Δύο ποιήματα
Πασιφαής
τίποτε πλέον δεν κρατώ – νυχτώνει ήδη
(μάλλον θα είναι των μεγάλων αφηγήσεων το τέλος
– ως λένε όσοι ποτέ δεν τους προδίδει
μήτε ο παραμικρός πηγαίος γέλως)
τίποτε δεν κρατώ – μια ελαφρότης
είναι και αυτή πρωτόγνωρη, δεν λέω
όσο και αν μαίνεται η θεωρία απ’ το κακό της
αρκεί ένα βίωμα θερινό και φευγαλέο:
πώς σάλευε τις φυλλωσιές η αύρα
και ανάμεσά τους έπαιζε η πασιφαής
και άπλωνε στα νερά τα μαύρα
τρέμοντας, η αίγλη της, ολονυχτίς
Η ειμαρμένη
το αντιλαμβάνομαι: ο άνθρωπος της δράσης
δεν υποκύπτει μπρος στις αντιφάσεις
θαυμάζω ωστόσο στην περίπτωσή σου
που ό,τι αποκήρυττες, υπηρετείς εξίσου
καίτοι, όπως λες, σε διαπερνά (όχι πολύ)
και του ανεκπλήρωτου η μέλαινα χολή
μα όπως απλώνεται των νέων καιρών η αμφιλύκη
φέρεις αγόγγυστα, σχεδόν ηρωικά το ξεφτιλίκι
γιατί η ειμαρμένη, τι να λέμε, στάθηκε καριόλα
– άλλο που εσύ ήσουν παλαιόθεν έτοιμος για όλα