Η κατασκευή της «νέας τρομοκρατίας»
Οι συλλήψεις των Κ. Σακκά και Μ. Σεϊσίδη ανακίνησαν το ζήτημα της «νέας τρομοκρατίας», προσφέροντας έτσι ένα ακόμα δείγμα του πώς η κυνική δυσαναλογία ανάμεσα στο ίδιο το φαινόμενο και στη δόμηση της πρόσληψής του στη δημοσιότητα σηματοδοτεί μια εξέχουσα στιγμή του εγχειρήματος της συμμόρφωσης του πολίτη στη μεταδημοκρατική συνθήκη.
Οι συλλήψεις των αναρχικών Κώστα Σακκά και Μάριου Σεϊσίδη στις αρχές Αυγούστου έφεραν ξανά στη δημοσιότητα –στον συνήθη παροξυσμικό τόνο– το ζήτημα της περιβόητης «νέας τρομοκρατίας». Το UNFOLLOW κατέγραψε τον τραγέλαφο της δίκης τους στο Β΄ Αυτόφωρο Πλημμελειοδικείο Αθηνών, όπου αποκρυσταλλώθηκε η πλήρης ποδηγέτηση της ελληνικής δικαιοσύνης από την αντιτρομοκρατική υπηρεσία1 – γεγονός που ακολουθεί κατά γράμμα τον κανόνα των εξωφρενικών «τρομοδικών» των τελευταίων χρόνων στις οποίες το περιοδικό μας έχει αναλυτικά και σε πολλές περιπτώσεις αναφερθεί.2 Εδώ, ωστόσο, προτείνουμε να δούμε το ζήτημα από τη σκοπιά που μας φαίνεται ίσως η πιο πολιτικά αποκαλυπτική, δηλαδή αυτήν του τρόπου με τον οποίον η δημόσια συζήτηση γύρω από τη «νέα τρομοκρατία» έχει δομηθεί, οργανωθεί κι εργαλειοποιηθεί.
Σ’ ένα βαθμό ασφαλώς, η εξέταση αυτής της διάστασης θα έπρεπε να πληροφορεί κάθε έντιμη ανάλυση σχετική με οποιαδήποτε στιγμή του φαινομένου της εγχώριας «τρομοκρατίας», δηλαδή του «αντάρτικου πόλης» που εμφανίζεται στην Ελλάδα κατά τη Μεταπολίτευση. Όπως έχει εύστοχα παρατηρήσει ο Τζον Μπρέιντι Κίσλινγκ, ο πρώην επικεφαλής του Πολιτικού Τμήματος της Πρεσβείας των ΗΠΑ στην Αθήνα, ο οποίος είχε γίνει ευρέως γνωστός για την παραίτησή του ως διαμαρτυρία για την εισβολή στο Ιράκ το 2003, «το ευθύ κόστος της ελληνικής εγχώριας τρομοκρατίας ήταν σχετικά χαμηλό, με την εξαίρεση των οικογενειών των θυμάτων οι οποίες πενθούσαν. […] Η τρομοκρατία, στην Ελλάδα και αλλού, είναι πιο αυτο-περιορισμένη από ό,τι οι πολιτικοί, οι γραφειοκράτες και οι δημοσιογράφοι θέλουν να παραδεχτούν. Πολλές πλευρές είναι συνυπεύθυνες για την υπερβολική εκτίμηση της ελληνικής τρομοκρατικής απειλής, ώστε να κατευθύνουν δημόσιους πόρους προς ένα μυστικοπαθές, ανελεύθερο και κοστοβόρο σύστημα εθνικής ασφάλειας και (σε κάποιες περιπτώσεις) προς τις τσέπες τους».3 Αν όμως το σύνολο της μεταπολιτευτικής «τρομοκρατίας» ήταν πάντοτε μια «χαμηλής έντασης» υπόθεση ως προς το τι βαθμού απειλή συνιστούσε για το κοινωνικό σύνολο, ενώ η πρόσληψη της βαρύτητάς της ήταν περισσότερο ζήτημα «χειρισμού» από το πολιτικό προσωπικό και τα ΜΜΕ, αυτό που ονομάστηκε «νέα τρομοκρατία» αποτελεί το πιο ενδιαφέρον υποκεφάλαιό της, από την άποψη της λειτουργίας του ως κατασκευής στο πλαίσιο της ελληνικής δημοσιότητας.
Η περίοδος της «νέας τρομοκρατίας» ξεκινάει –κατά το δια-δεδομένο σχήμα– με την εμφάνιση της οργάνωσης «Επαναστατικός Αγώνας», το 2003, πολύ γρήγορα δηλαδή μετά τις συλλήψεις των μελών της Ε.Ο. «17 Νοέμβρη», και κορυφώνεται στο διάστημα 2008-2013, με τις δράσεις της ίδιας οργάνωσης, καθώς και της Ε.Ο. «Συνωμοσία των Πυρήνων της Φωτιάς». Περιλαμβάνει ωστόσο και άλλες περιπτώσεις αναρχικών, είτε οι Αρχές κατόρθωσαν να τις καταδικάσουν για «τρομοκρατία» είτε –συχνά– όχι, όπως οι «ληστές του Βελβεντού», ο «ληστής της Πάρου», οι «ληστές με τα μαύρα» κ.ά. Τον νηφάλιο παρατηρητή, ωστόσο, δεν μπορεί παρά να τον εκπλήξει η κοπιώδης προσπάθεια που κάνει την εμφάνισή της στον δημόσιο λόγο μετά το 2008, αλλά ιδιαίτερα μετά το ξέσπασμα της κρίσης, να καταδειχτούν αυτές οι νεόκοπες οργανώσεις –δίχως, βέβαια, καμιά ιδιαίτερη ανησυχία αν συγκεκριμένα άτομα όντως ανήκαν στις οργανώσεις ή όχι– ως εξαιρετικά, απροσδόκητα, πρωτόφαντα επικίνδυνες. Με αναφορά σε χτυπήματα του «Επαναστατικού Αγώνα» ήδη πριν από τους Ολυμπιακούς Αγώνες της Αθήνας, αυτό που κυρίως πρέπει να προσεχτεί είναι η επιμονή ότι πρόκειται για ολότελα νέου είδους «τρομοκράτες», οι οποίοι, κοντά στα άλλα, τοποθετούν στο στόχαστρο τις αστυνομικές αρχές – αρχές που, όπως επισημαίνει ένας από τους πλέον προβεβλημένους αναλυτές του φαινομένου, ο Τάσος Τέλλογλου, «συνεχώς τους υποτιμούν».
Δεν εξηγείται με ποια έννοια αποτελεί η στόχευση των αστυνομικών αρχών κάποιου είδους πρωτοτυπία, δεδομένου ότι και η Ε.Ο. «17 Νοέμβρη» τις είχε στοχεύσει – ούτε βέβαια γιατί η αντιμετώπιση της αστυνομίας συνιστά «υποτίμηση» περισσότερο απ’ ό,τι σε προηγούμενες περιόδους, λόγου χάρη τις δεκαετίες του 1980 και του 1990. Αρχίζει, όμως, να εξυφαίνεται το αφήγημα πως οι μεν «τρομοκράτες» είναι απρόσμενα πανίσχυροι, ενώ οι αστυνομικοί χρειάζονται προστασία.4 Αν λάβουμε υπόψη πως τέτοιες αναλύσεις διατυπώνονται καθώς ο λόγος περί τη «νέα τρομοκρατία» βαίνει προς την κορύφωσή του, δεν είναι εύκολο να αποφύγουμε τη σκέψη πως όχι μόνο αδιαφορούν για οποιαδήποτε ακριβή αποτίμηση, αλλά μάλλον οικοδομούν την προϋπόθεση για να εξασφαλίσουν οι διωκτικές αρχές μεγαλύτερη ισχύ και ελευθερία κινήσεων στον απόηχο των γεγονότων του Δεκεμβρίου 2008. Η εφημερίδα Έθνος περιγράφει το ζήτημα σε ρεπορτάζ της με χαρακτηριστικό τρόπο, ήδη από το 2009: «Μετά το 2002 και την εξάρθρωση της “17 Νο-έμβρη” και του “ΕΛΑ”, η εμφάνιση της “νέας” γενιάς τρομοκρατών σχετίζεται με χτυπήματα μικρά και μεγαλύτερα, πάντως εκδικητικά και σπασμωδικά. Η νεοτρομοκρατία εκφράζεται μέσα από οργανώσεις που καμία σχέση δεν έχουν με τις “δεμένες” τρομοκρατικές οργανώσεις του παρελθόντος. Μέσα σε λίγα χρόνια ξεφύτρωσαν διάφορες ονομασίες οργανώσεων (ΕΝΕΔΡΑ, Συνωμοσία Πυρήνων της Φωτιάς, Φράξια Μηδενιστών, Λαϊκή Θέληση κ.ά.), με δράση στην Αθήνα και τη Θεσσαλονίκη κυρίως, με κοινό παρονομαστή τα συνεχή αλλοπρόσαλλα χτυπήματα. Οι νέες ομάδες είναι εμφανές από τα κείμενά τους ότι στερούνται θεωρητικού υπόβαθρου και ιδεολογίας, με αποτέλεσμα να ενεργούν με προσωπικές και “πρόσκαιρες” πρωτοβουλίες, γεγονός που τους καθιστά ανεξέλεγκτους και πιο επικίνδυνους».5
Σε αυτό το πλαίσιο, παρατηρούμε ακόμη και μια «χαλάρωση» στη δημόσια καταδίκη της Ε.Ο. «17 Νοέμβρη», ένα «ναι μεν, αλλά», μια τάση να προβληθεί ως λιγότερο «κακή» σε σύγκριση με τη διάδοχη κατάσταση, προκειμένου να κατασκευαστεί η κοινωνική απειλή της «νέας τρομοκρατίας» – μια «χαλάρωση» που θα υποχωρήσει με αφορμή τη διαφυγή του Χριστόδουλου Ξηρού, στις αρχές του 2014, και την έκδοση του περιβόητου βιβλίου του Δημήτρη Κουφοντίνα, Γεννήθηκα 17 Νοέμβρη, λίγους μήνες αργότερα. Τα προηγούμενα χρόνια, όμως, από τις πιο απροσδόκητες πλευρές, παρατηρούμε τη σύγκριση αυτή μεταξύ «παλαιάς» και «νέας τρομοκρατίας» να παρουσιάζει την Ε.Ο. «17 Νοέμβρη» ως τη «λιγότερο επικίνδυνη» και τις κατοπινές οργανώσεις ως πρωτοφανώς εγκληματικές. Η τάση αυτή εντοπίζεται, λόγου χάρη, σε ηπιότερη μορφή, στην εξής δήλωση του πρώην αντιτρομοκρατικάριου Δημήτρη Χωριανόπουλου, σχετικά με την Ε.Ο. «Συνωμοσία των Πυρήνων της Φωτιάς»: «Έχουμε μια αλλαγή της ιδεολογίας πράγματι εδώ και δυο-τρία χρόνια, πιθανόν από τον Δεκέμβριο, ίσως πριν τον Δεκέμβριο του 2008, να υπάρχει μια αλλαγή σε σχέση με την ιδεολογία, κυριαρχεί ο μηδενισμός, ότι δεν με ενδιαφέρει τι θα πεις, εγώ θα κάνω αυτό που θέλω να κάνω. Στην παλιά γενιά της τρομοκρατίας αυτό δεν υπήρχε. Η “17 Νοέμβρη” π.χ. την ενδιέφερε το τι λέει η κοινωνία για τις ενέργειές της, την πονούσε όταν είχε θύμα ή τραυματισμό κάποιου ανθρώπου που δεν είχε σχέση με το στόχο τους. Εδώ δεν έχουμε τέτοιες ευαισθησίες, τουλάχιστον αυτή είναι η νέα ιδεολογία».6 Και σε πιο έντονη μορφή στην εξής δήλωση του Μιχάλη Χρυσοχοΐδη, σχετικά με τον «Επαναστατικό Αγώνα»: «Το να επιτεθείς και να πυροβολήσεις, κύριε Τέλλογλου, ένα λεωφορείο το οποίο μέσα έχει δεκαπέντε, είκοσι ένοπλους σημαίνει ότι είσαι πάρα πολύ τολμηρός, σημαίνει ότι είσαι αποφασισμένος να σκοτώσεις πάρα πολλούς ανθρώπους, ενδεχομένως πια πάμε για μαζικές εξοντώσεις, μια τρομοκρατία δηλαδή που παίρνει πολύ μεγαλύτερες διαστάσεις από τους ατομικούς στόχους που είχαν οι παλαιότερες οργανώσεις και ήταν λιγότερο επικίνδυνες».7
Δεν μπορεί, φυσικά, παρά να κάνει εντύπωση η αναφορά σε «μαζικές εξοντώσεις» για μια οργάνωση που δεν έχει στο ενεργητικό της ούτε μία ανθρωποκτονία – ειδικά τη στιγμή που συγκρίνεται με μια οργάνωση που, σύμφωνα με τις καταδικαστικές αποφάσεις για τα μέλη της, έχει διαπράξει είκοσι τρεις! Ούτε, βέβαια, ισχύει κάτι διαφορετικό για την Ε.Ο. «Συνωμοσία των Πυρήνων της Φωτιάς», οι ενέργειες της οποίας –πολλές τον αριθμό αλλά εξόχως χαμηλής έντασης– απέχουν ακόμη περισσότερο από τη διατύπωση «μαζικές εξοντώσεις» κι απ’ αυτές του «Επαναστατικού Αγώνα».8 Η πιο βίαιη, μάλλον, ενέργεια του «Επαναστατικού Αγώνα» έχει ως αποτέλεσμα έναν και μόνο σοβαρό τραυματισμό, αυτόν του αστυνομικού Διαμαντή Ματζούνη, κατά την επίθεση εναντίον διμοιρίας των ΜΑΤ στο Υπουργείο Πολιτισμού, στα Εξάρχεια, τον Ιανουάριο του 2009, ενώ ακόμη και σε αυτή την ενέργεια η υλικοτεχνική δυνατότητα της οργάνωσης είναι στοιχειώδης.9 Αυτό, βέβαια, δεν εμποδίζει τον Τάσο Τέλλογλου να ισχυριστεί ότι η εν λόγω επίθεση σημαίνει πως οι «φόβοι μερικών θα επιβεβαιωθούν», αναφερόμενος στις προαναφερθείσες ανησυχίες για «μαζικές εξοντώσεις» του Μ. Χρυσοχοΐδη.
Η μόνη περίπτωση όπου η οργάνωση είχε χρησιμοποιήσει πιο προηγμένα μέσα, όχι όμως ιδιαιτέρως και, κυρίως, δίχως θύματα, είναι το χτύπημα του εξωτερικού του κτιρίου της αμερικανικής πρε-σβείας με αντιαρματικό όπλο, τον Ιανουάριο του 2007. Σε πείσμα, ωστόσο, κάθε πραγματολογικού δεδομένου, ο Μ. Χρυσοχοΐδης δηλώνει: «Από τη στιγμή που διατίθεται τέτοιος εξοπλισμός από την πλευρά της οργάνωσης αυτής, σημαίνει, κύριε Τέλλογλου, ότι όλα τα μέτρα ασφαλείας που λαμβάνονται για πρόσωπα και κτίρια, υποδομές και λοιπά, είναι άχρηστα. Διότι τα καινούργια όπλα ή τα όπλα που διαθέτουν οι συγκεκριμένοι μπορούν να εξαφανίσουν και να εξευτελίσουν τα υπάρχοντα μέτρα ασφαλείας μ’ έναν τρόπο πολύ γρήγορο. Στην κυριολεξία πρόκειται για αστεία μέτρα ασφα-λείας σε σχέση με τις δυνατότητες που έχουν. Έχουμε μια νέα γενιά τρομοκρατών, η οποία γενιά τρομοκρατών είναι πιο βίαιη, είναι πιο δολοφονική και κατά τη γνώμη μου το πολιτικό συμπέρασμα [είναι] ότι ανοίγει ένας νέος κύκλος αίματος και βίας στη χώρα, πολύ πιο άγριου εγκλήματος και πολύ πιο άγριας τρομοκρατίας σε σχέση με αυτό που ζήσαμε…»10 Κοντά στην «επικινδυνότητα» της «νέας τρομοκρατίας», η οποία κατασκευάζεται στον δημόσιο λόγο σε πείσμα κάθε αντικειμενικής αποτίμησης του αντικτύπου της, πρέπει να επισημανθεί και η πολύ σημαντική συνεισφορά της ακροκεντρώας δημοσιολογίας,11 η οποία όχι μόνο ενισχύει τη θέση περί «διαφοράς» της «νέας τρομοκρατίας» σε σχέση με τη λιγότερο επικίνδυνη «παλαιά», αλλά εδραιώνει και το κρίσιμο στοιχείο του «ανορθολογισμού» των «νέων τρομοκρατών», ο οποίος παράγει απροβλεψιμότητα, το «παράλογο» και το «μη αποκωδικοποιήσιμο» των στόχων τους, με αποτέλεσμα τη γενίκευση του τρόμου που πλέον αγγίζει κάθε πολίτη. Η καθηγήτρια Εγκληματολογίας Σοφία Βιδάλη, λόγου χάρη, μολονότι οι γενικότερες τοποθετήσεις της, ειδικά τα προηγούμενα χρόνια, στηλιτεύουν το έλλειμμα κατανόησης της «βίας» και τη σκληρή αστυνομική καταστολή, υπερθεματίζει σε σχέση με το έλλειμμα «λογικής» των επιθέσεων: «Σε αυτή την κοινωνία τα φαινόμενα της μαζικής βίας, των καταστροφών, της ακατανόητης για τους πολλούς τρομοκρατικής δράσης και της σύγχυσης μεταξύ τρομοκρατίας και οργανωμένου εγκλήματος τείνουν να γίνουν σταθερή παράμετρος, που όμως θεμελιώνεται και αυτή στο φόβο. Οι τρομοκρατικές επιθέσεις που τα τελευταία χρόνια εκδηλώνονται στην Ελλάδα και που μορφολογικά δεν θυμίζουν τίποτα από “17 Νοέμβρη”, ΕΛΑ και άλλες οργανώσεις του 20ού αιώνα, δύσκολα αποκωδικοποιούνται ως προς τα μηνύματα και τους στόχους τους. Είναι βέβαιο, όμως, ότι προσθέτουν έναν ακόμη φόβο, τον καταλυτικότερο, στον μέσο πολίτη: δηλαδή, το φόβο ότι μπορεί ανά πάσα στιγμή και ο ίδιος να γίνει θύμα, έχει δεν έχει σχέση με κάτι δημόσιο. […] Η δύσκολη σύνδεση των στόχων με τους λόγους θυματοποίησής τους δημιουργεί εντυπώσεις ότι πρόκειται περί στόχων τυχαίων, συγκυριακών, επιλεγμένων με κριτήρια ψυχοσυναισθηματικά φορτισμένα, αθώων, και πάντως επιθέσεων στερουμένων λογικής και κυρίως μηνύματος».12
Η λαθροχειρία πρέπει να είναι εμφανής: ο χαρακτηρισμός των χτυπημάτων ως «τυχαίων», παρότι εδώ έχει την έννοια του μη συνεπούς, του «ψυχοσυναισθηματικού» κατ’ αντιδιαστολή προς το στέρεα πολιτικό, φέρνει αυτόματα στο νου το «τυχαίο» με την έννοια του «τυφλού χτυπήματος», όπως είναι γνωστό στην ευρωπαϊκή παλαιότερη εμπειρία αλλά και στην πρόσφατη δράση ισλαμιστικών οργανώσεων, αποκρύπτοντας έτσι το πιο καίριο σημείο: πως οι επιθέσεις που αναλύονται εδώ, σε αντίθεση με τα «τυφλά χτυπήματα» που ανακλαστικά έρχονται στο νου, δεν έχουν νεκρούς ή σοβαρά τραυματισμένους. Επιτυγχάνεται, έτσι, η καθ’ υπερβολή περιγραφή της επικινδυνότητας μαζί με την ταυτόχρονη απόλυτη αποπολιτικοποίηση, μια και τα κριτήρια είναι «ψυχοσυναισθηματικά φορτισμένα». (Ενδιαφέρον έχει εδώ επίσης η χρήση του επιθέτου «αθώων», το οποίο, καίτοι κρυμμένο σε παράταξη με άλλα, αν συνδυαστεί με την πιο πάνω αντιδιαστολή με τις «άλλες οργανώσεις του 20ού αιώνα», οδηγεί στο συμπέρασμα –που θα ήταν ανεπίτρεπτο, υποθέτουμε, σε άλλα συμφραζόμενα– ότι η πανεπιστημιακός θεωρεί τους στόχους της Ε.Ο. «17 Νοέμβρη» και του «Επαναστατικού Λαϊκού Αγώνα», έστω σε κάποιον βαθμό, «ενόχους»!)
Σε άλλο κείμενο, η ίδια εγκληματολόγος επανέρχεται με ένα ακόμη επιχείρημα για τον κίνδυνο γενίκευσης και χειροτέρευσης του φαινομένου – το οποίο τώρα δεν διατυπώνεται μόνο με τη μορφή «ο καθένας κινδυνεύει από τους τρομοκράτες», αλλά και με τη μορφή «ο καθένας κινδυνεύει να γίνει τρομοκράτης»: «Πιθανόν δε τέτοιες λύσεις να πολλαπλασιαστούν στο πλαίσιο της κρίσης και των αδιεξόδων που προκαλεί στους νέους (και όχι μόνον). Εκτός από τον δημόσιο “εξορκισμό” της τρομοκρατίας, σωστό θα ήταν να προσέξουμε μήπως ο συλλογισμός “Χαμένος για χαμένος, δεν βάζω και μια βόμβα;” έχει κάποιο θετικό νόημα για όσους η κρίση συμπιέζει».13
Ο κίνδυνος συνεπώς δεν παρουσιάζεται μεγάλος απλώς ως προς τα γεγονότα που παρατηρούμε, αλλά ως εγγενώς πολλαπλασιαστικός. Και με δεδομένο έναν τόσο γενικευμένο κίνδυνο, ο δημοσιογράφος Αθανάσιος Έλλις προειδοποιεί ότι όποιος διερωτάται αν η έκταση και η ένταση της τρομολογίας ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα, είναι «συνωμοσιολόγος»: «Ο κίνδυνος να διολισθήσει η χώρα σε έναν κύκλο τρομοκρατικής βίας είναι υπαρκτός. Δεν πρόκειται για άτοπες υπερβολές και διαστρεβλώσεις. Υπάρχουν πραγματικά δεδομένα, που δικαιολογούν ανησυχία και εγρήγορση. Σε αυτό το περιβάλλον δεν δικαιούνται κάποιοι να προσφεύγουν στην εύκολη διέξοδο της συνωμοσιολογίας, καταγγέλλοντας τη δημιουργία επίπλαστων ανησυχιών και “τρομοκράτησης” των πολιτών που, κατά την προσφιλή τους ανάλυση, εξυπηρετεί “άλλους σκοπούς”. Η προσέγγιση αυτή δεν είναι απλώς ανεύθυνη, είναι εθνικά επικίνδυνη».14
Στην πραγματικότητα, ίσχυε το αντίθετο: ουδέποτε υπήρξαν «πραγματικά δεδομένα» που να καθιστούσαν υπαρκτό τον «κίνδυνο να διολισθήσει η χώρα σε έναν κύκλο τρομοκρατικής βίας», όμως το αφήγημα του διαρκώς εντεινόμενου τρομοκρατικού κινδύνου έχει τόσο εμπεδωθεί ως σταθερά του δημόσιου λόγου, ώστε μια τέτοια κινδυνολογική υπερβολή να γίνεται αποδεκτή ως ψύχραιμη και νηφάλια ανάλυση. Ως τη χρονική στιγμή, μάλιστα, που γράφει ο Α. Έλλις, το 2014 πια, η επικινδυνότητα της «νέας τρομοκρατίας» νοείται σε τέτοιο βαθμό αποδεδειγμένη, ώστε η διάθεση της «χαλάρωσης» απέναντι στην Ε.Ο. «17 Νοέμβρη» να υποχωρεί, και η τρομοκρατική απειλή προβάλλει στο προσκήνιο εκ νέου ενοποιημένη. Φυσικά, η ταυτόχρονη επιμονή στην οξεία επικινδυνότητα και στην άρνηση οποιασδήποτε πολιτικής υπόστασης παραμένει η γραμμή επιχειρηματολογίας, όπου βέβαια κομβική αποδεικνύεται η τακτική σύνδεσης της «νέας τρομοκρατίας» με την ποινική εγκληματικότητα. Η αποβλέψη της σύνδεσης αυτής εκκινεί από την ασύνειδη παραδοχή ότι η πολιτική παραβατικότητα, ακριβώς λόγω του πολιτικού χαρακτήρα που δύναται να της αποδοθεί στην πρόσληψή της από τον πληθυσμό, αποκτά μια νομιμοποίηση που ο κυρίαρχος λόγος δεν μπορεί εύκολα να διαβρώσει. Εξ ου και προβάλλει η ανάγκη να συσχετιστεί με αυτό που στα μάτια του κόσμου μοιάζει χυδαίο και ανομιμοποίητο: την κοινή, ιδιωφελή εγκληματικότητα.
Ας δούμε, για παράδειγμα, το πρόσφατο ρεπορτάζ του Βασίλη Λαμπρόπουλου, δημοσιευμένο μάλιστα λίγες ημέρες πριν από τη σύλληψη των Σακκά και Σεϊσίδη, με τον αποκαλυπτικό τίτλο «Μάρτυρας του Noor-1 “έδωσε” στην ΕΛ.ΑΣ. Ξηρό και Μαζιώτη».15 Με υπότιτλο «Πώς συνδέονται οι υποθέσεις του πλοίου με τα ναρκωτικά με τη σύλληψη των δύο ανταρτών πόλης», ο Λαμπρόπουλος, επικαλούμενος –τι άλλο;– πηγές της Αντιτρομοκρατικής, προχωρεί σε μια εξιστόρηση στην οποία ο Χριστόδουλος Ξηρός, μετά τη συμπόρευσή του με τη «Συνωμοσία των Πυρήνων της Φωτιάς» και τη φερόμενη συνάντηση και συμπόρευσή του με τον Νίκο Μαζιώτη, συνάντησε σε μυστικό ραντεβού έναν άνθρωπο που εμπλέκεται και στην υπόθεση του «Noor-1», με σκοπό την αγορά όπλων: «Πώς όμως η ΕΛ.ΑΣ. είχε τότε αυτή την εικόνα της “ένωσης” Μαζιώτη – Ξηρού και πώς αυτή η ροή πληροφοριών απέκτησε άλλη διάσταση μετά το “άσχετο” ταξίδι του “Noor-1” στον Περσικό λίγους μήνες αργότερα; Τότε λοιπόν μέσω αξιωματικών του Λιμενικού δόθηκε στην ΕΛ.ΑΣ. η πληροφορία -τα σχετικά στοιχεία τέθηκαν τελικά υπόψη της Αντιτρομοκρατικής Υπηρεσίας- ότι ένας τεχνικός σύμβουλος σε θέματα πλοίων που είχε “επαφές” με λαθρεμπορικά κυκλώματα και έδινε σχετικές πληροφορίες στις διωκτικές αρχές δήλωνε ότι “είχε συναντήσει τους Ξηρό, Μαζιώτη και Ρούπα”. Η συνάντηση φέρεται να έγινε σε καφετέρια στην Καλλιθέα, ενώ υπήρξε και μεσολάβηση ποινικού που ήξερε τους τρεις αντεξουσιαστές. Η πληροφορία αυτή είχε θεωρηθεί τότε πολύ σημαντική και έτσι άρχισαν συσκέψεις στην ΕΛ.ΑΣ. στελεχών του Λιμενικού που ήσαν φορείς της πληροφορίας με την παρουσία του “πληροφοριοδότη”. […] Ακόμη μετέφερε την εικόνα του Νίκου Μαζιώτη “να φορά περούκα και του Χριστόδουλου Ξηρού με κρυμμένα τα χαρακτηριστικά του”, καθώς και ότι αυτό το μυστικό ραντεβού αφορούσε την παράδοση όπλων -κυρίως Glock- στους ενόπλους».
Μαθαίνουμε όντως κάτι εδώ; Προφανώς και όχι. Tο «ρεπορτάζ» απλώς συσχετίζει δύο υποθέσεις, όπου ο ενδιάμεσος είναι εξωτερικός και των δύο. Όμως, και μόνη η αναφορά στην «τρομοκρατία» από τη μία και το «εμπόριο ηρωίνης» από την άλλη επιτελεί μια λειτουργία πειθάρχησης του αναγνώστη στο να θεωρεί τα δύο σκέλη της σύγκρισης ισοδύναμα και ανταλλάξιμα. Η τεχνολογία της αφήγησης εδώ δεν έχει σκοπό να εκθέσει γεγονότα, αλλά να συγκροτήσει τρόπους πρόσληψής τους. Αν ο τρομοκράτης βρεθεί πλάι-πλάι με τον έμπορο ναρκωτικών, παίρνει κάτι από την ηθική απαξία που ο δεύτερος κουβαλά σε μεγαλύτερο βαθμό – πόσο μάλλον όταν πρόκειται για έναν έμπορο ηρωίνης, της ουσίας που στο συλλογικό φαντασιακό ταυτίζεται με την απόλυτη κατάρρευση του αστικού υποκειμένου. Ο τρομοκράτης, ένα αποκείμενο, ένας πρεζάκιας της πολιτικής τάξης, κάτι λιγότερο από άνθρωπος: ένα ον προς εξάλειψη.
Αυτή η αφηρημένη μορφή του «νέου τρομοκράτη» είναι που εμφανίστηκε, αυτή τη φορά στην ήρεμη ελληνική δημοσιότητα των μπάνιων του Αυγούστου στη Σπάρτη, ενσαρκωμένη στα σώματα των Κώστα Σακκά και Μάριου Σεϊσίδη. Και έχει υπάρξει τόσο πετυχημένη η κατασκευή του τρομοκράτη ως απειλής, ως μιας κινούμενης βόμβας χωρίς σκοπό που έρχεται να διασαλεύσει την κανονική φιλήσυχη ζωή του μέσου, πειθαρχημένου, μεταδημοκρατικού πολίτη, που η διερώτηση και μόνο για τις συνθήκες σύλληψης και τα βασανιστήρια που την ακολούθησαν να προσληφθούν ακόμα και από στελέχη του ΣΥΡΙΖΑ, όπως ο Γιώργος Κυρίτσης, ως «λυρικά πουτσιλίκια».16 Η αποσύνδεση του ζητήματος της «νέας τρομοκρατίας» από το Πολιτικό και η απόδοσή του στις αποκλειστικές αρμοδιότητες της αστυνομίας, αποτελεί κατά τούτο –ειδικά αν το δει κανείς στην παράλληλη αποσύνδεση του Προσφυγικού από το Πολιτικό, και πάλι υπό τη λογική της τεχνικής αρμοδιότητας— μια από της επιτυχίες του Ακραίου Κέντρου στην προσπάθειά του να ηγεμονεύσει την ελληνική δημοσιότητα. Η θρασύτητα της κατασκευής της απειλής της «νέας τρομοκρατίας», η κυνική δυσαναλογία ανάμεσα στο ίδιο το φαινόμενο και στη δόμηση της πρόσληψής του στη δημοσιότητα, αποτελεί έτσι εξέχουσα στιγμή του εγχειρήματος της συμμόρφωσης του πολίτη σε μια αντίληψη της φιλελεύθερης δημοκρατίας αποκαθαρμένης όχι μόνο από κάθε δυνατότητα αμφισβήτησής της, αλλά ακόμη κaι από την ίδια την υπόμνηση της ίδιας της συγκρουσιακής, χειραφετητικής της παράδοσης.
___
- Βλ. Ντίνα Ιωακειμίδου, «Αντιτρομοκρατική über alles ή όταν η Δικαιοσύνη ποδηγετείται», UNFOLLOW, 23.08.2016, διαδικτυακή δημοσίευση: http://bit.ly/2bDbLGX
- Βλ. ενδεικτικά: Μαρινίκη Αλεβιζοπούλου, «Οι ανοιχτοί λογαριασμοί του κράτους: τρομονόμοι και δίκες εν κρυπτώ», UNFOLLOW 33, Σεπτέμβριος 2014.
- Βλ. John Brady Kiesling, Greek Urban Warriors, Resistance & Terrorism 1967 – 2014 (Εισαγωγή), Lycabettus Press, 2014. Η μετάφραση δική μας.
4. «Επαναστατικός Αγώνας», τηλεοπτική εκπομπή «Νέοι Φάκελοι», ΣΚΑΪ, 01.12.2009, http://bit. ly/1DMe9pl
5. Π. Καρσιώτης, Μ. Ψαρά, «Η παλιά φρουρά αναλαμβάνει δράση στην Αντιτρομοκρατική», Έθνος, 31.10.2009, http://bit.ly/1P9fN8k
- «Συνωμοσία των Πυρήνων της Φωτιάς», τηλεοπτική εκπομπή «Νέοι Φάκελοι», 8.11.2010
- «Επαναστατικός Αγώνας», τηλεοπτική εκπομπή «Νέοι Φάκελοι», ό.π.
- Εδώ είναι οφειλόμενη μια αναφορά στην οργάνωση «Σέχτα Επαναστατών», η οποία έχει διαπράξει δολοφονίες. Έχουν καταβληθεί προσπάθειες να παρουσιαστεί ως συγκοινωνούσα με τις άλλες οργανώσεις της «νέας τρομοκρατίας», αλλά δεν έχουν αποδώσει. Βλ. ενδεικτικά: «Γιατί εξαφανίστηκε η Σέχτα Επαναστατών;», The TOC, 23.10.2014, http://bit.ly/1A9NiEt Τη δράση της περιβάλλουν πολλά ερωτήματα ως προς το κατά πόσο αποτελεί «αυθεντική» περίπτωση οργάνωσης του αντάρτικου πόλης. Βλ. π.χ. τα ερωτήματα που προκύπτουν από τη μη επικήρυξή της: «Γιατί δεν έχει επικηρυχθεί η Σέχτα Επαναστατών;», Κουτί της Πανδώρας, 23.1.2014, http://bit.ly/1cKtxbq Για το λόγο αυτό, δεν θα κάνουμε περαιτέρω αναφορά εδώ. Ακόμη, όμως, και αν, χάριν συζητήσεως, περιλαμβάναμε τα χτυπήματά της στις συγκρίσεις, εξακολουθεί να μη βγάζει νόημα η ανακήρυξη των «νέων» οργανώσεων σε επικινδυνότερες και δη με την πρόθεση «μαζικών εξοντώσεων»: η δράση της Ε.Ο. «17 Νοέμβρη» είχε αναντίρρητα μεγαλύτερο αντίκτυπο.
- Ο Γιώργος Ραφτογιάννης, πραγματογνώμονας εγκληματολογικών ερευνών, επισημαίνει για την αμυντική χειροβομβίδα που χρησιμοποιεί η οργάνωση, δίχως κατά τα φαινόμενα να γίνεται κατανοητή η απόσταση των λεγομένων του από τις θέσεις Τέλλογλου-Χρυσοχοΐδη, ότι «η χειροβομβίδα αυτή έχει μια μεγάλη διασπορά στην ελληνική αγορά». Βλ. «Επαναστατικός Αγώνας», τηλεοπτική εκπομπή «Νέοι Φάκελοι», ό.π.
10. «Επαναστατικός Αγώνας», τηλεοπτική εκπομπή «Νέοι Φάκελοι», ό.π.
11. Για την έννοια του Ακραίου Κέντρου έχουμε αρθρογραφήσει εκτενώς. Βλ. ενδεικτικά: «Ο λόγος του Ακραίου Κέντρου: Από την κριτική της βίας στη δημοκρατία ως συμμόρφωση», UNFOLLOW, 13.12.2015, http://bit.ly/1SRtrkP
- Σοφία Βιδάλη, «Η πολιτική του αίματος, η οργή και οι αιτίες», Το Βήμα, 25.7.2010, http://bit. ly/1HmYcay
- Σοφία Βιδάλη, «Πλασματικά διέξοδα σε πραγματικά αδιέξοδα», Το Βήμα, 3.11.2010, http://bit. ly/1GFYx96
- Αθανάσιος Έλλις, «Ο ΣΥΡΙΖΑ και η τρομοκρατία», Η Καθημερινή, 9.1.2014, http://bit.ly/1Kn0apB
15. Βασίλης Λαμπρόπουλος, «Μάρτυρας του Noor-1 “έδωσε” στην ΕΛ.ΑΣ. Ξηρό και Μαζιώτη», Το Βήμα, 21.8.2016, http://bit.ly/2bLlkbJ
- Σε status στο Facebook.