Γιώργος Νικολαΐδης: «Το σύστημα προστασίας των παιδιών από τη θυματοποίηση έχει αποτύχει πολλαπλά»
Ο ψυχίατρος Γιώργος Νικολαΐδης, διδάκτωρ του Πανεπιστημίου Πατρών, διευθυντής της Δ/νσης Ψυχικής Υγείας και Κοινωνικής Πρόνοιας του Ινστιτούτου Υγείας του Παιδιού και επιστημονικός υπεύθυνος στο Κέντρο Ημέρας του Συλλόγου «Το Χαμόγελο του Παιδιού» για ανήλικους-θύματα κάθε μορφής βίας, εξελέγη πρόσφατα πρόεδρος στην Επιτροπή Lanzarote του Συμβουλίου της Ευρώπης, η οποία αποτελεί επιτελικό και εποπτικό όργανο για την προστασία των παιδιών από τη σεξουαλική θυματοποίηση και εκμετάλλευση. Το UNFOLLOW μίλησε μαζί του για τις διαστάσεις του προβλήματος στην Ελλάδα αλλά και διεθνώς.
Τη συνέντευξη πήρε ο Παναγιώτης Σωτήρης
Όταν μιλάμε για τη σεξουαλική κακοποίηση των παιδιών για ποια κλίμακα του φαινομένου μιλάμε και στην Ελλάδα και διεθνώς;
Το Συμβούλιο της Ευρώπης έχει εδώ και αρκετά χρόνια διοργανώσει μια πανευρωπαϊκή καμπάνια που την έχει ονομάσει «1 προς 5», γιατί μετά από ανασκόπηση των δεδομένων που βρίσκουμε στη σχετική βιβλιογραφία φαίνεται ότι στην Ευρώπη 1 στα 5 παιδιά, κατά τη διαδρομή της παιδικής του ηλικίας, θα βρεθεί να είναι θύμα κάποιου είδους σεξουαλικής θυματοποίησης. Αντίστοιχα, είναι τα στοιχεία που έχουμε βάσει ερευνών στον γενικό πληθυσμό στην Ελλάδα. Περίπου 1 στα 6 παιδιά έβγαινε να έχει κάποια εμπειρία σεξουαλικής θυματοποίησης σε μια προηγούμενη έρευνα που είχαμε κάνει ως Ινστιτούτο Υγείας του Παιδιού.
Στο ίδιο πλαίσιο –και αυτό νομίζω ότι είναι πιο σημαντικό– περίπου 7,6% των παιδιών μάς είχε αναφέρει ότι είχε μια εμπειρία ανεπιθύμητης έκθεσης σε σεξουαλική βία ή θυματοποίηση που είχε και σωματική επαφή. Δεν ήταν απλώς έκθεση σε πορνογραφικό υλικό, παρενόχληση στο Διαδίκτυο, ή να σε παίρνουν φωτογραφία στα αποδυτήρια στη γυμναστική και να την ανεβάζουν π.χ. στο Facebook, ήταν ανεπιθύμητη εμπειρία σώμα με σώμα. Γύρω στο 2%-3% των παιδιών μάς ανέφερε μια εμπειρία απόπειρας βιασμού, δηλαδή ανεπιθύμητου σεξ ή βιασμού.
Μπορεί να ακούγονται μικρά αυτά τα νούμερα, αλλά, για παράδειγμα, ακόμη και το 3% μπορεί να σημαίνει γύρω στο 1 στα 30 παιδιά. Οι περισσότεροι από εμάς γνωρίζουμε 30 παιδιά στον ευρύτερο οικογενειακό και κοινωνικό μας κύκλο. Δεν μας περνάει από το μυαλό ότι ένα από αυτά ήταν θύμα βιασμού ή απόπειρας βιασμού.
Αυτό το υπογραμμίζω όποτε κάνουμε σεμινάρια που απευθύνονται σε ανθρώπους που προέρχονται από τον χώρο της εκπαίδευσης. Όταν ένας εκπαιδευτικός μπαίνει σε μία τάξη πρέπει να έχει κατά νου ότι μιλάει σε μία τάξη στην οποία υπάρχει κατά πάσα πιθανότητα ένα παιδί το οποίο είτε έχει υπάρξει, είτε θα υπάρξει στη διάρκεια της παιδικής του ηλικίας θύμα βιασμού ή απόπειρας βιασμού. Αυτό αλλάζει λίγο το πώς σκεφτόμαστε αυτά τα γκρίζα νούμερα.
Η επίγνωση του συστήματος είναι πάρα πολύ μικρή. Αυτά που σας λέω για την Ελλάδα ήταν αποτέλεσμα ερευνητικής δουλειάς πεδίου που έγινε σε μια έρευνα με αντιπροσωπευτικό δείγμα 11, 13 και 16 παιδιών, συνολικά 15.000 σε όλη την Ελλάδα, με τυχαιοποιημένο τρόπο. Την ίδια εποχή, για τις ίδιες ηλικίες και τις ίδιες γεωγραφικές περιοχές που είχε βγάλει η δειγματοληψία, πήγαμε σε όλους τους φορείς που δυνητικά θα μπορούσαν να πάρουν μια αναφορά για ένα τέτοιο κρούσμα: την αστυνομία, τις εισαγγελίες, τις κοινωνικές υπηρεσίες, τις υπηρεσίες ψυχικής υγείας, ακόμη και τις υπηρεσίες εκπαίδευσης, τους συμβουλευτικούς σταθμούς νέων και τις Μη Κυβερνητικές Οργανώσεις. Όλοι μαζί για το ίδιο χρονικό διάστημα και τις ίδιες ηλικίες και περιοχές είχαν αναφορές που αντιστοιχούσαν στο 0,07% του παιδικού πληθυσμού. Δείτε τη σύγκριση: 16% (έκθεση σε σεξουαλική βία γενικά) ή 7,6% (έκθεση σε σεξουαλική βία με σωματική επαφή) ή ακόμα και 3% (απόπειρα βιασμού ή βιασμός) με 0,07% που γίνεται τελικά γνωστό. Το χάσμα είναι τεράστιο.
Η έκταση του προβλήματος είναι μεγάλη και ακόμη και εάν δεχτούμε ότι τα περιστατικά που περιλαμβάνουν σωματική επαφή, τα πιο βαριά, είναι συνήθως πιο σπάνια, ξέρουμε ότι μερικά πράγματα, όπως η έκθεση γυμνών φωτογραφιών στο Διαδίκτυο μπορεί αφενός να προανακρούει μια σωματική επαφή θυματοποίησης, όπως στην περίπτωση του grooming μέσω του Διαδικτύου ή των μέσων κοινωνικής δικτύωσης, αφετέρου μπορεί να είναι ένα γεγονός πολύ τραυματικό ψυχικά για ένα παιδί και να οδηγήσει σε πολύ δυσάρεστες επιπτώσεις. Οπότε ας μη θεωρούμε ότι και τα υπόλοιπα, πλην της φυσική επαφής, δεν είναι σημαντικά.
Υπάρχει αυξητική τάση ως προς αυτά τα φαινόμενα;
Δεν φαίνεται να υπάρχει μια μεταβολή στη συχνότητα της σεξουαλικής κακοποίησης – σε αντιδιαστολή με τη σωματική ή την ψυχολογική κακοποίηση ή την παραμέληση, που αποτελούν κυρίως κοινωνικά φαινόμενα και επηρεάζονται περισσότερο από προσδιοριστές της κοινωνικής παθολογίας. Η σεξουαλική κακοποίηση φαίνεται να είναι οικουμενικό φαινόμενο. Υπάρχει σε όλες τις γνωστές ανθρώπινες κοινωνίες, πάνω κάτω με ίδιες συχνότητες, χωρίς μεγάλες μεταβολές ακόμη και ανάμεσα στις ηπείρους. Δεν φαίνεται να μεταβάλλεται ουσιωδώς με τον χρόνο. Δεν υπάρχουν διαφορές ανάμεσα σε αστικές, αγροτικές και ημιαστικές περιοχές, κάτι που επίσης μπορώ να σας το πω και για την Ελλάδα. Αν υπάρχει μια διαφορά ανάμεσα στις αστικές και τις αγροτικές περιοχές αυτή αφορά μόνο το πότε εκτίθενται και θυματοποιούνται τα παιδιά, κάτι που έχει να κάνει περισσότερο με τις ευκαιρίες που δίνονται, με τις επαφές που έχουν με περισσότερο κόσμο. Αυτό σημαίνει ότι στις αγροτικές περιοχές για τα μικρά παιδιά έχουμε λίγο, αλλά όχι στατιστικά σημαντική, μικρότερη συχνότητα, που μόλις προχωράμε προς την εφηβεία όχι μόνο εξαφανίζεται, αλλά σε εκείνες τις ηλικίες έχουμε και λίγο μεγαλύτερη συχνότητα στις περιοχές που προανέφερα απ’ ό,τι στις αστικές, οπότε πάνω κάτω είναι ίδια αθροιστικά η έκθεση. Επίσης, είναι ίδια στα διάφορα κοινωνικοοικονομικά στρώματα. Αφορά μορφωμένους, αμόρφωτους, πλούσιους, φτωχούς, όλους τους πληθυσμούς και τις υποομάδες του πληθυσμού και τις κοινωνικές κατηγορίες. Και γι’ αυτό μια πεποίθηση που υπάρχει στην ελληνική δημόσια συζήτηση, όπως και σε κάποιες άλλες χώρες, ότι δηλαδή η κοινωνία έχει κατά κάποιον τρόπο διαστραφεί και έχουμε γεμίσει παιδόφιλους, δεν στέκει. Αυτό που γίνεται και έχει δημιουργηθεί η αίσθηση ότι έχουμε γεμίσει παιδόφιλους είναι ότι ένα μικρό ποσοστό θυμάτων παίρνει το θάρρος και βγαίνει και μιλάει• γι’ αυτό γίνονται γνωστά περισσότερα περιστατικά. Πιθανώς η συχνότητα ήταν η ίδια και στην Ελλάδα και αλλού τα παλαιότερα χρόνια, αλλά οι άνθρωποι αυτοί έπαιρναν το μυστικό στον τάφο τους και δεν το μαθαίναμε ποτέ. Είναι συνεπώς ψευδής η αίσθηση ότι ξαφνικά γεμίσαμε παιδόφιλους. Το μόνο κομμάτι της συχνότητας της σεξουαλικής θυματοποίησης των παιδιών που επηρεάζεται από παράγοντες κινδύνου της κοινωνικής παθολογίας και άρα μεταβάλλεται συν τω χρόνω είναι αυτό που αναφέρεται σε θύματα που συνήθως ονομάζονται «πολυθυματοποιημένα παιδιά», τα παιδιά δηλαδή που κατά τη διαδρομή της παιδικής τους ηλικίας θα υποστούν διαφορετικής μορφής και πολλαπλή θυματοποίηση: ένα τέτοιο παιδί θα παραμεληθεί ως βρέφος, θα κακοποιηθεί σωματικά, θα κακοποιηθεί ψυχικά. Αυτό το παιδί κάποια στιγμή θα συναντήσει και τη σεξουαλική βία στη ζωή του, ως αποτέλεσμα ελλιπούς φροντίδας και επίβλεψης. Αυτό το κομμάτι όντως μεταβάλλεται με τον χρόνο και τις κοινωνικές συνθήκες, αλλά αυτό είναι ένα μικρό κομμάτι της σεξουαλικής βίας.
Περίπου 85% των περιπτώσεων σεξουαλικής βίας στα παιδιά γίνεται σε αυτό που λέγεται «κύκλος εμπιστοσύνης» του παιδιού, είτε δηλαδή από την πυρηνική οικογένεια, τους γονείς, είτε το στενό συγγενικό περιβάλλον, ή ανθρώπους πολύ κοντινούς που η οικογένεια φέρνει σε επαφή με το παιδί. Αυτό που μας έλεγαν οι μανάδες μας για χρόνια, «να προσέχουμε τον κύριο με τις καραμελίτσες που τη στήνει έξω από το σχολείο», δεν ευσταθεί γιατί δεν υπάρχει συνήθως αυτός ο κύριος έξω από τα σχολεία. Ο κύριος αυτός σε μεγάλο βαθμό είναι ήδη μέσα στην οικογένεια ή πολύ κοντά σε αυτήν. Και αυτή είναι η δυσκολία στην αντιμετώπιση του προβλήματος.
Πλέον έχουμε στην Ελλάδα καλύτερη εικόνα της πραγματικότητας;
Σίγουρα έχουμε καλύτερη κατάσταση στη δημόσια συζήτηση, γιατί συζητιούνται περιστατικά που καταγγέλλονται, έστω αυτό το 0,07% που σχολιάσαμε προηγουμένως. Γιατί πλέον τα περιστατικά γίνονται γνωστά, ενώ παλαιότερα στην «αγνή ελληνική ύπαιθρο» περιστατικά συνέβαιναν επίσης, αλλά τα ήξεραν μόνο ο δράστης και το θύμα.
Μπορεί όμως να ξεδιπλωθεί μια στρατηγική πρόληψης;
Μπορούν να υπάρξουν αποτελεσματικά μέτρα πρόληψης. Υπάρχει μια συζήτηση σε χώρες του αγγλοσαξονικού κόσμου, επειδή ορισμένοι ερευνητές στο πεδίο ανακοίνωσαν ότι βρίσκουν πτωτικούς ρυθμούς στα περιστατικά και αυτό το αποδίδουν στην εφαρμογή κάποιων συνεκτικών στρατηγικών πρόληψης, σχετικά με το κατά πόσο αυτό ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα ή είναι ερευνητικά εσφαλμένο.
Γενικά, βέβαια, το ότι υπάρχουν πολιτικές που μπορεί να είναι αποτελεσματικές το ξέρουμε και είναι τεκμηριωμένο και όσον αφορά την πρόληψη, η οποία σαφώς είναι προτιμότερη και πολύ πιο αποτελεσματική από τη θεραπεία και την αντιμετώπιση των κρουσμάτων άπαξ και εκδηλωθούν.
Ο βασικότερος πυλώνας της πρόληψης είναι η ενημέρωση των ίδιων των παιδιών. Η εισαγωγή τους στη σεξουαλική διαπαιδαγώγηση όσο το δυνατόν νωρίτερα, προφανώς με υλικό που να είναι έτσι διαμορφωμένο σε γλώσσα κατάλληλη για τα παιδιά κάθε ηλικίας. Άλλωστε, επειδή οι νεότερες γενιές χειρίζονται πολύ καλύτερα τη νέα τεχνολογία από τις παλαιότερες και αυτό δεν φαίνεται να αλλάζει έτσι όπως αλλάζει αλματωδώς η τεχνολογία, τα παιδιά ξέρουν τα πάντα από πάρα πολύ νωρίς. Αυτή η αναστολή που υπήρχε παλαιότερα, ότι με το να μιλήσεις στα παιδιά για το σεξ θα τα εκθέσεις σε πράγματα τα οποία δεν ξέρουν στην εποχή μας, είναι πάρα πολύ αμφιβόλου υποστάσεως. Αυτό που λείπει δεν είναι το να ξέρουν διάφορα πράγματα, είναι το να έχουν μια συγκροτημένη και αξιόπιστη πηγή που να τους μιλήσει γι’ αυτά τα θέματα. Κυρίως, να τους μιλήσει για τα δικαιώματά τους στο σώμα τους, το δικαίωμά τους να αρνούνται πράγματα εάν δεν τα θέλουν, και το δικαίωμά τους και τη δυνατότητά τους να καταγγέλλουν και να ζητούν βοήθεια από ενήλικες εμπιστοσύνης που να είναι σημεία αναφοράς.
Αυτό είναι το θέμα – δεν είναι το εάν θα πονηρέψουμε τα παιδιά επειδή θα τους πούμε πράγματα που δεν ξέρουν.
Οποιοιδήποτε έχουν εμπλακεί σε τέτοια προγράμματα προαγωγής υγείας, ακόμη και στα Δημοτικά, εκπλήσσονται όλοι από το πόσα ήδη ξέρουν τα παιδιά.
Ένας βασικός πυλώνας επομένως είναι η ενημέρωση των παιδιών και η αγωγή υγείας.
Ένας δεύτερος είναι η εφαρμογή ορισμένων πολιτικών και μέτρων που έχουν αποδώσει σε ορισμένες χώρες, όπως η δημιουργία ειδικών μητρώων για καταδικασμένους για αδικήματα σεξουαλικής θυματοποίησης παιδιών, το οποίο να είναι προϋπόθεση για όλους τους επαγγελματίες που δουλεύουν και έρχονται καθημερινά σε επαφή με παιδιά. Αυτό που προβλέπεται και στη συνθήκη του Lanzarote του Συμβουλίου της Ευρώπης, της επιτροπής που έχει την ευθύνη της εφαρμογής της και της οποίας έχω την τιμή να προεδρεύω αυτή τη χρονιά.
Αυτό προφανώς είναι αυτονόητο. Δεν νομίζω ότι κανένας θα ήθελε να στείλει το παιδί του σε έναν παιδικό σταθμό, σε ένα σχολείο, σε ένα γυμναστήριο, σε ένα χοροδιδασκαλείο όπου αυτός που διδάσκει, ή ο οδηγός του λεωφορείου, ή οι άνθρωποι που έρχονται σε καθημερινή επαφή με το παιδί να έχουν καταδίκες για σεξουαλική παραβίαση παιδιών. Ήταν οδυνηρό όταν σε διάφορες χώρες ξέσπασαν περιστατικά σεξουαλικής παραβίασης παιδιών που έγιναν γνωστά από επαγγελματίες που είχαν καθημερινή επαφή με παιδιά και έγινε γνωστό ότι οι ίδιοι άνθρωποι είχαν στο παρελθόν καταδίκες γι’ αυτού του είδους τα αδικήματα.
Θέλω να σας θυμίσω ότι και στην Ελλάδα η μεγαλύτερη μέχρι τώρα υπόθεση σεξουαλικής παραβίασης παιδιών έλαβε χώρα στην πόλη του Ρεθύμνου, έγινε γνωστή το 2011 και δράστης ήταν ένας εκπαιδευτικός και προπονητής μιας αθλητικής ομάδας για αγόρια, παιδιά και εφήβους. Φυσικά, οι άνθρωποι που έχουν αυτού του είδους τον σεξουαλικό προσανατολισμό επιδιώκουν συνήθως να έρχονται σε επαγγελματικές θέσεις που τους φέρνουν σε θέσεις ευθύνης, εμπιστοσύνης και δύναμης απέναντι σε παιδικούς πληθυσμούς.
Το τρίτο στοιχείο ως προς την πρόληψη είναι να υπάρχουν συντεταγμένες διαδικασίες ως προς την ανίχνευση. Αυτό αφορά συγκεκριμένους τρόπους για το τι κάνουν οι επαγγελματίες εάν γίνουν δέκτες μιας τέτοιας αναφοράς, κυρίως σε μηχανισμούς όπου πάνε όλα τα παιδιά του κόσμου, δηλαδή το σχολείο ή η πρωτοβάθμια φροντίδα υγείας. Γιατί αυτοί είναι βασικοί μηχανισμοί στους οποίους θα πάνε περίπου όλα τα παιδιά στις ανεπτυγμένες τουλάχιστον κοινωνίες. Πρέπει επομένως να ξέρουν οι επαγγελματίες που εργάζονται σε αυτά τι να κάνουν εάν δουν κάτι που τους υποψιάζει ή εάν πάει ένα παιδί να τους καταγγείλει κάτι, έτσι ώστε να υπάρξει έγκαιρα μια αξιοποίηση της αναφοράς.
Γιατί και πάλι σε διάφορες τραγικές περιστάσεις διαπιστώθηκε ότι υπήρχαν αναφορές από πριν, αλλά δεν αξιοποιήθηκαν εγκαίρως.
Σήμερα γίνεται μια προσπάθεια τα μέτρα για την αντιμετώπιση του φαινομένου της σεξουαλικής κακοποίησης των παιδιών να επεκταθούν και σε φορείς όχι του κλασικού δημόσιου τομέα, σε φορείς, αν το λέγαμε θεωρητικά, του κράτους με την ευρύτερη δυνατή έννοια, έτσι ώστε να επεκταθούν και σε ιδιωτικούς φορείς ή συλλογικότητες, όπως είναι τα αθλητικά σωματεία, οι εκκλησίες και τα εκκλησιαστικά ιδρύματα, προκειμένου να υπάρχει μια ολόπλευρη προστασία των παιδιών. Αυτά τα μέτρα είναι το βασικότερο που πρέπει μια χώρα να αρχίσει να κάνει.
Επιπρόσθετα, σημαντικό είναι στις περιπτώσεις που εκδηλώνεται και καταγγέλλεται ένα κρούσμα να προστατευτεί το παιδί από αυτό που λέγεται δευτερογενής θυματοποίηση. Γιατί είχε παρατηρηθεί ότι άπαξ και υπήρχε μια καταγγελία, πολύ συχνά η εξέλιξη των ανακριτικών προδικαστικών διαδικασιών οδηγούσε στο να υφίσταται το παιδί δευτερογενείς ψυχικούς επανατραυματισμούς ξανά και ξανά. Αυτοί μπορούσαν να πάρουν είτε τη μορφή συγκεκριμένων δικαστικών μέτρων που στο τέλος ήταν εις βάρος του παιδιού και όχι εις βάρος του φερόμενου ως δράστη. Ένα τέτοιο χαρακτηριστικό παράδειγμα ήταν ότι μέχρι τη συνθήκη του Lanzarote του Συμβουλίου της Ευρώπης, εάν υπήρχε μια τέτοια καταγγελία και για παράδειγμα δράστης ήταν ο πατέρας του παιδιού, η δικαστική εντολή που μπορούσε να βγει από τις ανακριτικές αρχές ήταν να απομακρυνθεί το παιδί από το περιβάλλον όπου ζούσε μαζί με τον δράστη και όχι το αντίστροφο. Η συνθήκη του Lanzarote επιβάλλει να κινηθούμε με αντίστροφο τρόπο, δηλαδή να απομακρυνθεί ο δράστης από το σπίτι όπου συζούσε με το θύμα. Γιατί το να απομακρυνθεί το παιδί για την ασφάλειά του σήμαινε ότι θα έχανε τους φίλους του, το σχολείο του, τη γειτονιά του, τον οικείο και γνώριμο χώρο του σπιτιού του, άρα στην πραγματικότητα περνάμε στο παιδί το μήνυμα «αν μιλήσεις θα το πληρώσεις», ενώ κανονικά θα έπρεπε να πληρώνει ο δράστης – όχι το θύμα.
Ένα δεύτερο πράγμα είναι η ανάπτυξη μιας σειράς κοινωνικών τεχνολογιών που συνήθως αναφέρονται ως φιλικές προς το παιδί υπηρεσίες και πιο συγκεκριμένα φιλική προς το παιδί Δικαιοσύνη. Είχε παρατηρηθεί ότι όπως είναι οργανωμένες οι διάφορες υπηρεσίες και με δεδομένο το ότι στις περιπτώσεις αυτές η απάντηση περιλαμβάνει την κινητοποίηση πολλών επαγγελματιών διαφορετικών τομέων, όπως είναι η Δικαιοσύνη, η αστυνομία, οι κοινωνικές υπηρεσίες και οι υπηρεσίες υγείας, συχνά το παιδί τραβολογιόταν σε διάφορους φορείς και υπηρεσίες για να μπορέσει να εξελιχθεί η υπόθεσή του.
Γι’ αυτό σε διάφορες αγγλοσαξονικές χώρες αλλά και αλλού αναπτύχθηκαν ειδικές πρακτικές ώστε το παιδί να δίνει μόνο μία κατάθεση, κατά το δυνατόν, που να είναι και η μοναδική επαφή του με το όλο σύστημα της προανακριτικής και ανακριτικής διερεύνησης και μετά να κάνει θεραπεία ή να συνεχίζει τη ζωή του, να ξαναβρίσκει τον βηματισμό του.
Ποια ακριβώς είναι η κατάσταση στην Ελλάδα ως προς τα θέματα αυτά;
Στην Ελλάδα, επειδή δεν έχουμε ανάλογες δομές, μια παλαιότερη έρευνα έλεγε ότι σε περίπτωση σεξουαλικής κακοποίησης το παιδί θα κληθεί να μιλήσει, να αφηγηθεί την ιστορία, που είναι μια πολύ τραυματική εμπειρία, ενώπιον υπηρεσιών κατά μέσο όσο 14 φορές. Υπάρχουν και χειρότερα. Εγώ ξέρω περιστατικά που έχουν υποβληθεί σε 27-28 πραγματογνωμοσύνες. Ξέρω περίπτωση όπου ένα παιδί μίλησε για αυτό που του συνέβαινε το 2002 και η υπόθεση τελεσιδίκησε το 2013.
Το μήνυμα που δίνει έτσι η κοινωνία στο παιδί-θύμα που παίρνει το θάρρος να μιλήσει είναι πολύ αρνητικό και τραγικό συνάμα για το ίδιο το παιδί. Η σύγχρονη αντίληψη είναι ότι όλα αυτά πρέπει να ενοποιηθούν και μάλιστα όχι με βάση τις σκοπιμότητες των ενηλίκων που δουλεύουμε σε αυτές τις υπηρεσίες αλλά τις ανάγκες του παιδιού.
Δυστυχώς στην Ελλάδα δεν έχουμε τέτοιες δομές, και δεν θα μιλήσω για την πρώτη στο είδος στην Ευρώπη τέτοια δομή στο Ρέικιαβικ, που γιορτάζει τα 20 της χρόνια, θα αναφερθώ στη δεύτερη που στήθηκε στον ευρωπαϊκό χώρο, είναι πολυβραβευμένη και λειτουργεί από το 2003 στο Ζάγκρεμπ της Κροατίας. Υπάρχουν πολλές τέτοιες δομές στην Ευρώπη και όχι μόνο. Ενδεικτικά αναφέρω ότι λειτουργούν περίπου 15 στην Τουρκία του ισλαμιστή Ερντογάν, ενώ στην Ελλάδα ακόμη καμία.
Πέρσι το καλοκαίρι, έναν χρόνο περίπου πριν το ελληνικό κοινοβούλιο ψηφίσει, ενσωματώνοντας την κοινοτική οδηγία για τα θύματα, κάποιες πρόνοιες για να φτιαχτεί και στην Ελλάδα ένα τέτοιο «Σπίτι του Παιδιού», όπως το επονομάζει, μεταφράζοντας τον σχετικό σκανδιναβικό όρο Barnahus για αυτού του είδους τις δομές, μόνο που η πρόνοια αυτή, έτσι όπως έγινε, ανέθεσε το έργο αυτό σε μια υπηρεσία του Υπουργείου Δικαιοσύνης, την Υπηρεσία Επιμέλειας Ανηλίκων και Κοινωνικής Φροντίδας που δεν είχε καμία σχέση μέχρι τώρα με την παροχή υπηρεσιών σε παιδιά-θύματα βίας. Δεν μπορώ να ξέρω γιατί το ανέθεσαν σε αυτή την υπηρεσία, όταν ακόμη και ο ίδιος ο Σύλλογος των Επιμελητών είπε ότι κάτι τέτοιο δεν θα έπρεπε να γίνει. Το χειρότερο είναι ότι έκαναν όλη αυτή τη νομοθετική ρύθμιση χωρίς να περιορίσουν καθόλου τη δυνατότητα όλων των άλλων εμπλεκόμενων φορέων (της αστυνομίας, των εισαγγελέων, των κοινωνικών υπηρεσιών, των πραγματογνωμόνων) να καλούν το παιδί και να του παίρνουν καταθέσεις.
Εδώ κινδυνεύουμε, σε αυτή την ελληνική πρωτοτυπία του πώς κάνουμε τα πράγματα, αντί τις 14 κατά μέσο όρο φορές να τις κάνουμε μία, στις 14 να προσθέσουμε άλλη μία, πράγμα το οποίο είναι το ακριβώς αντίθετο από την πρόθεση αυτής της θεσμικής καινοτομίας.
Θεωρείται και πρόληψη, επίσης, στο επίπεδο της τριτογενούς πρόληψης, η παροχή εξειδικευμένων υπηρεσιών θεραπείας στα παιδιά-θύματα, έτσι ώστε να αντιμετωπιστούν οι άμεσες αλλά και οι απώτερες επιπλοκές της θυματοποίησης. Στην Ελλάδα τα παιδιά-θύματα δυσκολεύονται πάρα πολύ να βρουν μια άκρη και αυτό το λέω γιατί έχω τη χαρά και την τιμή να διευθύνω εδώ και 3,5-4 χρόνια τη μόνη εξειδικευμένη μονάδα θεραπείας παιδιών-θυμάτων κακοποίησης και παραμέλησης του Συλλόγου «Το Χαμόγελο του Παιδιού» που λειτουργεί στου Ζωγράφου, αλλά αυτή είναι η μόνη μονάδα που λειτουργεί στη χώρα. Συνολικά, στο εν γένει σύστημα ψυχικής υγείας, τα παιδιά αυτά δυσκολεύονται συχνά να βρουν άκρη και να τους παρασχεθεί το σύνολο των ποιοτικών και ολοκληρωμένων υπηρεσιών που χρειάζονται, δεδομένου ότι πολλά από αυτά τα παιδιά εξαιτίας της αποκάλυψης και της θυματοποίησης ή και πριν από αυτήν άνηκαν ή ανήκουν σε πολύ ευάλωτες κατηγορίες παιδιών: πολλά είναι ανασφάλιστα, άλλα μπορεί να βρεθούν σε ένα πλαίσιο κλειστής περίθαλψης, πράγμα που κάνει πολύ δύσκολο να βρουν ποιοτικές θεραπευτικές υπηρεσίες για όλες τις σύνθετες ανάγκες τους.
Ένα δεύτερο πράγμα για την τριτογενή πρόληψη είναι η αποφυγή της επανέκθεσης των παιδιών σε συνθήκες που θα τα έκανε ακόμη πιο ευάλωτα για να ξαναθυματοποιηθούν.
Μία από αυτές τις συνθήκες είναι καθαυτό το ίδρυμα παιδικής προστασίας. Δυστυχώς, στην Ελλάδα το σύστημα προστασίας των παιδιών που πρέπει για κάποιο λόγο, παροδικά ή μόνιμα, να απομακρυνθούν από τις φυσικές τους οικογένειες είναι κυρίως ιδρυματικό. Έχουμε 3.000 παιδιά περίπου σε ιδρύματα στην Ελλάδα και παρότι η αναδοχή είναι θεσμοθετημένη στην Ελλάδα 25 χρόνια τώρα, έχουμε μόλις 30 αναδοχές τον χρόνο και κατά το πλείστον είναι απλώς προανάκρουσμα υιοθεσιών, δεν είναι αναδοχές ως εναλλακτική φροντίδα παιδιού σε μια οικογένεια που το ανατρέφει αντί για τη φυσική του, όπως θα έπρεπε να είναι και όπως προτείνουν πια όλοι οι διεθνείς διακρατικοί ή επιστημονικοί οργανισμοί. Στην Κεντρική και τη Βόρεια Ευρώπη, ένα παιδί που θα απομακρυνθεί από τη φυσική του οικογένεια θα πάει κατευθείαν σε ανάδοχη οικογένεια χωρίς να περάσει από κάπου αλλού σε ποσοστό πάνω από 80%. Μόνο λίγες περιπτώσεις, που μπορεί να έχουν επιπλέον προβλήματα, θα πάνε σε κλειστή περίθαλψη, και πάλι σε μικρού μεγέθους μονάδες, έτσι ώστε να προσιδιάζει το κλίμα κατά το δυνατόν στις οικογένειες. Στην Ελλάδα πάνω από 90% έχουμε ιδρυματική φροντίδα και μάλιστα χωρίς κανενός είδους εντατική παρέμβαση στην οικογένεια με σκοπό να επανέλθει το παιδί στην οικογένειά του.
Τα παιδιά στην Ελλάδα έχουν πολύ μεγαλύτερο χρόνο «λίμνασης» εντός του συστήματος. Άπαξ και μπει ένα παιδί εκεί πολύ δύσκολα θα βγει, παρά μόνο εάν ενηλικιωθεί. Σύμφωνα με τις διεθνείς στατιστικές της UNICEF, μάλιστα, ένα πλαίσιο κλειστής φροντίδας, ένα ίδρυμα, είναι μια συνθήκη υψηλού κινδύνου για θυματοποίηση του παιδιού. Η UNICEF στις στατιστικές της βρίσκει ότι 1 στα 3 με 1 στα 5 παιδιά που θα τοποθετηθούν σε τέτοιο πλαίσιο θα θυματοποιηθεί σεξουαλικά πρώτα από όλα από τα άλλα παιδιά με τα οποία συνοικεί. Και στην Ελλάδα, όπως και παγκοσμίως, είχαμε το φαινόμενο να αποκαλύπτεται εκ των υστέρων ότι φροντιστές και άλλοι άνθρωποι που δουλεύουν σε τέτοιο πλαίσιο οι ίδιοι θυματοποιούσαν τα παιδιά σεξουαλικά. Πρόσφατα στην Ελλάδα καταδικάστηκε πρόεδρος σωματείου θρησκευτικού προσανατολισμού, ο οποίος λειτουργούσε ένα ίδρυμα για παιδιά και θυματοποιούσε σεξουαλικά τα παιδιά-ενοίκους αυτού του ιδρύματος.
Με αυτήν λοιπόν την έννοια, πρόληψη είναι να μην πάμε ένα θύμα για την προστασία του εκεί όπου θα ξαναθυματοποιηθεί, αλλά να του παρέχουμε τη φροντίδα που χρειάζεται με ασφάλεια.
Και ένα τρίτο πράγμα, τέλος, είναι η παροχή θεραπευτικών προγραμμάτων για θύτες, για δράστες, τα οποία στην Ελλάδα δεν υπάρχουν σχεδόν καθόλου. Βεβαίως, θα πρέπει να σημειωθεί ότι και σε άλλες χώρες, όπως οι ΗΠΑ, αυτά τα προγράμματα έχουν περιορισμένη αποτελεσματικότητα θεραπευτικά.
Υπάρχει και το ζήτημα της συγκάλυψης τέτοιων υποθέσεων. Είχατε παρακολουθήσει την υπόθεση της Έλενας Φραντζή στην Κύπρο, όπου ένας εξωτερικός παρατηρητής θα έλεγε ότι δεν λειτούργησε απολύτως τίποτα. Εξαίρεση ή βαθύτερο πρόβλημα;
Η υπόθεση της Φραντζή ήταν τραγική από όλες τις απόψεις, αλλά ήταν και πολύ προβληματική η διαχείρισή της από την Εκκλησία της Κύπρου, όπως επίσης και από τις κοινωνικές υπηρεσίες όταν το παιδί αυτό ήταν μικρό.
Θέλω να σας θυμίσω ότι η ίδια, προερχόμενη από μια φυσική οικογένεια με πολλαπλά κοινωνικά προβλήματα αποκλεισμού και δυσλειτουργίας, είχε τοποθετηθεί σε αλλεπάλληλες ανάδοχες οικογένειες. Κάποια στιγμή έφυγε η ίδια, το έσκασε από την οικογένεια στην οποία κατήγγειλε μεταγενέστερα ότι κακοποιείτο σεξουαλικά και ζήταγε επίμονα να φύγει από εκεί απευθυνόμενη στις κοινωνικές υπηρεσίες που ήταν υπεύθυνες για αυτή την τοποθέτηση (χωρίς ωστόσο να αποκαλύψει τότε το τι συνέβαινε). Οι υπηρεσίες αυτές φαίνεται ότι μάλλον δεν διερεύνησαν αρκετά αυτή την αντίδραση του παιδιού, με αποτέλεσμα να συνεχίσει μετά σε διάφορες άλλες τοποθετήσεις σε ανάδοχες οικογένειες, να μεγαλώσει, οπότε και βρήκε το θάρρος να κάνει την καταγγελία όταν πια είχε ενηλικιωθεί.
Όταν έγινε η καταγγελία, κινητοποιήθηκαν δύο μηχανισμοί. Ο ένας ήταν ο κοσμικός, του κυπριακού κράτους, και ο δεύτερος ο εκκλησιαστικός, εφόσον ο φερόμενος ως δράστης ήταν ιερωμένος. Εγώ ενεπλάκην στην υπόθεση γιατί είχα οριστεί ως πραγματογνώμονας από την οικεία μητρόπολη και είχα κάνει πραγματογνωμοσύνες που δυστυχώς είδαν το φως της δημοσιότητας. Λέω «δυστυχώς» γιατί παρότι ξεκαθάριζαν το τι είχα προτείνει τότε, μολαταύτα, πάντα βλέπω με επιφύλαξη το να δημοσιοποιούνται τόσο προσωπικά δεδομένα σε υποθέσεις κακοποίησης παιδιών.
Οι προτάσεις μου, όπως λοιπόν έγινε γνωστό, ήταν ότι κατά πάσα πιθανότητα η αφήγηση της αδικοχαμένης Έλενας ήταν αληθής, αλλά βέβαια κανένας δεν μπορεί να είναι απολύτως βέβαιος 15 χρόνια μετά αν μια αφήγηση είναι ακριβής. Η Ιερά Σύνοδος επέλεξε να αθωώσει τον ιερέα και να τον επαναφέρει στα ιερατικά του καθήκοντα. Μετά από αυτό έγινε το ποινικό δικαστήριο το οποίο καταδίκασε τον ιερωμένο σε φυλάκιση, θεωρώντας ακριβή τα αναφερόμενα και παρ’ όλα αυτά η Ιερά Σύνοδος και πάλι δεν άλλαξε την απόφασή της. Όταν δε ο ιερέας αποφυλακίστηκε επανήλθε ως ιερέας.
Είναι αυτό που έλεγα πιο πριν. Είναι αυτό που λέμε στο Συμβούλιο της Ευρώπης, ότι είναι ανάγκη και άλλοι φορείς να υιοθετήσουν μια αντίληψη μηδενικής ανοχής στη σεξουαλική βία κατά των παιδιών, γιατί είναι αδιανόητο να παρακάμπτεται η απόφαση ενός δικαστηρίου και να συνεχίζει ένας άνθρωπος που έχει καταδικαστεί για τέτοια αδικήματα να ιερουργεί και να έρχεται σε επαφή με παιδιά. Για σκεφτείτε το…
Όπως και θα πρέπει να υπάρχουν και συγκεκριμένες διαδικασίες για το πώς αξιολογούνται οι καταγγελίες και από τις κοινωνικές υπηρεσίες και τις άλλες συναρμόδιες υπηρεσίες, όπως και να υπάρχει εποπτεία θεσμών όπως η αναδοχή.
Επίσης, ένα τραγικό στοιχείο που υπήρχε σε εκείνη την υπόθεση ήταν το εξής: επειδή η καταγγελία άρα και η επιβολή ποινών έγιναν πριν από την κύρωση από την Κύπρο της συνθήκης του Lanzarote, οι ποινές που προβλέπονταν ήταν πολύ μικρότερες. Αυτό συνέβαινε σε αρκετά κράτη πριν από την ενσωμάτωση της εν λόγω συνθήκης, ιδιαίτερα όταν δεν υπήρχε αυτό που κατά τη νομική ιδιόλεκτο ονομάζεται «βιασμός», δηλαδή διεισδυτική κολπική συνουσία. Στο παραδοσιακό νομικό σύστημα η σεξουαλική παραβίαση των παιδιών αντιμετωπιζόταν παλαιότερα με δύο διαφορετικούς τρόπους. Όταν υπήρχε κολπική συνουσία, δηλαδή πιθανότητα να καταστεί ένα κορίτσι έγκυος, οι ποινές ήταν πολύ πιο βαριές, ενώ τα υπόλοιπα έπεφταν στα μαλακά, σαν να μην ήταν τόσο σημαντικά για τον νομοθέτη. Αυτό άλλαξε, αλλά δυστυχώς η καταγγελία και η εκδίκαση της υπόθεσης που συζητάμε έγιναν στην Κύπρο προτού κυρωθεί η συνθήκη του Lanzarote που άλλαξε εντελώς τη νομοθεσία.
Ένα άλλο στοιχείο που άλλαξε με την κύρωση της συνθήκης του Lanzarote και στα 44 κράτη-μέλη του Συμβουλίου που την έχουν πια ενσωματώσει στην εθνική τους νομοθεσία είναι ότι ο χρόνος παραγραφής αρχίζει από την ενηλικίωση πια του παιδιού και όχι από τη χρονική στιγμή που συνέβησαν τα περιστατικά. Μέχρι την εισαγωγή της συνθήκης όταν παραβιαζόταν π.χ. ένα παιδί 5 ή 6 ή 7 ετών, πολύ ανίσχυρο και εξαρτημένο από τον δράστη, δεν μπορούσε να βρει το θάρρος να κάνει καταγγελία. Το έβρισκε όταν πια είχε ορθοποδήσει στην ενήλικη ζωή και πήγαινε στη Δικαιοσύνη και εκεί του έλεγαν ότι είχε παραγραφεί το αδίκημα και δεν μπορούμε πλέον να δικάσουμε τον δράστη.
Από κάθε άποψη, πάντως, στη συγκεκριμένη περίπτωση που συζητούσαμε για την Κύπρο οι υπηρεσίες απέτυχαν πολλαπλά να προστατέψουν το παιδί. Το ίδιο έχει αποδειχθεί και σε αρκετές περιπτώσεις και στην Ελλάδα, όπου, ενώ υπήρχαν οι ενδείξεις, δεν παρασχέθηκε η φροντίδα που χρειαζόταν. Γι’ αυτό και λέω ότι υπάρχει μεγάλο περιθώριο να βελτιώσουμε την κατάσταση και στη χώρα μας κάνοντας τις υπηρεσίες πιο φιλικές προς το παιδί και πιο ουσιαστικές.
Πρόσφατα η επιτροπή της συνθήκης του Lanzarote πήρε θέση σχετικά με το ζήτημα των παιδιών προσφύγων. Θα θέλατε να μας μιλήσετε για αυτό;
Είχαμε συνεδρίαση στις 20-22 Ιουνίου στην οποία ήταν ούτως ή άλλως στην ατζέντα η συζήτηση για μια δέσμη συστάσεων σχετικά με τις πολιτικές που εφαρμόζονται στα παιδιά σε κίνηση, στα παιδιά μετανάστες ή πρόσφυγες, συνοδευόμενα ή ασυνόδευτα. Συνέπεσε με όσα έγιναν στα σύνορα ΗΠΑ και Μεξικού, με εικόνες που όλοι είδαμε στα διεθνή ΜΜΕ, με παιδιά να χωρίζονται από τους γονείς τους και να μπαίνουν σε κλουβιά, να δίνονται για φροντίδα σε κέντρα που στήθηκαν εν μια νυκτί, με κόσμο που είχε μία εβδομάδα εκπαίδευση ενώ πριν δούλευε σε οικοδομές ή στον τουρισμό. Η κατακλείδα της ανακοίνωσής μας ήταν ότι η Επιτροπή, έχοντας ως έργο να επιβλέπει την εφαρμογή της συνθήκης του Lanzarote του Συμβουλίου της Ευρώπης, καλεί όλα τα μέλη του Συμβουλίου είτε έχουν καθεστώς μέλους είτε καθεστώς παρατηρητή –και το Μεξικό και οι ΗΠΑ έχουν καθεστώς παρατηρητή– να εξασφαλίσουν ότι τα παιδιά σε κίνηση δεν θα εκτίθενται σε παραπάνω κινδύνους θυματοποίησης, αναγνωρίζοντας ταυτόχρονα στην ανακοίνωσή μας ότι συνθήκες όπως η ακραία αποστέρηση ή ο χωρισμός από την οικογένεια εκθέτουν τα παιδιά σε πολλαπλούς κινδύνους – ανάμεσα στα άλλα και σεξουαλικής θυματοποίησης. Με αυτό το σκεπτικό η επιτροπή έκανε μια έκκληση –κυρίως στην επικράτεια αναφοράς του Συμβουλίου της Ευρώπης– ώστε τα κράτη να καταβάλλουν κάθε προσπάθεια ώστε να μην εκθέτουν τα παιδιά σε τέτοιου είδους συνθήκες.
Υπήρξε αντίδραση από κάποιες χώρες. Στην επιτροπή υπάρχει κατά παράδοση μια προσπάθεια επίτευξης ομοφωνίας. Σε αυτή την περίπτωση, όμως, δεν είχαμε ομόφωνη απόφαση. Τρία κράτη εξέφρασαν κάποια δυσφορία, αλλά αυτό είχε να κάνει με τις πολιτικές που εφαρμόζονται και στην Ευρώπη σχετικά με το θέμα της μετανάστευσης.
Πέρσι είχα την ευκαιρία να είμαι στην αντιπροσωπία της επιτροπής που πραγματοποίησε επίσκεψη στις transit zones στα νότια σύνορα της Ουγγαρίας με τη Σερβία, επιθεωρώντας τις εγκαταστάσεις για ασυνόδευτους ανηλίκους. Η έκθεση, που είναι δημοσιευμένη, έδωσε συγκεκριμένες οδηγίες στην ουγγρική κυβέρνηση, ώστε να αλλάξουν ορισμένα από τα πράγματα που διαπιστώσαμε, ώστε τα παιδιά να μην εκτίθενται σε πολλαπλούς κινδύνους θυματοποίησης και παραβίασης των δικαιωμάτων τους. Είμαι πάντως επιφυλακτικός ως προς το αν όντως υπήρξε κάποια βελτίωση.
Σε κάθε περίπτωση, η δική μας θέση είναι ότι τα παιδιά είναι φορείς δικαιωμάτων και χρήζουν προστασίας και δεν μπορεί στο όνομα οποιασδήποτε πολιτικής σκοπιμότητας να εφαρμόζονται πολιτικές που ακυρώνουν οποιαδήποτε έννοια προστασίας των δικαιωμάτων τους. Το να χωρίζονται παιδιά από τις οικογένειές τους, ή το να τίθενται σε κράτηση επειδή παραβιάζουν τα σύνορα, όπως γίνεται ακόμη και στην Ελλάδα, άσχετα αν ευσχήμως ονομάζεται κατ’ ευφημισμό «προστατευτική φύλαξη», είναι καταδικαστέα πρακτική και πρέπει να σταματήσει αμέσως.
Δυστυχώς και στην Ελλάδα, στο Μεταναστευτικό, αυτό που κάναμε ήταν να φτιάξουμε μέσα σε μια πενταετία ένα παράλληλο σύστημα ιδρυμάτων για τα ασυνόδευτα παιδιά, το οποίο είναι ανεπαρκές και προβληματικό.
Έχουμε 3.000 παιδιά σήμερα στο mainstream σύστημα ιδρυμάτων. Αυτή την πενταετία φτιάξαμε άλλα 1.200 κρεβάτια σε ένα παράλληλο σύστημα ασυμπτωτικό με το προηγούμενο, ενώ παράλληλα έχουμε άλλα 1.500-2.000 (κανείς δεν μπορεί να είναι σίγουρος για την ακριβή καταγραφή), τα οποία είναι –υποτίθεται– σε ασφαλείς ζώνες, που όμως δεν είναι ασφαλείς, και το ξέρουμε όλοι στα camps, τα οποία περιμένουν να αδειάσει μια θέση στο σύστημα των ξενώνων για τα ασυνόδευτα. Και φυσικά υπάρχουν και άλλα, άγνωστο πόσα, που ζουν στον δρόμο ή έχουν διαρρεύσει από το σύστημα προστασίας τους.
Παράλληλα, παρότι η χώρα ακούει από όλους τους διακρατικούς θεσμούς τη σύσταση να φτιάξει επιτέλους τον θεσμό της επιτροπείας και να ανοίξει τη δυνατότητα ασυνόδευτα παιδιά πρόσφυγες να τοποθετηθούν σε ανάδοχες οικογένειες, γιατί μέχρι τώρα νομικά δεν υπάρχει αυτή η δυνατότητα, μέχρι σήμερα επιτροπεία των ασυνόδευτων παιδιών μπορεί κατά νόμο να ασκήσει μόνο ο Εισαγγελέας. Άρα ο Εισαγγελέας Λέσβου μπορεί να έχει μέχρι και χιλιάδες ασυνόδευτα παιδιά ως επίτροπος, πράγμα που με τη σειρά του σημαίνει ότι στην πράξη αδυνατεί να ασκήσει τα καθήκοντα του επιτρόπου ως προς το εάν ένα παιδί θα πάει στο σχολείο ή σε ένα νοσοκομείο. Όλος ο κόσμος λοιπόν μας λέει «φτιάξτε ένα σύστημα για την επιτροπεία των ασυνόδευτων» και επί 4-5 χρόνια δεν υπάρχει τέτοιο σύστημα. Αυτό πρέπει να σταματήσει.
Βέβαια ακόμη και αν νομοθετηθεί κάτι, αυτό δεν σημαίνει ότι θα είναι οπωσδήποτε καλό. Για παράδειγμα, μετά από τρία χρόνια διαρκών εξαγγελιών, είδαμε το νομοσχέδιο για την αναδοχή και την υιοθεσία –που δυστυχώς ακόμη λέγεται έτσι και όχι τεκνοθεσία ή παιδοθεσία– το οποίο ήταν πολύ πίσω από τις ανάγκες του συστήματος και της εποχής. Αντί να δίνει μια ώθηση σε μια εναλλακτική κατεύθυνση προς την αναδοχή, επαναλάμβανε τα ίδια με τα ισχύοντα, χωρίς τομές. Το ίδιο φοβόμαστε ότι μπορεί να γίνει και σε άλλες ανάλογες νομοθετικές παρεμβάσεις (π.χ. για τους επιτρόπους των ασυνόδευτων ανηλίκων). Το ίδιο είχε γίνει και από την προηγούμενη κυβέρνηση στο θέμα των ποιοτικών προδιαγραφών των ιδρυμάτων των φορέων κλειστής περίθαλψης, δημόσιου και ιδιωτικού δικαίου. Αυτό προβλέπεται από έναν νόμο που ψηφίστηκε το 1994 και περιλάμβανε την πρόβλεψη να εκδοθεί υπουργική απόφαση για τις προδιαγραφές των ιδρυμάτων. Ύστερα λοιπόν από 20 χρόνια και πάνω, βγήκε μια Υπουργική Απόφαση από την προηγούμενη κυβέρνηση, της οποίας, ωστόσο, το περιεχόμενο ήταν επιεικώς απαράδεκτο – και αυτό τονίστηκε σχεδόν από το σύνολο των φορέων παιδικής προστασίας της χώρας.
Τα κενά λοιπόν και οι ανάγκες στο να νομοθετήσει η Πολιτεία για την παιδική προστασία δεν σημαίνει ότι κάθε νομοθεσία είναι και καλή.
Αντίθετα, άλλες χώρες που είχαν σοβαρά προβλήματα έκαναν βήματα σχετικά με τη βελτίωση των υπηρεσιών και το θεσμικό τους πλαίσιο.
Στη μνημονιακή Ελλάδα, όπου εδώ και μια δεκαετία πλέον, ιδιαίτερα στον κοινωνικό τομέα, όποιος φεύγει δεν αντικαθίσταται, ο σταδιακός αποδεκατισμός των υπηρεσιών σε ανθρώπινους και υλικούς πόρους γεννά τραγικές ελλείψεις, μια που ήδη αυτές οι υπηρεσίες ποτέ δεν τους είχαν άφθονους. Πλέον οι υπηρεσίες γίνονται μονοπρόσωπες. Εάν ένας άνθρωπος φύγει, κλείνει και η υπηρεσία και δυστυχώς δεν βλέπουμε πολιτική ενίσχυσης αυτών των υπηρεσιών που στους καιρούς της κρίσης είναι πολύ πιο χρήσιμες και αναγκαίες.
Πριν από μερικά χρόνια συζήταγα με τον γενικό διευθυντή των προνοιακών υπηρεσιών της Ισλανδίας, που ήταν η πρώτη χώρα όπου ξέσπασε η κρίση, και μου έλεγε ότι όταν ξεκίνησε η κρίση υπήρξε μια παγκοινωνική συμφωνία που έλεγε ότι μερικά πράγματα πρέπει να ενισχυθούν επειδή ευάλωτοι πληθυσμοί θα εκτίθεντο σε μεγαλύτερους κινδύνους. Έτσι, παρότι υπήρξε και εκεί όλη η περίοδος της κρίσης, η επιλογή ήταν στον κοινωνικό-προνοιακό και τον ψυχοκοινωνικό τομέα να αυξηθούν οι πόροι που διατίθενται και να εξαιρεθούν από τις όποιες περικοπές. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα δείκτες όπως αυτός της θυματοποίησης των παιδιών, της ενδοοικογενειακής βίας, της παραβατικότητας των εφήβων, της εμπλοκής παιδιών με αλκοόλ και ουσίες, αντί να χειροτερεύουν, όπως προβλέπεται σε κοινωνίες σε κρίση, να αρχίσουν να βελτιώνονται. Η επένδυση αυτή φροντίζει το κοινωνικό κεφάλαιο του μέλλοντος μιας κοινωνίας, το ανθρώπινο δυναμικό. Εδώ δυστυχώς δεν έγινε μια ανάλογη επιλογή και αυτό είναι άκρως προβληματικό για το πώς θα πάει παρακάτω αυτή η κοινωνία. Η τυχοδιωκτική εναπόθεση, από όλες τις κυβερνήσεις, της ελπίδας στην παραδοσιακή ελληνική οικογένεια, στα παραδοσιακά αμορτισέρ της, είναι φρούδα, ειδικά στα μεγάλα αστικά κέντρα, και οι επαγγελματίες του πεδίου γνωρίζουν καλά ότι η κρίση έχει αναδείξει τεράστια προβλήματα ειδικά σε ευάλωτες κοινωνικές ομάδες. Αυτό που χρειαζόταν ήταν να ενισχυθούν οι υπηρεσίες σε πόρους, ανθρώπινους και υλικούς, ώστε να ανταποκριθούν στις αυξημένες απαιτήσεις μιας κοινωνίας σε κρίση.