Απ’ άκρο σ’ άκρο: Ολοκληρωτισμοί και δημοκρατία
Η 23η Αυγούστου, θεσπισμένη από την ΕΕ ως «Ημέρα μνήμης των θυμάτων του σταλινισμού και του ναζισμού», αναζωπύρωσε την περίφημη «θεωρία των δύο άκρων», η οποία δεσπόζει στον ελληνικό δημόσιο διάλογο όλα τα χρόνια της κρίσης. Αν και η παράλληλη μελέτη των «ευρωπαϊκών ολοκληρωτισμών» δεν είναι καθόλου «ανιστόρητη», καταπώς τη θέλει μια μερίδα της Αριστεράς, αυτό δεν σημαίνει ότι δεν χρησιμοποιείται με συγκεκριμένο ιδεολογικό στόχο: να συσκοτίζει τους ολοκληρωτικούς χώρους που γεννά η δυτική φιλελεύθερη δημοκρατία.
Αυτό που στη χώρα μας έχει παρουσιαστεί ως «θεωρία των δύο άκρων» από το περιβάλλον της κυβέρνησης Σαμαρά και από τους διανοουμένους του ακραίου Κέντρου είναι ένα συνονθύλευμα δύο συγγενών αλλά διακριτών πολιτικών αναλύσεων: Η μία είναι η παράλληλη εξέταση των δύο μεγάλων ευρωπαϊκών ολοκληρωτικών κρατών του 20ού αιώνα, του χιτλερικού και του σταλινικού. Η άλλη είναι η λεγόμενη «θεωρία του πετάλου», που θέλει την ακροδεξιά και την ακροαριστερά να αποτελούν όχι τους δύο αντίθετους πόλους ενός ευθύγραμμου πολιτικού φάσματος αλλά τα δύο ακραία σημεία που αγγίζουν σχεδόν το ένα το άλλο σε ένα πολιτικό φάσμα που έχει το σχήμα ενός πετάλου αλόγου.
Αν και μίλησα για συνονθύλευμα, η αλήθεια είναι ότι στην Ελλάδα της κρίσης την τιμητική τους, ως ευθεία επίκληση στην αυθεντία μιας εγχώριας «θεωρίας των δύο άκρων», έχουν περιέργως περισσότερο οι ολοκληρωτισμοί – παρότι ενδεχομένως το «πέταλο» προσφέρεται πιο πολύ για αυθαίρετους αναγωγισμούς. (Η «θεωρία του πετάλου» στην εγχώρια συζήτηση αναφαίνεται κυρίως διαμεσολαβημένη από την έννοια της «πολιτικής βίας» ως «κοινού» μέσου εξτρεμιστών από τα ακροδεξιά κι από τα ακροαριστερά, κάτι που προφανώς επιστρατεύεται ως όπλο στο σημερινό mainstream πολιτικό παιχνίδι. Η εισαγωγή της έννοιας του «εθνικολαϊκισμού», διαστρεβλωμένο δάνειο από τον Γάλλο Πιερ Αντρέ Ταγκιέφ, στη δημόσια συζήτηση από αρθρογράφους του ακραίου Κέντρου, θα μπορούσε να γίνει αντιληπτή ως ακόμη πιο «αυθεντική» έκφραση της εν λόγω θεωρίας.[1]) Θα ήθελα φυσικά να πιστεύω ότι η εξήγηση για το σχετικό έλλειμμα μιας απερίφραστης επίκλησης της «θεωρίας του πετάλου» βρίσκεται στο γεγονός ότι, σε αντίθεση με την ανάλυση των ευρωπαϊκών ολοκληρωτισμών, η θεωρία αυτή έχει πραγματικό πρόβλημα ιστορικής γείωσης. Νομίζω, ωστόσο, πως τελικά η εξήγηση βρίσκεται δυστυχώς στο γεγονός ότι από πολύ νωρίς στα χρόνια της κρίσης βρεθήκαμε βουτηγμένοι σε αναφορές στον ελληνικό Εμφύλιο, κάτι που διαμόρφωσε το πλαίσιο της συζήτησης. (Η απορία πώς ο δημόσιος λόγος κατακλύστηκε τόσο ξαφνικά και τόσο γενικευμένα από αναφορές στον Εμφύλιο, από ΕΑΜ κι από δωσίλογους, από πηγάδες κι από γερμανοτσολιάδες, από κονσερβοκούτια κι από γουναράδικα, βρίσκει μια πρόδηλη απάντηση στο φάσμα της ανόδου μιας Αριστεράς που αυτοσυστήνεται επιθετικά –το 2011-2012– ακριβώς ως Αριστερά, μετά από μακρά περίοδο αφομοίωσης κι εξευγενισμού της στον πασοκικό σοσιαλισμό, τον εκσυγχρονισμό και τον «μεσαίο χώρο», και στον αντίποδα μιας «συνεργατικής» κεντροαριστεράς, ξυπνώντας εν υπνώσει κοινωνικά αντανακλαστικά. Η απάντηση αυτή όμως δεν είναι πλήρης και κυρίως δεν περιγράφει το βαθμό στον οποίο οι αναφορές αυτές εκπορεύονται από το λόγο της ίδιας της Αριστεράς όχι απλώς ως απάντηση σε «προκλήσεις» και «προπαγάνδα», αλλά ως ενδεικτικές μιας θέσης που εξακολουθεί να διεκδικεί την Ιστορία με συγκεκριμένους όρους. Αυτό, όμως, είναι θέμα για άλλο κείμενο.)
Η παράλληλη μελέτη των δύο μεγάλων ευρωπαϊκών ολοκληρωτικών κρατών του 20ού αιώνα φυσικά δεν είναι «ανιστόρητη». Δεν χρειάζεται να καταφύγουμε μόνο στη Χάνα Άρεντ –αγαπημένη, όσο κι αν συχνά μοιάζει να μην την πολυκαταλαβαίνουν, των εγχωρίων διανοουμένων του ακραίου Κέντρου–, η οποία τόσο επέμεινε σε αυτή την παραλληλία. Για όσους αισθάνονται την ανάγκη να κοιτάξουν πιο «αριστερά», ο Σλάβοϊ Ζίζεκ –τραυματική φιγούρα για τους έλληνες αντιαριστερούς, που τον καταλαβαίνουν ακόμη λιγότερο από την Άρεντ, ιδιαίτερα από τότε που δήλωσε την υποστήριξή του στον ΣΥΡΙΖΑ– έχει συγγράψει μια αιχμηρότατη μελέτη, σε μεγάλο μέρος της οποίας εξετάζει κατά παραλληλία τον χιτλερισμό και τον σταλινισμό.[2] Διότι, βεβαίως, ακόμη κι αν δεν παρατηρούσαμε καμία άλλη παραλληλία –όπως, λόγου χάρη, τις οργανωμένες λατρείες του προσώπου του ηγέτη ή τη στεγανή πυραμιδική αυταρχική δομή–, έστω μόνον το τρομερό κοινό παράδειγμα του λάγκερ και του γκούλαγκ ως οργανικού τρόπου συγκρότησης του πολιτικού πεδίου τόσο στον χιτλερικό όσο και στον σταλινικό τρόπο σύλληψης του ενεργού κοινωνικού μετασχηματισμού, θα αρκούσε να ανοίξει έναν ευρύτατο χώρο παράλληλης μελέτης. Η επισήμανση των αποκλίσεων –είτε έχουν να κάνουν με τη διαφορετική γενεσιουργό επαναστατική πράξη, είτε με τη διαφορετική χρήση της βίας, είτε με τον διαφορετικό αντίκτυπο στους πληθυσμούς της Ευρώπης– έχει σημασία ακριβώς επειδή οι παραλληλίες υπάρχουν και όχι για να δείξουμε πως τάχατες δεν υπάρχουν.
Αυτό που αξίζει να εντοπίσει κανείς, εντούτοις, στην παράλληλη εξέταση των «ευρωπαϊκών ολοκληρωτισμών», και κυρίως στη σημερινή επίκλησή της, είναι το ίδιο το σημείο θέασης της Ιστορίας του 20ού αιώνα που εγκαθιστά. Διότι μπορεί αυτή η παράλληλη εξέταση να είναι θεμιτή, αυτό όμως δεν σημαίνει πως δεν διαμορφώνει μια πολύ συγκεκριμένη οπτική, η οποία με τη σειρά της καθίσταται τυφλή ως προς άλλες ιστορικές και πολιτικές πτυχές του ζητήματος των ολοκληρωτισμών. Ας το δούμε ως εξής: Είναι μάλλον γνωστό ότι τα πρώτα στρατόπεδα συγκέντρωσης τα δημιούργησαν οι Ισπανοί στην Κούβα το 1896 και οι Βρετανοί στον Πόλεμο των Μπόερ την ίδια περίοδο – γεγονότα που συνήθως αντιμετωπίζονται ως πολύ ειδικά και ιστορικά ασύμπτωτα για να συνδεθούν στην κοινή αντίληψη με τα στρατόπεδα είτε της χιτλερικής Γερμανίας, είτε της σταλινικής ΕΣΣΔ. Πόσοι όμως στ’ αλήθεια γνωρίζουν –και πόσοι επιτρέπουν στη γνώση αυτή να αποτελέσει σημαίνον στοιχείο του προβληματισμού τους– ότι το πρώτο στρατόπεδο συγκέντρωσης για πολιτικούς κρατούμενους στη Γερμανία δεν δημιουργήθηκε από τους ναζί αλλά από τους σοσιαλδημοκράτες, με έγκλειστους τους κομμουνιστές, όπως επίσης και το πρώτο στρατόπεδο συγκέντρωσης για «αλλοδαπούς», για να κρατούνται εκεί πρόσφυγες από τις ανατολικές χώρες, οι οποίοι ήταν ως επί το πλείστον Εβραίοι, και τα δύο στις αρχές της δεκαετίας του 1920; Το στρατόπεδο συγκέντρωσης, δηλαδή, αυτό το εμβληματικό μόρφωμα των σύγχρονων ολοκληρωτισμών, κάνει την εμφάνισή του στην ευρωπαϊκή σκηνή όχι στο πλαίσιο της Τελικής Λύσης ή των σταλινικών εκκαθαρίσεων, αλλά στο πλαίσιο της σοσιαλδημοκρατικής διακυβέρνησης.
Ας θέσουμε το ερώτημα διαφορετικά: Όλοι γνωρίζουμε πως είναι καθιερωμένο να μιλούμε για ναζιστικό και για κομμουνιστικό ολοκληρωτισμό. Ποιος είναι λοιπόν ο όρος, αντίστοιχα, για τους ολοκληρωτισμούς που σχετίζονται με τον ιστορικό «μεγάλο αντίπαλο» του ναζισμού και του κομμουνισμού, της δυτικής φιλελεύθερης δημοκρατίας; Φιλελεύθερος ολοκληρωτισμός; Δημοκρατικός ολοκληρωτισμός; Καπιταλιστικός ολοκληρωτισμός; Είναι προφανές ότι όλοι οι όροι είναι αδόκιμοι και γι’ αυτό μας ξενίζουν. Κι όμως, κατά τον Ψυχρό Πόλεμο, γεννιούνται μια σειρά ολοκληρωτισμοί σε όλο τον πλανήτη, οι οποίοι δεν συνδέονται με το ναζισμό ή με τον κομμουνισμό, αλλά συγκροτούνται σε σχέση –όταν δεν είναι άμεσα δημιουργήματα– με τη δυτική φιλελεύθερη δημοκρατία: τα καθεστώτα του Πινοτσέτ στη Χιλή, του Σουχάρτο στην Ινδονησία, του Μομπούτου στο Κονγκό/Ζαΐρ, του Σάχη στο Ιράν. Τι είναι αυτοί οι ολοκληρωτισμοί; Δεν είναι παράξενο που διαφεύγουν της κοινής ορολογίας, που δεν έχουμε καν ευσύνοπτο όνομα για να αναφερθούμε σε αυτούς;
Είναι προφανές ότι το πρόβλημα με την παράλληλη εξέταση των «ευρωπαϊκών ολοκληρωτισμών» δεν είναι οι πραγματικές συμπτώσεις τους. Το πρόβλημα είναι το γεγονός ότι μια τέτοια εξέταση γεννά και τροφοδοτεί την κοινή πεποίθηση πως, ενώ στην περίπτωση του ναζισμού και του κομμουνισμού οι ολοκληρωτισμοί είναι εκ των προτέρων και πάντοτε εγγεγραμμένοι σε καθαυτή την ουσία των πολιτικών θεωρήσεων, στην περίπτωση των «φιλελευθεροδημοκρατικών» ή «καπιταλιστικών» ολοκληρωτισμών δεν υπάρχει τίποτε άλλο παρά συγκυριακοί γεωπολιτικοί ανταγωνισμοί, πρόκειται δηλαδή τρόπον τινά απλώς για ιστορικά «ατυχήματα» ή «λάθη». Ακριβώς αυτή η οπτική λανθάνει στο Ψήφισμα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου της 2ας Απριλίου 2009 για την «Ευρωπαϊκή Συνείδηση και τον Ολοκληρωτισμό», με το οποίο θεσπίζεται η τήρηση της 23ης Αυγούστου ως «Ημέρας μνήμης των θυμάτων του σταλινισμού και του ναζισμού» για τα κράτη-μέλη της ΕΕ και το οποίο κωδικοποιεί τελικώς το σχήμα των «ευρωπαϊκών ολοκληρωτισμών» στο αυτοαφήγημα της δυτικής δημοκρατίας.[3]
Τα «τυφλά σημεία» που σχηματίζονται με βάση το σχήμα των«ευρωπαϊκών ολοκληρωτισμών» δεν έχουν μόνον ιστορική σημασία, όπως λόγου χάρη για την ανατομία της συνομιλίας μεταξύ δυτικών δημοκρατιών, ναζιστικής Γερμανίας και σταλινικής ΕΣΣΔ πριν τον Β΄Παγκόσμιο Πόλεμο, ή για τη διερώτηση πώς συνδέεται η «υπεράσπιση της ελευθερίας» από το δυτικό στρατόπεδο με τη στήριξη ή και την επιβολή ολοκληρωτικών καθεστώτων ανά τον κόσμο, της Ελλάδας συμπεριλαμβανομένης. Απεναντίας, η σχέση δυτικής δημοκρατίας και ολοκληρωτισμού, η οποία συσκοτίζεται με το σχήμα των «ευρωπαϊκών ολοκληρωτισμών», καθίσται ολοένα πιο επίκαιρη, και η εξέτασή της ολοένα πιο πολιτικά επείγουσα, καθώς παρατηρούμε τη διάνοιξη ολοκληρωτικών χώρων –κυριολεκτικά: χώρων όπου η εξουσία είναι ολοκληρωτική– όχι σε ιστορικό χρόνο, πια, αλλά μέσα στα ίδια τα σύγχρονα δημοκρατικά καθεστώτα. Και είναι πραγματικά συγκλονιστικό το πόσο κυριαρχεί ο φόβος να αποκαλέσουμε ολοκληρωτικά φαινόμενα όπως: εκτελεστικές εξουσίες που νομοθετούν αποδεσμευμένες από τον κοινοβουλευτικό έλεγχο, ad hoc οργανισμούς με εκ των προτέρων νομική αμνηστία, δικαστικές εξουσίες που ακολουθούν την εκτελεστική πολιτική σε πείσμα του νόμου ή/και του πνεύματος του δικαίου, αντιτρομοκρατικές νομοθεσίες που λειτουργούν ως μαύρες τρύπες στο κράτος δικαίου, «αυθαιρεσίες» των σωμάτων ασφαλείας και των διωκτικών αρχών που καθίστανται οιονεί θεσμοθετημένες μέσω «αστυνομικών επιχειρήσεων», συστηματικά βασανιστήρια που δεν εγγράφονται ως παρεκκλίσεις ως προς το νόμο, στρατόπεδα συγκέντρωσης όπου μετανάστες κρατούνται κατ’ εξαίρεση προς την έννομη τάξη.
Αυτή ακριβώς είναι η λειτουργία της «θεωρίας των δύο άκρων» και στην Ελλάδα της κρίσης, όπως επιστρατεύεται τόσο από το περιβάλλον του πρωθυπουργού όσο και από τους δημοσιολόγους του ακραίου Κέντρου σε όλο το φάσμα των ΜΜΕ. Η λειτουργία αυτή δεν έγκειται πρωτίστως στην απαξίωση της ανόδου του ΣΥΡΙΖΑ –ή της «κοινωνικής αμφισβήτησης» γενικότερα– μέσω της αναγωγής του στον σταλινικό ολοκληρωτισμό και της ταύτισής του ως εκ τούτου με το «αντίπαλο άκρο». Κάτι τέτοιο είναι ολοδιάφανο και φαντάζει ανόητο – γι’ αυτό, μολονότι έχει λεχθεί έτσι ακριβώς κι έχει ακόμη συχνότερα υπονοηθεί, οι «σοβαρότεροι» θιασώτες της «θεωρίας» αυτής το απορρίπτουν ως αφελές όταν τους τίθεται με τέτοιον προφανή τρόπο. Διότι –κι εδώ είναι το θέμα– τη λειτουργία της «θεωρίας των δύο άκρων» στην ελληνική δημοσιότητα δεν πρέπει να την αναζητήσουμε στο τι λέει για το αντικείμενό της –τον αντίπαλο, την ιστορική Αριστερά, τα κοινωνικά κινήματα, τον ΣΥΡΙΖΑ– αλλά στο τι λέει για το υποκείμενό της: η «θεωρία των δύο άκρων» δευτερευόντως μόνο «πλήττει» την Αριστερά· κατά κύριο λόγο αυτό που κάνει είναι να κατασκευάζει την ελληνική εκδοχή της σύγχρονης δυτικής δημοκρατίας, που, όπως η δυτική δημοκρατία εν γένει, δεν μπορεί πια να υπάρξει παρά μόνο ως μετάβαση από τη δημοκρατία ως αυτό που πάντα αυτοπροβληματοποιείται στη Δημοκρατία ως αυτό που δεν δύναται να προβληματοποιηθεί ποτέ.
Η «θεωρία των δύο άκρων» είναι το ιδεολογικό εργαλείο που έχει την αποστολή να κρύψει ότι ο σύγχρονος ολοκληρωτισμός κατοικεί στον πυρήνα της δυτικής φιλελεύθερης δημοκρατίας και να κατασκευάσει αυτήν τη Δημοκρατία με τρόπο που κανένας –ούτε η Αριστερά, απασχολημένη καθώς είναι να ανασκευάζει εις μάτην την παραλληλία των «ευρωπαϊκών ολοκληρωτισμών»– ποτέ να μη βρίσκει το θάρρος να την περιγράψει με τη διεισδυτικότητα, την ασέβεια και την επιθετικότητα που απαιτεί η ιστορική συγκυρία.
____________________________
[1] Για μια ανάλυση της χρήσης του «εθνικολαϊκισμού» από το ακραίο Κέντρο, βλ. Χρήστος Νάτσης, «Ο εθνικολαϊκισμός ως πολεμική αντι-έννοια», UNFOLLOW 21 (Σεπτέμβριος 2013)· και «Ο εθνικολαϊκισμός και η ιδεολογία του ακραίου Κέντρου», περιοδικό Χρόνος, Σεπτέμβριος 2014
[2] Slavoj Žižek, «Ο Χίτλερ ως είρων;» και «Όταν το κόμμα αυτοκτονεί» στο Μίλησε κανείς για ολοκληρωτισμό; Πέντε παρεμβάσεις σχετικά με την (κατά)χρηση μιας ιδέας, μετ. Βίκυ Ιακώβου, Scripta 2002
[3] Διαβάστε όλο το κείμενο του ψηφίσματος, εδώ.