H εποχή της εκατόμβης
Η κλίμακα της ανθρώπινης ζωής στην εποχή του «κράτους ασφάλειας» αντιστοιχεί πλήρως στην κλίμακα ζωής στην εποχή της εκατόμβης: αναλώσιμη• υπό αίρεση• απανθρωπισμένη• ρομποτική. Μια οικονομία βίας που, ακριβώς επειδή είναι τόσο κοινή, τόσο μοιρασμένη και, ναι, γενεαλογικά τόσο νεωτερική, γίνεται επίσης σήμερα όλο και πιο μηχανική, ρευστή, πορώδης, επεκτατική.
Κάνοντας μια γρήγορη αναζήτηση στο Διαδίκτυο για τις φονικές επιθέσεις που παρακολουθούμε τον τελευταίο καιρό – στο Παρίσι, στο Ορλάντο, στις Βρυξέλλες, στο Μόναχο, στη Νίκαια – βλέπει κανείς την τάση να ονομάζονται «τυφλά χτυπήματα». Προφανώς, ήρθε ο καιρός να αρχίσουμε να αναθεωρούμε το λεξιλόγιό μας το σχετικό με τη βία. Διότι αυτά τα χτυπήματα, από όποια σκοπιά και να το πάρει κανείς, πολλά (και πολύ διαφορετικά μεταξύ τους) πράγματα μπορεί να είναι, ένα όμως σίγουρα δεν είναι: τυφλά.
Ακόμα και όσες επιθέσεις δεν φαίνονται οργανωμένες από ένα κεντρικό σχέδιο. Στο Μόναχο, ο Άλι Σονμπολί έστειλε από ψεύτικο προφίλ μήνυμα σε φίλους, καλώντας τους στο εστιατόριο McDonald’s για προσφορές. Στο Ορλάντο, ο Ομάρ Ματίν, που φαίνεται να γνώριζε σχετικά καλά το χώρο του γκέι κλαμπ Pulse όπου επιτέθηκε, επιθεωρούσε τα σώματα των θυμάτων του για ώρες μετά τις πρώτες δολοφονίες, ενώ στο τέλος κυνήγησε και σκότωσε έναν προς έναν όσους είχαν κρυφτεί στην τουαλέτα. Στη Νίκαια, ο Μοχάμεντ Λαχουάιτζ Μπουλέλ, κοιτάζοντας από ψηλά το πλήθος των ανθρώπων πάνω στο οποίο έριξε το φορτηγό που οδηγούσε, έκανε διαρκείς μανούβρες με στόχο να χτυπήσει όσο περισσότερους. Πολλοί αυτόπτες μάρτυρες περιγράφουν το βλέμμα του χαρακτηριστικά προσηλωμένο στη στόχευση των θυμάτων.
Οι σκηνές ή οι αφηγήσεις, μάλιστα, που δείχνουν ακριβώς την τεχνική στόχευση της βίας, που δείχνουν δηλαδή πόσο τα χτυπήματα τούτα δεν ήταν τυφλά, φαίνεται ότι αγγίζουν τα όρια της ανοχής μας·κανάλια και ιστοσελίδες που γεμίζουν με αυτές τις σκηνές, τις συνοδεύουν πάντα από προειδοποιήσεις για τη σκληρότητά τους.
Αυτό που δεν αντέχει ο θεατής στην προκειμένη περίπτωση δεν είναι τόσο το μέγεθος της βίας όσο το γεγονός ότι δεν είναι τυφλή, ότι δεν προκύπτει τυχαία, ότι τα θύματά της δεν είναι παράπλευρες απώλειες, αλλά στόχοι συγκεκριμένοι. Και ότι όλα αυτά πλέον μπορούν να συμβούν δίπλα του. Είχαμε συνηθίσει να μιλάμε για εκατόμβη θυμάτων με μία άνεση, μιλώντας για μια βία ακραία και αυτοτελική, σαν θυσία παράλογη, που όμως συμβαίνει χωρίς την ευθύνη μας κάπου αλλού, κάπου μακριά – στην αγορά της Βαγδάτης, στα περίχωρα της Καμπούλ, στο βόρειο Ιράκ, στην Αίγυπτο, στην Ινδία. Τώρα πια η συνθήκη αυτή αγγίζει και τις μητροπόλεις της Δύσης. Και όπως και στις εκατόμβες «αλλού», έτσι πια κι «εδώ»: ο μαζικός θάνατος πολλών ανθρώπων εκτός συνθηκών πολέμου δεν είναι πλέον μια παράπλευρη απώλεια της τρομοκρατίας· η κατάσταση ομηρίας και ο θάνατος τόσων ανθρώπων δεν συμβαίνει ως μέρος μιας διαπραγμάτευσης που έχει ένα άλλο αίτημα.
Αυτό που δεν αντέχουμε –και συνειδητοποιούμε όλο και περισσότερο όσο έρχεται πιο κοντά μας– είναι ότι σε αυτές τις περιπτώσεις ο θάνατος όσο περισσότερων δεν είναι μέσο, είναι αυτός καθαυτός ο στόχος. Μας φαίνεται ακραία ανοίκειο το πόσο οι δράστες αυτών των επιθέσεων αναγνωρίζουν πολύ καλά ποιους και πώς χτυπάνε, τους θεωρούν όμως αναλώσιμους στόχους. Και πώς, ταυτόχρονα, παρουσιάζονται και οι ίδιοι ως τέτοιοι. Στην ύστατη συνθήκη την οποία κατασκευάζουν, οι δράστες στις πιο πολλές από τις πρόσφατες επιθέσεις γίνονται κι αυτοί ό,τι και τα θύματά τους: μηχανικοί και αναλώσιμοι στόχοι, μέρος της ίδιας μηχανής εξολόθρευσης που έχουν βάλει σε λειτουργία.
Η συνθήκη, ως εκ τούτου, που φαίνεται να ενώνει πολλά από αυτά τα χτυπήματα (κι αυτά που φαίνονται οργανωμένα, κι αυτά που μοιά-ζουν να τα μιμούνται), η συνθήκη που ενδεχομένως τα βοηθήσει να πολλαπλασιάζονται τον επόμενο καιρό, αλλά και η συνθήκη που τα κάνει και τόσο πολύ έτοιμα προς εκμετάλλευση από το ISIS (όσο και αν συχνά δεν έχουν μεγάλη –ή και την παραμικρή– σχέση μαζί του) δεν είναι ο τρόπος που αφαιρούν την ανθρώπινη ζωή. Αλλά η νέα κλίμακα με την οποία την επαναπροσδιορίζουν. Ως αναλώσιμη· ως υπό αίρεση·ως απανθρωπισμένη· και ως ρομποτική.
Το ενδιαφέρον εδώ είναι ακριβώς αυτή η καινούργια και ιδιαίτερα εσωτερική τεχνολογία της βίας. Μπορεί να μας φαίνεται παρανοϊκή, αδιανόητη, αταβιστική, προνεωτερική· εντούτοις αν την καλοπροσέξεις είναι ιδιαιτέρως μοντέρνα κι εντελώς συγχρονισμένη με τις εξελίξεις στην παγκόσμια οικονομία βίας με την οποία οργανώνεται (εικονικά, υλικά, γεωγραφικά) όλο και περισσότερο ο κόσμος μας.
Αλλά ας πάρουμε τα πράγματα από την αρχή, ή, μάλλον, από το τέλος. Τις επιθέσεις στο Μόναχο, στο Ορλάντο και τη Νίκαια, ακριβώς επειδή έγιναν από έναν άνθρωπο, μάλλον διαταραγμένο, χωρίς μεγάλη σχέση με οργανωμένα ιδεολογικοθρησκευτικά κέντρα, και με μόνο στόχο όχι να διαπραγματευτεί ή να αιτηθεί κάτι, αλλά να σκοτώσει, πολλοί τις συγκρίνουν με τα χτυπήματα σε αμερικανικά σχολεία και πανεπιστήμια την τελευταία δεκαετία. Ούτε κι εκείνα ήταν «τυφλά». Κι όπως και τα τωρινά, έτσι κι εκείνα φαίνεται να είχαν επηρεαστεί από μια ολόκληρη κουλτούρα καταστροφής, ένα βαρύ προϋπάρχον σενάριο που φαίνεται να χρησιμοποίησαν ως καμβά. Αρκεί να δεις την ταινία «Elephant», του Γκας Βαν Σαντ, που αναφέρεται στις δολοφονίες στο σχολείο του Columbine, για να συνειδητοποιήσεις πόσο ακριβώς το βλέμμα και η στοχοποίηση, το αντίθετο δηλαδή της τυφλότητας, βρίσκεται στο κέντρο της βίας αυτού του τύπου. Καθώς παρακολουθούμε τους δύο μαθητές να οργανώνουν και μετά να διαπράττουν τις δολοφονίες στο σχολείο τους, η ταινία μπαίνει σε ένα ρυθμό ονειρικό. Όλο το «Elephant» μοιάζει σαν ηλεκτρονικό παιχνίδι, τους δύο οπλισμένους εφήβους τούς βλέπουμε συνήθως από πίσω, η κάμερα σκαλώνει στο επίπεδο του βλέμματός τους, το σώμα τους παίρνει στην κάμερα τη θέση που παίρνει το ομοίωμα του παίκτη στα ηλεκτρονικά παιχνίδια καταστροφής. Γνωρίζεις αυτό που βαράς, το βλέπεις καλά, το κεντράρεις στο μάτι, το βάζεις στο στόχο σου· κι όσο αυτό συμβαίνει, κι ο στόχος, κι εσύ, και η πραγματικότητα της βίας ανάμεσά σας γίνονται όλο και περισσότερο αυτοαναφορικά, εικονικά, ονειρικά, μη πραγματικά. Αυτά, τουλάχιστον, έμοιαζε να λέει το 2003 το «Elephant» του Γκας Βαν Σαντ, μια ταινία που κατηγορήθηκε ότι επηρέασε μεταγενέστερα παρόμοια χτυπήματα.
Και, ναι, τα πρόσφατα χτυπήματα μοιάζουν σε πολλά σημεία. Το αμόκ στο οποίο φαίνεται να μπαίνουν οι δολοφόνοι, η σύνδεση που κάνουν με παλιότερες αντίστοιχες επιθέσεις (στην περίπτωση του Μονάχου μάλιστα η επίθεση έγινε έτσι ώστε να συμπίπτει η ημερομηνία με την επέτειο της επίθεσης Μπρέιβικ στη Νορβηγία το 2011), το πώς στοχοποιούν τα θύματα και φέρουν εις πέρας την επίθεση, το πόσο συνδεδεμένο είναι όλο αυτό με τα μίντια – και πριν την επίθεση και κατά τη διάρκειά της.
Πλέον, όμως, υπάρχει και μια τεράστια διαφορά: αν οι επιθέσεις στα σχολεία αναγνωρίζονταν ως η ξαφνική έκρηξη μιας απωθημένης βίας που ελλόχευε στο εσωτερικό της κοινωνίας και οι δράστες στρέφονταν εναντίον «δικών τους ανθρώπων», σήμερα, αντίθετα, οι επιθέσεις γίνονται κατανοητές μόνο ως δείγματα ενός κινδύνου που έρχεται έξωθεν, ενός εχθρού ξένου, που παραμονεύει και χτυπάει όπου βρει. «Γαμημένοι ξένοι», ακούγεται να φωνάζει από το μπαλκόνι του ένας Γερμανός προς τον δράστη της επίθεσης στο Μόναχο (προτού ακόμα τον δει καλά καλά ή καταλάβει τι γίνεται). Κι όσο κι αν ο δρά-στης απαντάει «Εδώ γεννήθηκα… είμαι Γερμανός», κι όσο κι αν κατά πάσα πιθανότητα δεν είχε καμία σχέση με την τρομοκρατία, ξέρεις ότι στην επόμενη τέτοια επίθεση το αντανακλαστικό όλων θα είναι να μιλήσουν για τρομοκράτη και να φωνάξουν «γαμημένοι ξένοι», ό,τι κι αν έχει συμβεί.
«Δεν έχουμε άλλη επιλογή», είπε ο Ντόναλντ Τραμπ μετά την επίθεση στο Ορλάντο, υποσχόμενος, αν εκλεγεί, να καθαρίσει τη χώρα από την τρομοκρατία (και, βεβαίως, το «ριζοσπαστικό Ισλάμ», αλλά και γενικώς τους πολλούς μετανάστες). Κι ας ήταν κι αυτός ο δράστης αμερικανός πολίτης που έδρασε μόνος του. Λίγο αργότερα, και καθώς περισσότερα στοιχεία γι’ αυτόν γίνονταν γνωστά, ο Τραμπ επανήλθε για να διορθώσει: Ο Ματίν μπορεί να είχε γεννηθεί στην Αμερική, όμως οι γονείς του ήρθαν από αλλού «και οι ιδέες του είχαν γεννηθεί κάπου αλλού». Γονείς, ιδέες, βία. Όλα είχαν έρθει απέξω (είπε ο Τραμπ!). Και από όλα αυτά, θα μας λένε πλέον κάθε φορά, θα έπρεπε να έχουμε ήδη απαλλαγεί. «Δεν έχουμε άλλη επιλογή».
Η φαντασίωση ενός «κόσμου χωρίς»· ενός κόσμου που «έχει καθαρίσει από…» (από μουσουλμάνους, από μετανάστες, από τρομοκράτες, από βία, από… από…) χαρακτηρίζει όλο και περισσότερο το βασικό ιδεολογικό πρόγραμμα του καθεστώτος έκτακτης ανάγκης και ασφάλειας στο οποίο μπαίνει ξανά όλο και περισσότερο η Δύση τα τελευταία χρόνια.1 Ως μοντέλο σκέψης, προφανώς, ο «κόσμος χωρίς…» δεν είναι καινούργιος.
Σε αυτή την ιδέα βασιζόταν ανέκαθεν ο ρατσισμός, εδώ βασίστηκε ο ναζισμός, σε ένα αντίστοιχο μοντέλο βασίστηκε και η αποικιοκρατία (η οποία εξήγαγε τη βία, την υποδούλωση, και τη δημιουργία πληθυσμών υπό αίρεση στην αποικία, όσο δημιουργούσε τη φαντασία ενός κόσμου καθαρού και ευνομούμενου στο αποικιοκρατικό κέντρο). Το ενδιαφέρον όμως είναι πώς σήμερα αυτό το μοντέλο επανέρχεται και πόσο είναι εκτατικό. Ο «κόσμος χωρίς…» γίνεται συνώνυμο του νεωτερικού κόσμου που πρέπει να (ξανα)φτιάξουμε, την ίδια στιγμή που αποκτά μια διάσταση νεομυθική και ιδιαιτέρως παραγωγική. Στη βάση αυτού του καθαρού και ασφαλούς «κόσμου χωρίς…» είναι που αναγνωρίζουμε ως αναγκαία την ύπαρξη ακραίας βίας «κάπου αλλού» (ή και σε ένα καλά περιφραγμένο στρατόπεδο «κάπου κοντά»). Σε αυτή τη βάση αποδεχόμαστε άλλοι πληθυσμοί να βρίσκονται υπό αίρεση – κρεμασμένοι σε σύνορα, βουτηγμένοι στο επίκεντρο παράλογων πολέμων, μπερδεμένοι σε γεωγραφίες προορισμένες να ισοπεδωθούν, «να γίνουν σκόνη». Και στη βάση αυτή, τέλος, αναπτύσσουμε τεχνολογίες «καθαρού πολέμου», τεχνολογίες κατά τις οποίες όλο και περισσότερο το βομβαρδισμό «των άλλων» τον κάνει ένα μη επανδρωμένο αεροσκάφος, ένα drone, το κουμπί της βίας το πατάει ένα ρομπότ.2
Και, κοίτα ένα περίεργο, η κλίμακα της ανθρώπινης ζωής στην εποχή του «κράτους ασφάλειας» ταιριάζει εντελώς, αυτό που λέμε «κλειδώνει», με την αντίστοιχη της κλίμακας ζωής στην εποχή της εκατόμβης: αναλώσιμη· υπό αίρεση· απανθρωπισμένη· ρομποτική.
Κι εδώ, για να μην παρεξηγηθούμε, δεν λέω ότι οι βομβιστές στις Βρυξέλλες, οι τρομοκράτες του Παρισιού, ο δολοφόνος του Ορλάντο, της Νίκαιας, του Μονάχου, είναι ακριβώς το ίδιο με το drone που πετάει πάνω από το Ιράκ, ή με αυτήν τη βομβαρδιστική μηχανή που ο κάθε δεξιός σχολιαστής φαντασιώνεται ότι μπορεί αύριο «να κάνει σκόνη τους τζιχαντιστές». Δεν λέω ούτε ότι ο ρατσισμός με τον οποίο ριζοσπαστικοποιεί όσους το ακούν από άμβωνος, ντουντούκας ή Twitter το ISIS είναι εντελώς ίδιος με το ρατσισμό του μέσου Τραμπ.
Αυτό που λέω είναι ότι όλοι συμμετέχουν στην ίδια οικονομία βίας που, ακριβώς επειδή είναι τόσο κοινή, τόσο μοιρασμένη και, ναι, γενεαλογικά τόσο νεωτερική, γίνεται επίσης σήμερα όλο και πιο μηχανική, ρευστή, πορώδης, επεκτατική. Απολύτως εναλλασσόμενη, προφανώς αντεπαναστατική, δυναμικά αναπαραγωγική και ολοκληρωτικά καθεστωτική.
___
- Δες Achille Mbembe,Politiques de l’inimitié, La Decouverte, Παρίσι 2016.
- Πβ. Grégoire Chamayou, Théorie du drone, La Fabrique, Παρίσι 2013.