unfollow-sindromes
unfollow-sindromes
FREE - ΑΝΑΔΗΜΟΣΙΕΥΣΕΙΣ

Οι ειδικές αποστολές του Κώστα Λαλιώτη

| 16/8/2017

Εχουν περάσει 27 χρόνια από τότε που ο Κώστας Λαλιώτης δήλωνε: «Το 2000 θα είµαι µόλις 49 ετών». 66 ετών σήµερα, ο πάλαι ποτέ «νεαρός» της στενής ηγετικής οµάδας του ΠΑΣΟΚ µάλλον δεν τρέφει ηγετικές φιλοδοξίες για το κόµµα και τον πολιτικό χώρο στη διαµόρφωση του οποίου έπαιξε ιδιαίτερα σηµαντικό ρόλο, όντας για πολλά χρόνια το δεξί (ή αριστερό, για να µείνουµε στους συµβολισµούς…) χέρι του Ανδρέα Παπανδρέου.


Αναδημοσίευση από την εφημερίδα Παραπολιτικά (12/8/2017)

Οµως, αυτό δεν σηµαίνει ότι έχει χάσει την ικανότητά του να σκέφτεται πολιτικά και να αντιλαµβάνεται πλήρως πώς λειτουργούν η δηµοσιότητα και το πολιτικό timing. Αλλωστε, παρέµεινε πάντα ένας άνθρωπος που µπορούσε να κάνει δουλειά και στο παρασκήνιο, κάτι που έµαθε καλά και από την εργασιακή του σχέση για αρκετά χρόνια και µε τον Αντώνη Λιβάνη, έναν άλλο κατεξοχήν παρασκηνιακό παράγοντα στον χώρο του ΠΑΣΟΚ.

Αυτή τη φορά, επέλεξε να «χτυπήσει» µε ένα άρθρο για τον Ανδρέα Παπανδρέου και την κληρονοµιά του. Εκτενές, αναλυτικό και γεµάτο συνδέσµους µε το υλικό, γραπτό και οπτικοακουστικό, στο οποίο παραπέµπει για να τεκµηριώσει την άποψή του για την τεράστια προσφορά στη χώρα του ιστορικού ηγέτη και ιδρυτή του ΠΑΣΟΚ.

Οµως, ο προσεκτικός αναγνώστης θα διαπιστώσει ότι δεν έχουµε να κάνουµε µε µια κλασική «αγιογραφία» του Ανδρέα Παπανδρέου, µε αναφορές στη Μεταπολίτευση και το 1981. Ο Λαλιώτης διαλέγει συγκεκριµένες στιγµές, δίνοντας ιδιαίτερη σηµασία στον «ύστερο» Ανδρέα, των ετών 1992-1995, και υπενθυµίζει συγκεκριµένες πλευρές της δράσης του.

IMG_5173

Καταρχάς, θυµίζει την οµιλία του Παπανδρέου στη συζήτηση για τη Συνθήκη του Μάαστριχτ, όπου το ΠΑΣΟΚ είχε δώσει θετική ψήφο, αλλά ο Ανδρέας είχε καταγγείλει το ενδεχόµενο µιας «γερµανικής Ευρώπης», την Ευρώπη των δύο ταχυτήτων, αλλά και τη «νεοφιλελεύθερη και νεοσυντηρητική λογική» που επικρατούσε στην Ευρώπη.

Επειτα, στέκεται στην οµιλία του Παπανδρέου στο Υπουργικό Συµβούλιο µετά τη νίκη στις εκλογές του 1993, όπου ο Ανδρέας είχε διεκτραγωδήσει την κατάσταση της οικονοµίας και κυρίως την εκτίναξη του χρέους από την κυβέρνηση Μητσοτάκη. Μάλιστα, ο Λαλιώτης και σε επόµενο σηµείο στέκεται ιδιαίτερα στο πώς η κυβέρνηση Παπανδρέου του 1994-1995, παρότι είχε κατηγορηθεί ως ασύδοτη και φαύλη, στην πραγµατικότητα είχε καταφέρει να ισοσκελίσει τον Προϋπολογισµό, να φέρει τη σταθερότητα και να εισαγάγει θεσµούς όπως το ΑΣΕΠ. Σε αυτά προσθέτει και µια οµιλία του Ανδρέα Παπανδρέου από το 1987, στην οποία ο ηγέτης του ΠΑΣΟΚ εξηγούσε στην Κ.Ε. του κόµµατος τις επαναστατικές αλλαγές που φέρνουν στον κόσµο οι νέες τεχνολογίες.

Επιπρόσθετα, ο Λαλιώτης δεν παραλείπει να υπογραµµίσει τις, κατά τη γνώµη του, διαχρονικές ευθύνες των κυβερνήσεων της Ν.∆. υπενθυµίζοντας τη διαβόητη «Εκθεση Αβέρωφ», ένα απόρρητο κείµενο, που είχε συντάξει ο τότε υπουργός Εθνικής Αµυνας και µετέπειτα αρχηγός της Ν.∆., Ευάγγελος Αβέρωφ, και στο οποίο έκρουε τον κώδωνα του κινδύνου για τον από τότε υπέρµετρο δηµόσιο δανεισµό. Η έκθεση είχε διαρρεύσει στον Τύπο το φθινόπωρο του 1981, παραµονές των εκλογών που έφεραν το ΠΑΣΟΚ στην εξουσία.

Είναι προφανές ότι οι συµβολισµοί, αλλά και οι… ιστορικές αιχµές περισσεύουν σε αυτό το κείµενο. Ευρωπαϊκός δρόµος, αλλά µε σκληρή διαπραγµάτευση και σύγκρουση µε τη Γερµανία όπου χρειάζεται αντί για υποταγή, κατά τρόπο ανάλογο µε τη γραµµή που (υποστηρίζει ότι) έχει και ο Τσίπρας σήµερα. Σταθεροποίηση και ανάπτυξη από προοδευτική κυβέρνηση και όχι από την κεντροδεξιά, που ιστορικά έχει συνδεθεί, κατά τον Λαλιώτη, µε την υπερχρέωση και την κακοδιαχείριση. Εµφαση στο έργο της περιόδου 1994-95 και όχι στην περίοδο µετά το 1996, οπότε κυριάρχησαν ο Κώστας Σηµίτης (τον οποίο ο Λαλιώτης δεν είχε στηρίξει στη µάχη για την ηγεσία, επιλέγοντας να στηρίξει τότε τον Ακη Τσοχατζόπουλο) και οι εκσυγχρονιστές.

Η προβολή όλων αυτών στο σήµερα είναι παραπάνω από προφανής. Αυτό που χρειάζεται η χώρα είναι και πάλι µια µεγάλη, προοδευτική παράταξη, ευρωπαϊκή, αλλά και αντινεοφιλελεύθερη, και εποµένως όχι µια συνεργασία ανάµεσα στην Κεντροαριστερά και την Κεντροδεξιά, όπως προτείνει π.χ. ο Ευάγγελος Βενιζέλος, αλλά µια συµπόρευση του ιστορικού χώρου της Κεντροαριστεράς µε τον χώρο του ΣΥΡΙΖΑ και τον Αλέξη Τσίπρα, που πρέπει να διδαχθεί από το παράδειγµα του Ανδρέα. Αυτό εξηγεί και την τόσο µεγάλη έµφαση στις αρνητικές επιπτώσεις που είχαν για τη χώρα οι πολιτικές των κυβερνήσεων της Ν.∆.

Στην Κεντροαριστερά πρέπει να πάρουν το πάνω χέρι αυτοί που θα µπορούν να τολµήσουν να υψώσουν ανάστηµα απέναντι στη Γερµανία και να συγκρουστούν µε τον «νεοφιλελευθερισµό».

∆εν είναι τυχαίο ότι το άρθρο του Λαλιώτη έσπευσε να προβάλει η «Εφηµερίδα των Συντακτών», µε πρωτοσέλιδο µάλιστα χτύπηµα για ένα κείµενο που δεν ήταν καν γραµµένο για αυτήν. Μάλιστα, το σχετικό ρεπορτάζ, που κάνει εκτενή αναφορά στο ίδιο το κείµενο, το υπογράφει ο ∆ηµήτρης Ψαρράς, εκ των βασικών στελεχών της αυτοδιαχειριζόµενης εφηµερίδας, ο οποίος έσπευσε να υπογραµµίσει ότι το κείµενο του Λαλιώτη έχει «τη µορφή ενός άτυπου “µανιφέστου” για µια αντινεοφιλελεύθερη πολιτική στρατηγική του χώρου της Κεντροαριστεράς, σύµφωνα µε την παράδοση του Ανδρέα Παπανδρέου».

Για µια εφηµερίδα που έχει συγκρουστεί αρκετά µε τον χώρο του ΠΑΣΟΚ τα τελευταία χρόνια, συµπεριλαµβανοµένης της τωρινής ηγεσίας της ∆ηµοκρατικής Συµπαράταξης, ο τρόπος που «αγκαλιάστηκε» το κείµενο Λαλιώτη είναι εντυπωσιακός και αποτυπώνει το ευρύτερο ενδιαφέρον του χώρου του ΣΥΡΙΖΑ για τις εξελίξεις στην Κεντροαριστερά.

Κεντροαριστερά διλήµµατα και µάχες επικράτησης

Ολα αυτά δεν είναι άσχετα από τις ευρύτερες εξελίξεις στον χώρο της Κεντροαριστεράς. Η προοπτική του συνεδρίου και της εκλογής ηγεσίας ανοίγει και το ερώτηµα του κεντρικού προσανατολισµού που θα πάρει αυτός ο χώρος. Το δίληµµα που διαµορφώνεται είναι σχετικά απλό, αλλά η απάντηση δεν είναι ούτε εύκολη ούτε δεδοµένη: Στο τοπίο που διαµορφώνεται, µε το διαφαινόµενο τυπικό τέλος των Μνηµονίων, όχι όµως και της µνηµονιακής επιτήρησης, που θα κρατήσει δεκαετίες, αναδύεται σταδιακά ένας νέος «δικοµµατισµός», εντός του οποίου καλείται να πάρει θέση και η Κεντροαριστερά. Ο ένας πόλος, µε σηµείο αναφοράς τον ΣΥΡΙΖΑ, θα προσπαθήσει να διεκδικήσει ένα πιο «προοδευτικό» ή «κοινωνικό» προφίλ, µε έµφαση στην ικανοποίηση κάποιων κοινωνικών αιτηµάτων, αλλά και σε συµβολικές κινήσεις από την παράδοση της Αριστεράς (χαρακτηριστικά τα όσα κάνει το υπουργείο Παιδείας). Ο άλλος, γύρω από τη Ν.∆. του Κυριάκου Μητσοτάκη, ήδη έχει εγκαταλείψει παραδοσιακές κρατικιστικές και λαϊκιστικές αναφορές της ∆εξιάς και προβάλλει ακόµη πιο επιθετικές πολιτικές υπέρ της αγοράς και της επιχειρηµατικότητας.

Το ερώτηµα για τον ευρύτερο χώρο της Κεντροαριστεράς, στη σηµερινή του µορφή και διάσταση, που δεν έχει καµία σχέση µε το παρελθόν, εφόσον ο ΣΥΡΙΖΑ δείχνει να κατοχυρώνει την εκπροσώπηση σηµαντικού µέρους της βάσης του παλιού ΠΑΣΟΚ, είναι εάν θα συνεχίσει µε τη γραµµή της περιόδου 2011-2015, δηλαδή να αποτελεί κοµµάτι ενός δυνάµει κυβερνητικού πόλου γύρω από τη Ν.∆., ή θα προσανατολιστεί προς τη συνεργασία µε τον ΣΥΡΙΖΑ, σε µια στρατηγική αντινεοφιλελεύθερου πόλου, αντικαθιστώντας προοπτικά και την ιδιότυπη πολιτική επισφάλεια που προέρχεται από τον Πάνο Καµµένο και τους ΑΝ.ΕΛ.

Ο ίδιος ο Τσίπρας έχει κάνει ανοιχτό κάλεσµα στον χώρο του ΠΑΣΟΚ να έρθει σε συνεργασία µε τον ΣΥΡΙΖΑ. Τον Ιούνιο, µε συνέντευξή του στην εφηµερίδα «Νέα Σελίδα» του Ηλία Λιβάνη, ο Αλέξης Τσίπρας είχε καλέσει τον χώρο του ΠΑΣΟΚ να βρει «ξανά τον προοδευτικό του προσανατολισµό, αλλά και το κουράγιο να ανοίξει έναν ειλικρινή και χωρίς προκαταλήψεις διάλογο µε την κυβερνώσα Αριστερά, τον ΣΥΡΙΖΑ, για την προοπτική της προοδευτικής διακυβέρνησης µετά το τέλος των Μνηµονίων».

Την ίδια στιγµή, είναι σαφές ότι, ανεξαρτήτως των αναγκών της πολιτικής αντιπαράθεσης, η Φώφη Γεννηµατά έχει κατεξοχήν προσανατολίσει το ΠΑΣΟΚ και τη ∆ηµοκρατική Συµπαράταξη σε µια κατεύθυνση που στον ορίζοντα έχει και τη συνεργασία µε τον ΣΥΡΙΖΑ. Το ότι αυτό δεν διατυπώνεται ρητά είναι προφανές, µια που οι ψηφοφόροι δεν πολυσυµπαθούν τα κόµµατα που εξαρχής διεκδικούν το… Οσκαρ β’ ρόλου.

Οµως, ο συνολικός τόνος σε αυτή την κατεύθυνση κατατείνει, καθώς και γεγονότα όπως η ρήξη στις προηγούµενες διαπραγµατεύσεις µε τον Σταύρο Θεοδωράκη, εάν αναλογιστούµε ότι κατεξοχήν το Ποτάµι διεκδίκησε για τον χώρο του Κέντρου έναν πολύ πιο νεοφιλελεύθερο προσανατολισµό. Για την ιστορία, ας θυµίσουµε ότι ο Κώστας Λαλιώτης είχε υποστηρίξει τη Φώφη Γεννηµατά όταν είχε διεκδικήσει και είχε πάρει την προεδρία του ΠΑΣΟΚ.

Φαίνεται, όµως, ότι η κίνηση αυτή συναντά αντιστάσεις. Η ανακοίνωση της υποψηφιότητας του Γιώργου Καµίνη για την ηγεσία της Κεντροαριστεράς δεν ήταν κεραυνός εν αιθρία. Μέσα στον χώρο της Κεντροαριστεράς υπάρχει ένα ισχυρό µπλοκ στελεχών, που δεν επιθυµούν µια συνεργασία µε τον ΣΥΡΙΖΑ, αλλά επιµένουν στη λογική της συµµαχίας µε τις εκσυγχρονιστικές, ευρωπαϊκές δυνάµεις και, εποµένως, σε τελική ανάλυση, µε τον Κυριάκο Μητσοτάκη.

Το κοµµάτι αυτό γνωρίζει καλά ότι δεν µπορεί µε αξιώσεις να διεκδικήσει την ηγεµονία στην Κεντροαριστερά µε φιγούρες που έχουν φθαρεί στην άσκηση κυβερνητικής διαχείρισης και έχουν ταυτιστεί µε µνηµονιακές κυβερνήσεις. Θα ήταν αφελές άλλωστε να πιστεύει κανείς ότι σήµερα µπορούν να εµπνεύσουν ευρύτερα κοινωνικά στρώµατα φιγούρες όπως ο Ευάγγελος Βενιζέλος ή η Αννα ∆ιαµαντοπούλου. Αντίθετα, ο Γιώργος Καµίνης µε το κύρος που απέκτησε ως Συνήγορος του Πολίτη και µε δύο διαδοχικές δηµαρχιακές θητείες, που µπορεί να µη σφραγίστηκαν από µεγάλα αποτελέσµατα, ωστόσο δεν αναίρεσαν το προφίλ του µετριοπαθούς, συναινετικού και πολιτικού, µπορεί να εκπροσωπήσει µε περισσότερες αξιώσεις την «εκσυγχρονιστική» και «ευρωπαϊστική» εκδοχή της Κεντροαριστεράς.

Οι Ευρωπαίοι πιέζουν για συνεργασία µε τον ΣΥΡΙΖΑ

Η κατεύθυνση της συνεργασίας µε τον ΣΥΡΙΖΑ έχει και διεθνή υποστήριξη. Ολα δείχνουν ότι σηµαντική µερίδα των Ευρωπαίων Σοσιαλιστών επιθυµεί αναβαθµισµένες σχέσεις µε τον ΣΥΡΙΖΑ, ενώ ταυτόχρονα ο ίδιος ο Αλέξης Τσίπρας θεωρεί ότι η σχέση µε µία από τις δύο µεγάλες πολιτικές οικογένειες της Ευρώπης αναβαθµίζει και το διεθνές έρεισµά του.

∆εν είναι τυχαίο ότι προσκαλείται πλέον και αυτός στις συναντήσεις κορυφής των ηγετών της Σοσιαλδηµοκρατίας, που παραδοσιακά προηγούνται των συνόδων κορυφής της Ευρωπαϊκής Ενωσης. Ούτε είναι τυχαίο ότι στην τελευταία εκλογή προέδρου του Ευρωκοινοβουλίου, ο Ιταλός Τζιάνι Πιτέλα µπορεί να ηττήθηκε στο τέλος, αλλά οι προσεκτικοί παρατηρητές σηµείωσαν ότι στον δεύτερο και τον τρίτο γύρο το σύνολο των ευρωβουλευτών της οµάδας της Αριστεράς (GUE/NGL) δεν ψήφισε την ιδιαίτερα ριζοσπαστική κοµµατική υποψηφιότητα της Ιταλίδας Ελεανόρα Φορέντσε, αλλά τον Πιτέλα. Οι «κακές γλώσσες» στις Βρυξέλλες κάνουν λόγο για διαρροές προς τον Πιτέλα και από τη µεριά των ευρωβουλευτών του ΣΥΡΙΖΑ.

 


ΣΥΝΤΑΚΤΙΚΗ ΟΜΑΔΑ

Λευτέρης Χαραλαμπόπουλος

[email protected]


Ο Λευτέρης Χαραλαμπόπουλος έχει συνεργαστεί με πολλές εφημερίδες και περιοδικά. Είναι υπεύθυνος έκδοσης τ...