Ο φασισμός στο δημοκρατικό Κέντρο
Από μια ανάμνηση για ένα έργο τέχνης ως τα βασανιστήρια της ΓΑΔΑ, το αναπόδραστο συμπέρασμα είναι ότι ο φασισμός δεν είναι απλώς ένας εντεινόμενος κίνδυνος που απειλεί εξωτερικά τη Δημοκρατία αλλά την έχει ήδη καταλάβει και έχει εγκατασταθεί στον πυρήνα της…
Συχνά τούτες τις ημέρες μου έρχεται στο νου η έκθεση Fuck off, Thank you, Goodbye, που είχε κάνει ο Poka-Yio το 2005. Ανάμεσα στα άλλα έργα, υπήρχε κι ένα video, όπου καρτουνίστικα χέρια χαιρετούσαν ναζιστικά, ενώ παρήλαυναν λάβαρα σε διάταξη σαν αυτή της διαβόητης συγκέντρωσης των ναζί στη Νυρεμβέργη. Σε κάθε λάβαρο, μια ταμπέλα έδειχνε μια περιοχή: Καλλιθέα, Μαρούσι, Αιγάλεω, Γλυφάδα…
Η γερμανίδα φίλη, παρά το γεγονός ότι ο ειρμός της είχε αρχίσει να χάνει τη μάχη με το κρασί, ήθελε να πει πως με μερικά πράγματα δεν παίζουμε, δεν επιστρατεύουμε τη σβάστικα για να ασκήσουμε, λόγου χάρη, κριτική στα κακώς κείμενα της οικογένειάς μας. Το μέγεθος της υπερβολής τής είχε φανεί σχεδόν υβριστικό. Οι υπόλοιποι, που δεν ήμασταν Γερμανοί, δεν νιώθαμε την ίδια ένταση, καταλαβαίναμε όμως τι ήθελε να πει. Και τούτο διότι οι περισσότεροι είχαμε αναπτύξει την πολιτική προσωπικότητά μας την περίοδο 1995–2005, παραμέναμε αριστερού προσανατολισμού ως επί το πλείστον, αλλά είχαμε αναπτύξει έναν σεβασμό για τους θεσμούς της μεταπολιτευτικής Δημοκρατίας, περιμέναμε πράγματα από δαύτους, μας χώριζε μια γενιά τουλάχιστον από τους τελευταίους που είδαν τη Δημοκρατία να παραδίδεται στον φασισμό και ήμασταν αγανακτισμένοι με τον στερεοτυπικό λόγο μιας Αριστεράς που είχε καταστήσει την έννοια του φασισμού καρικατούρα, επιστρατεύοντάς την για σχεδόν οτιδήποτε ήταν, ας πούμε, όχι απολύτως σύμφωνο με το αίτημα της αταξικής κοινωνίας, όπως αυτό διατυπώνεται σε παρέες όχι μεγαλύτερες των 50 ατόμων τη φορά. Κι επειδή ακριβώς ήμασταν γαλουχημένοι στη δεκαετία της «ανάπτυξης» και της «ευρωπαϊκής προοπτικής», βλέπαμε ένα έργο όπως του Poka-Yio ως καλλιτεχνικοπολιτικό μαξιμαλισμό, θεμιτό μεν –είπαμε, δεν ήμασταν Γερμανοί– αλλά ξεκάθαρα κάτι που συνδυάζει την επίκληση του τρόμου με μια απλοϊκή κωμικότητα, ένα γκροτέσκο. Ακόμη και ο ίδιος ο καλλιτέχνης, μιλώντας τότε στην εφημερίδα Τα Νέα, είχε πει: «Ως καλλιτέχνης […] φαντάζομαι την πιο ζοφερή εικόνα, που ούτε υπάρχει ούτε και θα υπάρξει».
Βέβαια, συζητώντας με τον Poka-Yio εκείνον τον καιρό και αργότερα, η βεβαιότητα ότι η πιο ζοφερή εικόνα «ούτε υπάρχει ούτε και θα υπάρξει» δεν μου είχε φανεί και τόσο εδραιωμένη μέσα του. Θυμάμαι χαρακτηριστικά να μου αναφέρει την εμπειρία του από τα σχολεία της Καλλιθέας –ο Poka-Yio είναι Καλλιθεώτης και το στοιχείο αυτό έχει παίξει ρόλο και σε άλλα έργα του–, όπου αισθανόταν την παρουσία της ακροδεξιάς ολοένα πιο πνιγηρή. Γεγονός που δεν μπορούσα να μην το θυμηθώ, καθώς άκουγα να μιλάει για την εμπειρία της με τη Χρυσή Αυγή στα σχολεία η Άρτεμις Καλοφύρη, καθηγήτρια μέσης εκπαίδευσης και μέλος της Πρωτοβουλίας ενάντια στο Φασισμό και στη Ρατσιστική Βία Καλλιθέας–Νέας Σμύρνης, στη συζήτηση «Αντιμέτωποι με το νεοφασισμό σήμερα», που διοργανώσαμε το UNFOLLOW και τα Ενθέματα.
Είναι εφιαλτικό αλλά είναι έτσι: σε επτά χρόνια, πέρασα από το να θεωρώ μαξιμαλιστική μεταφορά ένα καλλιτέχνημα που απεικόνιζε σβάστικες σε συνοικίες της Αθήνας, στο να το θεωρώ κυριολεξία. Σημαίνει αυτό ότι παρελαύνουν το Αιγάλεω και η Γλυφάδα με ναζιστικά λάβαρα; Όχι – για την ώρα τουλάχιστον. Σημαίνει όμως πως όταν σχεδιάζαμε το εξώφυλλο του UNFOLLOW 10, με τον αρχηγό της νεοναζιστικής συμμορίας της Χρυσής Αυγής να χαιρετάει ναζιστικά, κανένας μας δεν αισθάνθηκε ότι μιλούμε μεταφορικά. Θεωρήσαμε ότι κυριολεκτούμε απολύτως.
Αυτό που συγκροτεί την κυριολεξία δεν είναι ακριβώς το εκλογικό ποσοστό της Χρυσής Αυγής, ούτε καν το αυξημένο ποσοστό δημοφιλίας που έχουν καταγράψει πρόσφατες δημοσκοπήσεις. Την κυριολεξία την συγκροτεί το δημοκρατικό Κέντρο μέσα από τον εκφασισμό των θεσμών του. Οι επιχειρήσεις-σκούπα, που εν γνώσει των αρχών δεν έχουν καμία πρακτική χρησιμότητα παρά μόνο την κατατρομοκράτηση, ενώ αποδέχονται ότι η ωμή ρατσιστική βία είναι θεμιτή μέθοδος εκτόνωσης δυσεπίλητων κοινωνικών προβλημάτων, η κάλυψη που προσφέρει η αστυνομία και η δικαστική εξουσία σε νεοναζιστικές συμμορίες, η διαπόμπευση συλληφθέντων με μια ανεπίτρεπτα διασταλτική, αντιδημοκρατική και εν τέλει νομικά αμφισβητήσιμη χρήση του νόμου, η αυτονόμηση των ΜΑΤ σε ένα είδος παραστρατιωτικής οργάνωσης που εξαιρείται από τη νομιμότητα και χαίρει ασυλίας ακόμη και για επανειλημμένες απόπειρες δολοφονίας, τα βασανιστήρια στη ΓΑΔΑ, τα οποία ενώ γνωστοποιούνται στον υπουργό Δημόσιας Τάξης, αυτός τα ξεπερνά ως μη γενόμενα – όλα τούτα και πολλά ακόμη είναι εκφασισμός των θεσμών. Θεσμών που έχουν συνηθίσει τους πολίτες στην υποτίμηση και τον πατερναλισμό και που για πρώτη φορά εδώ και δεκαετίες φοβούνται στ’ αλήθεια, φοβούνται ότι η υποτίμηση και ο πατερναλισμός δεν αρκούν για την αυτοσυντήρησή τους, φοβούνται ακόμη και ότι απειλείται η ιδιοκτησία τους από τη συγκεκριμένη πολιτική τάξη. Αυτοί οι θεσμοί βλέπουν τον εκφασισμό τους ως αναγκαία και σωτήρια αναδίπλωση, ως συνεπή τρόπο του πολιτεύεσθαι, προέκταση των πατερναλιστικών πρακτικών τους – γεγονός που τεκμαίρεται και από το ότι εκπρόσωποί τους αυτή τη στιγμή δεν βρίσκονται μόνο σκληροπυρηνικοί με ρίζες στην ακροδεξιά αλλά και σοσιαλδημοκράτες, κεντροαριστεροί και ανανεωτικοί αριστεροί. Δεν είναι λοιπόν ότι ανεβαίνει η φασιστική ακροδεξιά ως ενισχυόμενη αλλά εξωτερική του δημοκρατικού συστήματος δύναμη. Είναι ότι το δημοκρατικό σύστημα την έχει ενσωματώσει και, εκφασιζόμενο το ίδιο, την αναπαράγει ως δόγμα κοινωνικής συγκρότησης και τακτική διακυβέρνησης. Με αυτή την έννοια, η Χρυσή Αυγή κυβερνάει. Αυτή είναι η κυριολεξία.
Δεν υπάρχει τίποτα που να μας ενθαρρύνει ότι τα πράγματα θα γίνουν καλύτερα. Αντιθέτως, για πρώτη φορά στη δική μου ζωή, που γεννήθηκα πάνω στη Μεταπολίτευση, ο φασισμός κυριαρχεί. Ναι, η πιο ωμή, η «αυθεντική» έκφρασή του είναι η νεοναζιστική συμμορία που μαχαιρώνει κόσμο στους δρόμους. Αλλά η δυνατότητά του να κυριαρχήσει προκύπτει –για μία ακόμη φορά στην Ιστορία– από την ενσωμάτωσή του στους θεσμούς της Δημοκρατίας και από την συστηματική καλλιέργεια της αίσθησης στους πολίτες πως κάτι τέτοιο είναι αναπόφευκτο. Στους πολίτες σαν εμάς, που γαλουχήθηκαν στη δεκαετία της «ανάπτυξης» και της «ευρωπαϊκής προοπτικής», που είχαν αναπτύξει έναν σεβασμό για τους θεσμούς της μεταπολιτευτικής Δημοκρατίας, που περίμεναν πράγματα από δαύτους, που τους χωρίζει μια γενιά τουλάχιστον από τους τελευταίους που είδαν τη Δημοκρατία να παραδίδεται στον φασισμό και που είναι αγανακτισμένοι με τον στερεοτυπικό λόγο της Αριστεράς. Και που, ως εκ τούτου, επιμένουν να βλέπουν τους νεοναζί ως πολιτική ακρότητα, εξωτερικό κίνδυνο, υπολογίσιμο ίσως αλλά πάντως εξωτερικό, και να μην αντιλαμβάνονται ότι αυτή η πλάνη ακριβώς, η αδυναμία τους να καταλάβουν ότι ο φασισμός έχει εγκατασταθεί στον πυρήνα της Δημοκρατίας και την ορίζει, είναι που τους εμποδίζει να στοχεύσουν τον φασισμό ως ξεκάθαρο εχθρό και τελικά σημαίνει την υποταγή τους. Άλλωστε αυτό είναι και το μόνο που απαιτείται από αυτούς. Να μην κάνουν τίποτα.