Από το όραµα στην παρακµή: Η αληθινή ιστορία της ΕΕ – Β΄ µέρος
Η τοποθέτηση του Τζέφρι Πάιατ ως πρεσβευτή στην Αθήνα γεννά αναπόφευκτα ερωτήµατα σχετικά µε τους σχεδιασµούς των ΗΠΑ για τη χώρα µας και γενικότερα για την περιοχή. Ιδίως όταν ο συγκεκριµένος διπλωµάτης πρωταγωνίστησε στις πολιτικές ανατροπές στην Ουκρανία του 2014.
Το ξέσπασµα της οικονοµικής κρίσης το 2007 θα αποδείξει πόσο σαθρό ήταν το ευρωπαϊκό οικοδόµηµα και κυρίως η οικονοµική, νοµισµατική και θεσµική αρχιτεκτονική της Ευρωζώνης. Το ευρώ αποδείχτηκε ότι όχι µόνο δεν ήταν ένα ασφαλές αραξοβόλι, αλλά έκανε τα πράγµατα πολύ χειρότερα.
Η επιβολή ενός κοινού νοµίσµατος σε µια ζώνη που είχε µεγάλες αποκλίσεις ως προς την παραγωγικότητα και την ανταγωνιστικότητα αντικειµενικά δηµιουργούσε δοµικές ανισότητες (εµπορικά πλεονάσµατα και ελλείµµατα αντίστοιχα). Σε συνδυασµό µε την ανάγκη των κρατών να καλύψουν τις χρηµατοδοτικές ανάγκες (που υπονοµεύονταν από την τάση να περιορίζεται ο αναδιανεµητικός ρόλος της φορολογίας) οδηγούσαν αναγκαστικά στη διόγκωση και του ιδιωτικού και του δηµόσιου χρέους. Η κρίση χρέους στην Ευρώπη δεν µπορεί να γίνει κατανοητή µόνο µε επίκληση της παγκόσµιας κρίσης ή επιχειρηµάτων περί «σπάταλων κρατών»· ήταν η αρχιτεκτονική της Ευρωζώνης που την έκανε τόσο έντονη.
Η κρίση χτύπησε κυρίως τους αδύναµους κρίκους. Την Ελλάδα που κουβαλούσε και όλο το βάρος ενός στρεβλού µοντέλου ανάπτυξης στηριγµένου σε υπερκοστολογηµένα δηµόσια έργα, τη φούσκα του Χρηµατιστηρίου και τις ευρωπαϊκές χρηµατοδοτήσεις. Την Ιρλανδία που είχε επιδιώξει να είναι παράδεισος χαµηλής φορολογίας για τις επιχειρήσεις. Την Ισπανία της ενδηµικής υψηλής ανεργίας και της φούσκας των ακινήτων. Την Πορτογαλία που ποτέ δεν µπόρεσε να ανακάµψει από το σοκ της εισόδου στο ευρώ. Όµως, στην πραγµατικότητα ο µεγάλος φόβος ήταν και παραµένει το χρέος και οι δηµοσιονοµικές αποκλίσεις των χωρών του πυρήνα και κυρίως της Ιταλίας, που ήδη το 2010 είχε φτάσει το 115% του ΑΕΠ και σήµερα το 132%, ενώ και η Γαλλία µε χρέος 81,7% του ΑΕΠ, το 2010, και 96,1%, σήµερα, και ελλείµµατα σταθερά πάνω από τα όρια του Μάαστριχτ παραµένει παράγοντας ανησυχίας.
Η εποχή των µνηµονίων
Η απάντηση ήταν τα µνηµόνια, µε κορυφαία και πιο βίαια τα ελληνικά. Εδώ να ξεκαθαρίσουµε κάτι: τα µνηµόνια είναι εγγεγραµµένα ως δυνατότητα στο ίδιο το σχέδιο για το κοινό νόµισµα από την εποχή της Συνθήκης του Μάαστριχτ. Είναι η λογική ότι οποτεδήποτε µια χώρα παρεκκλίνει πρέπει να τίθεται σε οικονοµική επιτήρηση και να επιβάλλονται αυτόµατοι περιορισµοί. Είναι η αλαζονεία, επίσης καλβινιστική σχεδόν στην εµµονή της, ότι οι ευρωπαϊκοί κανόνες µπορούν να φέρουν µια χώρα στον σωστό δρόµο.
Σε αυτό το θέµα οι Ευρωπαίοι αναζήτησαν και τη συνδροµή των ειδικών, δηλαδή του ΔΝΤ, το οποίο από τη δεκαετία του 1970 είχε διαµορφώσει ένα πρότυπο βίαιης οικονοµικής παρέµβασης σε υπερχρεωµένες χώρες, µέσα από τα περίφηµα προγράµµατα «δοµικής προσαρµογής», δηλαδή εκτεταµένες παρεµβάσεις µε στόχο την ιδιωτικοποίηση των δηµόσιων αγαθών προς όφελος δυτικών πολυεθνικών, τη µείωση του εργατικού κόστους, την υπονόµευση της συνδικαλιστικής δράσης και των συλλογικών δικαιωµάτων. Κατά τρόπο ανάλογο µε αυτόν που δοκίµασαν τα Chicago Boys στη Χιλή του Πινοσέτ, αλλά και δυτικοί σύµβουλοι όπως ο Τζέφρι Ζακς –και το ΔΝΤ– στη µετακοµµουνιστική Ρωσία της εποχής Γέλτσιν, που κατάφεραν να διαλύσουν την υποδοµή µιας χώρας και µέσα σε λίγα χρόνια να µειώσουν το προσδόκιµο επιβίωσης, είχε έρθει η ώρα να πειραµατιστεί και η Ευρωπαϊκή Ένωση µε τη δική της εκδοχή «θεραπείας-σοκ».
Δεν είναι τυχαίο ότι η έννοια της «εσωτερικής υποτίµησης», δηλαδή της µείωσης ονοµαστικών µισθών για την ανάκτηση της ανταγωνιστικότητας σε περιβάλλον απουσίας νοµισµατικών διακυµάνσεων, είχε προταθεί για πρώτη φορά το 2007 από τον Ολιβιέ Μπλανσάρ, τότε επικεφαλής οικονοµολόγο του ΔΝΤ, ως απάντηση στην οικονοµική στασιµότητα που ακολούθησε την είσοδο της Πορτογαλίας στο ευρώ.
Βέβαια, όπως µε το ατύχηµα στο Τσέρνοµπιλ µάθαµε ότι εάν κλείσεις όλα τα συστήµατα ασφαλείας γίνεται πυρηνικό ατύχηµα, έτσι και µε το ελληνικό µνηµόνιο µάθαµε ότι εάν εφαρµόσεις περιοριστικές πολιτικές λιτότητας χωρίς διαγραφή του χρέους και γενναία πραγµατική οικονοµική ενίσχυση, θα επέλθει οικονοµική κατάρρευση και αυτοτροφοδοτούµενος φαύλος κύκλος χρέους, ύφεσης και ανεργίας.
Μπορούσε να υπάρξει «µια άλλη Ευρώπη»;
Μπορούσε η ΕΕ να είχε πράξει διαφορετικά; Σε ένα υποθετικό επίπεδο, ναι. Μπορούσε να είχε αναπτύξει ένα συστηµατικό πρόγραµµα πραγµατικής αναδιανοµής πόρων προς την περιφέρεια, η οποία θα µπορούσε να διαµορφώσει την περιβόητη «πραγµατική σύγκλιση». Μπορούσε να προχωρήσει σε «αµοιβαιοποίηση» του χρέους και να εκδώσει ευρωοµόλογα για τη χρηµατοδότησή του. Η ΕΚΤ ως ενιαία κεντρική τράπεζα µπορούσε να είναι ένα πολυεργαλείο για τη διαχείριση του χρέους, την παροχή ρευστότητας, την αντιµετώπιση της κρίσης.
Όµως, τότε δεν θα µιλούσαµε για την ΕΕ. Θα µιλούσαµε για µια άλλη ήπειρο και πιθανώς για έναν άλλο πλανήτη. Δεν θα µιλούσαµε για µια διακρατική ένωση, αλλά για µια πραγµατική οµοσπονδία όπου ένα σηµαντικό µέρος του πλούτου που παράγεται στις χώρες του πυρήνα θα διατίθετο για την ευηµερία της περιφέρειας, όπου θα κυριαρχούσε η λογική της διάχυσης της ευηµερίας και όχι της αναζήτησης επιπλέων συγκριτικών πλεονεκτηµάτων για τη Γερµανία και τις άλλες χώρες του πυρήνα, που θα λειτουργούσε µε άλλα κριτήρια και προτεραιότητες από αυτές ενός ψυχαναγκαστικού νεοφιλελευθερισµού.
Όµως, αυτό δεν θα γίνει ποτέ. Να το πούµε διαφορετικά: 30 χρόνια η ΕΕ οικοδοµήθηκε µε τον ακριβώς αντίθετο τρόπο. Στο πολιτικό λεξιλόγιο της Γερµανίας αλλά και άλλων χωρών του πυρήνα η έκφραση «µεταβιβαστική ένωση» αποτελεί βρισιά και ανάθεµα. Δεν τίθεται και δεν τέθηκε ποτέ θέµα αναδιανεµητικών δαπανών και πραγµατικής σύγκλισης. Ακόµη και τα περιβόητα κονδύλια συνοχής περισσότερο αποσκοπούσαν στο να χρηµατοδοτούν δουλειές και αγορές για τα προϊόντα των χωρών του πυρήνα παρά για τη σύγκλιση. Αυτό εξηγεί γιατί, παρά την ύπαρξη των ΚΠΣ και των ΕΣΠΑ ή τις δαπάνες της Κοινής Αγροτικής Πολιτικής, η ελληνική οικονοµία όχι µόνο δεν συνέκλινε, αλλά αντίθετα υπέστη µια σταδιακή αποδιάρθρωση, χάνοντας και όχι κερδίζοντας «συγκριτικά πλεονεκτήµατα». Η λογική ήταν η αντίθετη: «Μπείτε σε ένα ανταγωνιστικό περιβάλλον, αναδιαρθρωθείτε και προσπαθήστε να µας µοιάσετε, αλλά µη ζητάτε βοήθεια».
Αντίστοιχα, παρότι η κρίση χρέους, όπως δείξαµε, οφείλεται σε µεγάλο βαθµό και στη νοµισµατική και οικονοµική αρχιτεκτονική της ΕΕ, το χρέος, αντί να αντιµετωπιστεί ως ευρωπαϊκό πρόβληµα, αντιµετωπίστηκε ως «ηθικός κίνδυνος» που έπρεπε να περιοριστεί και να τιµωρηθούν/αναµορφωθούν οι υπεύθυνοι διά µέσου των µνηµονίων. Οποτεδήποτε τέθηκαν ζητήµατα διαφορετικής αντιµετώπισης, η πάγια επωδός ήταν «τι θα γίνει µε τους Γερµανούς –ή όποιους άλλους…– φορολογούµενους;»
Το αποτέλεσµα ήταν µετά την οικονοµική κρίση του 2007-08 η ΕΕ να εξελιχθεί στον µεγάλο ασθενή της παγκόσµιας οικονοµίας εξάγοντας υφεσιακές δυναµικές εξαιτίας των περιοριστικών της πολιτικών. Ακόµη και τα προγράµµατα «ποσοτικής χαλάρωσης» του διοικητή της ΕΚΤ Μάριο Ντράγκι θα έρθουν καθυστερηµένα και σε µια περίοδο όπου πια διαφαίνεται ότι µόνο η προσφορά φθηνού χρήµατος δεν φέρνει ανάπτυξη όσο υστερούν σηµαντικά οι επενδύσεις.
Η συνενοχή στην πολιτική της καταστροφής
Γιατί, όµως, δεν υπάρχουν µέχρι τώρα αντιδράσεις σε αυτή τη νοµισµατική και οικονοµική αρχιτεκτονική που εµφανώς διευκολύνει κυρίως τη Γερµανία, ενώ εξάγει προβλήµατα όχι µόνο στις χώρες της περιφέρειας, αλλά ακόµη και σε χώρες του πυρήνα όπως η Ιταλία ή ακόµη και η Γαλλία.
Ο ένας λόγος είναι ότι βολεύει. Η λιτότητα διά µέσου του ευρώ αναλογεί στις στρατηγικές επιλογές των ευρωπαϊκών οικονοµικών ελίτ που το βλέπουν ως δρόµο για να απαλλαγούν από ό,τι έχει µείνει από το «ευρωπαϊκό κοινωνικό µοντέλο», για να ξεµπερδεύουν µε τις ρυθµίσεις για τις εργασιακές σχέσεις, για να απαλλαγούν από το κόστος του ασφαλιστικού συστήµατος και του συστήµατος υγείας, για να επεκτείνουν τις φοροαπαλλαγές. Σε αντίθεση π.χ. µε τις ΗΠΑ, όπου «κοινωνικό κράτος» µε την πραγµατική έννοια δεν διαµορφώθηκε σχεδόν ποτέ, δίνοντας τη δυνατότητα ακόµη και την επαύριον της κρίσης στις ΗΠΑ να προωθούν σχέδια όπως το Obamacare (ανεξαρτήτως της κατάληξής του), στην Ευρώπη η διατήρηση αυτών των στοιχείων καθιστούσε επιτακτική την αναίρεσή τους στα µάτια των επιχειρηµατιών.
Επιπλέον, αυτό που έχει περιγραφεί ως αυξανόµενη «χρηµατοοικονοµοποίηση» της οικονοµίας κάνει ακόµη και επιχειρηµατικούς οµίλους που στηρίζονται κυρίως στην παραγωγή, να σκέφτονται µε όρους χρηµατοπιστωτικών ροών και να προτιµούν τις µεγάλες διευκολύνσεις που προσφέρει σε αυτό η ύπαρξη ενός κοινού νοµίσµατος. Αυτό εξηγεί και την προσκόλληση στο ευρώ ακόµη και οικονοµικών ελίτ που πλήττονται άµεσα από την τρώση της ανταγωνιστικότητας όπως π.χ. η ελληνική.
Μοναδική εξαίρεση στην Eυρωζώνη, ένα τµήµα της ιταλικής αστικής τάξης, και δη αυτής που είναι πραγµατικά βιοµηχανική, η οποία στο ευρώ είδε απλώς και µόνο µια τεχνητή υπονόµευση της ανταγωνιστικότητάς της και γι’ αυτό το λόγο είναι ενδιαφέρον το γεγονός ότι η Ιταλία είναι η µόνη χώρα της Ευρωζώνης όπου η αµφισβήτηση του ευρώ προέρχεται όντως και από µερίδες της αστικής τάξης.
Έπειτα, και οι άλλες χώρες είναι εντός κρισιακών τάσεων που δεν επιτρέπουν πολλές «ηρωικές» αποφάσεις. Η γαλλική οικονοµία έχει χάσει προ πολλού το δυναµισµό της και καλείται να εφαρµόσει πολιτικές λιτότητας και ελαστικής εργασίας που, όπως έδειξε και το µεγάλο κίνηµα ενάντια στον εργασιακό νόµο, προκαλούν µεγάλες αντιδράσεις. Την ίδια ώρα, η γαλλική «πολιτική τάξη», στην πραγµατικότητα µια ιδιότυπη κάστα που έχει περάσει από τα ίδια grandes écoles, τα ίδια ΔΣ τραπεζών και κρατικών εταιρειών, ενίοτε και τα ίδια clubs des échangistes, αποδεικνύεται ανίκανη να κάνει οτιδήποτε άλλο πέραν της συµµόρφωσης στη γερµανική πολιτική λιτότητας και την κυνική επένδυση σε έναν νεο-αποικιακό «πόλεµο πολιτισµών» ενάντια στα µουσουλµανικά πληβειακά στρώµατα, στρώνοντας το χαλί για την Ακροδεξιά.
Αντίστοιχα, µπορεί κατά καιρούς ο Ρέντσι να σκηνοθετεί ρήξεις µε τη Μέρκελ και να αγορεύει κατά του Βερολίνου, όµως ξέρει πολύ καλά ότι εάν σκάσει η ιταλική κρίση χρέους, οι επιπτώσεις δεν θα περιοριστούν στο εσωτερικό της Ιταλίας, ενώ το ιταλικό τραπεζικό σύστηµα, καίτοι το παλαιότερο της Ευρώπης, παραµένει από τα πιο προβληµατικά. Και όλα αυτά την ώρα που η άνοδος του Κινήµατος των 5 Αστέρων του Μπέπε Γκρίλο, το οποίο σε µεγάλο βαθµό διαµεσολαβεί και έναν λαϊκό ευρωσκεπτικισµό, απειλεί να φέρει τα πάνω κάτω στο ιταλικό πολιτικό σύστηµα.
Την ίδια στιγµή, οι χώρες της διεύρυνσης λειτούργησαν ως ένας παράγοντας στήριξης της κεντρικής κατεύθυνσης, ιδίως από τη στιγµή που γι’ αυτές η ένταξη στην ΕΕ ήταν η ολοκλήρωση της µετακοµµουνιστικής τους εξέλιξης. Βεβαίως, επειδή δεν πολυπίστεψαν ποτέ στη δυνατότητα της «πολιτικής και αµυντικής ένωσης», έσπευσαν να εναποθέσουν την ασφάλειά τους στο… ΝΑΤΟ και να είναι κατεξοχήν υποστηρικτές του ευρωατλαντισµού (εξ ου και η πρόσφατη άρνησή τους να υποστηρίξουν τα ξαναζεσταµένα σχέδια περί ευρωστρατού).
Στις χώρες πάλι όπως η Ελλάδα, είχε εµπεδωθεί η αντίληψη ότι έξω από το ευρώ δεν υπάρχει σωτηρία, ότι θα βρεθούν στη δεύτερη ταχύτητα, ότι θα γίνουν λιµοί, σεισµοί και καταποντισµοί εάν διαλέξουµε το δρόµο της ρήξης. Στην πραγµατικότητα, ένα ολόκληρο σύµπαν «επιχειρηµατικότητας» και παραεπιχειρηµατικότητας, «στελεχών της διοίκησης», οργανικών και όχι και τόσο οργανικών διανοουµένων, τραπεζιτών, δηµοσιολόγων, πολιτευτών, «επενδυτών» έχει βολευτεί µε αυτό το µοντέλο, δεν κατέχει δεξιότητες άσκησης πολιτικής ή οικονοµικής δράσης έξω από αυτό που ορίζει η σύνταξη τεχνικών δελτίων για επιδοτήσεις και ΕΣΠΑ και ελπίζει ότι όποτε ξαναπάρει εµπρός η «οικονοµική µηχανή» της Ευρώπης θα έρθει ξανά η ανάπτυξη… Ιδίως όσο αυτό θα σηµαίνει πολιτικές λιτότητας και διαρκή µείωση του κόστους εργασίας.
Η γερµανική (µη) ηγεµονία
Δεν χρειάζονται ιδιαίτερες αναλυτικές δεξιότητες για να διαπιστώσει κανείς ότι η σηµερινή ΕΕ σε µεγάλο βαθµό κυριαρχείται από τη Γερµανία.
Γερµανικής έµπνευσης η λιτότητα και η εµµονή µε τη δηµοσιονοµική πειθαρχία. Γερµανική η έµφαση στο κοινό νόµισµα και στην ανεξάρτητη κεντρική τράπεζα χωρίς πολιτικές παρεµβάσεις. Γερµανική η λογική της διαρκούς εκχώρησης εθνικής κυριαρχίας προς τη γραφειοκρατία της ΕΕ και τους µηχανισµούς επιτήρησης και όχι προς έναν πραγµατικά οµοσπονδιακό τρόπο λειτουργίας. Άλλωστε, η νοµολογία του Οµοσπονδιακού Συνταγµατικού Δικαστηρίου της Καρλσρούης κατ’ επανάληψη έχει υπογραµµίσει ότι δεν µπορεί να δεχτεί συλλογική ευθύνη σε βάρος της εθνικής –γερµανικής– κυριαρχίας.
Ωστόσο, ακριβώς γι’ αυτό και η Γερµανία δεν µπορεί να είναι ηγεµονική. Αδυνατεί, ειδικά σε µια περίοδο κρίσης και µετάβασης όπως η τωρινή, να αρθρώσει ένα σχέδιο που θα περιλαµβάνει ένα συλλογικό συµφέρον και θα εκπροσωπήσει και τα άλλα κράτη-µέλη. Ωφελείται οικονοµικά η ίδια από την αρχιτεκτονική του ευρώ, αλλά επιβάλλει πολιτικές οι οποίες στις άλλες χώρες συντηρούν υφεσιακές τάσεις. Εξάγει τις ιστορικά διαµορφωµένες γερµανικές φοβίες και τους «ηθικούς πανικούς» για τον πληθωρισµό ή τα ελλείµµατα, αλλά αδυνατεί να αντιπροτείνει αναπτυξιακά σχέδια. Στην απουσία κοινού οράµατος απαντά µε την ευλαβική τήρηση των κανόνων επιτείνοντας µια βαθιά κρίση νοµιµοποίησης. Οι δείκτες του Μάαστριχτ και η πειθαρχία δεν µπορούν να υποκαταστήσουν την απουσία ηγεµονικού αφηγήµατος.
Τα σύννεφα πυκνώνουν στους ευρωπαϊκούς ουρανούς
Όµως, αυτή η ισορροπία δεν φαίνεται ότι µπορεί να διαρκέσει στο διηνεκές. Και πλέον τα σύννεφα πυκνώνουν στους ευρωπαϊκούς ουρανούς. Η γερµανική επιµονή σε ένα σύστηµα µειωµένης κυριαρχίας, που όµως δεν θα αντισταθµίζεται από ισχυρά ευρωπαϊκά κέντρα αποφάσεων (και τους αντίστοιχους πόρους…), αλλά κυρίως θα στηρίζεται σε «αυτόµατους» µηχανισµούς και κάθε λογής «κόφτες», ολοένα περισσότερο σηµαίνει, ακόµη και για χώρες του πυρήνα όπως η Γαλλία και η Ιταλία, ότι δεν µπορεί να υπάρξει πραγµατικός συντονισµός για την αντιµετώπιση και του αναπτυξιακού ελλείµµατος της ΕΕ και για τις ανοιχτές πληγές του χρέους, των ελλειµµάτων και των µεγάλων επισφαλειών του τραπεζικού συστήµατος. Ο διαρκής πανικός για τις επιπτώσεις από µία κατάρρευση της Deutsche Bank, του µεγαλύτερου ιδιωτικού τραπεζικού παράγοντα κινδύνου παγκοσµίως, ιδίως από τη στιγµή που µεταβήκαµε από τα bail-out (διάσωση µε δηµόσιο χρήµα) στα bail-in (διάσωση σε βάρος µετόχων και µεγαλοκαταθετών), είναι ενδεικτικός αυτής της ανησυχίας.
Την ίδια στιγµή, η συγκυρία της προσφυγικής κρίσης επίσης ανέδειξε τις αντιφάσεις της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Ο τρόπος που στην πράξη ο αρχικός σχεδιασµός, ιδίως της Γερµανίας, για εισδοχή σηµαντικά µεγαλύτερου αριθµού προσφύγων ακυρώθηκε και µε πρωτοβουλία των χωρών που σταδιακά έκλεισαν τον Βαλκανικό Διάδροµο και η «ανυπακοή» επί του θέµατος των χωρών του Βίζενγκραντ ήταν ενδεικτικός µιας αδυναµίας συντονισµένης αντιµετώπισης ενός µείζονος διεθνούς προβλήµατος, αλλά και αδυναµίας πλέον να λειτουργήσουν παραδοσιακές ιεραρχικές σχέσεις ως προς το τι αποφασίζεται. Η Γερµανία µπορεί να κυριαρχεί, αλλά ο υποτίθεται αποσυνάγωγος λόγω της ακροδεξιάς κατεύθυνσής του πρωθυπουργός της Ουγγαρίας Όρµπαν µάλλον δείχνει ότι µπορεί να προωθεί αποτελεσµατικότερα τη δική του αντιπροσφυγική ατζέντα.
Πόσο µάλλον που η Ευρώπη αδυνατεί όλο και περισσότερο να αναδειχτεί σε διεθνή παράγοντα. Υφίσταται τις επιπτώσεις για την όξυνση του αµερικανορωσικού ανταγωνισµού γύρω από την Ουκρανία, ουσιαστικά µια αµερικανική πρωτοβουλία στο πλαίσιο του νέου ψυχρού πολέµου, συνεχίζοντας τις κυρώσεις κατά της Ρωσίας, παρότι είναι προς το συµφέρον των περισσοτέρων ευρωπαϊκών χωρών η ενίσχυση των οικονοµικών σχέσεων µε τη Ρωσία ιδίως στον ενεργειακό τοµέα. Ταλαντεύεται στο ερώτηµα των σχέσεων µε την Τουρκία, υπονοµεύοντας στο όνοµα εσωτερικών πολιτικών υπολογισµών όχι µόνο την ενταξιακή πορεία της Τουρκίας αλλά ακόµη και αυτήν τη συµφωνία για το Προσφυγικό, παρότι έχει ανάγκη τη συνεργασία της τελευταίας για την αντιµετώπιση των προσφυγικών ροών. Μετά το πραξικόπηµα η ΕΕ ταλαντεύτηκε για µεγάλο χρονικό διάστηµα, καθυστερώντας να στείλει υψηλόβαθµους αξιωµατούχους, την ώρα που άλλοι πόλοι, από τη Ρωσία και την Κίνα µέχρι τις ΗΠΑ και τη Βρετανία, έσπευσαν να αποκαταστήσουν τις σχέσεις µε την τουρκική κυβέρνηση και να προσαρµοστούν στη νέα κατάσταση. Είναι έξω από τη διαµόρφωση των νέων συσχετισµών και σχεδιασµών στη συριακή κρίση και σε κανένα βαθµό δεν αντιµετωπίζεται ως παράγοντας που µπορεί να διαχειριστεί αποτελεσµατικά µια µείζονα διεθνή κρίση.
Ωστόσο, η πιο µεγάλη ανοιχτή πληγή της ΕΕ είναι η ίδια η βαθιά κρίση νοµιµοποίησής της και η απόρριψη της λογικής της µειωµένης εθνικής κυριαρχίας από µεγάλο µέρος των ευρωπαϊκών κοινωνιών και µε κάθε δυνατή αφορµή. Παρότι συχνά παρουσιάζεται ως «εθνική αναδίπλωση» και τοπικισµός, στην πραγµατικότητα αντανακλά ένα βαθύ αίτηµα δηµοκρατίας, οριζόµενης ως της δυνατότητας µιας ευρείας πλειοψηφίας ενός πολιτικού σώµατος να αποφασίζει κυρίαρχα για ένα δοσµένο γεωγραφικό χώρο, αλλά και τη συσσωρευµένη δυσαρέσκεια για τρεις δεκαετίες διάλυσης ισχυρών βιοµηχανικών κλάδων, αποδιάρθρωσης πλευρών της αγροτικής παραγωγής, υπονόµευσης των µεταπολεµικών κοινωνικών κατακτήσεων, ιδιωτικοποίησης βασικών κοινωνικών αγαθών. Αυτή είναι η αιτία και των εντεινόµενων στοιχείων πολιτικής κρίσης: γρήγορη απαξίωση κυβερνήσεων, ταχεία ανακύκλωση πολιτικών προσώπων και ρευµάτων, κρίση των παραδοσιακών κοµµάτων, διαφόρων ειδών «εκλογικές εξεγέρσεις». Πλευρά αυτής της πολιτικής κρίσης και η άνοδος της Ακροδεξιάς, που µε δεδοµένη την αφασία και τη στρατηγική ρηχότητα µεγάλου µέρους της ευρωαριστεράς (που ώρες-ώρες πιστεύει τους ευρωπαϊκούς µύθους περισσότερο και από τους εµπνευστές τους), εκµεταλλεύεται αυτό το αίτηµα «λαϊκής κυριαρχίας», µπολιάζοντάς το βέβαια µε ένα αποκρουστικό και επικίνδυνο µείγµα ρατσισµού, ξενοφοβίας και συντηρητισµού.
Σε αυτό το πλαίσιο, το βρετανικό δηµοψήφισµα είναι ταυτόχρονα σοκ, ξυπνητήρι, αλλά και εικόνα από το µέλλον. Μπορεί να ξεκίνησε ως προσπάθεια τακτικού χειρισµού εσωτερικών πολιτικών αντιθέσεων, κυρίως στο Συντηρητικό κόµµα, όµως έδωσε διέξοδο στη δυσαρέσκεια ευρύτερων τµηµάτων της βρετανικής κοινωνίας για τη διάλυση της βιοµηχανικής βάσης, την ανεργία, την κοινωνική ανισότητα, την αίσθηση απώλειας δηµοκρατικού ελέγχου, παρά τη λυσσαλέα προσπάθεια του City και µεγάλου µέρος των οικονοµικών και µιντιακών ελίτ να υπερψηφιστεί το Remain.
Συµπυκνώνοντας διεργασίες που ο δηµόσιος λόγος επίπονα έβαζε κάτω από το χαλάκι, αποτέλεσε πλήγµα στο κύρος και την πραγµατική ισχύ της ΕΕ. Όταν η πέµπτη οικονοµία του πλανήτη αποχωρεί από την, υποτίθεται, πιο προχωρηµένη εκδοχή οικονοµικής και πολιτικής ολοκλήρωσης, τότε εµφανώς κάτι δεν πάει καλά µε την τελευταία. Πάνω από όλα, απέδειξε ότι η… γη είναι στρογγυλή, καθώς σε πείσµα µιας προπαγάνδας ότι δεν είναι εφικτή η ρήξη, τώρα την παρακολουθούµε σε «πραγµατικό χρόνο». Αποτελεί ιστορικό παράδοξο αλλά και δίδαγµα ότι µια χώρα όπως η Βρετανία, χωρίς γραπτό σύνταγµα, επέδειξε µεγαλύτερο σεβασµό στις κοινοβουλευτικές διαδικασίες και τη λαϊκή ετυµηγορία από ό,τι οι χώρες-κοιτίδες, υποτίθεται, της νεωτερικής συνταγµατικής παράδοσης που σε αντίστοιχες περιπτώσεις απλώς… απαγόρευσαν τα δηµοψηφίσµατα (όπως έγινε µετά την απόρριψη του Ευρωσυντάγµατος).
Είναι προφανές ότι το επόµενο διάστηµα θα ακούσουµε πολλά για την ανάγκη να βαθύνει η ολοκλήρωση. Όµως, συνήθως, οι «φυγές προς τα εµπρός» οδηγούν στις πιο άτακτες υποχωρήσεις. Αντίθετα, πιο πιθανό είναι να εκτιµήσουµε ότι η αδυναµία αντιµετώπισης της οικονοµικής κρίσης, η όξυνση φαινοµένων πολιτικής κρίσης (π.χ. απόρριψη συνταγµατικής αναθεώρησης στην Ιταλία, εκλογές και ενίσχυση των Πέντε Αστέρων του Γκρίλο, ή το ανοιχτό ερώτηµα του πόσο θα ενισχυθεί η Λεπέν στη Γαλλία), η διατήρηση της αδυναµίας συνεννόησης σε κρίσιµα ζητήµατα, η έστω και οπορτουνιστική µετατόπιση και των συστηµικών κοµµάτων σε θέσεις υπέρ µεγαλύτερης εθνικής κυριαρχίας (ενδεικτική η συζήτηση στη γαλλική Δεξιά εν όψει προεδρικών εκλογών του 2017), αλλά και –που είναι και η «ανεξάρτητη µεταβλητή…»– το ενδεχόµενο µεγάλων κοινωνικών εκρήξεων, όπως αυτές που συγκλόνισαν τη Γαλλία, όλα αυτά µάλλον εντείνουν ακόµη περισσότερο την κρίση της ίδιας της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Αρχή του τέλους για την ΕΕ; Ακόµη είναι νωρίς για να το πούµε, όµως το καλοκαίρι του 2016 έδειξε ότι όταν οι αντιφάσεις περάσουν ένα κατώφλι όξυνσης, όλα τα ενδεχόµενα γίνονται πιθανά.
____
Διαβάστε το Α΄ Μέρος του κειμένου.