Ευρωλαϊκισμός, το κατώτατο στάδιο της πολιτικής
Κάθε φορά που ο «λαϊκισμός» του αντιπάλου καθίσταται αντικείμενο επίκλησης, ο ισχυρισμός δεν είναι άλλος από το ότι αυτό που καθιστά τη θέση ή τη συμπεριφορά του αντιπάλου «λαϊκιστική» είναι ακριβώς το γεγονός ότι αρνείται την αδιαμφισβήτητη αλήθεια της δικής του πολιτικής πρότασης – δηλαδή την «πραγματικότητα».
Από την «άνοδο του λαϊκισμού στην Ευρώπη και στον κόσμο» μέχρι τον ελλαδικό θρυλούμενο «εθνολαϊκισμό», παρατηρούμε ότι εσχάτως η έννοια του λαϊκισμού είναι εξεχόντως en vogue στις πολιτικές αναλύσεις: έχει καταλήξει να αποτελεί το κυρίως εργαλείο πολιτικής ανάλυσης και διάγνωσης στα mainstream, αποδεκτά, «σοβαρά» κανάλια πληροφόρησης και συσχηματισμού του δημόσιου λόγου. Εδώ θα προσπαθήσω να καταδείξω γιατί αυτός ο περιρρέων «αντιλαϊκισμός» είναι (α) βαθύτατα αντι-πολιτικός, (β) δόλια προπαγανδιστικός, και… (γ) εντέλει εντελώς λαϊκιστικός.
Κάθε φορά που ο «λαϊκισμός» του αντιπάλου καθίσταται αντικείμενο επίκλησης, κατ’ ουσίαν εκδιπλώνεται υπορρήτως η εξής αφήγηση: η θέση του αντιπάλου είναι «λαϊκιστική» διότι χαϊδεύει αυτιά, βασίζεται σε ψεύδη ή μισές αλήθειες, αποκρύβει τα δεδομένα και δομείται πάνω σε μια διαστρέβλωση της πραγματικότητας. Αυτό που καθιστά τη θέση ή τη συμπεριφορά του αντιπάλου «λαϊκιστική» είναι ακριβώς το γεγονός ότι αρνείται την αδιαμφισβήτητη αλήθεια της δικής μου πολιτικής πρότασης – δηλαδή την «πραγματικότητα». Η πολιτική μου θέση δεν είναι μία από τις πολλές ενδεχόμενες πολιτικές θέσεις, την οποία εγώ προκρίνω έναντι των υπολοίπων, δεν είναι ένα «δέον γενέσθαι» ανάμεσα σε άλλα αντιπροτεινόμενα. Όχι, η δική μου πολιτική θέση είναι η μόνη σοβαρή, εφαρμόσιμη, «ορθολογική», μετριοπαθής πρόταση. Η δική μου πολιτική τοποθέτηση είναι η πραγματικότητα: αντιτιθέμενες πολιτικές προτάσεις αποτελούν άρνηση ή διαστρέβλωση της πραγματικότητας, ακριβώς επειδή αντιτίθενται στη δική μου –και μόνη– θέση. Αποτελούν λαϊκισμό.
Φυσικά, το παραπάνω αφήγημα δεν αποτελεί απλώς το τέλος της πολιτικής, αλλά τη βίαιη θανάτωσή της: τη δολοφονία της. Αν η πολιτική είναι η πάλη για την εφαρμογή διαφορετικών προτάσεων ως προς το συλλογικώς δέον γενέσθαι, αν η πολιτική είναι η μάχη για το τι τελικά θα γίνει, τότε το discourse της συστηματικής καταγγελίας του λαϊκισμού επιχειρεί ακριβώς να εισαγάγει μια απο-πολιτικοποιημένη πολιτική, όπου το παιχνίδι είναι σικέ. Το δέον γενέσθαι, καθώς και το τι τελικά θα γίνει, δεν είναι διαμφισβητούμενο. There Is No Alternative, και η μόνη πολιτική είναι η σώφρων παραδοχή αυτής της πραγματικότητας και η υλοποίηση της TINA με τον βέλτιστο δυνατό τρόπο. Οι άλλες πολιτικές προτάσεις δεν είναι άλλες πολιτικές προτάσεις· είναι απλώς ένα ψέμα, απλώς μια άρνηση της πραγματικότητας, απλώς μια δημαγωγία που παριστάνει πως αγνοεί τα δεδομένα. Το πολιτικό πεδίο γίνεται απλώς ο χώρος της εφαρμογής του… πεπρωμένου, και της εξουδετέρωσης των λαϊκιστικών οχλήσεων σε αυτό.
Η σκηνοθετική ανατροπή στο παραπάνω είναι, προφανώς, ότι ο ίδιος ο αντιλαϊκισμός είναι βαθύτατα λαϊκιστικός, ότι ο ίδιος ο αντιλαϊκισμός είναι η πεμπτουσία του λαϊκισμού: είναι η κατεξοχήν βασισμένη σε ψεύδη και ανακρίβειες αφήγηση, η κατεξοχήν προσπάθεια αποπροσανατολισμού του αποδέκτη από την ανάλυση των δεδομένων, η κατεξοχήν άρνηση της πραγματικότητας – η οποία πραγματικότητα είναι ότι η πολιτική τελικά υφίσταται, κάτι που αποδεικνύεται πρώτα-πρώτα από την ίδια την ανάγκη να παρελάσει με κόπο και πολύ χαμένο μελάνι η προπαγανδιστική πολεμική μηχανή του μαχόμενου «ορθολογισμού» και αντιλαϊκισμού.
Μία από τις πρώτες σχετικά πρόσφατες απόπειρες προπαγάνδας στον ελλαδικό χώρο, η οποία δεν «έπιασε» αρκετά, ήταν η προσπάθεια υφαρπαγής και αποκλειστικής χρήσης της «κοινής λογικής». «Αυτό δεν είναι πίπα», και κάποιες πολιτικές προτάσεις δεν είναι… πολιτικές προτάσεις, με συγκεκριμένο χρώμα και ιδεολογικό υπόβαθρο: είναι, απλώς, «κοινή λογική». Τα στοιχειώδη. Η επανάσταση του αυτονόητου, αντίσταση στο οποίο θα μπορούσε να έχει μόνο ένας τρελός, ένας ηλίθιος, ή ένας απατεώνας-λαϊκιστής. Ήδη από αρκετά νωρίς ο Πάσχος Μανδραβέλης θα αυτοπροσδιοριστεί πολιτικά με τον εξής τρόπο: «είμαι ένας κοινηλογικάριος». (Όμως, η έννοια common sense/public sense, που εργαλειακά κακομεταφράζουν, σήμαινε αρχικά όχι τόσο «τα αυτονόητα» όσο «έγνοια για το κοινό καλό», σε αντίθεση με το ατομικό καλό. Καμία σχέση!)
Μία από τις πλέον έσχατες απόπειρες είναι ανάδυση της απίθανης λέξης «εθνολαϊκισμός». Ναι· στη διεθνή βιβλιογραφία πολιτικής επιστήμης υφίσταται ο όρος national populism: όμως, αυτός ο όρος δεν έχει απολύτως καμία σχέση με ό,τι επιχειρήθηκε να σπιλωθεί εδώ ως «εθνολαϊκισμός». Εδώ επιχειρήθηκε να πλαστουργηθεί ένας όρος-λοιδορία, ώστε να αποτραπεί η πολιτική ταύτιση του οποιουδήποτε με τον λοιδορούμενο. Έτσι, o prêt-à-porter όρος «λαϊκισμός» εφαρμόστηκε στη ριζοσπαστική Αριστερά του Αλέξη Τσίπρα (contradictio in terminis το τελευταίο), η οποία λόγω της συνεργασίας της με τους «εθνικόφρονες» ΑΝΕΛ απέκτησε το πρόθεμα «εθνο-», με την ελπίδα πως αυτό θα καταστήσει το σχήμα αντιπαθητικό στους διεθνιστές αριστερούς, υπενθυμίζοντάς τους την απεχθή γι’ αυτούς συμμαχία – ή τέλος πάντων αυτός ήταν ο σχεδιασμός. Τελικά, η λέξη «εθνολαϊκισμός» δεν είχε κανένα απολύτως πολιτικό περιεχόμενο, και αυτό το κενό σημαίνον ρυπαίνει ακόμα τον δημόσιο λόγο με έναν εξηλιθιωτικό όρο-μεθοδολογική καρμανιόλα, ακυρωτικό κάθε σοβαρής πολιτικής κουβέντας όπου οι λέξεις αντιστοιχούν ακόμα στα πράγματα. (Το ότι η συγκυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ είναι όντως καθ’ υπερβολήν απεχθής και μάλιστα για τους ακριβώς αντίθετους λόγους –επειδή συνεχίζει το «μετριοπαθές, σοβαρό, ευρωπαϊκό, ορθολογικό» status quo και δη με τον υπερμνημονιακό ενενηνταεννεαετή ενθουσιασμό του νεοφώτιστου δεν είναι το θέμα του παρόντος άρθρου– είναι αλλουνού Νίκου Παππά ευαγγέλιο.) Όλα όσα εκθέτουμε εδώ ελπίζουμε να καταδεικνύουν πως ναι μεν η λέξη «εθνολαϊκισμός» είναι μεθοδολογικά απαράδεκτη, αλλά αντιθέτως ο χαρακτηρισμός «ευρωλαϊκισμός» για όσους τη βρίσκουν με την αντιλαϊκιστική ρητορική είναι επιστημολογικά ακριβέστατος…
Μία από τις έλλογες απαντήσεις σε αυτήν εδώ την κριτική είναι αυτή του συνεργάτη του UNFOLLOW Ευτύχη Βαρδουλάκη, σύμφωνα με την οποία κακώς ο λαϊκισμός έχει ευρέως ταυτιστεί με τη δημαγωγία και χρησιμοποιείται καταγγελτικά: ο λαϊκισμός στην πολιτική επιστήμη είναι, απλώς και χωρίς αξιολογικούς χρωματισμούς, η πολιτική ανάλυση επί τη βάσει του διπόλου λαός-ελίτ, και η χρήση του όρου λαϊκισμός ως αχρωμάτιστου αναλυτικού εργαλείου είναι απολύτως θεμιτός. Δύο ενστάσεις στις ενστάσεις: πρώτον, αυτός είναι ένας από τους πολλούς ορισμούς του λαϊκισμού στην πολιτική επιστήμη. Και δεύτερον, εδώ έχουμε μια σύχγυση επιπέδων: ναι, υφίσταται αυτός ο επιστημονικός ορισμός, αλλά η αξίωση ότι στον ελληνικό δημόσιο λόγο η καταγγελία του λαϊκισμού ή έστω αναφορά του ενδέχεται να φέρει αυτή την αξιολογικά ουδέτερη αναλυτική λειτουργία και όχι την (έστω έμμεση) καταγγελτική και καρικατουριστική χροιά που περιγράφουμε εδώ δύσκολα στέκει. Ας μας επιτραπεί όμως κι ένα ακόμη σχόλιο: κατά τη γνώμη μας, ανάλυση ειδικά της ελληνικής πολιτικής με όρους αντίστιξης λαού-ελίτ δεν είναι μια υπεραπλούστευση, αλλά όρος εκ των ων ουκ άνευ για να μπορέσει να καταλάβει κανείς τι γίνεται εδώ πέρα, αν μη τι άλλο λόγω των συνθηκών ίδρυσης και μακροημέρευσης του ελληνικού κράτους. Οποιαδήποτε πολιτική ανάγνωση των τελευταίων δύο ελληνικών εκατονταετιών που δεν έχει «πάθει Διαμαντούρο» συναινεί στο γεγονός. Κι αν έχουμε ενδείξεις πως κάτι παρόμοιο συμβαίνει και σε άλλες χώρες, αυτές οι ενδείξεις είναι ακριβώς η ανάδυση των αναπάντεχων πολιτικών φαινομένων που διεθνώς καταγγέλλονται ως «κύμα λαϊκισμού», κοινό χαρακτηριστικό των οποίων (ανεξαρτήτως των συχνά απεχθών μορφών που ενδέχεται να πάρουν) είναι η αμφισβήτηση ενός status quo.
Συχνά, δομικό χαρακτηριστικό της καταγγελίας του λαϊκισμού είναι ότι αυτή βασίζεται στον τρόμο, αξιοποιεί «τρομοκρατία», τρομοκρατεί τον κόσμο (π.χ. ο Νάιτζελ Φαράζ τρομοκρατεί τους Άγγλους για τα δεινά της ΕΕ και τον αριθμό των μεταναστών). Εδώ πλέον μας δουλεύουν κανονικά, καθότι στην πραγματικότητα τρομολαγνεία αποτελεί ακριβώς δομικό χαρακτηριστικό του αντι-λαϊκισμού: κάθε φορά που αμφισβητείται το σοβαρό, ορθολογικό, μετριοπαθές, ευρωπαϊκό status quo, επισείεται το τέλος του πολιτισμού όπως τον γνωρίζουμε, ο Αρμαγεδδών και οι δέκα πληγές του Φαραώ +24%ΦΠΑ – είτε πρόκειται για τις εκλογές του 2015, είτε για το δημοψήφισμα του Ιουλίου 2015, είτε για το δημοψήφισμα του Brexit τον Ιούνιο του 2016 και πάει λέγοντας. (Ντόναλντ Τουσκ: «Ένα Brexit θα μπορούσε να είναι το τέλος του δυτικού πολιτισμού».)
Εντάξει, κάποιοι χρησιμοποιούν το ελαστικό σημαίνον «λαϊκισμός» για συνειδητή προπαγάνδα. Η τραγωδία, όμως, είναι ότι κάποιοι το πιστεύουν κιόλας! Δεν υπάρχει τίποτα πιο θλιβερό από τον ανιδιοτελή πολίτη που προσπαθεί να κατανοήσει τον κόσμο με πολιτική ανάλυση του διπόλου «ορθολογισμός/λαϊκισμός». Αν αυτό που έχεις να πεις για το βρετανικό δημοψήφισμα είναι ότι «νίκησε ο λαϊκισμός», τα εργαλεία με τα οποία αναλύεις την πραγματικότητα δεν κάνουν ούτε για να ψήσεις ελληνικό καφέ. Υπάρχουν, όμως, άνθρωποι που μπορούν από μια ιστορικού βεληνεκούς εξέλιξη όπως το Brexit να βγάλουν το κωμικό αυτό συμπέρασμα; Φυσικά και υπάρχουν, και είναι… το Ποτάμι: «Δυστυχώς, ο λαϊκισμός νίκησε. Δυστυχώς ηττηθήκαμε. Οι λαϊκιστές, με όπλο τον φόβο, “κατέκτησαν” την Αγγλία και την Ουαλία» (ανακοίνωση του υδρόφιλου κόμματος, 24/06/16). Δεν υπάρχουν ζητήματα δημοκρατικής, εθνικής και λαϊκής κυριαρχίας, δεν υπάρχουν ζητήματα υπερεθνικών δομών με εμφανή δημοκρατικά ελλείμματα, δεν ενδέχεται ο βρετανικός λαός απλώς να μην επιθυμεί κατά πλειοψηφία τη συμμετοχή του Ηνωμένου Βασιλείου στην Ευρωπαϊκή Ένωση, δεν υπάρχει ζήτημα πολιτικής: υπάρχει μόνο μάχη «ορθολογιστών», σοβαρών ανθρώπων τέλος πάντων, και «λαϊκιστών», οι οποίοι νίκησαν τη μάχη με τα ψεύδη τους. Τραγωδία πολιτικής αν-ανάλυσης…
Τελικά, ο ευρωλαϊκιστικός αντιλαϊκισμός είναι ο κακός δαίμων της πολιτικής, και η καταγγελία του λαϊκισμού ένα τοξικό αέριο που παραλύει την πολιτική σκέψη και σε καθιστά πολιτικά αυτιστικό, ανίκανο για στοιχειωδώς στέρεη ανάλυση. Ο ευρωλαϊκισμός αποτελεί τον κυρίαρχο τρόπο σερβιρίσματος κτηνωδών ψευδολογιών ως αυτονόητου ορθολογισμού και το ερπυστριοφόρο της τρέχουσας προπαγάνδας για την κάθε είδους ΤΙΝΑ. Η μόνη μας ελπίδα, η μόνη ρεαλιστική διέξοδος, είναι να γίνουμε όλοι, με συνέπεια, λαϊκιστές – επανεισάγοντας έτσι την πολιτική στον δημόσιο χώρο.
Ο Σωτήρης Μητραλέξης είναι επίκουρος καθηγητής Φιλοσοφίας στο Πανεπιστήμιο της Πόλεως, Κωνσταντινούπολη, και ερευνητικός εταίρος στο Πανεπιστήμιο του Winchester.