Γκαούρ Τεντέν. Η μόνιμη Ευρώπη και το χτίσιμο του Νότου
Όχι μόνο η εθνικιστική δεξιά, αλλά και το κίνημα υπέρ του «Μένουμε Ευρώπη» στηρίζουν σήμερα την ευγονική χαρτογράφηση που μετατρέπει τελικά την Ελλάδα στον αναγκαίο Νότο, χρησιμοποιώντας και τον Γκαούρ Τεντέν μύθο της «υγιούς Ευρώπης που χάνουμε».
Ο ιεράρχης μιλάει αργά. Με καλοσύνη και αμεσότητα παπά λαϊκής ενορίας που έχει διάθεση όχι μόνο να διαμορφώσει, αλλά και να εκμεταλλευτεί τα αντανακλαστικά του ποιμνίου του. Στην ερώτηση αν φοβάται την «ισλαμοποίηση της Ελλάδας», απαντά: «Αν μείνουνε οι άνθρωποι αυτοί, δεν είναι δυνατόν παρά να επηρεάσουνε. Διότι δεν είναι αφομοιώσιμοι […] Θα επηρεάσουν την κοινωνία, και δυστυχώς θα χάσουμε αυτό που είχαμε μέχρι τώρα μάθει, τη γειτονιά μας την ελληνική. Θα χαθεί, τουλάχιστον για την πρώτη γενιά, αυτή η ομορφιά της ζωής μας, αυτό που λέγαμε ότι είμαστε, ξέρω γω, μια χώρα καθαρή». Συνέντευξη αρχιεπίσκοπου Ιερώνυμου, ΕΡΤ, 22 Μαρτίου 2016.
Το ζήτημα ποιος καθιστά τον άλλο «μη αφομοιώσιμο» με τέτοιο διχαστικό κήρυγμα (αλλά και το πόσο περίεργη είναι πια και η χρήση αυτής της ίδιας της λέξης «αφομοίωση»), ας μη μας απασχολήσει εδώ. Γιατί το μεγαλύτερο πρόβλημα της παραγράφου είναι εκεί που ίσως δεν φαίνεται με το πρώτο. Σ’ αυτή τη μικρή φρασούλα που προστίθεται στο γύρισμα του λόγου, πριν το «μια χώρα καθαρή». Τότε που ήμαστε, «ξέρω γω, μια χώρα καθαρή». Αν είναι να μιλήσουμε για το πώς διαμορφώνεται υπογείως στην Ελλάδα ένα πολύ ιδιόμορφο μέτωπο νεοσυντηρητισμού, νεορατσισμού και νεομισαλλοδοξίας, το οποίο καλείται, στη σημερινή συγκυρία, να σκληρύνει ιεραρχίες, σύνορα, κοινωνικές πολιτικές, και εθνοκαθαρές ταυτότητες, θα πρέπει να μιλήσουμε γι’ αυτό το «ξέρω γω» και τις πολλαπλές διαπλοκές του. Να μιλήσουμε, δηλαδή, για τη διακήρυξη και επιβεβαίωση όλου του συλλογισμού περί «μη αφομοιώσιμων άλλων» ως κοινής λογικής, αλλά και την επιβολή της εικόνας μιας χαμένης καθαρότητας ως την αναγκαία αγοραία νοσταλγία για να κάνει κανείς σήμερα ρεάλ πολιτίκ καταστολής και καθυπόταξης.
Εννοώ ότι αυτά δεν είναι τα χαρακτηριστικά (μόνο) μιας πολιτικής σκέψης που αναγνωρίζουμε ως ακραία ρατσιστική, εθνικιστική, ή ακραιοχριστιανική, στην ελληνική δημόσια σφαίρα. Με ενδιαφέρει πώς ο λόγος αυτός επεκτείνεται πλέον και πώς «κοινή λογική», αγοραία νοσταλγία και το επιχείρημα της καθαρότητας διαμορφώνουν πια και τον ευρύ χώρο που αυτοσυστήνεται ως «φιλοευρωπαϊκό κέντρο» και διεκδικεί για τον εαυτό του, χωρίς καμία ειρωνεία για το οξύμωρο της υπόθεσης, το ρόλο του «προοδευτικού υπερασπιστή της κανονικότητας».
Η πιο απτή απόδειξη αυτού που υποστηρίζω ήταν οι πρόσφατες αντιδράσεις για τη συμμετοχή μαθήτριας με χιτζάμπ στην παρέλαση της 25ης Μαρτίου στην Αθήνα, αλλά και τα γρήγορα αντανακλαστικά με τα οποία το γεγονός αυτό εργαλειοποιήθηκε και συνδέθηκε γενικά με τη συζήτηση για το «ριζοσπαστικό Ισλάμ» και με το προσφυγικό, αλλά και τις φονικές επιθέσεις στις Βρυξέλλες. Σε άλλες εποχές θα μιλάγαμε αμέσως για την ακραία ρητορική του μίσους και τα λογικά άλματα με τα οποία συνηθίζει να κάνει τις βρωμοδουλειές της· τώρα, μας καλούν να αντιμετωπίσουμε όλες αυτές τις ρατσιστικές πιρουέτες ως το απαύγασμα της κοινής λογικής.
Για να καταλάβουμε πώς έχει συμβεί όλο αυτό, ίσως αξίζει να κοιτάξουμε λίγο καλύτερα γύρω μας και να δούμε τις στρατηγικές επιλογές που έχει κάνει πλέον ό,τι αυτοσυστήνεται ως ο λόγος της μεσότητας και της κανονικότητας. Χρειάζεται γι’ αυτό να παρατηρήσουμε τρία σχετικά καινούργια χαρακτηριστικά του. Πρώτον, την ευγονική χαρτογράφηση του χώρου της ταυτότητάς «μας», που πρέπει να προστατευτεί. Δεύτερον, τη φοβική χρήση της εικόνας του Ισλάμ ως «φονικής θρησκείας», χρήση που φτιάχνει ένα βιοπολιτικό όπλο εντελώς ενταγμένο στη σημερινή συγκυρία. Τρίτον, την ασφυκτική πρόσδεση της Ελλάδας σε ένα νεοαποικιακό πλαίσιο ασφάλειας, όπου τσιμεντάρεται πλέον ο ρόλος της ως «αναγκαίου Νότου». Τα παίρνω με τη σειρά.
Καθαροί ξανά: η Ελλάδα φρούριο και η μόνιμη Ευρώπη
Την ημέρα που η μαθήτρια παρέλασε στην Αθήνα με το χιτζάμπ, τα ειδησεογραφικά και lifestyle sites συνέχιζαν να δημοσιεύουν τα στοιχεία καταγραφής των προσφύγων, όπως κάνουν από την αρχή του 2016 με ιδιαίτερη επιμονή. Έχω αντιγράψει ένα πρωτοσέλιδο από το μεγαλύτερο από αυτά, το πρωί της 26ης Μαρτίου. Από τις πέντε πρώτες ειδήσεις του, οι τρεις αφορούν το μεταναστευτικό. Πρώτη είδηση: «Ελλάδα: Ξεπέρασαν τους 50 χιλιάδες οι πρόσφυγες που βρίσκονται στη χώρα. Στη Β. Ελλάδα ο μεγαλύτερος αριθμός». Δεύτερη είδηση: «Ελλάδα: Οκτώ λεωφορεία έφυγαν από την Ειδομένη για τα κέντρα φιλοξενίας». Τρίτη είδηση: «Ελλάδα: Κανένας πρόσφυγας δεν πέρασε εδώ και 24 ώρες στα ελληνικά νησιά». Προσέξτε την έμφαση που δίνεται όχι μόνο στους αριθμούς των προσφύγων, αλλά και στην ακριβή καταγραφή των κινήσεων (των «ροών») και στη χαρτογράφηση.
Γενικότερα, η ένταση με την οποία τόσα MME επέμειναν στην τόσο πολύ λεπτομερειακή καταγραφή των προσφύγων τους τελευταίους μήνες (επεκτείνοντας διά της αντανακλάσεως έτσι τη λεπτομερή καταγραφή που κάνουν τα hotspots) δημιουργεί έναν νέο, συνεχώς αναπαραγόμενο, χάρτη της χώρας, ο οποίος έχει δύο λειτουργίες. Αφενός να δείχνει ότι η χώρα «γεμίζει» και «βρωμίζει» (και έτσι να υποβάλει ως ιδεατή την ανάγκη της να γίνει ξανά καθαρή και να «αδειάσει από τους ξένους»). Και αφετέρου να εντείνει τον ιδεολογικό μηχανισμό του εθνικισμού, ο οποίος κλασικά συνδέεται με την εικόνα του εθνικού χώρου ως ένα συμπαγές, καθαρό σύνολο που υφίσταται εισβολή. Ας επισημανθεί η έμφαση, τον τελευταίο καιρό, και στις ενέργειες του κράτους για τη διαχείριση του προσφυγικού πληθυσμού. Η χαρτογράφηση που πλέον προβάλλεται καθημερινά δεν στοχεύει μόνο στη διαχείριση του φόβου, αλλά και στη συγκρότηση του ιδεατού αντιθέτου του: είναι μια χαρτογράφηση ευγονική.
Το ενδιαφέρον εν προκειμένω είναι ότι αυτός ο μηχανισμός της νέας, ευγονικής χαρτογράφησης στηρίζεται φανατικά όχι μόνο από την εθνικιστική δεξιά, αλλά και από το κίνημα που είναι, υποτίθεται, εναντίον της και υπέρ του «Μένουμε Ευρώπη». Ιδιαίτερα από τους τελευταίους φαίνεται να αναπτύσσεται, μάλιστα, και το αναγκαίο συμπλήρωμα της ευγονικής χαρτογραφίας: μια, φαινομενικά άσχετη, επίκληση στα προβλήματα που δημιουργούν οι «αναφομοίωτοι άλλοι» γενικώς και το Ισλάμ ειδικότερα. Τις ημέρες που περιγράφω (μαντίλα στην παρέλαση, αριθμοί πάνω στο χάρτη) διακινήθηκαν επίσης στα μίντια και πολλές φωτογραφίες από το Ιράν πριν την επανάσταση (του στιλ: «… και μετά ήρθαν οι μουλάδες») και σύγχρονες «προσωπικές μαρτυρίες», όπως μιας ελληνίδας εργαζόμενης σε ΜΚΟ, που περιέγραφε πόσο βρώμικη είναι η Ειδομένη, και μιας ελληνίδας γιατρού στο Λονδίνο, που έμοιαζε απελπισμένη με τον (εντελώς ανυπόστατο) κίνδυνο μόλυνσης που προκαλούν οι μουσουλμάνες γιατροί που επιμένουν «να χειρουργούν με μαντίλα».¹
Το πώς συνδέονται όλα αυτά μπορεί κανείς να το κατανοήσει μόνο αν το δει ως μια έξαρση νεοεθνικισμού, στηριγμένη από τη φοβική χαρτογράφηση της χώρας μας ως χώρου που υφίσταται εισβολή. Ό,τι χαρτογραφείται ως εισβολή τώρα, συνδέεται με τη νοσταλγία ενός «καθαρού πριν» και προβάλλεται στο φόβο ενός καταστροφικού μέλλοντος όπου ο μολυσματικός άλλος θα έχει κυριαρχήσει.
Δεν είναι τυχαίο ότι καθώς όλος αυτός ο λόγος φτάνει, λόγω της εθνικιστικής του έξαρσης, στον παροξυσμό, αποκαλύπτεται και κάτι που υπήρχε για καιρό, αλλά που ήταν κάπως υπόρρητο. Το ότι το «Μένουμε Ευρώπη» είναι ένα σύνθημα που δεν μιλάει σε καμία περίπτωση για την ίδια την Ευρώπη, στη σημερινή πολυπλοκότητά της, αλλά για ένα φαντασιακό status quo ante, που καμία σχέση δεν έχει με την πραγματικότητα. Το «Μένουμε Ευρώπη» ουσιαστικά θέλει να μιλήσει για μια «μόνιμη Ευρώπη», την οποία και νοσταλγικά διαρκώς αναφέρει στην επιχειρηματολογία του.² Αυτή η μόνιμΕυρώπη, βεβαίως, υπάρχει μόνο στην ιδεατή, και μάλλον ρατσιστική, προβολή τους. Είναι καθαρή, ήρεμη, ειρηνική, ασφαλής, συμπονετική, ανοιχτή: σε όλους τους «λευκούς» και σε επιλεγμένους «αφομοιώσιμους» φίλους τους. Και είναι έτσι στατική, φαντασμική, πλην και προπαγανδιστική, όπως ένα παιδικό κόμικ. Γκαούρ Τεντέν.
Οι φονικές θρησκείες – και η βιοπολιτική χρήση τους
Για να λειτουργήσει ακόμα καλύτερα αυτός ο Γκαούρ Τεντέν μύθος της «υγιούς Ευρώπης που χάνουμε», πρέπει να χρησιμοποιηθεί όσο πιο φοβικά γίνεται το αντίθετό του. Κι εδώ έρχεται, ως βολικότατος άλλος, το Ισλάμ (και μάλιστα στη γενικευτική του απόδοση ως «ριζοσπαστικό Ισλάμ»).
Η «φονική θρησκεία» περιγράφεται ως λειτουργικά έτοιμη να χτυπήσει τη μόνιμη Ευρώπη στο μαλακό υπογάστριό της. Επαναλαμβάνεται ότι το Ισλάμ έχει κηρύξει ανοιχτό πόλεμο εναντίον «των αξιών της [μονιμης Ευρωπαϊκής] Δύσης», και υποβάλλεται ότι γι’ αυτό πρέπει να το πολεμήσουμε σε όλες του τις εκφάνσεις. Δεν λένε τι ακριβώς πρέπει να γίνει (να απαγορευτεί το Ισλάμ εντελώς; Να καταστέλλεται κάθε έκφρασή του; Να «απελαύνονται αμέσως οι οπαδοί του»; Να διαμορφωθούν στρατόπεδα συγκέντρωσης «για αμετανόητους ισλαμιστές»; Στρατόπεδα εξόντωσης, ίσως;). Όπως δεν φαίνεται να προβληματίζονται για το πόσο μη «ευρωπαϊκός» είναι αυτός ο τρόπος σκέψης. Αλλά, είπαμε, εδώ μιλάμε για μόνιμΕυρώπη: σχήμα οξύμωρο, νοσταλγικό αφήγημα κατά το δοκούν, όπλο που κάποιοι χρησιμοποιούν ώστε να χειραγωγούν.
Το επιχείρημα, προφανώς, δεν αναπτύσσεται μόνο στην Ελλάδα. Όμως, εδώ χρησιμοποιείται με αξιοσημείωτη ευρηματικότητα, ακριβώς επειδή συμμετέχει στην κατασκευή ενός φαντασιακού εχθρικού πληθυσμού, δηλαδή σιγοντάρει κι έναν ρατσισμό προληπτικό, εν τω γεννάσθαι, και διπολικά συνδεδεμένο με τον εθνικιστικό παροξυσμό, από τη μία, και τη βιοπολιτική καταστολή, από την άλλη.
Οτιδήποτε σου επαναλαμβάνει ότι ο άλλος είναι «μη αφομοιώσιμος», σήμερα σου επιβάλλει ταυτόχρονα και ρατσιστική οπτική και βιοπολιτική αναγκαιότητα. Γιατί, καθώς η Κρίση γενικεύει το φόβο της αποασφάλισης, απασφαλίζει και η γνωστή διαπλοκή βιοπολιτικής και θανατοπολιτικής: από τη μια οι «ζωντανοί» και «εξασφαλισμένοι» πολίτες, από την άλλη οι οιονεί νεκροί, οι εκτός ασφάλειας και προστασίας, οι κάθε φύσης «εκεί έξω». Η ευγονική χαρτογραφία εδώ εσωτερικεύεται, αφού καλείται ο καθένας να αγωνιστεί για τη συμμετοχή του στους μεν, και να συνθηκολογήσει με την ύπαρξη των δε, εκεί έξω.
Οι πρόσφυγες, οι ροές και το χτίσιμο του Νότου
Το κωμικοτραγικό είναι ότι όλο αυτό συμβαίνει τη στιγμή που αντίστοιχα σχήματα δημιουργούνται σε όλη την Ευρώπη. Η χώρα ένα ευγονικό κλουβί και το κλουβί ριγμένο σ’ ένα δίχτυ. Με τη διαφορά ότι, στα αντίστοιχα εθνοφοβικά σχήματα που αναπτύσσονται στο Βορρά, το «εκεί έξω» περιλαμβάνει και ζώνες ασφάλειας. Το πώς μπορεί, σύμφωνα με αυτή την οπτική, να γίνει η νοτιοανατολική Ευρώπη+Τουρκία μια τέτοια «ενδιάμεση ζώνη», το είδαμε το τελευταίο δίμηνο με το κλείσιμο των συνόρων. Που σημαίνει απλά ότι, όσο εσύ αγωνίζεσαι να πιαστείς από το σχήμα της μονιμΕυρώπης ώστε να μη βρεθείς στους «εκεί έξω», αναδημιουργείς ήδη τους όρους στη βάση των οποίων ο χάρτης σου γίνεται το αναγκαίο έξω, το αναγκαίο buffer zone, για έναν διπλοκλειδωμένο Βορρά. Δεν είναι τυχαίο πόσο όλοι (των μεταναστών μη εξαιρουμένων) αποδεχόμαστε πλέον την ιδέα ότι οι «προσφυγικές ροές» περνούν μόνο από το Νότο, και έχουν στόχο τον αναπτυγμένο Βορά, στις προοδευτικές, οργανωμένες (και «καθαρές») δομές του οποίου προσβλέπουν, και στην περαιτέρω ανάπτυξη (το περαιτέρω χτίσιμο) του οποίου θα μπορούν να βοηθήσουν. Ο μόνος ρόλος που αφήνεται για το χώρο της Νοτιοανατολής (: Βαλκάνια, Ελλάδα, Τουρκία) είναι αυτός του κυματοθραύστη ή, καλύτερα, του θηριοδαμαστή.
Το θέμα δεν είναι αν ξαναγίνεται έτσι η Ελλάδα ένας αναγκαίος Νότος, με νεοαποικιακούς όρους, αλλά ο μηχανισμός βάσει του οποίου αυτό εσωτερικεύεται και τσιμεντάρεται. Ο νεοαποικιακός Νότος ξαναχτίζεται τόσο μόνιμος, ακριβώς γιατί τόσο συγκροτημένα προτείνεται για την επιβίωσή του το καρτουνίστικο αφήγημα της μονιμΕυρώπης. Ο Γκαούρ δεν θα γίνει, βεβαίως, Τεντέν. Καλείται όμως εκ νέου να δαμάσει, διά της μονιμΕυρωπαϊκής φαντασίωσης αλλά και του γνωστού ταμπεραμέντου του, και ολίγη ζούγκλα.
___
¹ Θα ήθελα εδώ να μπορώ να παραπέμψω σε αυτή την αφήγηση, η οποία αναδημοσιεύτηκε αλλά μετά αποσύρθηκε. Είναι σημαντικό ότι παρόμοιες αφηγήσεις διακινούνται συχνά από τα social media, αντιγράφονται σε «ειδησεογραφικά sites», αλλοιώνονται, πολύ συχνά αποσύρονται στην πορεία, αφού έχουν δημιουργήσει τον βολικό μύθο τους. Δεν μπορεί έτσι ούτε να αναζητηθεί η ευθύνη της πρώτης αφήγησης, ούτε να ελεγχθούν τα στοιχεία της, ούτε, σε τελευταία ανάλυση, να στοιχειοθετηθεί ένα σώμα λόγου το οποίο να αντιμετωπιστεί κριτικά.
² Εδώ, το λογοπαίγνιο έχει στόχο να θυμίσει και πόσο το «Μένουμε Ευρώπη» στηρίζεται από δυνάμεις που ενδιαφέρονται να συντηρήσουν τη δική τους μονιμότητα, τη μόνιμη σχέση τους με τις ελίτ εξουσίας, εθνικές και υπερεθνικές. Δεν είναι τυχαίο ότι μερικοί από τους πιο διαπρύσιους υποστηρικτές της μονιμΕυρώπης είναι δημοσιογράφοι και επιχειρηματικά στελέχη που στηρίζουν με κάθε τρόπο και μονίμως τα συμφέροντα των εργοδοτών τους, παρακολουθώντας και αντίστοιχα μεταλλάσσοντας άποψη σύμφωνα και με το πώς αυτά τα συμφέροντα εξελίσσονται. Συχνά, μάλιστα, αφηγηματοποιούν την ταύτισή τους αυτή ως έναν νέο, επιχειρηματικού τύπου, πατριωτισμό.