Αν θέλουμε να ανακόψουμε την κλιματική αλλαγή πρέπει να μιλήσουμε για το τέλος της ανάπτυξης
Από τις πλημμύρες και τις ξηρασίες μέχρι τις καταστροφικές δασικές πυρκαγιές και τα ακραία καιρικά φαινόμενα, η κλιματική αλλαγή κάνει όλο και πιο εμφανή την παρουσία της, υπογραμμίζοντας ταυτόχρονα ότι η αντιμετώπισή της περνάει μέσα από την αμφισβήτηση του ίδιου του κυρίαρχου προτύπου ανάπτυξης.
Το ξέρουμε καιρό τώρα. Το ξέρουμε ήδη αρκετά πριν από το 1979, οπότε και κυκλοφόρησε η πρώτη μεγάλη έκθεση για τις επιπτώσεις στο κλίμα από τη χρήση ορυκτών καυσίμων και την αύξηση των συγκεντρώσεων διοξειδίου του άνθρακα.
Ήταν η έκθεση «Carbon Dioxide and Climate. A Scientific Assessment», που εκδόθηκε από την Εθνική Ακαδημία Επιστημών των ΗΠΑ και συντάχθηκε από μια ομάδα ειδικών με επικεφαλής τον Jule Charney.
H εκτίμησή τους ήταν σαφής: όταν διπλασιαστεί η συγκέντρωση CO2 στην ατμόσφαιρα, κάτι που εκτιμούσαν ότι θα συνέβαινε γύρω στο 2035 σύμφωνα με τους τότε ρυθμούς, θα έχουμε αύξηση της μέσης θερμοκρασίας ανάμεσα στον 1,5 και τους 4,5 βαθμούς Κελσίου, με πιο πιθανή μια αύξηση περίπου ανάμεσα στους 2,5 και τους 3 βαθμούς.
Η εκτίμηση στηριζόταν στην αύξηση της συγκέντρωσης διοξειδίου του άνθρακα από τα 314 ppm (μέρη ανά εκατομμύριο) στα 334 ανάμεσα στο 1958 και το 1979. Για να έχουμε ένα μέτρο σύγκρισης, το 2017 η συγκέντρωση είχε φτάσει τα 405 ppm και είναι η υψηλότερη που έχει καταγραφεί ποτέ είτε από μετρήσεις στην ατμόσφαιρα, είτε από μετρήσεις σε πυρήνες πάγου που φτάνουν έως και 800.000 χρόνια πριν..
Ακόμη και αν διατηρήσουμε τις τωρινές συγκεντρώσεις διοξειδίου του άνθρακα στην ατμόσφαιρα, η θερμοκρασία θα συνεχίσει να ανεβαίνει και θα έχουμε τουλάχιστον 0,6 βαθμούς Κελσίου αύξηση της θερμοκρασίας στη διάρκεια του αιώνα. Αυτό σημαίνει ότι ακόμη και αν μέναμε στα σημερινά επίπεδα εκπομπών θα ήταν αδύνατο να πετύχουμε τον στόχο η αύξηση της θερμοκρασίας να μην υπερβεί τους 2 βαθμούς Κελσίου σε σχέση με την περίοδο πριν από τη Βιομηχανική Επανάσταση, αύξηση που θεωρείται ότι προσφέρει το ελάχιστο όριο για να μην έχουμε μεγάλες καταστροφές. Σε επίπεδο συγκέντρωσης ρύπων οι επιστήμονες προτείνουν ως στόχο για να σταματήσει η αύξηση της θερμοκρασίας τα 350 ppm.
Ξέρουμε ότι υπάρχουν αναφορές στη διάρκεια του 20ού αιώνα, ενώ ήδη από τη δεκαετία του 1950 διάφοροι επιστήμονες εντόπιζαν στοιχεία που σαφώς υποδείκνυαν άνοδο της θερμοκρασίας εξαιτίας των αερίων που παράγονται κατά την καύση ορυκτών καυσίμων.
Είναι σαφές ότι αν έχουμε αύξηση της θερμοκρασίας πάνω από 2 βαθμούς σε σχέση με την περίοδο πριν από τη Βιομηχανική Επανάσταση θα έχουμε σοβαρά προβλήματα, μερικά από τα οποία τα βιώνουμε ήδη. Εάν πάει παραπάνω οι συνέπειες αρχίζουν να γίνονται ακόμη πιο μεγάλες. Στους 4 βαθμούς αύξηση αρχίζουμε να μιλάμε για ραγδαίες αρνητικές εξελίξεις με μεγάλες περιοχές να ερημοποιούνται, άλλες να πλημμυρίζουν και να διαταράσσεται η παγκόσμια παραγωγή. Πάνω από εκεί αρχίζουμε να μιλάμε για το τέλος του ανθρώπινου πολιτισμού όπως τον ξέρουμε.
Και η αύξηση της θερμοκρασίας συνεχίζεται ακάθεκτη και τα αποτελέσματα είναι ήδη παραπάνω από εμφανή. Το καλοκαίρι του 2018 στην Ευρώπη είδαμε σε διάφορες περιοχές να καταγράφονται οι πιο υψηλές θερμοκρασίες. Δεν είναι τυχαίο ότι είχαμε μεγάλες δασικές πυρκαγιές σε πάρα πολλές περιοχές ακόμη και εκεί όπου δεν ήταν αναμενόμενο, όπως στο Κεμπέκ. Για 36 μήνες, από τον Ιούνιο του 2014 έως τον Μάρτιο του 2017, είχαμε μια συνεχή μεγάλη αύξηση του ρυθμού με τον οποίο τα κοράλλια στους μεγάλους κοραλλιογενείς υφάλους των ωκεανών υφίσταντο ασβεστοποίηση και λεύκανση, ουσιαστικά πέθαιναν, κάτι που απειλεί να μειώσει σημαντικά την παραγωγή οξυγόνου από το φυτοπλαγκτόν, κάτι ιδιαίτερα αρνητικό εάν αναλογιστούμε ότι τα θαλάσσια φυτά παράγουν 70%-80% του οξυγόνου της ατμόσφαιρας.
Την ίδια στιγμή οι πάγοι λιώνουν. Και αυτό είναι σοβαρό πρόβλημα. Με τους σημερινούς ρυθμούς το 2040 η Αρκτική δεν θα έχει πάγο το καλοκαίρι. Αυτό θα οδηγήσει σε εξαφάνιση ειδών, όπως η πολική αρκούδα αλλά και θα επιτείνει τα προβλήματα της υπερθέρμανσης, εξαιτίας του ότι θα έχουμε μικρότερο ποσοστό της ηλιακής ακτινοβολίας να αντανακλάται. Την ίδια ώρα το λιώσιμο των πάγων με τη σειρά του αποδεσμεύει αέρια του θερμοκηπίου, διοξείδιο του άνθρακα και μεθάνιο, παγιδευμένο κάτω από την παγωμένη γη, είτε μέσα στις θερμοκαρστικές λίμνες, συμβάλλοντας ακόμη περισσότερο στο πρόβλημα.
Την ίδια ώρα είναι σε εξέλιξη ένα «συμβάν μαζικού αφανισμού». Για την ακρίβεια είναι σε εξέλιξη το 6ο αντίστοιχο συμβάν στην ιστορία της Γης και αυτή τη φορά οι αιτίες είναι σε μεγάλο βαθμό ανθρωπογενείς και το βλέπουμε στον τεράστιο αριθμό των ειδών που εξαφανίζονται ή είναι υπό εξαφάνιση, από τον λευκό ρινόκερο έως τους λεμούριους.
Οι επιπτώσεις της κλιματικής αλλαγής είναι ήδη ορατές και το κόστος τους πραγματικό. Ήδη έχει αυξηθεί η συχνότητα φαινομένων όπως οι μεγάλες και ανεξέλεγκτες δασικές πυρκαγιές σε πάρα πολλές περιοχές. Το 2017 είχαμε τον μεγαλύτερο αριθμό πυρκαγιών στη ζώνη του Αμαζονίου (272.000), κάτι που με τη σειρά του συμβάλλει στη μείωση των καλυμμένων με δάση εκτάσεων, που με τη σειρά του επιδρά αρνητικά στους παράγοντες που καθορίζουν το κλίμα. Μορφή του προβλήματος και τα φαινόμενα ακραίων καταστροφών που σχετίζονται με το κλίμα, όπως είναι οι πυρκαγιές, οι μεγάλες ξηρασίες, οι μεγάλες πλημμύρες ή οι καταστροφές από τυφώνες. Το 2017 οι ΗΠΑ είχαν 16 μεγάλες καταστροφές τέτοιου τύπου με ζημιές αξίας άνω του 1 δισ. δολαρίων. Το συνολικό κόστος αυτών των καταστροφών έφτασε τα 300 δισ. δολάρια.
Μια βασική πλευρά της κλιματικής αλλαγής είναι η αύξηση της στάθμης της θάλασσας –και εξαιτίας της αύξησης της θερμοκρασίας και εξαιτίας των πάγων που λιώνουν– που εκφράζεται σε ολοένα μεγαλύτερη συχνότητα πλημμυρών. Και αυτή τη στιγμή περίπου ο μισός πληθυσμός του πλανήτη ζει σε περιοχές που είναι σε απόσταση μέχρι 60 χλμ. από τη θάλασσα. Τα πρώτα θύματα αυτής της τάσης είναι οι φτωχοί που ζουν στις μεγάλες πληθυσμιακές συγκεντρώσεις σε παραλιακές πόλεις.
Σκεφτείτε μια πόλη όπως το Λάγκος της Νιγηρίας, που εκτιμάται ότι το 2050 θα πλησιάζει τα 19 εκατομμύρια κατοίκους και όπου το 70% από αυτούς ζει σε φτωχογειτονιές και ήδη αντιμετωπίζει τεράστια προβλήματα με πλημμύρες που θα μπορούσαν να ενταθούν ακόμη περισσότερο.
Αν η μία όψη της κλιματικής αλλαγής είναι οι μεγάλες πλημμύρες ή οι καταστροφικές πυρκαγιές, η άλλη όψη, που έχει μάλιστα και πολύ συνολικότερο κοινωνικό και πολιτικό αντίκτυπο, είναι η ερημοποίηση. Αυτή προχωρά με γοργούς ρυθμούς και αφορά σχεδόν 3 δισεκατομμύρια ανθρώπους στις αναπτυσσόμενες χώρες. Σχετίζεται με σοβαρά κοινωνικά προβλήματα, πρώτα και κύρια επειδή συνδέεται με επισιτιστικές κρίσεις. Επιπλέον, η ερημοποίηση μεγάλων περιοχών οδηγεί και σε μεγάλες μετακινήσεις πληθυσμών. Γι’ αυτόν και μιλάμε για τους περιβαλλοντικούς πρόσφυγες σε αρκετές περιπτώσεις.
Για να καταλάβουμε τι σημαίνει ερημοποίηση αρκεί να αναλογιστούμε πως, σύμφωνα με τις εκτιμήσεις του ΟΗΕ, το 2025 έως και 2,4 δισεκατομμύρια άνθρωποι θα ζουν σε περιοχές που θα αντιμετωπίζουν μεγάλες ελλείψεις νερού. Μέχρι το 2030 αυτό θα μπορούσε να οδηγήσει σε μετακινήσεις έως και 700 εκατομμύρια ανθρώπους. Ένα δισεκατομμύριο άνθρωποι εξακολουθούν να μην έχουν πρόσβαση σε ασφαλές τρεχούμενο νερό.
Την ώρα που η Ευρώπη προσπαθεί να μετατρέψει τη Μεσόγειο σε σύνορο και τελικά σε υγρό τάφο για χιλιάδες πρόσφυγες και μετανάστες, κανείς δεν εξετάζει τις αιτίες αυτών των μεγάλων μεταναστευτικών κυμάτων. Στην υποσαχάρια Αφρική περίπου 135 εκατομμύρια άνθρωποι εκτιμάται ότι είναι σε κίνδυνο υποχρεωτικής μετακίνησης εξαιτίας της ερημοποίησης. Εκτιμάται, επίσης, ότι μέχρι το 2020 περίπου 60 εκατομμύρια από αυτούς θα έχουν μετακινηθεί προς τη Βόρεια Αφρική και προς την Ευρώπη. Έως το 2050, 200 εκατομμύρια άνθρωποι θα είναι μονίμως εκτοπισμένοι περιβαλλοντικοί μετανάστες.
Και επειδή όλα αυτά αφορούν κυρίως το μέλλον, ας σκεφτούμε τι σημαίνουν για τα παιδιά. Πρόσφατη έκθεση της UNICEF αναφέρει ότι ήδη μισό δισεκατομμύρια παιδιά ζουν σε περιοχές που έχουν εξαιρετικά υψηλό κίνδυνο για πλημμύρες και 160 εκατομμύρια παιδιά σε περιοχές όπου η ξηρασία έχει πολύ μεγάλες επιπτώσεις.
Σε όλα αυτά ας προσθέσουμε και τις επιδημιολογικές επιπτώσεις. Φέτος το καλοκαίρι είχαμε πλήθος ειδήσεις για τα κρούσματα μόλυνσης από τον ιό του Δυτικού Νείλου. Τα κρούσματα αυτά δεν είναι άσχετα με την κλιματική αλλαγή. Σε όλο τον κόσμο, η αύξηση της θερμοκρασίας και οι αλλαγές στις βροχοπτώσεις έχουν επιπτώσεις στους κύκλους αναπαραγωγής των κουνουπιών. Περισσότερα κουνούπια σημαίνουν μεγαλύτερη πιθανότητα των ασθενειών όπου τα κουνούπια είναι οι ξενιστές. Η επιδημία του ιού Ζίκα σε διάφορες περιοχές δεν είναι άσχετη με αυτόν τον μηχανισμό.
Όλα αυτά έχουν και γεωπολιτικές επιπτώσεις συχνά. Ο εμφύλιος πόλεμος στη Συρία περιλαμβάνει στα γενεσιουργά αίτιά του τη μεγάλη ξηρασία στη χώρα που κορυφώθηκε την περίοδο 2006-2010 και είχε ως αποτέλεσμα μεγάλες μάζες χωρικών να μετακινηθούν προς τα αστικά κέντρα, τη Δαμασκό, το Χαλέπι, τη Χομς, τη Χάμα. Αρκετοί από αυτούς, αντιμέτωποι με κακές συνθήκες ζωής στις πόλεις, θα στρατευτούν υπέρ όσων αντιπολιτεύονταν το καθεστώς Άσαντ.
Η ταξική διάσταση των ανθρωπογενών αιτιών
Με τον βαθμό συναίνεσης της επιστημονικής κοινότητας ως προς τον ανθρωπογενή χαρακτήρα των μηχανισμών που προκαλούν την κλιματική αλλαγή να αγγίζει σχεδόν το 100%, το ερώτημα που τίθεται είναι τι εννοούμε όταν λέμε «ανθρωπογενής» χαρακτήρας.
Από διάφορες πλευρές έχει προταθεί ότι αυτό παραπέμπει σε γενικότερα χαρακτηριστικά του ανθρώπινου πολιτισμού, της ανθρώπινης φύσης, της «ανθρωπολογικής» αδυναμίας μας να μπορούμε να σκεφτούμε με όρους συνολικής ύπαρξης του ανθρώπινου είδους και να κοιτάξουμε πέρα από τον στενό ορίζοντα της ατομικής μας ύπαρξης ή έστω του στενού χρονικού ορίζοντα.
Πολλοί ισχυρίζονται ότι η αιτία βρίσκεται στην ίδια την ανάπτυξη του πολιτισμού και άρα είναι ένα φαινόμενο λίγο-πολύ νομοτελειακό που για να αντιμετωπιστεί χρειάζεται μια ανάλογης κλίμακας μεταστροφή. Όμως, στην πραγματικότητα το φαινόμενο έχει συγκεκριμένα αίτια. Δεν υπήρχε τίποτα το αυτονόητο στην τεράστια επέκταση των ορυκτών καυσίμων και τη χρήση τους. Δεν ήταν η φυσική προέκταση της τεχνολογικής εξέλιξης.
Στην πραγματικότητα οι απόψεις που αποδίδουν την ευθύνη στην ανθρώπινη φύση ή τα εγγενή χαρακτηριστικά του ανθρώπινου πολιτισμού αποτυπώνουν την αμηχανία μπροστά σε ένα θεμελιώδες γεγονός για την ιστορία της κλιματικής αλλαγής: Η κλιματική αλλαγή σχετίζεται με την έκρηξη της κατανάλωσης ορυκτών καυσίμων που την έφερε όχι κάποια «απληστία» της ανθρώπινης φύσης, αλλά ένα πολύ συγκεκριμένο πλαίσιο κοινωνικών σχέσεων παραγωγής, αυτό που συνηθίσαμε να ονομάζουμε καπιταλιστικό τρόπο παραγωγής.
Ξέρουμε πια πολύ καλά ότι ήδη από τη Βιομηχανική Επανάσταση η κυριαρχία του κάρβουνου και του ατμού δεν είχε να κάνει απλώς με το ότι ήταν η πιο βολική και διαθέσιμη πηγή ενέργειας, αλλά με το ότι ήταν η μορφή ενέργειας που σε σύγκριση με άλλες διαθέσιμες, όπως η υδραυλική, ήταν αυτή που κατεξοχήν μπορούσε να εξασφαλίσει την αναπαραγωγή ενός πλαισίου ταξικών σχέσεων: τους σταθερούς ρυθμούς, την εργοστασιακή πειθαρχία, την αδιάλειπτη παραγωγή. Ήταν μια ταξική επιλογή και όχι μια φυσική νομοτέλεια.
Ο Σουηδός ερευνητής Αντρέας Μαλμ στο βιβλίο του Fossil Capital – The Rise of Steam Power and the Roots of Global Warming (Verso, 2016) έχει προσφέρει την πιο συνολική εξέταση αυτού του ζητήματος. Με αφετηρία μια συστηματική ιστορική προσέγγιση του τρόπου με τον οποίο στην αυγή της Βιομηχανικής Επανάστασης διεξήχθη η σύγκρουση ανάμεσα στους υδρόμυλους και τον ατμό ως βασική πηγή ενέργειας, ο Μαλμ δείχνει ότι η επικράτηση του ατμού δεν οφειλόταν σε κάποια ανώτερα τεχνικά χαρακτηριστικά, αλλά στον τρόπο που το κάρβουνο και ο ατμός μπορούσαν πολύ περισσότερο να συνδυαστούν με τις καπιταλιστικές σχέσεις παραγωγής.
Ο Μαλμ παραθέτει αναλυτικά στοιχεία που δείχνουν ότι στη Βρετανία τα ποτάμια είχαν τη δυνατότητα να προσφέρουν πολύ μεγάλες ποσότητες ενέργειας και μάλιστα χωρίς το κόστος να είναι ιδιαίτερα υψηλό, ενώ για μεγάλο χρονικό διάστημα μερικές από τις μεγαλύτερες υφαντουργίες χρησιμοποιούσαν το νερό ως πηγή ενέργειας.
Όμως, το κάρβουνο και ο ατμός ταίριαζαν πολύ περισσότερο με τις απαιτήσεις των φιλόδοξων καπιταλιστών. Το κάρβουνο και ο ατμός επέτρεπαν να μεταφέρεται η παραγωγή κοντά στις πόλεις, σε μια περίοδο που είχαμε έκρηξη της αστικοποίησης και μεγάλη συγκέντρωση διαθέσιμης εργασιακής δύναμης στις πόλεις που αναπτύσσονταν. Το κάρβουνο και ο ατμός παράλληλα δεν είχαν την εποχικότητα του νερού (την υποχώρηση της ροής των ποταμών το καλοκαίρι) και μπορούσαν να συνδυαστούν με την απαίτηση για αδιάλειπτη βιομηχανική λειτουργία και συσσώρευση.
Πάνω από όλα ήταν εύκολο με τον ατμό να επιταχυνθούν διαδικασίες εκμηχάνισης της παραγωγής σε όλες τις φάσεις της σε μια περίοδο που η ολοένα μεγαλύτερη εκμηχάνιση της παραγωγής ήταν και ένας τρόπος να αντιμετωπιστεί το πρώτο κύμα μεγάλων εργατικών αντιστάσεων και κινητοποιήσεων ενάντια στην εκμετάλλευση. Το κάρβουνο και ο ατμός έγιναν κομμάτι της επιχείρησης κατοχύρωσης του εργοστασιακού δεσποτισμού.
Επιπλέον, ο ατμός και το κάρβουνο εντάσσονταν πολύ πιο εύκολα στο ανταγωνιστικό πλαίσιο του καπιταλισμού, στην ανταγωνιστική παραγωγή για την αγορά, στην προσπάθεια μεγιστοποίησης του οφέλους και των κερδών για κάθε μεμονωμένη επιχείρηση.
Τα μεγάλα συστήματα διαχείρισης υδάτων που συναντάμε σε προκαπιταλιστικούς τρόπους παραγωγής στηρίζονταν στο ότι δεν μπορούσε να τεθεί ιδιοκτησία πάνω στο νερό και απαιτούνταν μορφές συντονισμού και συνεργασίας. Για παράδειγμα, στην Αραβική Ανδαλουσία οι υδατόμυλοι τοποθετούνταν με τέτοιο τρόπο ώστε να μπορούν να ωφελούνται και αυτοί που ήθελαν άρδευση και αυτοί που ήθελαν να εκμεταλλευτούν τις υδατοπτώσεις. Στον ανταγωνιστικό καπιταλισμό τέτοιες συνεννοήσεις είναι εκτός συζήτησης.
Ο τρόπος που η αύξηση των εκπομπών διοξειδίου του άνθρακα συνδέεται άμεσα με την ίδια τη δυναμική της καπιταλιστικής συσσώρευσης ανεξάρτητα από τις όποιες δηλώσεις και διακηρύξεις των αρμόδιων κρατικών φορέων αποδεικνύεται από μια σειρά στοιχεία. Οι μισές από τις εκπομπές διοξειδίου του άνθρακα από χρήση καυσίμων της περιόδου ανάμεσα στο 1751 και το 2010 εμφανίζονται την περίοδο 1986-2010, δηλαδή την περίοδο κατά την οποία είχαμε πια επίγνωση του ζητήματος της κλιματικής αλλαγής. Ο ρυθμός αύξησης των εκπομπών διοξειδίου του άνθρακα μετά το 2000 τριπλασιάστηκε σε σχέση με τη δεκαετία του 1990. Η μόνη χρονιά κατά την οποία είχαμε μικρή μείωση των εκπομπών CO2 κατά 1% ήταν το 2009, δηλαδή τη χρονιά της μεγάλης οικονομικής κρίσης. Δηλαδή, μόνο η υποχώρηση της καπιταλιστικής συσσώρευσης μπόρεσε να μειώσει την εκπομπή αερίων που ενισχύουν την κλιματική αλλαγή.
Επιπλέον, έχει ενδιαφέρον ένα στοιχείο ακόμη. Η μεγαλύτερη αύξηση τα τελευταία χρόνια των εκπομπών έγινε σε μία χώρα: την Κίνα. Το 2007 η Κίνα εκπροσωπούσε τα δύο τρία της αύξησης των εκπομπών CO2, ενώ είναι και η χώρα προέλευσης των περισσότερων εκπομπών.
Η περίοδος αυτή είναι η περίοδος όπου η Κίνα κατεξοχήν προσπάθησε να αποκτήσει όσο το δυνατόν περισσότερες ξένες επενδύσεις και είχε μια έκρηξη στις εξαγωγικές της βιομηχανίες. Ανάμεσα στο 2002 και το 2008, το 48% των εκπομπών αερίων προήλθε από τομείς που σχετίζονται με τις εξαγωγές• εδώ είναι η αιτία της αύξησης των εκπομπών αερίου, δεν οφείλονται ούτε στον τρόπο ζωής, ούτε στην όποια βελτίωση του βιοτικού επιπέδου.
Στην πραγματικότητα, το παγκοσμιοποιημένο κεφάλαιο μεταφέρει παραγωγικές δραστηριότητες όπου συναντά ευνοϊκούς συνδυασμούς ανάμεσα σε φτηνό εργατικό δυναμικό και παραγωγικότητα. Μαζί, όμως, μεταφέρει και ένα συγκεκριμένο πρότυπο χρήσης ορυκτών καυσίμων.
Ο Μαλμ παρατηρεί ένα συγκεκριμένο μοτίβο στην επέκταση του διεθνοποιημένου κεφαλαίου. Αρχικά θα αναζητήσει υποδομές, και μάλιστα ενεργειακές, για να μπορέσει να επεκταθεί και γι’ αυτό συνήθως δεν πηγαίνει στην πιο φτωχή χώρα. Θα πάει σε χώρες που έχουν μεγάλη ένταση ως προς την εκπομπή CO2. Ο λόγος είναι απλός: οι αναπτυγμένες χώρες έχουν κατορθώσει να μειώσουν τις εκπομπές, όμως χώρες όπως η Κίνα υπόσχονται μεγαλύτερα περιθώρια κέρδους. Αυτό σχετίζεται όχι μόνο με το κόστος εργασίας, αλλά και με τον τρόπο που επένδυσε σε αυτή τη στρατηγική και η ηγεσία του κομμουνιστικού κόμματος. Ταυτόχρονα, μια τέτοια επιλογή σημαίνει και πολύ μεγαλύτερες μετακινήσεις και μεταφορές των προϊόντων, κάτι που με τη σειρά του επιτείνει το πρόβλημα, εφόσον οι μεταφορές και δη οι θαλάσσιες έχουν σημαντικό μερίδιο ευθύνης στην αύξηση των εκπομπών CO2. Υπολογίζεται ότι ευθύνονται για το 4% περίπου των εκπομπών και η τάση είναι ιδιαίτερα αυξητική.
Είναι σαφές ότι για την κλιματική αλλαγή δεν ευθύνεται τελικά ούτε η ανθρώπινη φύση, ούτε οποιαδήποτε άλλη «ανθρωπολογική» διάσταση. Είναι το αποτέλεσμα ενός πλέγματος κοινωνικών σχέσεων, αλλά και το υλικό τους υπόστρωμα. Ο καπιταλισμός γεννά την οικονομία των ορυκτών καυσίμων, αλλά και ταυτόχρονα εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από την ύπαρξή τους.
Στην κλιματική αλλαγή συντελούν όλα τα στοιχεία: η ανάγκη διατήρησης ενός βαθμού πειθαρχίας στην παραγωγή που συνεπάγεται η εκμηχανισμένη παραγωγή και άρα και μεγάλη κατανάλωση ενέργειας. Η ενίσχυση του ανταγωνιστικού χαρακτήρα της παραγωγής που διευκολύνεται από τα ορυκτά καύσιμα, η μετακίνηση της παραγωγής σε περιοχές που συνδυάζουν παραγωγικότητα και υψηλή κερδοφορία, έστω και αν αυτό σημαίνει και μεγαλύτερες εκπομπές αερίων ρύπων, είναι ένα παράδειγμα του πώς δουλεύει αυτός ο μηχανισμός.
Τα παραδείγματα συσχέτισης του καπιταλισμού και της κλιματικής αλλαγής δεν τελειώνουν εδώ. Αρκεί να σκεφτούμε τον τουρισμό, ο οποίος στη χώρα μας χαρακτηρίζεται ως βαριά βιομηχανία. Ο παγκόσμιος τουρισμός αυξάνεται και μαζί του τα αεροπορικά ταξίδια. Μόνο που τουλάχιστον το 3,5% των τάσεων της κλιματικής αλλαγής μπορεί να αποδοθεί στις εκπομπές αερίων από τα αεροπλάνα, με τη συνολική περιβαλλοντική επίπτωση να είναι ακόμη μεγαλύτερη.
Αρκεί επίσης να σκεφτούμε τη βιομηχανοποιημένη γεωργία και κτηνοτροφία. Ως προς τη γεωργία οι μηχανισμοί επίπτωσης στο παγκόσμιο κλίμα είναι πολυεπίπεδοι. Η βιομηχανοποίηση της γεωργικής παραγωγής και το γεγονός ότι παγκοσμίως οι μεγάλες εταιρείες επικεντρώνουν στην παραγωγή πολύ συγκεκριμένων βιομηχανικά αξιοποιήσιμων φυτών, οδηγούν σε μεγάλες απώλειες δασών (που είναι ο φυσικός μηχανισμός απορρόφησης διοξειδίου του άνθρακα). Παράλληλα, καταναλώνουν μεγάλες ποσότητες ενέργειας. Επιπλέον, μεγάλο μέρος της οργανικής ύλης σε αυτό το μοντέλο παραγωγής απλώς καταλήγει αποσυντιθέμενη να εκπέμπει με τη σειρά της πολλαπλάσια αέρια του θερμοκηπίου. Και φυσικά υπάρχει το πρόβλημα των μεταφορών των προϊόντων και της από εκεί αύξησης του αρνητικού περιβαλλοντικού αντίκτυπου. Και η βιομηχανία κρέατος έχει ευθύνη. Ευθύνεται για 10%-12% των συνολικών ρύπων του φαινομένου του θερμοκηπίου και ειδικά για τις εκπομπές μεθανίου. Και με τη σειρά της η επέκταση της βιομηχανίας τροφίμων σχετίζεται με τις αλλαγές στο διατροφικό πρότυπο και τον τρόπο ζωής, που στηρίζεται στη μαζική παραγωγή βιομηχανικών τροφίμων, είτε αυτά είναι προϊόντα στηριγμένα πάνω στους υδατάνθρακες είτε πάνω στο κρέας.
Στην πραγματικότητα, όλο και περισσότερο αναδεικνύεται ότι για την κλιματική αλλαγή ευθύνεται ακριβώς ένα καθεστώς καπιταλιστικής ανάπτυξης που στηρίζεται στη μαζική παραγωγή, στη διεθνοποίηση της μεταποίησης για τον εντοπισμό καλύτερων όρων κερδοφορίας και στην τρομακτική αύξηση των μεταφορών που ενσωματώνονται στην παραγωγή και οδηγεί κάθε προϊόν να έχει ένα πολύ χειρότερο περιβαλλοντικό αποτύπωμα.
Επιπλέον, ξέρουμε πια καλά ότι σε διάφορες στιγμές από τα τέλη της δεκαετίας του 1970 και μετά η καθυστέρηση στη λήψη μέτρων αλλά και στον διεθνή συντονισμό για την αντιμετώπιση του προβλήματος ήταν κατεξοχήν οικονομικά συμφέροντα εταιρειών που στηρίζονται στην εξόρυξη και την ενέργεια από ορυκτά καύσιμα, οι οποίες προσπάθησαν όχι μόνο να καθυστερήσουν την επιβολή μέτρων, αλλά και κατεξοχήν τροφοδότησαν την προσπάθεια αμφισβήτησης των επιστημονικών πορισμάτων για την υπερθέρμανση του πλανήτη.
Ξέρουμε πια πολύ καλά ότι μεγάλο μέρος όσων εμφανίζονται στη δημόσια σφαίρα ως αρνητές της κλιματικής αλλαγής, ακόμη και με ψευδοεπιστημονικό μανδύα, στην πραγματικότητα χρηματοδοτούνται από συγκεκριμένες επιχειρήσεις που σχετίζονται με τα ορυκτά καύσιμα.
Στην προσπάθειά τους οι συστηματικοί αρνητές της κλιματικής αλλαγής εκμεταλλεύονται ταυτόχρονα δύο ιδεολογικά στοιχεία. Από τη μια τον πυρήνα της νεοφιλελεύθερης ιδεολογίας, δηλαδή την άρνηση κρατικής παρέμβασης σε οτιδήποτε έχει σχέση με την οικονομία και τη σχεδόν μεταφυσική πεποίθηση ότι η αγορά θα βρει έναν τρόπο να αντιμετωπίσει το θέμα. Από την άλλη, την ιδιότυπη κρίση αυθεντίας που συναντάμε ως προς την επιστήμη σε διάφορες πλευρές, η οποία πολλαπλασιάζεται κιόλας από την επέκταση των μέσων κοινωνικής δικτύωσης και την ικανότητά τους να δημιουργούν παράλληλες «δημόσιες σφαίρες». Σε ένα τέτοιο τοπίο ακόμη και διαπιστώσεις ότι το 97% των επιστημόνων συγκλίνουν στην άποψη ότι είναι ανθρωπογενής η αιτία της κλιματικής αλλαγής δεν λέει πολλά, γιατί μπορούν να αμφισβητήσουν ακόμη και αυτή τη θέση. Το παράλληλο παράδειγμα του ακραίου ανορθολογισμού του αντιεμβολιαστικού κινήματος δείχνει τις επιπτώσεις από μια τέτοια συνωμοσιολογική αντίληψη της επιστήμης που τροφοδοτεί επικίνδυνες απόψεις.
Μόνο που στην περίπτωση της κλιματικής αλλαγής ξέρουμε πολύ καλά ότι δεν έχουμε να κάνουμε απλώς με ένα φαινόμενο μιας ευρύτερης πολιτιστικής κρίσης, αλλά με μια καλά ενορχηστρωμένη εκστρατεία που έχει χρηματοδότηση και συγκεκριμένη στόχευση που δεν είναι άλλη από τη διατήρηση των υπερκερδών των εταιρειών που σχετίζονται με τα ορυκτά καύσιμα. Το 2013 o Guardian αποκάλυψε ότι ανάμεσα στο 2002 και το 2010 μια ομάδα «ανώνυμων» αμερικανών δισεκατομμυριούχων έδωσε πάνω από 120 εκατ. δολάρια σε ομάδες που αμφισβητούσαν την επιστημονική εγκυρότητα των θεωριών για την κλιματική αλλαγή.
Και τα πράγματα μπορούν πάντα να γίνουν και χειρότερα. Με την εκλογή Τραμπ αλλά και την άνοδο της Ακροδεξιάς παγκοσμίως έχουμε μια εντυπωσιακή επιστροφή της στρατιάς των αρνητών της κλιματικής αλλαγής. Η κυβέρνηση Τραμπ έχει στελεχώσει διάφορες κρατικές υπηρεσίες, που άμεσα ή έμμεσα σχετίζονται με την κλιματική αλλαγή, με ανθρώπους που αμφισβητούν τα σχετικά πορίσματα, έχει αφαιρέσει τις αναφορές στην κλιματική αλλαγή από κυβερνητικές ιστοσελίδες και επισήμως δεν τη θεωρεί επικίνδυνη για την ασφάλεια των ΗΠΑ. Την 1η Ιουνίου 2017 ο Τραμπ ανακοίνωσε την αποχώρηση των ΗΠΑ από τη Συμφωνία του Παρισιού για την κλιματική αλλαγή, έστω και αν τυπικά οι ΗΠΑ δεν μπορούν να αποχωρήσουν πριν από το 2020.
Μπορεί κανείς να διακρίνει ότι η άρνηση της κλιματικής αλλαγής είναι ένα από τα βασικά ιδεολογικά γνωρίσματα των περισσότερων τάσεων της Ακροδεξιάς παγκοσμίως. Στα κόμματα που είναι αντίθετα στην ανάγκη λήψης μέτρων για την κλιματική αλλαγή περιλαμβάνονται η Εναλλακτική για τη Γερμανία (AfD), το βρετανικό δεξιό ευρωσκεπτικιστικό UKIP, οι Σουηδοί Δημοκράτες και συνολικά η Ακροδεξιά.
Τα όρια των μέχρι τώρα λύσεων
Υποτίθεται ότι από τις αρχές της δεκαετίας του 1990 το σύνολο των χωρών έχουν αποδεχτεί την ανάγκη περιορισμού των εκπομπών αερίων που σχετίζονται με την κλιματική αλλαγή. Η ίδια περίοδος είναι, όπως εξηγήσαμε, περίοδος σταθερής αύξησης αυτών των εκπομπών.
Το βασικό πρόβλημα ήταν ο τρόπος μέτρησης των εκπομπών και πώς αυτές χρεώνονται ανά κράτος. Τα κράτη χρεώνονται μόνο τις εκπομπές αερίων που γίνονται στο έδαφός τους και όχι τις εκπομπές αερίων για τα προϊόντα που καταναλώνονται στο έδαφός τους, αλλά παράγονται εκτός συνόρων τους. Ουσιαστικά, με έναν κυνικό τρόπο οι αναπτυγμένες χώρες, που διατηρούν περιβαλλοντικά επικίνδυνες καταναλωτικές πρακτικές, φορτώνουν στις χώρες της περιφέρειας τους ρύπους τους. Επιπλέον, οι ρύποι από τις θαλάσσιες μεταφορές, που έχουν αυξηθεί ακριβώς λόγω αυτών των αλλαγών και των μετεγκαταστάσεων παραγωγικών διαδικασιών σε άλλες χώρες, δεν χρεώνονται σε καμία χώρα. Στην πραγματικότητα το μοντέλο εκβιομηχάνισης μετά τη δεκαετία του 1990 και την ακόμη μεγαλύτερη απελευθέρωση του παγκόσμιου εμπορίου κατεξοχήν στηρίχτηκε πάνω σε αυτή τη διαλεκτική ανάμεσα στη φτηνή εργασία στην περιφέρεια και τη μεταφορά της περιβαλλοντικής επιβάρυνσης προς τα εκεί. Βέβαια, οι συνολικές επιπτώσεις παραμένουν ιδιαίτερα αρνητικές για το σύνολο του πλανήτη, ακριβώς επειδή η κλιματική αλλαγή δεν γνωρίζει σύνορα.
Σε αυτό το φόντο κινήσεις, όπως το χρηματιστήριο ρύπων που είναι ήδη σε εφαρμογή, σε μικρό βαθμό έχουν καταφέρει κάποια μείωση των εκπομπών αερίων. Ακόμη και το πλήθος πρωτοβουλιών που είναι σε εξέλιξη, σε αρκετές περιπτώσεις με σημαντικές κρατικές επιδοτήσεις, για την επέκταση των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας, δεν έχουν καταφέρει να αλλάξουν το συνολικό ενεργειακό ισοζύγιο. Το 2015 ως προς τη συνολική παγκόσμια ενεργειακή κατανάλωση το ποσοστό των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας ήταν μόλις στο 7% για τα υδροηλεκτρικά εργοστάσια και 2% για τις άλλες ΑΠΕ, την ώρα που το πετρέλαιο ήταν στο 30% και το φυσικό αέριο στο 24%.
Είναι εμφανές ότι οι μέχρι τώρα προσπάθειες για την αντιμετώπιση του προβλήματος έχουν αποτύχει και εξακολουθούμε να είμαστε σε μια διαδρομή υψηλής ταχύτητας για την καταστροφή.
Δεν υπάρχει λύση χωρίς ρήξη
Όλες οι ενδείξεις συντείνουν στο ότι τα πράγματα δεν έχουν βελτιωθεί όσα βήματα και αν έγιναν σε επίπεδο διεθνών διακηρύξεων και συμβάσεων.
Οι ειδικοί επιμένουν ότι εάν θέλουμε πραγματικά να μείνουμε εντός του στόχου να μην υπερβεί η αύξηση της θερμοκρασίας τους 2 βαθμούς Κελσίου, χρειαζόμαστε μια ετήσια μείωση των εκπομπών αέριων ρύπων που σχετίζονται με την κλιματική αλλαγή κατά 8%-10%.
Ποιο είναι το ζήτημα με αυτή τη μείωση; Ότι δεν είναι συμβατή με οποιοδήποτε μοντέλο καπιταλιστικής ανάπτυξης. Ακόμη και οι πιο αισιόδοξες προβλέψεις αναφέρουν ότι για να διατηρούνται ρυθμοί ανάπτυξης μπορούμε να έχουμε μειώσεις μέχρι 3%-4%. Πέραν αυτού του ορίου μιλάμε για πραγματική συρρίκνωση της παγκόσμιας οικονομίας, ουσιαστικά για «απο-ανάπτυξη». Τόσο έντονες μειώσεις των ρύπων είχαμε μόνο σε περιπτώσεις πολύ μεγάλης οικονομικής κρίσης.
Είναι αλήθεια ότι ορισμένοι κάπως σχετικά αισιόδοξοι επιμένουν ότι τεχνικά είναι εφικτό μέχρι το 2050 να μπορούμε να καλύψουμε το σύνολο των ενεργειακών αναγκών μας από ανανεώσιμες πηγές ενέργειας. Σύμφωνα με τους Mark Jacobson και Mark Delucchi, αυτό θα σήμαινε 1,7 δισεκατομμύρια φωτοβολταϊκά σε οροφές, 40.000 εργοστάσια φωτοβολταϊκών, 3,8 εκατομμύρια ανεμογεννήτριες, 900 υδροηλεκτρικά εργοστάσια και 490.000 τουρμπίνες να κινούνται από την κίνηση των κυμάτων και της παλίρροιας. Η μεταστροφή αυτή θα δημιουργούσε 24 εκατομμύρια θέσεις εργασίας στον τομέα των κατασκευών και 26,5 εκατομμύρια θέσεις εργασίας για τη λειτουργία αυτών των εργοστασίων. Με αυτό τον τρόπο θα καλυπτόταν και η απώλεια θέσεων εργασίας στον τομέα των ορυκτών καυσίμων, ενώ επιπλέον θα προλαμβάνονταν από 3,3 έως 4,6 εκατομμύρια πρόωροι θάνατοι.
Προφανώς όλα αυτά θα απαιτούσαν ένα τεράστιο κόστος. Ωστόσο, ορισμένοι υποστηρίζουν ότι το κόστος μπορεί να καλυφθεί μέσα από μορφές συνεργασίας σε διεθνές επίπεδο που θα συνεισέφεραν τους αναγκαίους πόρους. Η προσφιλής αναλογία είναι με την περίοδο αμέσως το μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο και το Σχέδιο Μάρσαλ. Άλλοι προτιμούν να βλέπουν αναλογία με τον τρόπο που κατά τη διάρκεια του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου οι νικήτριες δυνάμεις, και ιδίως οι ΗΠΑ, κατάφεραν να μεταφέρουν τεράστιους πόρους και δυναμικό σε παραγωγικές διαδικασίες που σχετίζονταν με την πολεμική προσπάθεια. Μόνο με αυτόν τον τρόπο, για παράδειγμα, οι ΗΠΑ θα μπορούσαν να φτάσουν το 2050 να έχουν ισχύ 6.448 γιγαβάτ μόνο από ανανεώσιμες πηγές ενέργειας, που υπολόγισε ο Tom Solomon ότι θα χρειάζονται, όταν αυτή τη στιγμή προσθέτουν περίπου 16 γιγαβάτ τον χρόνο. Τα παραδείγματα που αναφέρονται είναι εργοστάσια που κατασκευάστηκαν μέσα σε 6 μήνες το 1941, όπως αυτό στο Ypsilanti του Michigan, που μπορούσε μετά να βγάζει ένα βομβαρδιστικό Β-24 την ώρα. Αντίστοιχα, μεγάλα εργοστάσια που ήδη λειτουργούσαν στράφηκαν στην παραγωγή πολεμικού υλικού. Όμως οι αλλαγές δεν περιορίστηκαν μόνο στο τι έβγαζαν τα εργοστάσια αλλά και στο πώς ζούσαν οι άνθρωποι: για παράδειγμα, η χρήση των δημόσιων μέσων συγκοινωνίας στις ΗΠΑ στη διάρκεια του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου αυξήθηκε κατά 87%, ενώ το 40% των λαχανικών παραγόταν σε λαχανόκηπους που είχαν παραχωρηθεί. Αυτό σημαίνει ότι είναι εφικτό οι άνθρωποι να φέρονται και να οργανώνονται διαφορετικά όταν τα πράγματα το απαιτούν.
Από τη μεριά του ο Αντρέας Μαλμ, σαφώς τοποθετημένος υπέρ της άποψης ότι δεν είναι εφικτό να υπάρξει αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής χωρίς ριζική κοινωνική αλλαγή, έχει παρουσιάσει με τον ακόλουθο τρόπο αυτά που χρειαζόμαστε, με τη μορφή ενός δεκάλογου που, κατά τη γνώμη του, θα αποτελούσε την προσαρμογή στο σήμερα των άμεσων μέτρων που περιλάμβανε το Κομμουνιστικό Μανιφέστο
«1. Να επιβληθεί ένα πλήρες μορατόριουμ σε όλες τις νέες εγκαταστάσεις για την εξόρυξη άνθρακα, πετρελαίου και φυσικού αερίου.
- Να κλείσουν όλα τα εργοστάσια παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας που χρησιμοποιούν τέτοια καύσιμα.
- Να αντλούμε το 100% του ηλεκτρισμού από μη ορυκτές πηγές, κυρίως την αιολική και την ηλιακή.
- Να τερματίσουμε την επέκταση του ταξιδιού από αέρα, θάλασσα και αυτοκινητόδρομους. Να εξασφαλίσουμε ότι η μετακίνηση στη θάλασσα και τους αυτοκινητόδρομους θα στηρίζεται στον αέρα και τον ηλεκτρισμό. Θα πρέπει να μπει δελτίο στα εναπομείναντα αεροπορικά ταξίδια για να εξασφαλίσουμε δίκαιη κατανομή μέχρι που να μπορούν να αντικατασταθούν από άλλα μέσα μεταφοράς.
- Να επεκτείνουμε τα συστήματα μαζικής μεταφοράς σε όλες τις κλίμακες από τους υπόγειους σιδηροδρόμους μέχρι διηπειρωτικούς σιδηροδρόμους υψηλής ταχύτητας.
- Να περιοριστούν οι μεταφορές τροφίμων από θάλασσα και αέρα και να προωθηθεί η προμήθεια τοπικών προϊόντων.
- Να σταματήσουμε την πυρπόληση των τροπικών δασών και να ξεκινήσουμε μαζικά προγράμματα αναδάσωσης.
- Να επανεξοπλίσουμε τα παλιά κτίρια με μονώσεις και να απαιτήσουμε όλα τα νέα κτίρια να είναι έτσι σχεδιασμένα ώστε να παράγουν μόνα τους την ενέργειά τους με μηδενική συμμετοχή άνθρακα.
- Να αποδιαρθρώσουμε τη βιομηχανία του κρέατος και να αναζητήσουμε φυτικές πηγές για τις ανθρώπινες ανάγκες για πρωτεΐνες.
- Να κατευθύνουμε τη δημόσια επένδυση στην ανάπτυξη και διάδοση των πιο αποδοτικών και βιώσιμων μορφών ανανεώσιμων πηγών ενέργειας όπως επίσης και σε τεχνολογίες για την αφαίρεση διοξειδίου του άνθρακα».1
Όλα αυτά καταλαβαίνουμε ότι δεν είναι εύκολο να γίνουν χωρίς μεγάλες κοινωνικές αλλαγές. Σε τελική ανάλυση, και μόνο η τεράστια υποχρεωτική μεταφορά πόρων που χρειάζεται να γίνει από τον δημόσιο στον ιδιωτικό τομέα –και μάλιστα χωρίς προοπτική απόσβεσης– για την κατασκευή δημόσιων υποδομών Ανανεώσιμων Πηγών Ενέργειας αρκεί για να καταλάβουμε το μέγεθος της πρόκλησης.
Εδώ πρέπει να σημειώσουμε ότι δεν έχουν όλοι οι κάτοικοι του πλανήτη την ίδια ευθύνη για την κλιματική αλλαγή. Η κοινωνική ανισότητα αντανακλάται και στα ζητήματα που αφορούν την κλιματική αλλαγή. Το ένα δέκατο του παγκόσμιου πληθυσμού ευθύνεται για τις μισές εκπομπές αερίων που προέρχονται από την κατανάλωση, ενώ ο μισός πληθυσμός του πλανήτη ευθύνεται μόνο για το ένα δέκατο. Το πιο πλούσιο 1% του παγκόσμιου πληθυσμού έχει αποτύπωμα άνθρακα 175 φορές μεγαλύτερο από το φτωχότερο 10% του πλανήτη. Οι πλούσιοι (το 1% χωρών όπως οι ΗΠΑ, το Λουξεμβούργο ή η Σαουδική Αραβία) μπορεί να μολύνουν 2.000 φορές περισσότερο από τους φτωχούς κατοίκους της Ονδούρας, της Μοζαμβίκης και της Ρουάντας. Οι ίδιοι φτωχοί άνθρωποι είναι ταυτόχρονα πιο πιθανό να είναι τα θύματα της κλιματικής αλλαγής: να βρεθούν ξεσπιτωμένοι, να είναι θύματα μιας φυσικής καταστροφής, να πεθάνουν πρόωρα εξαιτίας των περιβαλλοντικών επιπτώσεων που ήδη έχει η κλιματική αλλαγή, την ίδια ώρα που γίνονται φτωχότεροι ή εργάζονται σε χειρότερες συνθήκες ακριβώς εξαιτίας του παραγωγικού μοντέλου που ενισχύει και την κλιματική αλλαγή.
Η ανάπτυξη δεν μπορεί να είναι στόχος
Αυτό σημαίνει πως όταν μιλάμε για την κλιματική αλλαγή και την αντιμετώπισή της, μιλάμε για την επείγουσα ανάγκη να πάμε σε ένα μοντέλο ανάπτυξης το οποίο δεν έχει καμία σχέση με τον καπιταλισμό και το οποίο σε ορισμένες πλευρές του δεν θα είναι καν «αναπτυξιακό» με την έννοια των αυξητικών μεγεθών.
Σκεφτείτε ότι ζούμε σε κοινωνίες και οικονομίες που το βασικό μέτρο που έχουμε για να ορίσουμε τον βαθμό της ευημερίας τους είναι να αυξηθεί το ΑΕΠ τους. Θεωρούμε οικονομική καταστροφή να υποχωρήσει το ΑΕΠ και να έχουμε ύφεση ή συρρίκνωση της οικονομίας και όντως όποτε συμβαίνει αυτό οι κοινωνικές επιπτώσεις είναι τεράστιες: άνθρωποι χάνουν τις δουλειές τους, τα νοσοκομεία και τα σχολεία υποχρηματοδοτούνται, υποδομές φθείρονται και δεν επισκευάζονται.
Είναι προφανές ότι για να έχουμε την αναγκαία συρρίκνωση της οικονομικής δραστηριότητας που είναι αναγκαία, για τη μείωση των ρύπων που σχετίζονται με την κλιματική αλλαγή, χρειαζόμαστε ένα εντελώς διαφορετικό κοινωνικό πλαίσιο, που να μπορεί να διαχειριστεί αυτή την απο-ανάπτυξη με τρόπο κοινωνικά δίκαιο, να μην τη μετατρέψει σε απο-πτώχευση, αλλά σε δικαιότερη κατανομή και μάλιστα ακόμη και σε βελτίωση της ποιότητας ζωής σημαντικών τμημάτων της κοινωνίας. Και αυτό το παραγωγικό πρότυπο δεν μπορεί να είναι ο παγκοσμιοποιημένος νεοφιλελεύθερος καπιταλισμός.
Γιατί όσο και αν υπάρχουν πολλοί και σημαντικοί κεφαλαιοκρατικοί όμιλοι που έχουν επενδύσει στις Ανανεώσιμες Πηγές Ενέργειας, στις πράσινες τεχνολογίες, στην ανακύκλωση κτλ., συνολικά αυτό που θα ονομάζαμε «πράσινο καπιταλισμό», μια οικονομία περιβαλλοντικά και κλιματικά βιώσιμη δεν θα είχε το στοιχείο της διαρκούς ανταγωνιστικής επέκτασης της συσσώρευσης που είναι καταστατική συνθήκη της διευρυμένης αναπαραγωγής του καπιταλισμού.
Από εκεί και πέρα είναι σαφές ότι ένα μοντέλο ανάπτυξης συμβατό με την αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής απαιτεί και ένα άλλο πλαίσιο αξιακών ιεραρχήσεων, μια διαφορετική κοινωνικότητα.
Από την εγκατάλειψη του ιδιωτικού αυτοκινήτου, μέχρι την αλλαγή του διατροφικού προτύπου, την αλλαγή αντίληψης για τις διακοπές και την ψυχαγωγία, τον περιορισμό της αγοράς έτοιμου φαγητού, τον περιορισμό της συχνής αλλαγής ηλεκτρικών συσκευών και άλλων διαρκών καταναλωτικών αγαθών, αλλά και την ανακύκλωση ως βίωμα και την αποδοχή πολεοδομικών αλλαγών ή την υποχρέωση της συμμετοχής σε διαδικασίες διαβούλευσης, μιλάμε για κάτι ριζικά διαφορετικό από τον τρόπο με τον οποίο η αγορά δομεί για τον καθένα από εμάς ένα πλέγμα «αντικειμενικών» σχέσεων που μας φαίνονται ως κάτι το φυσικό την ώρα που εκπροσωπούν απλώς το κυρίαρχο κοινωνικό μοντέλο.
Είναι, αν θέλετε, ένα άλλο επίπεδο και ως προς την έννοια της ευθύνης του πολίτη και για την έννοια της πολιτικής συμμετοχής και για την αναγκαία αγωνιστικότητα. Μπορεί να ταιριάζει περισσότερο με τις παραδόσεις αλληλεγγύης και υπεύθυνης κοινοτικής ζωής που συναντάμε σε ιθαγενή κινήματα (κάτι που εξηγεί και γιατί συχνά μπορούν να είναι νικηφόρα απέναντι στις εξορυκτικές βιομηχανίας), αλλά στις αναπτυγμένες καπιταλιστικές κοινωνίες αυτά τα αξιακά πρότυπα πρέπει να ανασυγκροτηθούν, έστω και με αφετηρία τα ψήγματα πρακτικών μιας άλλης κοινωνικότητας που συχνά συναντάμε μέσα στα κινήματα.
Το ζήτημα δεν μπορεί να αντιμετωπιστεί με ημίμετρα. Στην πραγματικότητα, λίγα πράγματα συνηγορούν υπέρ της ανάγκης να πάμε σε μια μορφή κοινωνικής οργάνωσης πέραν του καπιταλισμού όσο η κλιματική αλλαγή.
Να καταλάβουμε ποιο είναι το πραγματικό πρόβλημα
Είναι γεγονός ότι μέχρι τώρα οι προσπάθειες αλυσιτελούς αντιμετώπισης του ζητήματος υπό το πρίσμα του «πράσινου καπιταλισμού» έχουν δημιουργήσει συχνά σοβαρά προβλήματα στη σχέση των κοινωνιών με τις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας. Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι οι αντιδράσεις που υπάρχουν στη χώρα μας σε σχέση με την εγκατάσταση των ΑΠΕ, ιδίως των αιολικών πάρκων.
Αρκετά από τα επιχειρήματα είναι μάλιστα οικολογικά. Συχνά τα αιολικά πάρκα καταστρέφουν μέρος του δάσους, εμπλέκονται με τοπικά οικοσυστήματα, μπορεί να εμποδίζουν τη διέλευση μεταναστευτικών πουλιών. Ισχύει επίσης ότι χωρίς πρακτικές αποθήκευσης ενέργειας η αιολική ενέργεια δεν μπορεί να υποκαταστήσει πλήρως τα ορυκτά καύσιμα, ακριβώς επειδή δεν μπορεί να είναι το ίδιο συνεχής και αδιάλειπτη.
Σίγουρα επίσης προβλήματα δημιουργεί το γεγονός ότι σήμερα οι ΑΠΕ προωθούνται κατεξοχήν με όρους «ιδιωτικής πρωτοβουλίας» με άνισο επιμερισμό του κόστους στην κοινωνία και με σχεδιασμούς που έχουν πολύ περισσότερο να κάνουν με την ιδιωτική συσσώρευση κεφαλαίου, παρά με την αντιμετώπιση του προβλήματος της κλιματικής αλλαγής.
Όμως, αυτά τα προβλήματα και η ανάγκη κινητοποίησης για την επίλυσή τους δεν πρέπει να οδηγεί στο άλλο άκρο, δηλαδή στην άρνηση της κλιματικής αλλαγής. Μια ματιά να ρίξει κανείς σε ιστοσελίδες που διαμαρτύρονται για τα αιολικά πάρκα, θα δει να συνυπάρχουν απολύτως εύλογα ερωτήματα που αφορούν τους όρους κατασκευής και χωροθέτησης με επιχειρήματα που προέρχονται από τους αρνητές της κλιματικής αλλαγής, δηλαδή τα επιχειρήματα αυτών που είναι χειραγωγημένοι από τις εταιρείες οι οποίες σήμερα ευθύνονται για την καταστροφή του περιβάλλοντος.
Αυτό όμως δεν αναιρεί ότι χρειαζόμαστε πολύ περισσότερες ΑΠΕ εάν δεν θέλουμε να βρεθούμε αντιμέτωποι με μη αναστρέψιμες καταστροφές στον πλανήτη. Ούτε μπορεί να είναι μόνο και απόλυτο κριτήριο η αισθητική αρτιότητα ενός φυσικού τοπίου. Θα πρέπει να ληφθεί υπόψη, αλλά θα πρέπει να συζητηθεί και με ποιον τρόπο θα μπορέσουμε να έχουμε μια ριζική και επείγουσα αλλαγή στο ενεργειακό μίγμα που χρησιμοποιούμε.
Στην πραγματικότητα το πρόβλημα προέρχεται ακριβώς από τον τρόπο με τον οποίο μέχρι τώρα προωθούνται οι ΑΠΕ, δηλαδή ως ένα τεράστιο νέο επενδυτικό πεδίο, συχνά ακόμη και από εταιρείες που ως κύρια δραστηριότητα έχουν τα ορυκτά καύσιμα. Αυτή η αίσθηση εισβολής και αυθαιρεσίας επιτείνει τις αντιδράσεις.
Αντίθετα, μια πολύ πιο σχεδιασμένη προσέγγιση θα γινόταν με κριτήριο το ίδιο το πρόβλημα και όχι την κερδοφορία της εταιρείας, θα στηριζόταν στην ενημέρωση και στον διάλογο με τους κατοίκους και τη δημοκρατική συμμετοχή στον σχεδιασμό τη και την υλοποίησή της, ενώ θα φρόντιζε πρώτα και κύρια να έχει άμεσο θετικό τοπικό αντίκτυπο.
Γιατί βέβαια όλα αυτά είναι πολύ προτιμότερα από τον άλλο κίνδυνο που διαρκώς καραδοκεί στη γωνία: την πυρηνική ενέργεια. Τα τελευταία χρόνια το λόμπι της πυρηνικής ενέργειας έχει κάνει μια εντυπωσιακή επιστροφή με αφορμή την ανησυχία για την κλιματική αλλαγή, προβάλλοντας το μήνυμα ότι εφόσον δεν εκπέμπει αέριους ρύπους του θερμοκηπίου, είναι μια μορφή «καθαρής ενέργειας» που θα μπορούσε να επεκταθεί. Φυσικά αυτό που δεν λένε είναι ότι η πυρηνική ενέργεια παράγει τα πιο επικίνδυνα απόβλητα, άρα πώς είναι καθαρή, ενώ και τα ατυχήματα, όποτε συμβαίνουν, έχουν τεράστιες επιπτώσεις.
Είναι σαφές ότι η αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής αναγκαστικά περνάει μέσα από την απεξάρτηση από τα ορυκτά καύσιμα, την αλλαγή του παραγωγικού μοντέλου, τη μείωση της συνολικής παραγωγικής και καταναλωτικής δραστηριότητας και τη στροφή σε ανανεώσιμες πηγές ενέργειας.
Προφανώς χρειάζονται και άλλα βήματα όπως οι πρακτικές και τεχνικές απορρόφησης διοξειδίου του άνθρακα (η απλούστερη βέβαια είναι η αναδάσωση και η ανακοπή της αποψίλωσης των τροπικών δασών), όμως κατά βάση το κλειδί είναι στην αλλαγή του κοινωνικού μοντέλου και όχι στα διάφορα μεγαλεπήβολα σχέδια για τεχνολογίες αλλαγής του κλίματος (climate engineering).
Σε όλο τον πλανήτη η κλιματική αλλαγή, όπως και η ανεξέλεγκτη βία του νεοφιλελεύθερου καπιταλισμού φέρνουν κοντά τα πιο διαφορετικά κοινωνικά στρώματα γύρω από κοινές ανάγκες και στόχους. Από αγρότες που χάνουν τη γη τους από την ερημοποίηση έως τους κακοπληρωμένους μισθωτούς των μητροπόλεων. Σε τοπικό επίπεδο έχουμε δει σημαντικούς αγώνες, αλλά χρειαζόμαστε κάτι πολύ ευρύτερο και οι όροι υπάρχουν. Με την παγκόσμια οικονομία να έχει ακόμη αρκετές ανοιχτές πληγές και αντιφάσεις και τις άμεσες επιπτώσεις από την κλιματική αλλαγή να πυκνώνουν, η συζήτηση αλλά και η πρακτικές εφαρμογές πρέπει να ξεκινήσουν άμεσα.
Η κλιματική αλλαγή καθιστά περισσότερο από ποτέ αναγκαία την αποσύνδεση της έννοιας της ανάπτυξης ως οικονομικής και ποσοτικής μεγέθυνσης που μας κληροδότησε ο καπιταλισμός και να στοχαστούμε με πρωτότυπους και ανταγωνιστικούς τρόπους το ερώτημα της πραγματικής ευημερίας για την κοινωνική πλειοψηφία. Από διάφορες πλευρές δεν θα μπορούσε να υπάρξει καλύτερη στιγμή από τώρα.
___
1. Andreas Malm, “Revolution in a Warming World: Lessons from the Russian to the Syrian Revolutions”, Socialist Register 2017