Από το όραμα στην παρακμή: Η αληθινή ιστορία της ΕΕ – A΄μέρος
Όταν η 5η οικονομία του πλανήτη και ένα από τα μεγαλύτερα χρηματοοικονομικά κέντρα αποφασίζει να αποχωρήσει από το πιο προχωρημένο, υποτίθεται, παράδειγμα διακρατικής οικονομικής και πολιτικής ενοποίησης στον πλανήτη, κάτι δεν πάει καλά με αυτό. Το βρετανικό δημοψήφισμα θύμισε ότι η ΕΕ είναι σε βαθιά κρίση και ίσως τα γεγονότα των τελευταίων μηνών να είναι η αρχή του τέλους της, τουλάχιστον όπως την ξέραμε. Όμως, καλό είναι να πάρουμε την ιστορία από την αρχή...
Είναι ταιριαστό ότι ανάμεσα στις φιγούρες των «πατέρων» της Ευρωπαϊκής Ενοποίησης ξεχωρίζει αυτή του Ζαν Μονέ. Άνθρωπος του παρασκηνίου αλλά και διεθνής τυχοδιώκτης, έζησε σε πολλές ηπείρους από την Ευρώπη και τις ΗΠΑ μέχρι τη μακρινή Κίνα. Θα πάρει μέρος στις διαπραγματεύσεις για τη Συνθήκη των Βερσαλλιών, θα συμμετάσχει στα πρώτα βήματα της Κοινωνίας των Εθνών, θα δικηγορήσει σε αμερικανικό γραφείο, θα ασχοληθεί με την ανόρθωση οικονομιών της Ανατολικής Ευρώπης, θα εργαστεί ως σύμβουλος του κινεζικού υπουργείου Οικονομικών στη δεκαετία του 1930, θα οργανώσει εκδόσεις ομολόγων αλλά και πωλήσεις εταιρειών και θα αποκτήσει ήδη από την εργασία του στη Σαγκάη δεσμούς με προσωπικότητες όπως ο μετέπειτα υπουργός Εξωτερικών των ΗΠΑ Τζον Φόστερ Ντάλες (που αργότερα θα είναι οπαδός της ευρωπαϊκής ενοποίησης) ή η οικογένεια Ροκφέλερ. Το 1934, θα φροντίσει ώστε η αγαπημένη του ιταλίδα ζωγράφος Σύλβια Τζανίνι να εξασφαλίσει τη σοβιετική υπηκοότητα και άρα τη δυνατότητα διαζυγίου, προκειμένου να παντρευτούν στη Μόσχα. Στη διάρκεια του Πολέμου, θα δράσει ως σύμβουλος του Ρούζβελτ, ενώ είχε σταλεί στις ΗΠΑ ως μέλος της βρετανικής αποστολής, προτού επιστρέψει στη Γαλλία ως στενός συνεργάτης του ντε Γκωλ και μετά τον πόλεμο θα διατυπώσει διάφορα σχέδια για μια ευρωπαϊκή ομοσπονδία, καθώς επέμενε ότι η μεταπολεμική Γηραιά Ήπειρος δεν μπορούσε να στηριχτεί πάνω στην αρχή της εθνικής κυριαρχίας, για να βρεθεί εντέλει επικεφαλής της Ευρωπαϊκής Κοινότητας Άνθρακα και Χάλυβα (ΕΚΑΧ), έναν από τους προδρόμους της ΕΕ.
Όλα αυτά ενώ ποτέ δεν διεκδίκησε να εκλεγεί σε δημόσιο αξίωμα. Για την ακρίβεια, αυτός ο άνθρωπος, που σε μεγάλο βαθμό σχεδίασε τα πρώτα βήματα της ΕΕ και εργάστηκε για μια ευρωπαϊκή ομοσπονδία, που οι ευρωπαϊστικές αγιογραφίες τον περιγράφουν ως τον «πρώτο ευρωπαίο πολίτη», δεν κατέβηκε ποτέ σε μια εκλογική μάχη, δεν μίλησε ποτέ στους ψηφοφόρους ή στα πλήθη, προτιμώντας πάντα να συνομιλεί με τις ελίτ.
Άλλωστε, ο τρόπος που ο Μονέ χειρίστηκε τη διαπραγμάτευση για την ΕΚΑΧ ήταν ενδεικτικός: ο σχεδιασμός έγινε σε συνθήκες μυστικότητας, παρουσιάστηκε στο γαλλικό Υπουργικό Συμβούλιο ως ανειλημμένη υποχρέωση, ανακοινώθηκε στην Εθνοσυνέλευση ως τετελεσμένο γεγονός και παρουσιάστηκε στις διαπραγματεύσεις με τις άλλες χώρες ως κλεισμένη συμφωνία.
Όπως ταιριαστό είναι ότι η ευρωπαϊκή ολοκλήρωση ως αίτημα εξαρχής είχε και μια έντονα φιλελεύθερη χροιά. Ήδη από το 1939, σε ένα κείμενο με τίτλο «Οι οικονομικές συνθήκες του διακρατικού φεντεραλισμού», είχε διατυπωθεί από τον Φ. Α. Χάγεκ μια πρόταση ευρωπαϊκής ομοσπονδίας στηριγμένης στην περιφρόνηση της λαϊκής κυριαρχίας και σε αυτό που σήμερα ονομάζουμε «ακραίο νεοφιλελευθερισμό». Για τον Χάγεκ, που πρότεινε οικονομική και νομισματική ένωση, η διαμόρφωση ομοσπονδιακών μορφών θα οδηγούσε στο «λιγότερο κράτος», θα ακύρωνε τη δυνατότητα κρατικών παρεμβάσεων στην οικονομία.
Επιπλέον, αυτός ο νεοφιλελευθερισμός γινόταν πράξη σε κρίσιμες πλευρές του στη Γερμανία ήδη από τα πρώτα μεταπολεμικά χρόνια. Οι οικονομολόγοι, που συγκεντρώνει τριγύρω του ο Αντενάουερ για να σχεδιάσουν την οικονομική, δημοσιονομική και νομισματική πολιτική της μεταπολεμικής Δυτικής Γερμανίας, είχαν τραυματικές αναμνήσεις από τον προπολεμικό πληθωρισμό. Αν η μία πλευρά του μεταπολεμικού οικονομικού θαύματος είναι μια κουλτούρα ταξικής συνεργασίας, η άλλη είναι η εμμονή με τη σταθερότητα του νομίσματος, τη δημοσιονομική πειθαρχία και την αποφυγή πάση θυσία του πληθωρισμού. Ο ορντοφιλελευθερισμός, στον οποίο το 1979 ο Φουκώ θα αφιερώσει μέρος των παραδόσεών του, θεωρώντας τον παράδειγμα όχι μόνο του αναδυόμενου νεοφιλελευθερισμού αλλά και της καπιταλιστικής βιοπολιτικής συνολικότερα, θα αποτελέσει από τη δεκαετία του 1950 ένα μόνιμο στοιχείο της γερμανικής οικονομικής πολιτικής. Θα αποτελέσει ακόμη, ήδη από τα τέλη της δεκαετίας του 1950, την ιδεολογία σημαντικών στελεχών στην ιδιαίτερα ισχυρή Διεύθυνση Ανταγωνισμού (DG IV) της Ευρωπαϊκής Επιτροπής.
Όλα αυτά αποτελούν χρήσιμες υπενθυμίσεις ορισμένων αληθειών για την ιστορία της Ευρωπαϊκής Ενοποίησης, όπως ότι ήταν και αμερικανικό σχέδιο για την αποφυγή των παραδοσιακών διαιρέσεων και συγκρούσεων στο ευρωπαϊκό έδαφος, αλλά και για την οικοδόμηση αναχωμάτων απέναντι στην ανερχόμενη Σοβιετική Ένωση, ότι η έννοια της ομοσπονδίας ετίθετο σε βάρος της λαϊκής κυριαρχίας και των παραδοσιακών δημοκρατικών μορφών και ότι εξαρχής η λογική της δημοσιονομικής πειθαρχίας και του ακραίου φιλελευθερισμού έριχνε τη σκιά της.
Το όχι και τόσο πετυχημένο ξεκίνημα
Βέβαια, τα αρχικά οράματα για μια ευρωπαϊκή ομοσπονδία προσέκρουαν στους ίδιους τους εσωτερικούς πολιτικούς όρους των ευρωπαϊκών κρατών. Το 1954 η Γαλλική Εθνοσυνέλευση απέρριψε το φιλόδοξο σχέδιο του Μονέ για μια Ευρωπαϊκή Αμυντική Κοινότητα και για Πολιτική Ένωση.
Μόλις το 1957, με τη συνθήκη της Ρώμης, ιδρύεται η ΕΟΚ με ένα αρκετό ισχνό πρόγραμμα μιας Κοινής Αγοράς παρά μιας πολιτικής και οικονομικής ένωσης. Ώθηση σε αυτό έδωσαν και οι αλλαγές στο διεθνές τοπίο. Η αμερικανική παρέμβαση, που ανέκοψε ουσιαστικά τη βρετανική και κατά συνέπεια και τη γαλλική επέμβαση στον πόλεμο του Σουέζ, έπεισε τη γαλλική κυβέρνηση του Γκυ Μολέ, που προσπαθούσε να κρατήσει την Αλγερία και ετοιμαζόταν για την ατομική βόμβα, ότι χρειαζόταν την «ευρωπαϊκή ενότητα» ως αντίβαρο απέναντι στην αδιαμφισβήτητη πλέον αμερικανική πρωτοκαθεδρία, κάτι που διακριτικά τόνιζε και η γερμανική πλευρά.
Όμως, σε αυτή την πρώτη φάση σημαντικές ευρωπαϊκές δυνάμεις, όπως η Μεγάλη Βρετανία, δεν συμμετείχαν. Άλλωστε, για το μεγαλύτερο μέρος της δεκαετίας του 1960 παραμένει σε ισχύ το ηχηρό «Non!» του στρατηγού ντε Γκωλ στο αίτημα εισδοχής της Μεγάλης Βρετανίας στην ΕΟΚ. Ο γάλλος πρόεδρος φοβόταν ότι εάν έμπαινε άλλη μία μεγάλη δύναμη στην ΕΟΚ, αυτό θα περιόριζε τη δυνατότητα της Γαλλίας να ελέγχει την ατζέντα της και να τη χρησιμοποιεί για να αποκτήσει στάτους «μεγάλης δύναμης», στο πλαίσιο ενός τριμερούς διακανονισμού του «ελεύθερου κόσμου» που θα περιλάμβανε τις ΗΠΑ, τη Βρετανία και την υπό γαλλική ηγεσία ΕΟΚ. Όπως χαρακτηριστικά τόνισε ο ντε Γκωλ σε έναν υπουργό του: «Η Ευρώπη είναι η ευκαιρία για τη Γαλλία να γίνει αυτό που έχει πάψει να είναι μετά το Βατερλώ· η πρώτη στον κόσμο».
Απέναντι στην ΕΟΚ των «6», που ακόμη δεν ήταν καν μια πλήρης τελωνειακή ένωση, αρκετές χώρες προτίμησαν αρχικά, αντί για την ΕΟΚ, την Ευρωπαϊκή Ζώνη Ελεύθερων Συναλλαγών (ΕΖΕΣ).
Στα πρώτα βήματα της ΕΟΚ, η μόνη σχετικά πετυχημένη πλευρά της ήταν η Κοινή Αγροτική Πολιτική, η οποία ήταν απαίτηση της Γαλλίας αλλά και πλευρά μιας πολιτικής που ήθελε να εξασφαλίσει ταυτόχρονα τη μαζική παραγωγή και την κοινωνική συμμαχία με τους αγρότες. Στη δεκαετία του 1960 φαίνεται να σημειώνεται μικρή πρόοδος. Η φιλόδοξη προσπάθεια του Βάλτερ Χάλσταϊν, πρώτου προέδρου της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, να τη μετατρέψει ουσιαστικά σε μια υπερεθνική κυβέρνηση που θα διαμόρφωνε πολιτικές και θα βάθαινε την ολοκλήρωση προσέκρουσε στη γαλλική αντίδραση, με τον ντε Γκωλ να μιλά για την «τεχνοκρατία των Βρυξελλών» που προτείνει «ανεφάρμοστα σχέδια», και οδήγησε στην «κρίση των άδειων καρεκλών» όταν η Γαλλία αποχώρησε από κρίσιμους ευρωπαϊκούς θεσμούς, το 1965, για να εκβιάσει ότι δεν θα περάσουν οι προτάσεις Χάλσταϊν για την Κοινή Αγροτική Πολιτική. Ο εκβιασμός, ο οποίος αποτελεί παράδοση της ΕΕ που ουκ ολίγοι τίμησαν έκτοτε, θα οδηγήσει τελικά στον λεγόμενο «Συμβιβασμό του Λουξεμβούργου».
Είναι η στιγμή που διατυπώνεται η θεωρία ότι μικρά βήματα, ένας κανονισμός ή μια οδηγία, διαμορφώνουν σταδιακά αποτελέσματα ολοκλήρωσης, το λεγόμενο spill-over effect. Πρωτοπόρο σε αυτή τη σταδιακή παραγωγή αποτελεσμάτων ολοκλήρωσης και στην εξασφάλιση ότι το «ευρωπαϊκό κεκτημένο» θα είναι ισχυρότερο της εθνικής κυριαρχίας είναι το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο, που προβλέφτηκε αρχικά στο πλαίσιο της ΕΚΑΧ και μετά στη Συνθήκη της Ρώμης. Οι αποφάσεις του, τις πρώτες δεκαετίες της Κοινότητας, εξασφάλισαν ότι τα αποτελέσματα μεταφοράς αρμοδιοτήτων στους ενωσιακούς θεσμούς είναι μη αντιστρέψιμα, ότι το ευρωπαϊκό δίκαιο προηγείται θεσμικά και ότι το Δικαστήριο μπορεί να ελέγχει τις αποφάσεις των κυβερνήσεων.
Τη δεκαετία του 1970, η ΕΟΚ διευρύνεται με την εισδοχή νέων κρατών, αλλά και αντιμετωπίζει ένα νέο τοπίο. Η οικονομική κρίση απαιτεί νέες μορφές οικονομικού συντονισμού και οι κεϋνσιανές πολιτικές αρχίζουν να τίθενται υπό αμφισβήτηση. Ήδη από το 1969 ξεκινά η διαμόρφωση των πρώτων σχεδίων για τη νομισματική ένωση. Η κατάρρευση του συστήματος του Bretton Woods, το 1971, έκανε πιο επιτακτική την ανάγκη του κοινού νομίσματος. Ωστόσο, τα πράγματα δεν ήταν εύκολα, εξαιτίας των πραγματικών αποκλίσεων ανάμεσα στις διαφορετικές χώρες, και τα διάφορα συστήματα που προτάθηκαν, συχνά με εξωτικά ονόματα όπως το «φίδι μέσα στο τούνελ», αποδείχτηκαν όχι και τόσο αποτελεσματικά.
Την ίδια περίοδο υπάρχει και μια μετατόπιση σε διάφορα τμήματα ή παραλλαγές, θα λέγαμε, της Αριστεράς –από τα κομμουνιστικά κόμματα μέχρι την αριστερή πτέρυγα των βρετανών Εργατικών αλλά και σοσιαλιστικά κόμματα όπως το ΠΑΣΟΚ– που ήταν κατά της ΕΟΚ. Αρχίζουν να μιλούν για την «Ευρώπη των λαών», η οποία θα οργανωνόταν μέσα από μια δημοκρατική ενοποίηση που θα πατούσε πάνω σε προοδευτικές κυβερνήσεις και θα αποτελούσε παράγοντα παγκόσμιας ειρήνης απέναντι στον ανταγωνισμό ΗΠΑ και ΕΣΣΔ. Πρωτοπόρο θα είναι το Ιταλικό Κομμουνιστικό Κόμμα, υπό την ηγεσία του Ενρίκο Μπερλινγκουέρ, το οποίο θα αναπτύξει τη θέση για μια δημοκρατική και προοδευτική Ευρωπαϊκή Κοινότητα κατά την περίοδο της στρατηγικής του «Ιστορικού Συμβιβασμού».
Τότε είναι που θα διατυπωθεί και η κατηγορία για το «δημοκρατικό έλλειμμα» της ΕΕ, καθώς ακόμη και η διαμόρφωση του Ευρωκοινοβουλίου δεν σήμαινε και πραγματικά δημοκρατική λειτουργία. Άλλωστε, ας μην ξεχνάμε ότι μέχρι το 1979 το «Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο» δεν εκλεγόταν αλλά αποτελείτο από κοινοβουλευτικές αντιπροσωπείες των κρατών-μελών.
Η δύσκολη πορεία προς το Μάαστριχτ
Η δεκαετία του 1980 σφραγίζεται από τη σταδιακή στροφή και των σοσιαλδημοκρατικών κομμάτων σε «ρεαλιστικότερες» πολιτικές (στροφή του Μιτεράν μετά του 1983, αλλαγή πλεύσης για το ΠΑΣΟΚ το 1985), αλλά και από την ανάδυση των νεοφιλελεύθερων πολιτικών των κυβερνήσεων Θάτσερ. Η ΕΟΚ αυξάνει τις δράσεις και παρεμβάσεις της (τότε ξεκινούν τα προγράμματα για την ανώτατη εκπαίδευση, τα Μεσογειακά Ολοκληρωμένα Προγράμματα, πρόδρομος των ΚΠΣ, οι περιβαλλοντικές οδηγίες) και επίσης ανοίγει η συζήτηση για την οικονομική και πολιτική ενοποίηση. Η οικονομική ενοποίηση σήμαινε την πορεία προς το κοινό νόμισμα και τις «τέσσερις ελευθερίες» (μετακίνησης προσώπων, κυκλοφορίας εμπορευμάτων, εγκατάστασης προσώπων, διακίνησης κεφαλαίων). Η πολιτική ενοποίηση, τη συγκρότηση κοινών πολιτικών θεσμών και πολιτικής εξωτερικών και άμυνας.
Οι επίσημες αγιογραφικές ιστοριογραφίες της Ευρωπαϊκής Ανανέωσης αναφέρουν συχνά ως γενέθλια στιγμή της πορείας προς την Ευρωπαϊκή Ένωση την ψηφοφορία στο Ευρωκοινοβούλιο στις 14 Φεβρουαρίου 1984 όταν εγκρίθηκε το «Σχέδιο Συνθήκης» που είχε συντάξει και προτείνει ο Αλτιέρο Σπινέλι, μια ευγενής φυσιογνωμία όντως «αριστερού φεντεραλισμού», στον οποίο μάλιστα απέδωσαν πρόσφατα τιμές οι Μέρκελ, Ολάντ και Ρέντσι. Όμως, στην πραγματικότητα, το συγκεκριμένο σχέδιο για μια δημοκρατική ομοσπονδία, με κατοχυρωμένα δικαιώματα και αναδιανομή, απλώς θάφτηκε μετ’ επαίνων.
Πραγματική γενέθλια στιγμή της πορείας προς τη σημερινή ΕΕ ήταν η Ενιαία Ευρωπαϊκή Πράξη του 1986. Και αυτή οφείλεται εξίσου στον Ζακ Ντελόρ, πρόεδρο τότε της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, αλλά και στη… Μάργκαρετ Θάτσερ, παρότι η τελευταία θεωρούσε ότι παγιδεύτηκε από τον Μπ. Κράξι όταν βρέθηκε αντιμέτωπη με την κατά πλειοψηφία απόφαση για τη σύγκληση διακυβερνητικής διάσκεψης για τη διαμόρφωσή της. Το ντοκουμέντο όχι μόνο διαμόρφωσε ενιαία αγορά, αλλά και άνοιξε το δρόμο για την απελευθέρωση κρίσιμων κλάδων (ενέργεια, τηλεπικοινωνίες κτλ.), όπως και για την απελευθέρωση των κρατικών προμηθειών. Άλλωστε, στη σύνταξή του βασικό ρόλο έπαιξε ο λόρδος Άρθουρ Κόκφιλντ, στενός συνεργάτης της Θάτσερ και εκείνη την εποχή μέλος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, ενώ ρόλο στην πορεία για την ΕΕ θα παίξει και η άλλη επιλογή της Θάτσερ για την Ευρωπαϊκή Επιτροπή, ο Λίον Μπρίταν.
Η περίοδος αυτή σφραγίζεται και από την προσωπικότητα του Ζακ Ντελόρ. Πιστός καθολικός, μικροαστικής καταγωγής, αυτοδίδακτος σε πολλά κατά δήλωσή του, μετριοπαθής σοσιαλιστής, με δράση στα καθολικά συνδικάτα προτού βρεθεί σε ανώτερες θέσεις της διοίκησης και αργότερα της πολιτικής, στη δεκαετή θητεία του (1985-1995) θα είναι ο πρώτος πρόεδρος της Κομισιόν που θα αντιμετωπιστεί ως πολιτικός ηγέτης διεθνούς εμβέλειας. Το σχέδιό του, όμως, η ΕΟΚ να αποκτήσει πέραν της ενιαίας αγοράς και του κοινού νομίσματος και μια «Κοινωνική Χάρτα», με αφετηρία και τον δικό του καθολικό σοσιαλισμό, θα αποτύχει (παρότι θα διαμορφωθεί, δεν θα την ψηφίσει η Βρετανία, ούτε θα είναι δεσμευτική με τρόπο ανάλογο των άλλων πλευρών των συνθηκών).
Η Συνθήκη του Μάαστριχτ, το 1992, σφράγισε τη μετέπειτα πορεία της ΕΕ. Παρά το πλήθος των φωνών που προειδοποιούσαν για τους κινδύνους ενός κοινού νομίσματος σε μια οικονομική ζώνη με μεγάλες αποκλίσεις παραγωγικότητας και ανταγωνιστικότητας, η έμφαση θα δοθεί στα δημοσιονομικά κριτήρια: χρέος, έλλειμμα και πληθωρισμός. Τα «κριτήρια σύγκλισης» δεν έκαναν τίποτα για την πραγματική σύγκλιση καθώς δεν περιλάμβαναν κρίσιμους δείκτες όπως είναι η ανάπτυξη, η απασχόληση, η παραγωγικότητα. Ήταν σχεδιασμένα για να καθησυχάζουν τις χρηματαγορές και ικανοποιούσαν μόνο τους κεντρικούς τραπεζίτες και χωρίς περιφερειακή αναδιανομή και διαρθρωτικές αλλαγές που οδηγούν σε σύγκλιση με όρους παραγωγικότητας, αγοραστικής δύναμης κτλ. Στην πραγματικότητα, δηλαδή, δεν συγκροτούσαν έναν ενιαίο χώρο που θα δικαιολογούσε ένα ενιαίο νόμισμα.
Για πρώτη φορά η γερμανική εκδοχή δημοσιονομικής πειθαρχίας γίνεται ευρωπαϊκός κανόνας, όπως και η γερμανική άρνηση του βασικότερου μηχανισμού διόρθωσης των περιφερειακών ανισοτήτων, δηλαδή των μηχανισμών περιφερειακής αναδιανομής – τα διάφορα «πακέτα» τύπου ΚΠΣ μπορεί να φαίνονται μεγάλα, εντούτοις δεν μπορούσαν να διορθώσουν τις ανισότητες. Το όραμα είναι ένας ενιαίος ευρωπαϊκός οικονομικός χώρος με κοινό νόμισμα και δημοσιονομική πειθαρχία, πλήρη ελευθερία για τις επενδύσεις και τη μετακίνηση εμπορευμάτων, πλήρη απελευθέρωση όλων των αγορών (ιδιωτικοποιήσεις), αλλά άνισους μισθούς και εργασιακές συνθήκες, όπως και άνισες συνθήκες παραγωγικότητας και ανταγωνιστικότητας.
Πολιτικά, ο λεγόμενος «γαλλογερμανικός άξονας», με τη στήριξη των άλλων χωρών του «πυρήνα», όπως η Ιταλία, η Ολλανδία, το Βέλγιο και η εξασφάλιση εξαιρέσεων για τη Βρετανία, μαζί με τη διάθεση των χωρών του ευρωπαϊκού Νότου να γίνουν μέλη του «κλαμπ των ισχυρών», εγγυόταν τη συνοχή της διαδικασίας. Εντός του «γαλλογερμανικού άξονα», η θέση της Γερμανίας ενισχύεται. Η γερμανική ενοποίηση, στην πραγματικότητα ένα τεράστιο πρότζεκτ εσωτερικής αποικιοποίησης που ενδυνάμωσε τη θέση των γερμανικών επιχειρήσεων, είχε ενισχύσει τη γερμανική θέση.
Εντούτοις, τα σχέδια κοινής πολιτικής εξωτερικών και άμυνας δεν προχώρησαν με τον ίδιο τρόπο. Παρότι η συγκυρία με την Πτώση του Τείχους, όπως και νωρίτερα με τα ανοίγματα Γκορμπατσόφ, έθεταν το ζήτημα μιας νέας στρατηγικής συλλογικής ασφάλειας γύρω από κοινές αμυντικές συνεργασίες σε ευρωπαϊκό επίπεδο, η κατάρρευση της ΕΣΣΔ και το ξέσπασμα του γιουγκοσλαβικού εμφυλίου άλλαξαν τα δεδομένα, καθώς οι ΗΠΑ θα εκμεταλλευτούν τη «μετακομμουνιστική αστάθεια» προκειμένου να κατοχυρώσουν εκ νέου το ΝΑΤΟ ως τον μόνο φορέα συλλογικής ασφάλειας, ακυρώνοντας τα σχέδια για τυχόν «αυτόνομες» ευρωπαϊκές δομές.
Όμως και η πορεία προς το ευρώ δεν ήταν στρωμένη με ροδοπέταλα. Η κρίση της στερλίνας το 1992, ως αποτέλεσμα κερδοσκοπικών επιθέσεων που εκμεταλλεύονταν την προσπάθεια της Τράπεζας της Αγγλίας να κρατήσει σταθερή την ισοτιμία, οδήγησε στην οριστική απόφαση μη συμμετοχής της Βρετανίας στο κοινό νόμισμα. Οι αγορές, που καταλάβαιναν τις πραγματικές ανισορροπίες και αποκλίσεις, μπορούσαν να το εκμεταλλευτούν και αυτό έκαναν, πρωτοστατούντος του fund του Τζωρτζ Σόρος.
Ωστόσο, η πολιτική επιλογή των υπολοίπων χωρών, που θα αποτυπωθεί στη Συνθήκη του Άμστερνταμ, θα είναι το πέρασμα στο κοινό νόμισμα και η μετάβαση στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Αξιοσημείωτο το γεγονός ότι και η ίδια η Συνθήκη του Μάαστριχτ παραλίγο να ακυρωθεί εν τη γενέσει της, αλλά το αποτέλεσμα του γαλλικού δημοψηφίσματος θα είναι οριακά υπέρ. Αντίθετα, το δανέζικο δημοψήφισμα κρατά ακόμη και τώρα τη χώρα εκτός ευρώ.
Η εποχή του ευρώ
Η μετάβαση στο ευρώ θα γίνει φαινομενικά ομαλά, ιδίως από τη στιγμή που υπήρξαν και τα απαραίτητα «στραβά μάτια» απέναντι στο γεγονός ότι σχεδόν όλες οι χώρες είχαν αποκλίσεις ως προς τα κριτήρια του Μάαστριχτ. Το σύστημα του κοινού νομίσματος με υπερεθνική κεντρική τράπεζα φαινόταν να προστατεύει από τα προβλήματα των σταθερών ισοτιμιών (που είχαν οδηγήσει στις νομισματικές κρίσεις της ΝΑ Ασίας και της Αργεντινής), ενώ η διεθνής συγκυρία έδειχνε ότι το σύστημα μπορούσε να αποδώσει. Η απώλεια ανταγωνιστικότητας λόγω κοινού νομίσματος ήταν εμφανής σε χώρες όπως η Ελλάδα, αλλά αντισταθμιζόταν από τον φτηνό δανεισμό.
Βέβαια κάποιοι προετοιμάζονταν κάπως πιο… μεθοδικά. Η Γερμανία εφαρμόζει ήδη από τις αρχές της δεκαετίας του 2000 πολιτικές «εσωτερικής υποτίμησης» κρατώντας χαμηλά τους μισθούς και ελαστικοποιώντας τις εργασιακές σχέσεις, μειώνοντας το κόστος παραγωγής. Αρκεί να αναλογιστούμε ότι ανάμεσα στο 1998 και το 2006, για επτά συνεχόμενα χρόνια, η Γερμανία είχε μείωση του μοναδιαίου κόστους εργασίας, την ίδια περίοδο η Γαλλία και η Βρετανία είχαν συνολική αύξηση 15%, ενώ στον ευρωπαϊκό Νότο (Πορτογαλία, Ισπανία, Ιταλία, Ελλάδα) η συνολική αύξηση κινήθηκε ανάμεσα στο 25% και το 35%.
Με αυτό τον τρόπο η Γερμανία προληπτικά αντιμετώπισε τον κίνδυνο να βρεθεί με υψηλό κόστος παραγωγής σε μια ενιαία νομισματική περιοχή και μπορούσε πλέον να εκμεταλλευτεί το γεγονός ότι κοινό νόμισμα σήμαινε για αυτήν ανταγωνιστική υποτίμηση έναντι χωρών που ούτως ή άλλως είχαν μικρότερη ανταγωνιστικότητα, διαμορφώνοντας εμπορικά πλεονάσματα. Κοινώς, οι Γερμανοί μπορούν να εξάγουν ακόμη πιο φτηνά προϊόντα εκτοπίζοντας τους ανταγωνιστές τους. Οι μεγάλες ανισότητες που αναπτύχθηκαν μέσα στην Ευρωζώνη θα παίξουν καταλυτικό ρόλο αργότερα στην κρίση χρέους του ευρωπαϊκού Νότου.
Βέβαια, παρά την εισαγωγή του κοινού νομίσματος και τη διεύρυνση της ΕΕ με χώρες της Κεντρικής και Ανατολικής Ευρώπης αλλά και της Σκανδιναβίας, η ΕΕ δεν κατορθώνει να γίνει οικονομική υπερδύναμη. Παρά τους φιλόδοξους στόχους της «Στρατηγικής της Λισαβόνας», που θύμιζαν αντίστοιχους της ΕΣΣΔ στη δεκαετία του 1950 για να φτάσουν και να ξεπεράσουν τις ΗΠΑ, η πραγματικότητα ήταν ότι η ΕΕ εξακολουθούσε να υστερεί.
Έμενε όμως ανοιχτό και το ζήτημα των κοινών πολιτικών θεσμών. Εδώ έρχεται το «Ευρωσύνταγμα». Ένα τεράστιο κείμενο, που στην πραγματικότητα «συνταγματοποίησε» το νεοφιλελευθερισμό και ακύρωσε κρίσιμες πλευρές του ευρωπαϊκού κοινωνικού μοντέλου, αναιρώντας παράλληλα σημαντικές πλευρές λαϊκής κυριαρχίας. Όπως θα παρατηρήσει ένας σχολιαστής, ήταν ένα μνημείο γραφειοκρατικής ελεφαντίασης, με 480 σελίδες έκταση, 448 άρθρα και 36 συμπληρωματικά πρωτόκολλα. Διαμόρφωνε μια υπερκυβέρνηση, που δεν την εξέλεγε το Ευρωκοινοβούλιο και η οποία δεν λογοδοτούσε στους ευρωπαίους πολίτες. Αναγόρευσε την ανταγωνιστική και χωρίς παραμορφώσεις αγορά σε θεμελιώδη συνταγματική αρχή και θωράκισε όλες τις κρίσιμες νεοφιλελεύθερες στρατηγικής επιλογής απέναντι στην κρίση των, υποτίθεται, κυρίαρχων λαών των κρατών-μελών.
Η προσπάθεια να νομιμοποιηθεί αυτή η μεγάλη θεσμική τομή μέσα από την προσφυγή στη λαϊκή βούληση θα οδηγήσει στο αντίθετο αποτέλεσμα. Στις 29 Μαΐου 2005 οι γάλλοι ψηφοφόροι σε ποσοστό 55% απέρριψαν το Ευρωσύνταγμα και τρεις μέρες αργότερα το ίδιο θα κάνουν οι Ολλανδοί ψηφοφόροι, σε ποσοστό 61% αυτή τη φορά. Γινόταν πλέον σαφές ότι οποτεδήποτε θα ετίθετο προς κρίση των πολιτών των ευρωπαϊκών χωρών το ερώτημα εάν θέλουν ακόμη μεγαλύτερη εκχώρηση λαϊκής κυριαρχίας προς όφελος των ευρωπαϊκών θεσμών και ακόμη μεγαλύτερη «συνταγματοποίηση» του νεοφιλελευθερισμού η απάντηση θα ήταν αρνητική.
Στην πραγματικότητα, θεσμικά το καθεστώς της ΕΕ είναι ένας ιδιότυπος νεοφιλελεύθερος συνταγματισμός χωρίς λαϊκή κυριαρχία, εφόσον δεν διαμορφώνεται ούτε τυπικά ούτε ουσιαστικά (γλωσσικά, κοινωνικά, πολιτισμικά) ένας «ευρωπαϊκός λαός». Για τις επιχειρήσεις αλλά και τις τράπεζες ένα πολύ βολικό πλαίσιο, για τους πολίτες, όμως, μια πηγή ανασφάλειας. Δεν είναι τυχαίο ότι το θεσμικό πλαίσιο της ΕΕ κάνει πιο δύσκολη την παρέμβαση των συνήθως εθνικά συγκροτημένων διεκδικητικών κοινωνικών κινημάτων, καθώς η γραφειοκρατία των Βρυξελλών τυπικά και ουσιαστικά δεν λογοδοτεί με τον τρόπο των εκλεγμένων κυβερνήσεων, αλλά διευκολύνει τα λόμπι των επιχειρήσεων, ιδίως από τη στιγμή που στους δαιδαλώδεις ευρωπαϊκούς κανονισμούς για την απελευθέρωση διάφορων κλάδων ή για την κατεύθυνση των ΚΠΣ κρίνονται μεγάλα συμφέροντα. Οι Βρυξέλλες έχουν πια έναν πληθυσμό λομπιστών που συγκρίνεται με αυτό της –υπερμεγέθους…– γραφειοκρατίας των ευρωπαϊκών θεσμών.
Αρκεί να σκεφτεί κανείς ότι σε αντίθεση με τις ΗΠΑ (στις οποίες χρωστάμε την ίδια την έννοια του λόμπι) στην ΕΟΚ/ΕΕ δεν υπάρχει κάποιου είδους ρύθμιση ή περιορισμός της δράσης των λομπιστών. Άλλωστε, το γεγονός ότι η Ευρωπαϊκή Επιτροπή δεν είχε τις έντονα δημόσιες συζητήσεις επιτροπών και κοινοβουλευτικών ακροάσεων που έχει το αμερικανικό Κογκρέσο έδινε μικρότερη ορατότητα στην όλη διαδικασία και επέτρεπε τη δράση των λόμπι. Το αποτέλεσμα είναι ότι οι Βρυξέλλες ήταν και παραμένουν πολύ περισσότερο προσβάσιμες για τους επαγγελματίες λομπίστες παρά για τους αγρότες, τα συνδικάτα και τις περιβαλλοντικές οργανώσεις. Ακόμη και οι διάφορες μορφές δημόσιας διαβούλευσης, της δυνατότητας να καταγραφούν οι απόψεις της «κοινωνίας των πολιτών» που έχουν εισαχθεί, αλλά η ίδια η διαδικασία «συναπόφασης» με το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο σε κανένα βαθμό δεν σημαίνουν «εκδημοκρατισμό». Οι πραγματικές αποφάσεις εξακολουθούν να λαμβάνονται στο πλαίσιο που ορίζουν από τη μία οι διακυβερνητικές διαπραγματεύσεις και από την άλλη η γραφειοκρατία γύρω από την Κομισιόν. Άλλωστε, ακόμη και στο Ευρωκοινοβούλιο η σύγκλιση σε βαθμό ταύτισης ανάμεσα στο Ευρωπαϊκό Λαϊκό Κόμμα, τους Ευρωσοσιαλιστές και τους Φιλελεύθερους εγγυάται σαφείς πλειοψηφίες υπέρ των νεοφιλελεύθερων πολιτικών.
Η απάντηση των ευρωπαϊκών ελίτ στην απόρριψη του Ευρωσυντάγματος θα είναι παραπάνω από κυνική. Αντί για «Ευρωσύνταγμα» προτάθηκε η Συνθήκη της Λισαβόνας με ρητή δέσμευση ότι δεν θα ετίθετο σε κύρωση μέσω δημοψηφίσματος. Ακόμη και η Ιρλανδία στην οποία αρχικά θα απορριφθεί η Συνθήκη στο τέλος θα υποχρεωθεί να το επαναλάβει μέχρι να βγει η σωστή απόφαση. Στην πραγματικότητα, μετά το πατατράκ του Ευρωσυντάγματος σχεδόν απαγορεύτηκαν τα δημοψηφίσματα για ζητήματα ΕΕ. Όπως θα πει αργότερα και ο ενίοτε ειλικρινής, ιδίως εάν έχει πιει και κανένα ποτηράκι, Ζαν-Κλωντ Γιουνκέρ, «δεν υπάρχουν δημοκρατικές επιλογές ενάντια στις ευρωπαϊκές συνθήκες».
____
Διαβάστε το Β΄ Μέρος του κειμένου.