι, αν εξετάσουμε τη δημόσια συζήτηση γύρω από την κρίση, θα διαπιστώσουμε ότι κυριαρχούν τα ακροκεντρώα εννοιακά δίπολα του «λαϊκισμού» και του «ρεαλισμού», του «ορθολογισμού» και του «ανορθολογισμού», της «αποσταθεροποίησης» και της «ευθύνης». Παρά τις μαζικές κινητοποιήσεις και την επαναπολιτικοποίηση μεγάλου μέρους του πληθυσμού, η Αριστερά ουδέποτε κατορθώνει να οργανώσει τη δημοσιότητα γύρω από τις «δικές της» έννοιες της συλλογικότητας, της χειραφέτησης, της αλληλεγγύης και να προτάξει το δικό της αίτημα για επαναδιεκδίκηση του δημοσίου και του κοινού. Το φαινομενικά φθίνον και πανταχόθεν βαλλόμενο νεοφιλελεύθερο υπόδειγμα –το οποίο, σημειωτέον, ποτέ δεν οργανώνεται ως αυτόνομη πολιτική δύναμη, ως ένα ατόφια ακροκεντρώο μόρφωμα, αλλά εξακολουθητικά εκπορεύεται από το χώρο της «συναίνεσης» της Κεντροδεξιάς και της Κεντροαριστεράς– θέτει κατ’ αποκλειστικότητα σχεδόν τους όρους: η Αριστερά πασχίζει να πείσει ότι δεν είναι «λαϊκιστική», ότι δεν θεραπεύει το «μίσος», ότι είναι «υπεύθυνη», ότι μπορεί κι αυτή να «κυβερνήσει». Το ότι τέτοιες παραδοχές συνιστούν μια καθολική άλωση δεν μοιάζει να ανησυχεί κανέναν σχεδόν, μολονότι αρχίζει να γίνεται εμφανές ότι αφήνουν έναν τεράστιο ακάλυπτο χώρο, τον χώρο της ολοένα εντεινόμενης οργής απέναντι στις ασκούμενες πολιτικές, που βυθίζεται θολός και αχαρτογράφητος κάπου πέρα από την επίσημη πολιτική αντιπαράθεση.
Οι σε πείσμα κάθε «ορθολογικής» πρόβλεψης εξελίξεις των τελευταίων μηνών, όπως η επικράτηση του Brexit και η μετεωρική άνοδος του Ντόναλντ Τραμπ στην εξουσία, δεν είναι παρά δείγματα του πώς ο χώρος που απέμεινε ακάλυπτος είναι προνομιακό πεδίο για την ανάπτυξη του αφηγήματος μιας νέας Δεξιάς. Η νέα Δεξιά αυτοσυστήνεται επιθετικά, στον αντίποδα μιας Αριστεράς αλωμένης και μαλθακής, δίχως να φοβάται καθόλου να χαρακτηριστεί «λαϊκιστική» ή «ανορθολογική». Αρνούμενη να ετεροπροσδιοριστεί, αναλαμβάνει την εκπροσώπηση των αποκλεισμένων από το νεοφιλελεύθερο υπόδειγμα, αυτοπροβάλλεται ως η αντίρροπη δύναμη της παγκοσμιοποίησης του κεφαλαίου και διεκδικεί την εκπροσώπηση του κόσμου της εργασίας.
Το αν είναι ειλικρινής είναι εδώ εκτός θέματος. (Στο κάτω κάτω, θα πει κανείς, μήπως η Αριστερά ήταν ειλικρινής;) Όπως επίσης θα κάναμε λάθος να θεωρήσουμε πως το γεγονός ότι τα πολιτικά προγράμματα του Τραμπ ή της Λεπέν δεν είναι στην πραγματικότητα αντινεοφιλελεύθερα συνιστά μια αδυναμία. Η δύναμή τους δεν είναι η ειλικρίνειά τους, αλλά η δυνατότητά τους να εκπροσωπήσουν. Η πρόσβαση που παρέχουν στην πολιτική διαδικασία για μεγάλα τμήματα του πληθυσμού είναι εδώ το κομβικό σημείο και όχι ότι έχουν την πρόθεση –ή ότι μπορούν– να προτείνουν ένα άλλο υπόδειγμα απέναντι στη νεοφιλελεύθερη ηγεμονία. Και τα άλλα στοιχεία του πολιτικού τους χαρακτήρα –η ξενοφοβία, ο εθνικισμός– είναι ακριβώς εργαλεία παροχής αυτής της πρόσβασης, που θα έχουν βέβαια και αυτόνομες επιπτώσεις.
Η άνοδος της νέας Δεξιάς είναι φαινόμενο που συσχετίζεται με την ιστορική φάση της φιλελεύθερης Δημοκρατίας, αυτό που ονομάζουμε μεταδημοκρατία, μια φάση που καθορίζεται από τη νεοφιλελεύθερη διακυβέρνηση. Στην πραγματικότητα, δεν έχει διατυπωθεί από κανέναν ένα πρόγραμμα υπέρβασης του νεοφιλελεύθερου υποδείγματος. Ως θεωρία διακυβέρνησης –και όχι ως πολιτική, κοινωνική ή οικονομική θεωρία– ο νεοφιλελευθερισμός λειτουργεί με ή χωρίς προστατευτισμό, με παγκόσμιες συμφωνίες εμπορίου ή με διμερείς, με απομονωτισμό ή με «εξαγωγές δημοκρατίας», με liberal δικαιωματισμούς ή με ρατσισμό – όλα τούτα του είναι αδιάφορα. Λειτουργεί ακόμη και με «πρώτη φορά Αριστερά». Όσο λειτουργεί, όμως, το ζήτημα παραμένει η εκπροσώπηση των θυμάτων του. Στο πλαίσιο της ίδιας και της αυτής ιστορικής φάσης, ποιος αναλαμβάνει το ρόλο της πρωτοπορίας, ποιος προσφέρεται ως πεδίο εκτύλιξης της ριζοσπαστικοποίησης; Όχι πια η Αριστερά. Τουλάχιστον όχι με τα δεδομένα που έχουμε μπροστά μας.
Όλα τούτα, φυσικά, δεν θα αφήσουν ανέγγιχτη την Ελλάδα, δοκιμάζοντας πρώτα απ’ όλα την παραδοσιακή δυνατότητα της μείζονος συντηρητικής δύναμης, της Νέας Δημοκρατίας, να θέτει υπό τη σκέπη της και να «εξημερώνει» τις πιο ακροδεξιές πολιτικές δυνάμεις. Ίσως για τον Κυριάκο Μητσοτάκη, κατεξοχήν golden boy του νεοφιλελευθερισμού, να συνιστά πρόβλημα η αδυναμία του να αποτελέσει πρότυπο ηγέτη μιας νέας ελληνικής Δεξιάς. Για καλή του τύχη, δεν υπάρχει ανταγωνιστής – για την ώρα. Αλλά ας μην εφησυχάζουμε: τόσο οι κινήσεις στον χώρο της Ακροδεξιάς όσο και οι εθνικοπατριωτικές κορόνες της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ δεν είναι παρά ψυχανεμίσματα της ανάγκης να πληρωθεί ο κενός χώρος, δείγματα πως όλοι καταλαβαίνουν τι είναι αυτό που λείπει, τι είναι αυτό που οι καιροί «ζητούν». Και οι νεοδεξιές φιγούρες έχουν την τάση, τελευταία, να εμφανίζονται εκρηκτικά.
Σε κάθε περίπτωση, θα ήταν ένα ακόμη λάθος στη σωρεία των λαθών που ο προοδευτικός κόσμος έχει διαπράξει, το να δει την επερχόμενη συγκυρία με τους στενούς όρους του κάθε συγκεκριμένου κομματικού σχηματισμού ή του ηγέτη του – είτε πρόκειται για τον Ντόναλντ Τραμπ, είτε για τη Μαρίν Λεπέν, είτε για τον Κυριάκο Μητσοτάκη. Το μήνυμα των καιρών είναι η συστημική αλλαγή: οι όροι εκπροσώπησης των αποκλεισμένων, το αφήγημά τους, η πολιτική τους φωνή απέναντι στη νεοφιλελεύθερη συναίνεση του ριζοσπαστικού, του ακραίου κέντρου έχουν χαθεί για την Αριστερά. Η επόμενη μέρα ανήκει στη Δεξιά.