Δέκα μικροί υπουργοί ή η ανακάλυψη της ντροπής
Το θέμα του βίντεο είναι οι φοιτητές που έχουν στήσει την παγίδα: σύμβολο μιας καινούριας, νεοσυντηρητικής, νεολαϊκιστικής, νεοφοβικής Ελλάδας που τώρα γίνεται προσπάθεια να κατασκευαστεί, έτσι ώστε στην πλάτη της να επιτύχει το βιοπολιτικό πείραμα που διαδραματίζεται αυτό τον καιρό στη χώρα.
Nα λοιπόν που φτάσαμε στις μέρες που εφευρέθηκε η κατάργηση του κιτρινισμού. Αν, δηλαδή, κάπως έτσι μπορούμε να ορίσουμε τον ενθουσιασμό με τον οποίο κάποιοι καταδίκασαν τις πρακτικές του Μάκη Τριανταφυλλόπουλου στην περίφημη «υπόθεση του βίντεο Σακελλαρίδη» και υποδέχθηκαν τον αντίστοιχο, επικριτικό για τον δημοσιογράφο, σχολιασμό που γέμισε το ίντερνετ. Θα χρωστάμε, είπαν μερικοί, στον Γαβριήλ Σακελλαρίδη και στην ήρεμη και χωρίς περιστροφές απάντησή του, το τέλος της περιόδου του κιτρινισμού στην Ελλάδα.
Ίσως, όμως, πάλι, οι υπεραισιόδοξοι να έχουν άδικο. Γιατί το πρόβλημα δεν είναι τι γράφει και πώς βλέπει τα πράγματα ο κύκλος μας στο ίντερνετ. Το πρόβλημα είναι τι σκέφτονται, τι γνωρίζουν, πώς πληροφορούνται, πώς αναλύουν και πώς επηρεάζονται οι υπόλοιποι. Ακόμα και ο τρόπος που γράφω αυτές τις γραμμές δείχνει πόσο τους υποτιμούμε. Δεν είναι ούτε όλη η Ελλάδα συνδεδεμένη στο ίντερνετ, ούτε διαβάζει τους πιο περίπλοκους και εμπνευσμένους σχολιαστές του. Κάποιοι, ως εκ τούτου, μπορεί να μην γνωρίζουν ακριβώς τις λεπτομέρειες του θέματος στο οποίο αναφέρομαι. Κάποιοι δεν έχουν πρόσβαση στα καλύτερα γι’ αυτό άρθρα (ακόμα και στην ίδια την απάντηση Σακελλαρίδη), αλλά, κυρίως, κάποιων η πραγματική άποψη για το όλο ζήτημα δεν έχει εκφραστεί στην ούτως ή άλλως προβληματική δημόσιά μας σφαίρα. Εδώ και η ουσία: αυτούς τους κάποιους, προσπαθεί να τους παίξει μονότερμα ο Μάκης και ο κάθε Μάκης.
Θυμίζω τι έγινε λίγο πριν τη δεύτερη Κυριακή των δημοτικών εκλογών, όταν ο Μάκης Τριανταφυλλόπουλος άφηνε να εννοηθεί ότι είχε στην κατοχή του ένα βίντεο στο οποίο γνωστός νέος πολιτικός προέβαινε σε ακατανόμαστες και «αδιανόητες» πράξεις «αυτοϊκανοποίησης». Ο Τριανταφυλλόπουλος ακολούθησε τη γνωστή τακτική της έξαρσης της φαντασίας του κοινού στην εκπομπή «Ζούγκλα» και αργότερα συνέχισε το ίδιο παιχνίδι και από τις στήλες της πολύ μεγάλης σε αναγνωσιμότητα ιστοσελίδας του. Προσπάθησε να μεγιστοποιήσει ένα λόγο ντροπής μαζί και το κέρδος που θα μπορούσε να του προσπορίσει. Εμφάνισε και δυο μικρά αποσπάσματα βίντεο, στα οποία μια ομάδα φοιτητών φαίνεται να έχουν στήσει παγίδα σε έναν άνδρα στο ιντερνετ· μια κοπέλα συνομιλεί ερωτικά μαζί του ενώ οι υπόλοιποι, κρυμμένοι, αυτοβιντεοσκοπούνται, σχολιάζουν όσα συμβαίνουν (με περιγραφή που δείχνει ότι έχουν συναίσθηση ότι παράγουν ένα βίντεο προς μελλοντική χρήση), και γενικώς (πάντα στα όρια του γέλιου, και σίγουρα υπερβαίνοντας τα όρια του γελοίου) «σοκάρονται» και «ντρέπονται». «Δεν υπάρχει αυτό το πράγμα», λέει ο ένας. «Δεν θέλω να τα ξέρω αυτά» λέει ο άλλος. Γελώντας.
Ακόμα και να περιγράψεις δυσκολεύεσαι. Όχι τόσο γιατί είναι δύσκολο να περιγραφούν τακτικές κιτρινισμού με τις οποίες όλοι είμαστε τόσο εξοικειωμένοι τα τελευταία χρόνια, αλλά διότι ο τρόπος που εξελίχθηκε αυτή η ιστορία, είναι εξορισμού βασισμένος στο αποσπασματικό, στη διαρροή, στη φήμη και το κουτσομπολιό, στα ευκόλως εννοούμενα (και γι’ αυτό ευκόλως εκμεταλλεύσιμα), και σε διαδικασίες χειραγώγησης της κοινής γνώμης σε μια εποχή κατά την οποία δεν είναι σαφές πού ακριβώς βρίσκεται αυτή η κοινή γνώμη και πώς ακριβώς εκφράζεται. Νομίζω ότι, τώρα που κάπως ο κουρνιαχτός από τις τζούφιες αποκαλύψεις κατακάθισε, το όλο ζήτημα είναι αυτή η φευγαλέα κοινή γνώμη, και ο τρόπος που κάποιοι θέλουν να την ορίσουν.
Όσοι αντιμετώπισαν τον εκβιασμό στον υποψήφιο του ΣΥΡΙΖΑ για το Δήμο της Αθήνας με όρους παλιούς, κάνουν, ως εκ τούτου, εδώ λάθος. Μπορεί ο Τριανταφυλλόπουλος και οι τακτικές του να θυμίζουν την Αυριανή της δεκαετίας του ’80 (σ’ εκείνη, άλλωστε, τη δεκαετία και σ’ εκείνες τις τακτικές χρωστάμε τόσους πολλούς από τους πρωταγωνιστές της σύγχρονης δημόσιας σφαίρας: τον Μάκη, τον Θέμο, τον Καρατζαφέρη, τον Άρη Πορτοσάλτε, κ.ο.κ.) Αλλα εδώ αυτό που έχουμε είναι κάτι καινούριο.
Η αρθρογραφία των ημερών ανέλυσε και ξεκαθάρισε πολύ σωστά και την αηδία που σου προκαλούν οι χειρισμοί του Τριανταφυλλόπουλου, και την ανυπαρξία οποιασδήποτε μεμπτής πράξης απ’ τη μεριά του Σακελλαρίδη, και τη γενναιότητα και την καθαρότητα με τις οποίες ο ίδιος απάντησε και έκοψε κάθε συζήτηση. Αφήστε, λοιπόν, κατά μέρος τον Γαβριήλ. Αυτός τον έλυσε τον εκβιασμό εναντίον του, κάνοντας το αυτονόητο, αναλαμβάνοντας την ευθύνη και του λόγου, και της υπόστασης και της αυτοδιάθεσης του σώματός του. Ξεχάστε τον Γαβριήλ. Και επικεντρωθείτε στους «φοιτητές» που έχουν στήσει αυτή την παγίδα. Γιατί αυτοί είναι το θέμα του βίντεο, αυτοί που δήθεν σοκάρονται με όσα βλέπουν να κάνει στην οθόνη κάποιος – ενώ οι ίδιοι έχουν συγκεντρωθεί για να κάνουν καζούρα, τον έχουν παγιδεύσει με δόλωμα την προσωπική επικοινωνία με μια γυναίκα (που εμφανώς στο βίντεο φαίνεται να λέει ψέματα και να αποκρύπτει τις πραγματικές συνθήκες της επικοινωνίας), κι έχουν βιντεοσκοπήσει (μεταξύ άλλων) και τους ίδιους τους τους εαυτούς να ψεύδονται και να καταγράφουν τρίτο με στόχο τον εκβιασμό). Αυτή η παρέα είναι ακριβώς το σύμβολο μιας οπισθοδρομικής κοινής γνώμης, που, σε πείσμα κάθε νεωτερικής δυναμικής, γίνεται προσπάθεια να κατασκευαστεί στην Ελλάδα σήμερα. Ο Τριανταφυλλόπουλος δεν συνεργάζεται μόνο μαζί τους· σε αυτούς απευθύνεται, αυτούς έχει καλλιεργήσει ως βασικούς του υποστηρικτές και προνομιακό του κοινό. Και δεν είναι τυχαίο ότι θέλησε εξαρχής να αναγάγει το όλο ζήτημα σε θέμα πολιτικό: η «κοινή γνώμη» την οποία επικαλείται, και που μέρος της παρουσιάζεται να είναι η, και καλά, αθώα ομάδα των νέων αυτών, είναι ακριβώς η αντιδραστική πλειοψηφία που τόσοι πολλοί πασχίζουν να διαμορφώσουν στην Ελλάδα σήμερα. Και την κατασκευάζουν ως βασικό στρώμα της πολιτικής σκηνής, και αναγκαίο υπόστρωμα μιας άνευ προηγούμενου συστροφής της ελληνικής κοινωνίας προς έναν φοβικό, περίκλειστο και απολύτως χειραγωγήσιμο συντηρητισμό.
Προσέξτε αυτή την ομάδα νέων ανθρώπων που εκμεταλλεύονται, που αυτοσκηνοθετούνται ως ντροπαλοί και ντροπιασμένοι, που κάνουν τους μάγκες και τους «κανονικούς», που στήνουν παράσταση τις φοβίες τους και έπαρση την αναξιοπρέπειά τους. Που ανακοινώνουν εαυτούς απηυδισμένους. «Εγώ θέλω να πάω σε ένα χωριό ψηλά, να βρω μια γυναικούλα, να έχουμε κότες και γουρουνάκια και να μην ξαναμάθω τίποτα από όλα αυτά. Να μην τα ξέρω, ρε. Δεν θέλω να τα ξέρω αυτά». Εδώ είναι το κέντρο του περίφημου βίντεο – εδώ αυτό ακριβώς που εκφράζει τούτος ο θίασος και η πολιτική του χρησιμότητα. Προσέξτε το ψέμα που μεταμορφώνεται σε λόγο «καθαρότητας», την εκμετάλλευση που μεταμορφώνεται σε λόγο πατριαρχικού ανδρισμού, τον απίστευτο καιροσκοπισμό που μεταμορφώνεται σε λαϊκότητα, τον εκβιασμό που μεταμφιέζεται σε ηθογραφία. Και τη βαθιά φοβία (για τον άλλον, για τις διαδρομές της επιθυμίας, για το σώμα, για το ανοίκειο, ακόμη και για τις ηλεκτρονικές επικοινωνίες, την ουσιαστική ημιμάθεια περί των οποίων προπαγανδίζει το βίντεο). Κοιτάξτε την ερασιτεχνική παράσταση αυτής της ομάδας και θυμηθείτε ποια κοινή γνώμη αντιπροσωπεύεται εδώ, πώς κατασκευάζεται σήμερα και ποιοι της απευθύνονται.
Κι αν ο τρόπος που στήνονται και τόσο ψεύτικα και καιροσκοπικά προβάλλουν τη φοβικότητα αλλά και τη μισαλλοδοξία τους σας θύμισαν, για παράδειγμα, φωναχτερούς παπάδες, ή και πολιτικούς, από τον Κασιδιάρη στον Άδωνι, κι από την Άννα-Μισέλ στον νέο υπουργό εσωτερικών Αργύρη Ντινόπουλο, ο λόγος είναι ότι κι αυτοί οι πολιτικοί την ίδια κοινή γνώμη προσπαθούν να κολακέψουν και ταυτόχρονα να ανακατασκευάσουν, την ίδια στιγμή προνομιακοί της συνομιλητές αλλά και μέρος της. Πονηρός ηθικισμός, ημιμάθεια που ουρλιάζει για να επιβληθεί, (τηλεοπτική) κολακεία του ελάχιστου κοινού παρανομαστή, μισαλλοδοξία, πρόκληση ηθικού πανικού, ηθογραφική ανακάλυψη της ντροπής, πολιτικάντικη αιδημοσύνη. Αυτά δεν είναι τα χαρακτηριστικά των «υπεύθυνων πολιτικών» που διαγκωνίζονται για να «ξαναφτιάξουν» την Ελλάδα σήμερα; Ξανακοιτάξτε: γύρω από το βίντεο δεν είναι δέκα μικροί φοιτητές με μπανάλ μικροεγκληματική συμπεριφορά· είναι δέκα μικροί υπουργοί σε αναμονή.
Το αστείο είναι ότι δεν πρόκειται για καμιά παλιά Ελλάδα που τώρα αναδύεται ξανά – αλλά για μια καινούρια, νεοσυντηρητική, νεολαϊκιστική, νεοφοβική Ελλάδα που τώρα γίνεται προσπάθεια να κατασκευαστεί, έτσι ώστε στην πλάτη της να επιτύχει το βιοπολιτικό πείραμα που διαδραματίζεται αυτό τον καιρό στη χώρα. Προτείνεται μάλιστα ως δυνάμει συμμέτοχη σε όλους τους πολιτικούς χώρους – εξού και η επίμονη επίκληση του Τριανταφυλλόπουλου σε «βουλευτές του ΣΥΡΙΖΑ που είδαν το βίντεο» και έφριξαν, μεταξύ των οποίων και ο γνωστός Γιάννης Μιχελογιαννάκης, ο οποίος, όταν λέει του το ’δειξαν, «χρειάστηκε πολλά λεπτά της ώρας για να συνέλθει από το σοκ» (!). Ο στόχος είναι αυτός ο νεοσυντηρητισμός να διαχυθεί όσο το δυνατόν περισσότερο· να κάνει παιχνίδι.
Ακριβώς γι αυτόν το λόγο, ο εκβιασμός που έγινε με το «βίντεο» Σακελλαρίδη ήταν ένας εκβιασμός πολιτικός. Όχι τόσο γιατί ο δημοσιογράφος στο κέντρο του ενδεχομένως να προσπάθησε να κάνει και κανένα ντιλ. Αλλά γιατί στη βάση αυτού και ίσως πολλών άλλων τέτοιων που θα κατασκευαστούν στην πορεία, γίνεται η προσπάθεια να τσιμεντωθεί ένας πληθυσμός περίκλειστος και φοβισμένος, ημιμαθής, ημιεπικοινωνιακός, ανέραστος, πρόωρα γερασμένος, ανίκανος να πάρει ευθύνη, ικανός να ζητιανέψει λίγη εύνοια, έτοιμος να πάρει τα βουνά. Όχι για να εξεγερθεί, αλλά μήπως τύχει και του σηκωθεί.