«Αριστερή μελαγχολία» και «γενιά του 2000» στη σύγχρονη ποίηση: Δύο βολικοί μύθοι
Η μεταμοντέρνα κριτική προσπάθεια να οργανωθεί η πρόσληψη της ποίησης που γράφεται τώρα κάτω από τις μείζονες κατηγορίες της «αριστερής μελαγχολίας» και, ακόμη χειρότερα, της «γενιάς» καταδεικνύουν τα όρια μιας στάσης που ομνύει στην πολλαπλότητα, την ίδια στιγμή που τοποθετεί στο προκρούστειο κρεβάτι της τα πλέον ανόμοια μεγέθη. Αποδεικνύει έτσι ότι η μέριμνά της δεν είναι τόσο η κριτική όσο η πολεμική στο ιδιαιτέρως πολωμένο πεδίο των Νεοελληνικών Σπουδών.
Όταν το 2015 κυκλοφορούσε στο αγγλόφωνο κοινό η ανθολογία του Θεόδωρου Χιώτη Futures: Poetry of the Greek Crisis,1 η οποία κάτω από το μείζον πολιτικό ζήτημα της ελληνικής κρίσης χρέους συγκεντρώνει μια σειρά ποιημάτων τόσο διαφορετικών ποιητών όσο, μεταξύ άλλων, ο Αλέξιος Μάινας, η Μαρία Τοπάλη και ο Θωμάς Τσαλαπάτης δεν έλειψαν οι κριτικές που είδαν την ανθολογία με κανονιστικό βλέμμα, εντοπίζον τας σε αυτήν μάλλον ένα πρόγραμμα δράσης παρά μια περιγραφική συσσωμάτωση ετερόκλητων ποιημάτων πάνω σε ένα μείζον πολιτικό ζήτημα.
Η πιο βαρύγδουπη τέτοια δεξίωση ήταν αυτή του καθηγητή Φιλολογίας στο Πανεπιστήμιο του Μίσιγκαν Βασίλη Λαμπρόπουλου. Η δεξίωση έγινε στο μπλογκ του φιλολόγου, όμως γρήγορα διαδόθηκε και μάλιστα μεταφράστηκε στο περιοδικό φρμκ. Με τίτλο «Αριστερή μελαγχολική ποίηση: Η ελληνική γενιά του 2000» ο Λαμπρόπουλος χαιρετίζει τη συλλογή, εντοπίζον τας σε αυτήν μείζονες θεματικές που ουσιαστικά εξαντλούν τα χαρακτηριστικά του μεταμοντερνισμού, όπως αυτός περιγράφεται σ τα εγχειρίδια. Υπεργλωσσικότητα και διαγλωσσικότητα, επιτελεστικότητα, επισφάλεια και πλείστα άλλα όσα επιστρατεύονται για να χαρακτηρίσουν την καινοτομία της «γενιάς του 2000». Συγκρατώ από εδώ προσωρινά την κάτωθι περικοπή:
«Μια μελαγχολική ποίηση. Ραψωδεί τραγουδών τας τη μετα-χειραφετημένη αριστερή μελαγχολία υπό συνθήκες νεο-αποικιοκρατίας. Δεν είναι μια ποίηση ήττας και απελπισίας αλλά απόσ χισης (diremption) και αποστέρησης, ποίηση μιας επαναστατικής ενδόρρηξης (implosion) και της εξέγερσης που δεν μπορεί να κατοικηθεί ή να καταληφθεί (un-Occupiable revolt)»2 .
Έναν χρόνο μετά ο Βασίλης Λαμπρόπουλος θα επιστρέψει στο ζήτημα με άρθρο του στην ποιητική επιθεώρηση Τα Ποιητικά με τον εύγλωττο τίτλο «Η κρίση της ποίησης και η μελαγχολία της Αριστεράς – Για την πολιτική της ελληνικής ποίησης των αρχών του 21ου αιώνα».3
Εδώ συντελείται φαινομενικά μια υπαναχώρηση από την κατηγορία της «γενιάς», η οποία εύγλωττα απουσιάζει από τον τίτλο έναντι της ρητορικής αναφοράς στην πολιτική διάσταση που συγκροτείται γύρω από τη «μελαγχολία της Αριστεράς», η οποία πια δεν είναι απλώς ένα από τα ειδοποιά χαρακτηριστικά, αλλά το κύριο συνέχον τους νέους ποιητές.
«Στην ουσία πρόκειται για μια μείζονα τάση» (σ. 2) θα πει ο Λαμπρόπουλος, για να συνεχίσει ωστόσο να πραγματεύεται τους ποιητές της περιόδου ως γενιά – γι’ αυτά όμως παρακάτω. Τι χαρακτηρίζει αυτούς τους ποιητές και αυτές τις ποιήτριες; Τι τους συγκροτεί; Ο Λαμπρόπουλος θα θέσει ως πρώτο χαρακτηριστικό μια αφοσίωση στο ιδανικό της εξέγερσης:
«Έτσι ενώ πανεπιστημιακοί και καλλιτέχνες της σκηνής στρατεύονταν ρητά και δημόσια με την εκστρατεία και την κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ, οι ποιητές κατέγραφαν ποιητικά την απογοήτευση πριν τη (χαμένη) μάχη, την προδοσία των αξιών πριν τη (μάταιη) νίκη. Εκείνο που τους έκανε ανυπέρβλητα μελαγχολικούς ήταν η αθεράπευτη και τρυφερή αφοσίωσή τους στο ιδανικό της εξέγερσης, σε έναν αγώνα που η ιστορία ματαιώνει αλλά δεν μπορεί να ακυρώσει» (σ. 3).
Ο ποιητής, ως προγνώστης, θέτει εαυτόν στην υπηρεσία της κατεργασίας της συλλογικής αποτυχίας του πολιτικού, μη εμπλεκόμενος άμεσα σε αυτό, αλλά με την πικρή γνώση της διάψευσης. Αυτή θέτει και το πλαίσιο αναφορών του:
«[…] οι ποιητές του 2000 δεν συνδιαλέγονται με την καθιερωμένη γενιά του ’30 […] με την οποία δεν τους συνδέει τίποτε […] Αντίθετα, συνδιαλέγονται τακτικά με πολλά μέλη της γενιάς του ’50 […] και εκείνης του ’60 (προπαντός του κύκλου των Σημειώσεων). Αυτό φαίνεται ιδιαίτερα στην εμμονή τους στο μείζον θέμα της συλλογικής διάψευσης» (σ. 4).
Η διαφοροποίησή τους θα φανεί και σε αυτό που ο Λαμπρόπουλος θα σημειώσει ως μετάβαση από τη γαλλοτραφή στην αγγλοτραφή ποίηση. Η γενιά του 2000 διατηρεί προνομιακή σχέση με τα αγγλικά τόσο επειδή οι αναφορές της είναι αγγλικές (οι ποπ κυρίως) όσο και επειδή στη νομαδικότητά της η γενιά καλείται να παραγάγει και ξενόγλωσσο λόγο.
Ακολούθως, θα γίνει λόγος για την ευπλασία με την οποία η γενιά αντιμετωπίζει τις άλλες τέχνες:
«Αυτή η εξωστρεφής και επιτελεστική πολυγλωσσία είναι μια εξαιρετικά σημαντική διάσταση της δραστικής ποιητικής διότι αχρηστεύει την αυτοτέλεια του τυπωμένου στίχου στην οποία είμαστε συνηθισμένοι» (σ. 5).
Αυτός ο καινοφανής, υποτίθεται, τρόπος είναι που οδηγεί και στην αγνόηση της γενιάς από την κατεστημένη κριτική και οδηγεί μέσω της «σαρκαστικής της αυτογνωσίας» στην οικοδόμηση δικτύων αλληλεγγύης και συμπροώθησης του ποιητικού λόγου που εκφεύγει των παραδοσιακών διαύλων της επικοινωνίας του ποιητικού έργου.
Βάση αυτού του δικτύου αλληλεγγύης, η αριστερή μελαγχολία, η οποία: «Ως όρος κριτικής η αριστερή μελαγχολία ορίζει μια συγκεκριμένη ποιητική και όχι μια θεματική […] Η αριστερή μελαγχολία είναι ένα ποίημα που δεν “βγαίνει”, δεν βρίσκει τον στόχο του, τα βάζει με τον εαυτό του, ενοχλείται από τον λυρισμό του, εμπαίζει το κοινό του, οικτίρει ον ειρμό του» (σ. 6).
Οι απαιτήσεις κατανόησης αυτής της ποίησης είναι και εξωποιητικές, επιζητούν τη χρήση των εργαλείων του μεταδομισμού, στον ίδιο βαθμό που κατά τον Λαμπρόπουλο η ποίηση του Βύρωνα Λεοντάρη επιζητούσε την κριτική θεωρία.
Θεωρώ ότι η προσέγγιση του Λαμπρόπουλου είναι προβληματική και στους δύο άξονες που την υποβαστάζουν: πρώτα τον κοινωνιολογικό/θεσμικό – αυτόν που χοντρικά θέτει στο τραπέζι την ύπαρξη μιας γενιάς ή έστω μιας τάσης• έπειτα τον ποιητολογικό – αυτόν που συγκροτείται γύρω από τον όρο «αριστερή μελαγχολία». Θα υποστηρίξω δε πως και οι δύο άξονες υπάγονται σε μια προϋποθέτουσα αρχή δόμησης της επιχειρηματολογίας που είναι πρόδηλα πολεμική και συνδέεται με την κατάσταση των Nεοελληνικών Σπουδών στη χώρα και διεθνώς.
Καταρχάς, η κατηγορία της γενιάς μπορεί να χρησιμοποιηθεί είτε με κανονιστικό είτε με περιγραφικό τρόπο. Κλασικό παράδειγμα της πρόσληψης γενιάς με κανονιστικό τρόπο αποτέλεσε η γενιά του ’30. Είτε η πρόσληψη είναι θετική είτε αρνητική, η γενιά του ’30 αντιμετωπίζεται ως ένα σύνολο δημιουργίας που εδράζεται πάνω σε βασικές προγραμματικές αρχές οι οποίες και παράγουν αποτελέσματα τόσο λογοτεχνικής όσο και θεσμικής υφής. Στον αντίποδα, δύσκολα θα μπορούσε να πει κανείς το ίδιο για την πρώτη μεταπολεμική γενιά. Εδώ η συμπερίληψη των ποιητών στη γενιά γίνεται πρωτίστως με εξωτερικά της ποίησης κριτήρια, ταξινομητικά σχεδόν προς χρήση των γραμματολογιών. Ο Λαμπρόπουλος, αν και υπονοεί πως κάνει περιγραφή, στην πραγματικότητα δρα κανονιστικά. Τα χαρακτηριστικά που τάχα εντοπίζει ως κοινά είναι αυτά που ο ίδιος τοποθετεί στο τραπέζι ως σημαντικά για την ποίηση. Εξάλλου, με τον όγκο της σύγχρονης ποιητικής παραγωγής, για να τεκμηριώσει την ύπαρξη μιας τάσης περιγραφικά θα έπρεπε να καταφύγει στη στατιστική. Τόσα ποιήματα επί των τόσων εμφανίσεων – πόσο μάλλον τη στιγμή που λέει ότι δεν αξιολογεί. Αντ’ αυτού, στις παραθέσεις του Λαμπρόπουλου απουσιάζει ακόμη και ο εκδοτικός οίκος όπου η κάθε συλλογή έχει εκδοθεί, ακόμη μία λεπτομέρεια που δημιουργεί υποψίες κριτικής ατασθαλίας ως προς την «αυτονομία» και την αλληλεγγύη που ο κριτικός με ενθουσιασμό διαβλέπει.
Στον δεύτερο άξονα, αυτό της ποιητικότητας, η έννοια της «αριστερής μελαγχολίας» λίγο εξηγεί πραγματικά την ομοιότητα της στάσης των τόσο διαφορετικών ποιητών. Χωρίς να μπω καν στον κόπο να εξετάσω αν ισχύει περιεχομενικά, δυσκολεύομαι να δω πώς γίνεται μια περί ποιητικής συζήτηση να υποβαθμίζει τη μορφή μιλώντας γενικά και αόριστα για τάσεις στον ρυθμό κ.λπ. Αν η «αριστερή μελαγχολία» δεν είναι θεματική αλλά ποιητική, αυτό οφείλει να δειχθεί με εξονυχιστική ανάλυση ενός τουλάχιστον ποιήματος. Και να τεκμηριωθεί η συνέχισή της σε διαφορετικές μορφές. Π.χ. πώς μορφικά συνέχονται το Κλέφτικο με τα Χαρτάκια, για να μείνω στην περίπτωση ενός και μόνο ποιητή.
Μίλησα από την εισαγωγή ήδη για πολεμική χρήση των κατηγοριών της «γενιάς» και της «αριστερής μελαγχολίας». Μέγας παίκτης στην αντιπαράθεση μεταξύ εντόπιων φιλολόγων και εξωχώριων θεωρητικών, ο Λαμπρόπουλος θα χτίσει πάνω στη βάση των ποιητών του 2000 το ζων αντίβαρο στην κυρίαρχη φιλολογία. Εξ ου και προσπαθεί να βρει την αντι-γενιά του ’30, αναβαπτίζοντας ταυτόχρονα των Βύρωνα Λεοντάρη σε κάτι σαν τον Σεφέρη των «αντιφρονούντων». Εκεί που η γενιά του ’30 δρούσε ως μεταπράτης των μοντερνιστικών επιταγών, ο Λαμπρόπουλος θα επιφυλάξει στους μελαγχολικούς του ποιητές το εμπόριο της μεταστρουκτουραλιστικής θεωρίας. Με τον τρόπο αυτό ωστόσο δρα ως ένας κακός μάγειρας: αντί να σεβαστεί τα υλικά του, τους επιβάλλει την προπαρασκευασμένη συνταγή τους. Και το αποτέλεσμα σε κάνει να αναρωτιέσαι, ιδιαίτερα όταν σκέφτεσαι τα πλέον δραστικά δείγματα της σύγχρονης ποιητικής παραγωγής, τι φαγητό θα έβγαινε αν ο βασιλικός δεν είχε τοποθετηθεί στην αρχή του μαγειρέματος, βγαίνοντας έτσι στο πιάτο μαύρος κι άραχλος.
___
1. Theodoros Chiotis (επιμ.), Futures: Poetry of the greek crisis, Penned in the Margins, Λονδίνο 2015
2. Βασίλης Λαμπρόπουλος, «Αριστερή μελαγχολική ποίηση: Η ελληνική γενιά του 2000», μτφ. Ορφέας Απέργης, φρμκ, τ. 7, 2016, ηλεκτρονικά προσβάσιμο στο http://bit.ly/2sU1Rfo
3.Τα Ποιητικά, τ. 26, Ιούνιος 2017, σ. 1-7. Ηλεκτρονικά προσβάσιμο στο http://bit.ly/2t1Enn5